Στον καπιταλιστικό κόσμο, τον
σκληρό κι ανταγωνιστικό, όπου όλα πωλούνται κι αγοράζονται και το κέρδος
είναι η ύψιστη αξία, η σχεδόν απόλυτη
εμπορευματοποίηση και των θρησκευτικών εορτών και εθίμων είναι η φυσική
συνέπεια. Γιατί όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν διαμορφώνονται εν κενώ, έτσι
και οι θρησκευτικές εκδηλώσεις και έθιμα
άμεσα συνδέονται με τις πολύ υλικές
βάσεις της ζωής μας.
Κι αν στα
χρόνια μας οι άνθρωποι κατά κύριο λόγο υιοθετούν τη θρησκεία του περιβάλλοντός τους,
αφού η θρησκεία καθορίζεται συμπτωματικά και όχι από το περιεχόμενό της,
και την ασπάζονται για να ανταποκριθούν στο περιβάλλον που ζουν, στην αυγή του
χριστιανισμού και πριν αυτός γίνει αναγνωρισμένη κρατική θρησκεία οι οπαδοί του
επιλέγουν και υπερασπίζονται την χριστιανική πίστη αν και περιφρονούνται και
γίνονται αντικείμενο έκτακτων νόμων.
«Η ιστορία του πρώτου
Χριστιανισμού έχει σημαντικά σημεία ομοιότητας με το σύγχρονο εργατικό κίνημα. Όπως
το τελευταίο, ο χριστιανισμός ήταν αρχικά ένα κίνημα των καταπιεζομένων: πρωτοεμφανίσθηκε σαν
θρησκεία των δούλων και των χειραφετημένων δούλων, του φτωχού λαού που είχε
στερηθεί κάθε δικαιώματος, των λαών που
είχαν υποταχθεί ή διασκορπιστεί από τη
Ρώμη. Τόσο ο χριστιανισμός όσο και ο εργατικός σοσιαλισμός κηρύσσουν την
προσεχή σωτηρία από τη δουλεία και την αθλιότητα ̇ ο Χριστιανισμός τοποθετεί
αυτή τη σωτηρία σε μια ζωή στο υπερπέραν, μετά το θάνατο, στον ουρανό̇̇͘͘ ο σοσιαλισμός την τοποθετεί σε τούτο τον
κόσμο, σε μια μεταβολή της κοινωνίας.(…)
Τι είδους άνθρωποι ήσαν οι πρώτοι
στρατολογημένοι Χριστιανοί; Κύρια είχαν στρατολογηθεί από τους «εργαζόμενους
και επιβαρυμένους», μέλη των κατώτερων στρωμάτων του λαού, που είχαν γίνει
επαναστατικό στοιχείο. Και τι αποτελούσαν; Στις πόλεις φτωχευμένους ελεύθερους
ανθρώπους, ανθρώπους κάθε είδους, σαν τους «άθλιους λευκούς» στις νότιες
πολιτείες που διατηρούσαν τη δουλεία και τους Ευρωπαίους αλήτες των λιμανιών
και τυχοδιώκτες στα αποικιακά και Κινέζικα λιμάνια, ύστερα χειραφετημένους
δούλους και, πάνω απ’ όλα, πραγματικούς δούλους ̇ στα μεγάλα κτήματα στην Ιταλία, Σικελία και
Αφρική δούλους, καις στις αγροτικές περιοχές των επαρχιών μικρούς χωρικούς που
είχαν πέσει όλο και περισσότερο στη δουλεία από χρέη. Δεν υπήρχε απόλυτα κοινός
δρόμος χειραφέτησης για όλ’ αυτά τα στοιχεία. Για όλους αυτούς ο παράδεισος
είχε χαθεί πίσω τους ̇ για τους καταστρεμμένους ελεύθερους ανθρώπους ήταν η πρώην π ό λ ι ς, η
πόλη και το κράτος εκείνου του καιρού, όπου οι προπάτορες τους ήσαν ελεύθεροι
πολίτες ̇ για τους δούλους που είχαν πιαστεί
αιχμάλωτοι στον πόλεμο, ο χρόνος της ελευθερίας
προ της υποταγής και αιχμαλωσίας τους ̇ για τους μικροχωρικούς το κοινωνικό
σύστημα του γένους και η κοινοτική γαιοκτησία, που είχαν καταργηθεί. Όλα αυτά τσακίστηκαν από την ισοπεδωτική σιδερένια γροθιά της καταχτήτριας
Ρώμης. Η φυλή και η ένωση συγγενικών
φυλών ήταν η πιο πλατειά κοινωνική ομάδα όπου έφτασε η αρχαιότητα ̇ ανάμεσα
στους βαρβάρους, η συγκέντρωση σε ομάδες
βασιζόταν σε συμμαχίες ανάμεσα σε
οικογένειες και ανάμεσα στους πολεοϊδρυτές Έλληνες και Ιταλούς στην π ό λ ι ν
που την αποτελούσαν μια ή περισσότερες
συγγενικές φυλές. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δόσανε στην Ελληνική χερσόνησο
πολιτική ενότητα, αλλά δεν οδήγησε στο
σχηματισμό Ελληνικού ένθους. Τα έθνη έγιναν δυνατά μονάχα από την πτώση της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας. Αυτή η κυριαρχία τερμάτισε
μια για πάντα τις μικρότερες
ενώσεις· η στρατιωτική δύναμη, η Ρωμαϊκή
δικαιοδοσία και ο μηχανισμός είσπραξης φόρων διάλυσαν ολότελα την παραδοσιακή εσωτερική
οργάνωση. Στην απώλεια της ανεξαρτησίας της χωριστής οργάνωσης προστέθηκαν η
βίαιη λεηλασία από στρατιωτικές και πολιτικές αρχές που άρπαζαν τους θησαυρούς
των υποδουλωμένων κι ύστερα τους δάνειζαν τους ίδιους τους θησαυρούς τους με
τοκογλυφικό τόκο για να τους αποσπάσουν
ακόμα πιο πολλά. Η φορολογική
πίεση και η ανάγκη για χρήματα που προκαλούσε
σε περιοχές όπου κυριαρχούσε μονάχα ή κυρίως η φυσική οικονομία, βύθιζε τους
χωρικούς σ’ ακόμα βαθύτερη δουλεία στους τοκογλύφους, δημιουργούσε μεγάλες
περιουσιακές διαφορές, που έκαναν τον πλούσιο πλουσιώτερο και απογύμνωνε τέλεια
το φτωχό. Κάθε απόπειρα αντίστασης απομονωμένων μικρών φυλών ή πόλεων, στη
γιγαντιαία Ρωμαϊκή παγκόσμια δύναμη ήταν χωρίς ελπίδα. Πού υπήρχε η διέξοδος, η
σωτηρία, για τους υπόδουλους, τους καταπιεζόμενους και εξαθλιωμένους, μια
διέξοδος κοινή για όλες αυτές τις ανθρώπινες ομάδες που τα
συμφέροντά τους ήσαν αμοιβαία ξένα ή κι ακόμα αντιτιθέμενα; Κι όμως έπρεπε να
βρεθεί ένα μεγάλο επαναστατικό κίνημα που να τους αγκαλιάσει όλους αυτούς.
Η διέξοδος είχε βρεθεί πράγματι.
Αλλά όχι σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην
κατάσταση που βρισκόντουσαν τα πράγματα μπορούσε να υπάρξει μονάχα μια
θρησκευτική διέξοδος. Τότε αποκαλύφθηκε ένας καινούργιος κόσμος. Η συνέχεια της
ζωής της ψυχής ύστερ’ από τον θάνατο του σώματος, αναγνωρίστηκε σιγά-σιγά,
άρθρο πίστης σ’ ολάκερο τον Ρωμαϊκό κόσμο. Ένα είδος ανταμοιβής ή τιμωρίας των
πεθαμένων ψυχών για τις πράξεις τους όσο ήταν στη γη έπαιρνε επίσης ολοένα και
μεγαλύτερη αναγνώριση. Όσον αφορά την ανταμοιβή, οι προοπτικές δεν ήταν τόσο
καλές: η αρχαιότητα ήταν πάρα πολύ
αυτόματα υλιστική για να μην
αποδίδει απεριόριστα πολύ μεγαλύτερη αξία στη ζωή πάνω στη γη από όσο στη ζωή
στο βασίλειο των σκιών· τη ζωή ύστερ’
από το θάνατο οι Έλληνες τη θεωρούσαν, πιο πολύ, σαν δυστύχημα. Ύστερα ήρθε ο
Χριστιανισμός, που πήρε την ανταμοιβή και τη τιμωρία στον άλλο κόσμο στα σοβαρά και
δημιούργησε τον ουρανό και τον άδη, και βρέθηκε μια διέξοδος που θα οδηγούσε τους
εργαζόμενους και ταλαιπωρημένους από το λιβάδι του οδυρμού στον αιώνιο παράδεισο. Και στην
πραγματικότητα μονάχα με τη προοπτική
μιας ανταμοιβής στον άλλο κόσμο μπορούσε
η στωϊκοφιλονική απάρνηση του κόσμου και ο ασκητισμός να υψωθεί στη βασική ηθική αρχή μιας καινούργιας
παγκόσμιας θρησκείας που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον ενθουσιασμό στις καταπιεζόμενες
μάζες(…)»
Φρ. Ενγκελς
« Σχετικά με την ιστορία του πρώτου Χριστιανισμού» μετ. Γ. Βιστάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου