«Ζει και βασιλεύει» η εργοδοτική ασυδοσία - Ξεσκεπάστηκαν τα φούμαρα της κυβέρνησης
Γράφουν στον «Ριζοσπάστη» συνδικαλιστές από κλάδους μισθωτών επιστημόνων με γενικευμένη χρήση αυτού του αντεργατικού όπλου
Πριν
από ενάμιση περίπου χρόνο, τον Ιούλη του 2017, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -
ΑΝΕΛ εξήγγειλε και διαφήμιζε ένα ακόμα δήθεν «φιλεργατικό» μέτρο: Διά
στόματος του πρωθυπουργού, η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι θα έβαζε τέλος
στην αυθαιρεσία των εργοδοτών να εμφανίζουν μισθωτούς εργαζόμενους ως
«αυτοαπασχολούμενους με μπλοκάκι».
Πώς ισχυριζόταν ότι τάχα θα το έκανε αυτό η κυβέρνηση; Διατηρώντας στο ακέραιο τη δυνατότητα των εργοδοτών να συνεχίζουν αυτό το αίσχος και προσφέροντάς τους παράλληλα την εναλλακτική της... επιδότησης (!), προκειμένου, όπως έλεγε ο Αλ. Τσίπρας κατά την τότε επίσκεψή του στο υπουργείο Εργασίας, να «δίνεται το κίνητρο για πρώτη φορά, για να μετατραπεί η ψευδώς δηλωμένη αυτοαπασχόληση σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μισθωτή εργασία».
Τον Οκτώβρη του 2017, η κυβέρνηση εξέδωσε Υπουργική Απόφαση, με την οποία όριζε επιδότηση προς τις επιχειρήσεις συνολικού ύψους 156,8 εκατ. ευρώ, ενώ το υπουργείο διαφήμιζε πως περίπου 40.000 εργαζόμενοι με «μπλοκάκι» στην τριετία 2018 - 2020 θα «ωφελούνταν», καθώς με τον τρόπο αυτό η σύμβασή τους θα γινόταν σύμβαση κανονικού μισθωτού.
Τα αποτελέσματα της πλήρους διατήρησης του αντεργατικού πλαισίου επιβεβαιώθηκαν ένα χρόνο μετά, αποκαλύπτοντας για πολλοστή φορά την κυβερνητική κοροϊδία: Τον Οκτώβρη του 2018, η κυβέρνηση με νεότερη ΚΥΑ των υπουργών Εργασίας και Οικονομικών κατεβάζει πλέον τον πήχη της «προστασίας» από τους 40.000 εργαζόμενους με «μπλοκάκι» σε μόλις 2.000... για την τριετία 2018 - 2020! Μάλιστα, από τη σχετική ΚΥΑ προκύπτει πως στο διάστημα ενός χρόνου που εφαρμόστηκε το πρόγραμμα, από τους 40.000 εργαζόμενους με «μπλοκάκι», για τους οποίους γινόταν λόγος, η σύμβαση δεν άλλαξε ούτε καν σε 100 εργαζόμενους, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία συνεχίζει να δουλεύει και να ασφαλίζεται με τους ίδιους απαράδεκτους όρους, με την εργοδοσία να τους εμφανίζει ως «αυτοαπασχολούμενους», στερώντας τους εργασιακά δικαιώματα που έπρεπε να έχουν ως μισθωτοί που είναι και φορτώνοντας και πάλι σε αυτούς το βάρος της Ασφάλισης.
Με αφορμή και αυτήν την αποκαλυπτική εξέλιξη, η οποία επιβεβαιώνει ότι καμιά... «μεταμνημονιακή» περίοδος δεν μπορεί να υπάρχει για τους εργαζόμενους όσο παραμένει άθικτο όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο, μνημονιακό και προγενέστερο, ο «Ριζοσπάστης» δίνει σήμερα τον λόγο σε συνδικαλιστές από κλάδους όπου η εργοδοσία χρησιμοποιεί γενικευμένα το αίσχος της «εργασίας με μπλοκάκι»:
Ο Ηλίας Τσιμπουκάκης, από τον χώρο των μισθωτών Μηχανικών - Τεχνικών, όπου η εργασία με «μπλοκάκι» αποτελεί πλέον την κύρια εργασιακή σχέση, περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο που αυτή αξιοποιείται από την εργοδοσία για την ένταση της εκμετάλλευσης.
Ο Θοδωρής Πιτσόλης και η Εύα Κατρή, από τους χώρους των μισθωτών γιατρών και των μισθωτών δικηγόρων, αντίστοιχα, προσθέτουν χαρακτηριστικές πλευρές από την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι «εργαζόμενοι με μπλοκάκι» στους κλάδους τους.
Πώς ισχυριζόταν ότι τάχα θα το έκανε αυτό η κυβέρνηση; Διατηρώντας στο ακέραιο τη δυνατότητα των εργοδοτών να συνεχίζουν αυτό το αίσχος και προσφέροντάς τους παράλληλα την εναλλακτική της... επιδότησης (!), προκειμένου, όπως έλεγε ο Αλ. Τσίπρας κατά την τότε επίσκεψή του στο υπουργείο Εργασίας, να «δίνεται το κίνητρο για πρώτη φορά, για να μετατραπεί η ψευδώς δηλωμένη αυτοαπασχόληση σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μισθωτή εργασία».
Τον Οκτώβρη του 2017, η κυβέρνηση εξέδωσε Υπουργική Απόφαση, με την οποία όριζε επιδότηση προς τις επιχειρήσεις συνολικού ύψους 156,8 εκατ. ευρώ, ενώ το υπουργείο διαφήμιζε πως περίπου 40.000 εργαζόμενοι με «μπλοκάκι» στην τριετία 2018 - 2020 θα «ωφελούνταν», καθώς με τον τρόπο αυτό η σύμβασή τους θα γινόταν σύμβαση κανονικού μισθωτού.
Τα αποτελέσματα της πλήρους διατήρησης του αντεργατικού πλαισίου επιβεβαιώθηκαν ένα χρόνο μετά, αποκαλύπτοντας για πολλοστή φορά την κυβερνητική κοροϊδία: Τον Οκτώβρη του 2018, η κυβέρνηση με νεότερη ΚΥΑ των υπουργών Εργασίας και Οικονομικών κατεβάζει πλέον τον πήχη της «προστασίας» από τους 40.000 εργαζόμενους με «μπλοκάκι» σε μόλις 2.000... για την τριετία 2018 - 2020! Μάλιστα, από τη σχετική ΚΥΑ προκύπτει πως στο διάστημα ενός χρόνου που εφαρμόστηκε το πρόγραμμα, από τους 40.000 εργαζόμενους με «μπλοκάκι», για τους οποίους γινόταν λόγος, η σύμβαση δεν άλλαξε ούτε καν σε 100 εργαζόμενους, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία συνεχίζει να δουλεύει και να ασφαλίζεται με τους ίδιους απαράδεκτους όρους, με την εργοδοσία να τους εμφανίζει ως «αυτοαπασχολούμενους», στερώντας τους εργασιακά δικαιώματα που έπρεπε να έχουν ως μισθωτοί που είναι και φορτώνοντας και πάλι σε αυτούς το βάρος της Ασφάλισης.
Με αφορμή και αυτήν την αποκαλυπτική εξέλιξη, η οποία επιβεβαιώνει ότι καμιά... «μεταμνημονιακή» περίοδος δεν μπορεί να υπάρχει για τους εργαζόμενους όσο παραμένει άθικτο όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο, μνημονιακό και προγενέστερο, ο «Ριζοσπάστης» δίνει σήμερα τον λόγο σε συνδικαλιστές από κλάδους όπου η εργοδοσία χρησιμοποιεί γενικευμένα το αίσχος της «εργασίας με μπλοκάκι»:
Ο Ηλίας Τσιμπουκάκης, από τον χώρο των μισθωτών Μηχανικών - Τεχνικών, όπου η εργασία με «μπλοκάκι» αποτελεί πλέον την κύρια εργασιακή σχέση, περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο που αυτή αξιοποιείται από την εργοδοσία για την ένταση της εκμετάλλευσης.
Ο Θοδωρής Πιτσόλης και η Εύα Κατρή, από τους χώρους των μισθωτών γιατρών και των μισθωτών δικηγόρων, αντίστοιχα, προσθέτουν χαρακτηριστικές πλευρές από την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι «εργαζόμενοι με μπλοκάκι» στους κλάδους τους.
Δοκιμασμένο όπλο της εργοδοσίας με την κάλυψη του αστικού κράτους
Από την εμφάνισή του μέχρι την πλήρη επικράτησή του, το «μπλοκάκι» αξιοποιήθηκε από το κεφάλαιο ως αιχμή της επίθεσης
για την παράκαμψη όποιων νομοθετικών «περιορισμών» για την εργοδοσία
είχαν κατακτηθεί στο έδαφος πολύχρονων αγώνων του ταξικού κινήματος.
Αξιοποιήθηκε για την κατάργηση αυτονόητων εργατικών δικαιωμάτων, αλλά και την υπονόμευση υπογραφής και εφαρμογής Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, επομένως της ίδιας της εργατικής ενότητας, τόσο στο επίπεδο μιας επιχείρησης όσο και ολόκληρου του κλάδου.
Το «μπλοκάκι» αποτελεί δοκιμασμένο όπλο στα χέρια της εργοδοσίας για να συγκαλύπτει τη συμβατική σχέση μισθωτής εργασίας, εργαζομένων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, με μηνιαίο μισθό, σε έναν εργοδότη, κάποιες φορές με μερική απασχόληση σε παραπάνω από έναν εργοδότες. Εργαζομένων που η εργασία τους υπόκειται στον έλεγχο και εποπτεία του εργοδότη, ο οποίος καθορίζει το χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας, ενώ ο εργοδότης έχει την αποκλειστική ιδιοκτησία του προϊόντος αυτής. Ωστόσο, με τυπικούς - νομικούς όρους καταγράφονται από τις αρχές του αστικού κράτους (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, Επιθεώρηση Εργασίας, ΕΛΣΤΑΤ) ως αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες.
Το
«μπλοκάκι», ως σχέση εργασίας, συνοψίζει όλα τα χαρακτηριστικά των
ελαστικών σχέσεων και της κινητικότητας που το κεφάλαιο σχεδιάζει να
γενικεύσει συνολικά στην αγορά εργασίας.
Λύνει τα χέρια του κεφαλαίου από μια σειρά «υποχρεώσεων» και «δεσμεύσεων» που συγκροτούν αυτό που ονομάζει «εργατικό κόστος», δηλαδή τον άμεσο και έμμεσο μισθό, την τιμή της εργατικής δύναμης:
-- Την εργοδοτική εισφορά για την Κοινωνική Ασφάλιση.
-- Τον 13ο και τον 14ο μισθό.
-- Την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης στον εργαζόμενο, καθώς ονομάζει την απόλυση λύση σύμβασης με κάποιον «συνεργάτη», δηλαδή εργολάβο.
-- Η εργοδοσία αποφεύγει τη χορήγηση νόμιμης άδειας με αμοιβή, της άδειας τοκετού και λοχείας για τις γυναίκες, καθώς η εγκυμοσύνη ισοδυναμεί με «οικειοθελή αποχώρηση» ή με άδεια «άνευ αποδοχών», της άδειας ασθενείας ή λόγω εργατικού ατυχήματος, ενώ και το κράτος απαλλάσσεται από το επίδομα ανεργίας.
-- Η εργοδοσία, χωρίς κανέναν νομοθετικό περιορισμό, παρακάμπτει το τυπικό ωράριο απασχόλησης με απαλλαγή από την πληρωμή υπερωριών, την πενθήμερη εργασία, έχει πλήρη ευελιξία για την παράκαμψη του νομικού ορίου απολύσεων και την εκτεταμένη ανανέωση της εργατικής δύναμης.
-- Στην πράξη η σχέση εργασίας με το «μπλοκάκι» κατοχυρώνει την αποκλειστικά ατομική διαπραγμάτευση του εργαζόμενου με τον εργοδότη για το ύψος μισθού και τους όρους εργασίας.
Η επίθεση στα εργατικά δικαιώματα δεν ξεκίνησε με την καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια, αλλά κλιμακώθηκε στο έδαφος της μεγάλης ανεργίας και της πολιτικής του αστικού κράτους για τη διαχείριση της κρίσης και τη θωράκιση της κερδοφορίας των ομίλων.
Με το νόμο - λαιμητόμο του Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό, στην πραγματικότητα νομιμοποίησε τελεσίδικα το «μπλοκάκι» ως βασικό τρόπο αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας και κατοχύρωσε τα κίνητρα του εργοδότη για απασχόληση των μισθωτών με ΔΠΥ. Αφού νομοθέτησε τη δήθεν «υποχρέωση» των εργοδοτών για συμμετοχή στην ασφάλιση των μισθωτών με ΔΠΥ, η κυβέρνηση, ως πιστός «υπηρέτης» των εργοδοτών, πέταξε το «μπαλάκι» στους ίδιους τους εργαζόμενους προκειμένου να αποδείξουν ότι έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας και δεν είναι αυτοαπασχολούμενοι, με... καταγγελία στον ΕΦΚΑ.
Οι εργοδότες υποχρέωσαν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν μειώσεις στους μισθούς τους: Είτε μέσω της «νόμιμης» εφαρμογής της ρύθμισης για τα «μπλοκάκια», οπότε μεγάλο τμήμα ή ολόκληρη την εργοδοτική συμμετοχή, 21% από το σύνολο του 38,5% των ασφαλιστικών εισφορών επί του μισθού, ο εργοδότης το μετακύλησε άμεσα στις απολαβές του εργαζόμενου. Είτε ζήτησε από τους εργαζόμενους να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι είναι «ελεύθεροι επαγγελματίες» και να αναλάβουν το σύνολο του 38,5% των ασφαλιστικών εισφορών επί του μισθού τους.
Τα μετέπειτα δημοσιευμένα στοιχεία, άλλωστε, απέδειξαν ότι οι εργαζόμενοι με ΔΠΥ που δηλώθηκαν από τους εργοδότες στη ρύθμιση της παραγράφου 9 του άρθρου 39 του Ν4387/16 είναι λιγότεροι από 10.000 για το σύνολο των κλάδων της οικονομίας, δηλαδή αποτελούν μόνο ένα μικρό τμήμα του συνόλου των εργαζομένων που στην πραγματικότητα εργάζονται ως μισθωτοί και αμείβονται με ΔΠΥ, ξεσκεπάζοντας οριστικά την απάτη της κυβέρνησης ότι με το νόμο αυτό «καταπολεμά την ανομία» της ελαστικής εργασίας με το «μπλοκάκι».
Οι πρόσφατες υποτιθέμενες «ελαφρύνσεις» που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ για το Ασφαλιστικό, εκτός από το γεγονός ότι θα φέρουν νέες απώλειες στις μελλοντικές «ανταποδοτικές» κατακρεουργημένες συντάξεις «Κατρούγκαλου», δίνουν νέα «κίνητρα» στους εργοδότες ώστε να υποχρεώσουν τους μισθωτούς που έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου Κατρούγκαλου για τα «μπλοκάκια» αλλά και τους συμβατικά μισθωτούς, να επιλέξουν την κατώτατη κλάση στους κλάδους Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ, προκειμένου ο εργοδότης να απαλλαχθεί από το μεγαλύτερο τμήμα της νομικής του υποχρέωσης για συμμετοχή 3,5% επί του μισθού στην επικουρική ασφάλιση.
Να ενισχυθεί ο αγώνας με συνολικό πλαίσιο πάλης που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική αύξησης των κερδών του κεφαλαίου.
Η πετυχημένη οργάνωση της πάλης απαιτεί το εργατικό κίνημα και στο χώρο των Μισθωτών Τεχνικών να σημαδέψει τον πραγματικό αντίπαλο, τα μονοπώλια, το κράτος τους, την κυβέρνησή τους, να δώσει τη μάχη στον κλάδο και συνολικά μαζί με τον ταξικό πόλο του εργατικού κινήματος, το ΠΑΜΕ.
Το «μπλοκάκι» αποτελεί δοκιμασμένο όπλο στα χέρια της εργοδοσίας για να συγκαλύπτει τη συμβατική σχέση μισθωτής εργασίας, εργαζομένων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, με μηνιαίο μισθό, σε έναν εργοδότη, κάποιες φορές με μερική απασχόληση σε παραπάνω από έναν εργοδότες. Εργαζομένων που η εργασία τους υπόκειται στον έλεγχο και εποπτεία του εργοδότη, ο οποίος καθορίζει το χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας, ενώ ο εργοδότης έχει την αποκλειστική ιδιοκτησία του προϊόντος αυτής. Ωστόσο, με τυπικούς - νομικούς όρους καταγράφονται από τις αρχές του αστικού κράτους (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, Επιθεώρηση Εργασίας, ΕΛΣΤΑΤ) ως αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες.
Λύνει πολύπλευρα τα χέρια του κεφαλαίου
Λύνει τα χέρια του κεφαλαίου από μια σειρά «υποχρεώσεων» και «δεσμεύσεων» που συγκροτούν αυτό που ονομάζει «εργατικό κόστος», δηλαδή τον άμεσο και έμμεσο μισθό, την τιμή της εργατικής δύναμης:
-- Την εργοδοτική εισφορά για την Κοινωνική Ασφάλιση.
-- Τον 13ο και τον 14ο μισθό.
-- Την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης στον εργαζόμενο, καθώς ονομάζει την απόλυση λύση σύμβασης με κάποιον «συνεργάτη», δηλαδή εργολάβο.
-- Η εργοδοσία αποφεύγει τη χορήγηση νόμιμης άδειας με αμοιβή, της άδειας τοκετού και λοχείας για τις γυναίκες, καθώς η εγκυμοσύνη ισοδυναμεί με «οικειοθελή αποχώρηση» ή με άδεια «άνευ αποδοχών», της άδειας ασθενείας ή λόγω εργατικού ατυχήματος, ενώ και το κράτος απαλλάσσεται από το επίδομα ανεργίας.
-- Η εργοδοσία, χωρίς κανέναν νομοθετικό περιορισμό, παρακάμπτει το τυπικό ωράριο απασχόλησης με απαλλαγή από την πληρωμή υπερωριών, την πενθήμερη εργασία, έχει πλήρη ευελιξία για την παράκαμψη του νομικού ορίου απολύσεων και την εκτεταμένη ανανέωση της εργατικής δύναμης.
-- Στην πράξη η σχέση εργασίας με το «μπλοκάκι» κατοχυρώνει την αποκλειστικά ατομική διαπραγμάτευση του εργαζόμενου με τον εργοδότη για το ύψος μισθού και τους όρους εργασίας.
Η επίθεση στα εργατικά δικαιώματα δεν ξεκίνησε με την καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια, αλλά κλιμακώθηκε στο έδαφος της μεγάλης ανεργίας και της πολιτικής του αστικού κράτους για τη διαχείριση της κρίσης και τη θωράκιση της κερδοφορίας των ομίλων.
Νέες απώλειες για τους εργαζόμενους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
Η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν εμπόδισε, αντίθετα έφερε νέες απώλειες για τους εργαζόμενους.Με το νόμο - λαιμητόμο του Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό, στην πραγματικότητα νομιμοποίησε τελεσίδικα το «μπλοκάκι» ως βασικό τρόπο αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας και κατοχύρωσε τα κίνητρα του εργοδότη για απασχόληση των μισθωτών με ΔΠΥ. Αφού νομοθέτησε τη δήθεν «υποχρέωση» των εργοδοτών για συμμετοχή στην ασφάλιση των μισθωτών με ΔΠΥ, η κυβέρνηση, ως πιστός «υπηρέτης» των εργοδοτών, πέταξε το «μπαλάκι» στους ίδιους τους εργαζόμενους προκειμένου να αποδείξουν ότι έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας και δεν είναι αυτοαπασχολούμενοι, με... καταγγελία στον ΕΦΚΑ.
Οι εργοδότες υποχρέωσαν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν μειώσεις στους μισθούς τους: Είτε μέσω της «νόμιμης» εφαρμογής της ρύθμισης για τα «μπλοκάκια», οπότε μεγάλο τμήμα ή ολόκληρη την εργοδοτική συμμετοχή, 21% από το σύνολο του 38,5% των ασφαλιστικών εισφορών επί του μισθού, ο εργοδότης το μετακύλησε άμεσα στις απολαβές του εργαζόμενου. Είτε ζήτησε από τους εργαζόμενους να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι είναι «ελεύθεροι επαγγελματίες» και να αναλάβουν το σύνολο του 38,5% των ασφαλιστικών εισφορών επί του μισθού τους.
Τα μετέπειτα δημοσιευμένα στοιχεία, άλλωστε, απέδειξαν ότι οι εργαζόμενοι με ΔΠΥ που δηλώθηκαν από τους εργοδότες στη ρύθμιση της παραγράφου 9 του άρθρου 39 του Ν4387/16 είναι λιγότεροι από 10.000 για το σύνολο των κλάδων της οικονομίας, δηλαδή αποτελούν μόνο ένα μικρό τμήμα του συνόλου των εργαζομένων που στην πραγματικότητα εργάζονται ως μισθωτοί και αμείβονται με ΔΠΥ, ξεσκεπάζοντας οριστικά την απάτη της κυβέρνησης ότι με το νόμο αυτό «καταπολεμά την ανομία» της ελαστικής εργασίας με το «μπλοκάκι».
Οι πρόσφατες υποτιθέμενες «ελαφρύνσεις» που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ για το Ασφαλιστικό, εκτός από το γεγονός ότι θα φέρουν νέες απώλειες στις μελλοντικές «ανταποδοτικές» κατακρεουργημένες συντάξεις «Κατρούγκαλου», δίνουν νέα «κίνητρα» στους εργοδότες ώστε να υποχρεώσουν τους μισθωτούς που έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου Κατρούγκαλου για τα «μπλοκάκια» αλλά και τους συμβατικά μισθωτούς, να επιλέξουν την κατώτατη κλάση στους κλάδους Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ, προκειμένου ο εργοδότης να απαλλαχθεί από το μεγαλύτερο τμήμα της νομικής του υποχρέωσης για συμμετοχή 3,5% επί του μισθού στην επικουρική ασφάλιση.
Πάλη ενάντια στην «ευελιξία» και τη στρατηγική για τα κέρδη του κεφαλαίου
Η
ανάπτυξη του αγώνα για τα δικαιώματα των εργαζομένων με τις «ευέλικτες»
εργασιακές σχέσεις είναι αναγκαίο να δεθεί με ριζοσπαστικούς στόχους
πάλης για: Κατάργηση των ατομικών συμφωνητικών και του Δελτίου,
υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας με ουσιαστικές αυξήσεις στους
μισθούς για κάλυψη των απωλειών της κρίσης, βάζοντας ρότα προς την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών και τη μείωση του χρόνου εργασίας.Να ενισχυθεί ο αγώνας με συνολικό πλαίσιο πάλης που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική αύξησης των κερδών του κεφαλαίου.
Η πετυχημένη οργάνωση της πάλης απαιτεί το εργατικό κίνημα και στο χώρο των Μισθωτών Τεχνικών να σημαδέψει τον πραγματικό αντίπαλο, τα μονοπώλια, το κράτος τους, την κυβέρνησή τους, να δώσει τη μάχη στον κλάδο και συνολικά μαζί με τον ταξικό πόλο του εργατικού κινήματος, το ΠΑΜΕ.
Ηλίας ΤΣΙΜΠΟΥΚΑΚΗΣ
Γραμματέας του ΔΣ του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών, εκλεγμένος με την ΕΣΑΚ
Γραμματέας του ΔΣ του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών, εκλεγμένος με την ΕΣΑΚ
Σοβαρές συνέπειες για τους μισθωτούς γιατρούς και τους ασθενείς τους
Οι
προσλήψεις γιατρών σε ιδιωτικά θεραπευτήρια ή διαγνωστικά εργαστήρια ως
συνεργατών, αμειβομένων μέσω τιμολογίων παροχής ιατρικών υπηρεσιών έχει
γίνει καθεστώς στο χώρο της ιδιωτικής Υγείας. Αυτή η σχέση εργασίας
αφορά σε εκατοντάδες νέους γιατρούς που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα Υγείας.
Επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο να κρύβεται η μισθωτή σχέση και να
παρουσιάζεται ο γιατρός ως αυτοαπασχολούμενος που αμείβεται με Τιμολόγιο
Παροχής Υπηρεσιών (ΤΠΥ) και παρέχει ως εξωτερικός συνεργάτης ιατρικές
υπηρεσίες στον εκάστοτε εργοδότη.
Ομως η ουσία δεν αλλάζει, αφού ο γιατρός παραμένει μισθωτός εργαζόμενος επιστήμονας. Πρόκειται για μία από τις μορφές ελαστικής εργασίας που έχει κυριαρχήσει στον κλάδο. Με αυτές τις σχέσεις εργασίας εργάζονται συνάδελφοι που πραγματοποιούν εφημερίες ή άλλοι που πέραν από τις εφημερίες έχουν και πλήρη ή μερική εργασία σε καθημερινή βάση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η «άτυπη μισθωτή εργασία» ακόμα και με πλήρες ωράριο και εφημερίες γίνεται με ισχνή αποζημίωση ή ακόμα και χωρίς μισθό! Ως αντάλλαγμα προβάλλεται η δυνατότητα να διατηρήσουν το ιατρείο τους, ενώ σε κάθε περίπτωση παρέχουν φτηνή εργασία και «ένεση» ανταγωνιστικότητας στους κλινικάρχες. Μεγάλο μέρος δεν έχουν ιατρείο, είναι μόνο μισθωτοί και το δελτίο παροχής υπηρεσιών κρύβει τη μισθωτή εξαρτημένη εργασία τους σε έναν ή και περισσότερους εργοδότες, μιας και συχνά αναγκάζονται να πραγματοποιούν εφημερίες σε περισσότερες από μία κλινικές με επιπτώσεις στην υγεία τους και την ασφάλειά τους αλλά και με κινδύνους για τους ασθενείς.
Η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας δεν περιορίστηκε μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Επεκτείνονται και στον δημόσιο και αποτελούν βασική πλευρά της επιδίωξης της αντιλαϊκής πολιτικής στην Υγεία για λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων ως αυτοτελών επιχειρηματικών μονάδων. Η πλειοψηφία των Ιατρών Εργασίας, για παράδειγμα, που απασχολούνται σε δημόσια νοσοκομεία εργάζονται με μερική απασχόληση, ως εξωτερικοί συνεργάτες με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Η επιλογή τους μάλιστα γίνεται με την απαράδεκτη και απαξιωτική διαδικασία των μειοδοτικών διαγωνισμών... Αντίστοιχα το «μπλοκάκι» έχει αξιοποιηθεί τόσο από το ΚΕΕΛΠΝΟ για να προσλαμβάνει γιατρούς για τις ΜΕΘ ή και για τη στελέχωση ιατρείων σε δομές «υποδοχής και φιλοξενίας» προσφύγων, όσο και απευθείας από νοσοκομεία για να καλύπτουν κενά και εφημερίες...
Οταν ένας γιατρός εμφανίζεται στην κλινική περιστασιακά μόνο για εφημερίες (και αυτό το έχουμε κατά κόρον στις ιδιωτικές κλινικές, αλλά έχει αξιοποιηθεί και από δημόσια νοσοκομεία), είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έχει συνολική εικόνα των ασθενών και της πορείας της νόσου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των ασθενών και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Αντίστοιχες επιπτώσεις έχουν η εντατικοποίηση, τα εξαντλητικά ωράρια, οι συνεχόμενες εφημερίες. Ως «εξωτερικός συνεργάτης», ο γιατρός δεν έχει σταθερό ωράριο. Είναι διαθέσιμος ανάλογα με τις ανάγκες της κλινικής ή του διαγνωστικού κέντρου. Π.χ. δεν αναγνωρίζεται υπερωριακή - εφημεριακή απασχόληση, με αντίστοιχη αποζημίωση, αν ο γιατρός χρειαστεί να παραμείνει αρκετά παραπάνω στο χώρο εργασίας ή χρειαστεί να προσέλθει σε αργία. Πολύ περισσότερο, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε πρόσθετο, «μη μισθολογικό κόστος» για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας του «αυτοαπασχολούμενου συνεργάτη»...
Ακόμα και από την άποψη της αστικής ευθύνης, αυτές οι μορφές ελαστικής εργασίας αξιοποιούνται για να μεταφέρουν το βάρος στους μισθωτούς γιατρούς, γεγονός που συνδέεται με την απαίτηση από τους κλινικάρχες να έχει σχετική ιδιωτική ασφάλεια ο «εξωτερικός συνεργάτης» γιατρός που προφανώς την πληρώνει από την τσέπη του.
Είναι καθαρό ότι οι επιχειρήσεις στο χώρο της ιδιωτικής Υγείας ωφελούνται τα μέγιστα από αυτές τις σχέσεις εργασίας. Επιτυγχάνουν σημαντική μείωση του λεγόμενου «εργατικού κόστους». Παράμετρος απαραίτητη προκειμένου να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό που υπάρχει στον χώρο - τόσο σε εσωτερικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο - προκειμένου να μεγιστοποιούνται τα κέρδη τους.
Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας που διαλύουν εργασιακά δικαιώματα και μετατρέπουν σε λάστιχο τη ζωή των εργαζομένων, και εν προκειμένω των γιατρών, αποτελούν ενέσεις ανταγωνιστικότητας για τις επιχειρήσεις και αξιοποιούνται τόσο σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης, όπου η αγορά συρρικνώνεται, τα περιθώρια κέρδους περιορίζονται και ο ανταγωνισμός γίνεται σκληρότερος, όσο και στην ανάκαμψη που διασφαλίζουν μεγιστοποίηση των κερδών.
Ομως η ουσία δεν αλλάζει, αφού ο γιατρός παραμένει μισθωτός εργαζόμενος επιστήμονας. Πρόκειται για μία από τις μορφές ελαστικής εργασίας που έχει κυριαρχήσει στον κλάδο. Με αυτές τις σχέσεις εργασίας εργάζονται συνάδελφοι που πραγματοποιούν εφημερίες ή άλλοι που πέραν από τις εφημερίες έχουν και πλήρη ή μερική εργασία σε καθημερινή βάση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η «άτυπη μισθωτή εργασία» ακόμα και με πλήρες ωράριο και εφημερίες γίνεται με ισχνή αποζημίωση ή ακόμα και χωρίς μισθό! Ως αντάλλαγμα προβάλλεται η δυνατότητα να διατηρήσουν το ιατρείο τους, ενώ σε κάθε περίπτωση παρέχουν φτηνή εργασία και «ένεση» ανταγωνιστικότητας στους κλινικάρχες. Μεγάλο μέρος δεν έχουν ιατρείο, είναι μόνο μισθωτοί και το δελτίο παροχής υπηρεσιών κρύβει τη μισθωτή εξαρτημένη εργασία τους σε έναν ή και περισσότερους εργοδότες, μιας και συχνά αναγκάζονται να πραγματοποιούν εφημερίες σε περισσότερες από μία κλινικές με επιπτώσεις στην υγεία τους και την ασφάλειά τους αλλά και με κινδύνους για τους ασθενείς.
Η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας δεν περιορίστηκε μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Επεκτείνονται και στον δημόσιο και αποτελούν βασική πλευρά της επιδίωξης της αντιλαϊκής πολιτικής στην Υγεία για λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων ως αυτοτελών επιχειρηματικών μονάδων. Η πλειοψηφία των Ιατρών Εργασίας, για παράδειγμα, που απασχολούνται σε δημόσια νοσοκομεία εργάζονται με μερική απασχόληση, ως εξωτερικοί συνεργάτες με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Η επιλογή τους μάλιστα γίνεται με την απαράδεκτη και απαξιωτική διαδικασία των μειοδοτικών διαγωνισμών... Αντίστοιχα το «μπλοκάκι» έχει αξιοποιηθεί τόσο από το ΚΕΕΛΠΝΟ για να προσλαμβάνει γιατρούς για τις ΜΕΘ ή και για τη στελέχωση ιατρείων σε δομές «υποδοχής και φιλοξενίας» προσφύγων, όσο και απευθείας από νοσοκομεία για να καλύπτουν κενά και εφημερίες...
Σοβαρές επιπτώσεις και για τους όρους άσκησης της ιατρικής επιστήμης
Είναι
προφανές ότι οι επιπτώσεις από την επέκταση αυτών των σχέσεων εργασίας
δεν περιορίζονται στο τσάκισμα εργασιακών, ασφαλιστικών και άλλων
δικαιωμάτων των εργαζόμενων γιατρών. Αφορούν και στους όρους άσκησης της ιατρικής επιστήμης.Οταν ένας γιατρός εμφανίζεται στην κλινική περιστασιακά μόνο για εφημερίες (και αυτό το έχουμε κατά κόρον στις ιδιωτικές κλινικές, αλλά έχει αξιοποιηθεί και από δημόσια νοσοκομεία), είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έχει συνολική εικόνα των ασθενών και της πορείας της νόσου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των ασθενών και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Αντίστοιχες επιπτώσεις έχουν η εντατικοποίηση, τα εξαντλητικά ωράρια, οι συνεχόμενες εφημερίες. Ως «εξωτερικός συνεργάτης», ο γιατρός δεν έχει σταθερό ωράριο. Είναι διαθέσιμος ανάλογα με τις ανάγκες της κλινικής ή του διαγνωστικού κέντρου. Π.χ. δεν αναγνωρίζεται υπερωριακή - εφημεριακή απασχόληση, με αντίστοιχη αποζημίωση, αν ο γιατρός χρειαστεί να παραμείνει αρκετά παραπάνω στο χώρο εργασίας ή χρειαστεί να προσέλθει σε αργία. Πολύ περισσότερο, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε πρόσθετο, «μη μισθολογικό κόστος» για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας του «αυτοαπασχολούμενου συνεργάτη»...
Ακόμα και από την άποψη της αστικής ευθύνης, αυτές οι μορφές ελαστικής εργασίας αξιοποιούνται για να μεταφέρουν το βάρος στους μισθωτούς γιατρούς, γεγονός που συνδέεται με την απαίτηση από τους κλινικάρχες να έχει σχετική ιδιωτική ασφάλεια ο «εξωτερικός συνεργάτης» γιατρός που προφανώς την πληρώνει από την τσέπη του.
Είναι καθαρό ότι οι επιχειρήσεις στο χώρο της ιδιωτικής Υγείας ωφελούνται τα μέγιστα από αυτές τις σχέσεις εργασίας. Επιτυγχάνουν σημαντική μείωση του λεγόμενου «εργατικού κόστους». Παράμετρος απαραίτητη προκειμένου να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό που υπάρχει στον χώρο - τόσο σε εσωτερικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο - προκειμένου να μεγιστοποιούνται τα κέρδη τους.
Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας που διαλύουν εργασιακά δικαιώματα και μετατρέπουν σε λάστιχο τη ζωή των εργαζομένων, και εν προκειμένω των γιατρών, αποτελούν ενέσεις ανταγωνιστικότητας για τις επιχειρήσεις και αξιοποιούνται τόσο σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης, όπου η αγορά συρρικνώνεται, τα περιθώρια κέρδους περιορίζονται και ο ανταγωνισμός γίνεται σκληρότερος, όσο και στην ανάκαμψη που διασφαλίζουν μεγιστοποίηση των κερδών.
Θοδωρής ΠΙΤΣΟΛΗΣ
Μέλος ΔΣ του Σωματείου Μισθωτών Γιατρών (ΣΕΙΙΝΑΠ), εκλεγμένος με τη ΔΗΠΑΚ
Μέλος ΔΣ του Σωματείου Μισθωτών Γιατρών (ΣΕΙΙΝΑΠ), εκλεγμένος με τη ΔΗΠΑΚ
Εκμετάλλευση εκατοντάδων δικηγόρων πίσω από τη βιτρίνα του «συνεργάτη»
Από
την πρώτη στιγμή που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, πριν από ενάμιση
περίπου χρόνο, παρουσίασε με τυμπανοκρουσίες τα μέτρα της δήθεν
προστασίας των μισθωτών με «μπλοκάκι», αντιταχθήκαμε στην κοροϊδία,
συζητώντας με τους συναδέλφους μισθωτούς δικηγόρους για την κατάσταση
που επικρατεί στον χώρο μας.
Είναι μια κατάσταση κυριολεκτικά απαράδεκτη, που τη βιώνουν εκατοντάδες
συνάδελφοι, νεότεροι κυρίως δικηγόροι, οι οποίοι εργάζονται σε
δικηγορικές εταιρείες ή σε άλλα δικηγορικά γραφεία και οι οποίοι
θεωρούνται «συνεργάτες».
Με λίγα λόγια, η πλειοψηφία των μισθωτών δικηγόρων, που δουλεύουν 10 και 12 ώρες κάθε μέρα, με μισθούς των 600 - 700 ευρώ κατά μέσον όρο και κάτω από τις αποκλειστικές εντολές του εργοδότη τους, θεωρούνται αυτοαπασχολούμενοι, δεν έχουν αφορολόγητο και πληρώνουν μόνοι τους τις ασφαλιστικές εισφορές στις περισσότερες περιπτώσεις. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι οι «συνεργάτες των δικηγορικών εταιρειών» εξαιρέθηκαν ακόμα και από το σχετικό κυβερνητικό μέτρο - αντίστοιχης κοροϊδίας προς τους εργαζόμενους - που ορίζει ότι οι ασφαλιστικές εισφορές όσων απασχολούνται σε έναν ή δύο εργοδότες με «μπλοκάκι», επιμερίζονται κατά 1/3 στους ίδιους και κατά 2/3 στον εργοδότη τους (δικηγόρο ή εταιρεία).
Για την κατάσταση αυτή, μαζί με την επίθεση εργοδοσίας και κυβέρνησης, έχει σοβαρή ευθύνη και η ηγεσία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της οποίας «βγάζουν φλύκταινες» κάθε φορά που ακούν για «de facto» εξαρτημένη εργασία των συναδέλφων μισθωτών δικηγόρων. Στο όνομα της δήθεν επιστημονικής αυτοτέλειας και του δήθεν θεσμικού ρόλου των δικηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, υπερασπίζονται το καθεστώς του «συνεργάτη», δηλαδή της καλυμμένης μισθωτής εργασίας, χωρίς συγκροτημένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, όπως κατοχύρωση ωραρίου, δώρα, άδειες, αποζημίωση απόλυσης, συνδικαλιστικά δικαιώματα και κυρίως δικαίωμα στην απεργία.
Ετσι, για παράδειγμα, η απόλυση μισθωτού δικηγόρου θεωρείται «διακοπή συνεργασίας» και η ηγεσία του ΔΣΑ για τα «παράπονα» παραπέμπει στα Πειθαρχικά Συμβούλια του Συλλόγου!
Ιδια, μάλιστα, αντιμετώπιση έχουν και στο ζήτημα των ασκούμενων δικηγόρων, οι οποίοι εργάζονται σε καθεστώς μαθητείας με μισθούς των 400 ευρώ περίπου, χωρίς κάλυψη των ασφαλιστικών τους εισφορών. Αυτές τις μέρες συζητούν την καθιέρωση υποχρεωτικών σεμιναρίων για τους ασκούμενους και την αυστηροποίηση των εξετάσεων για την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, υπηρετώντας έτσι στην πράξη την αποσύνδεση πτυχίου - επαγγέλματος και τη δημιουργία δικηγόρων - αποφοίτων Νομικής πολλών ταχυτήτων, για να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών για ένα «ευέλικτο» ανακυκλούμενο επιστημονικό προσωπικό χωρίς δικαιώματα.
Γι' αυτό καλούμε τους συναδέλφους μισθωτούς δικηγόρους να συσπειρωθούν γύρω από τη δράση και τις θέσεις της Επιτροπής Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων, διεκδικώντας συγκροτημένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους, ασκούμενους ή μισθωτούς δικηγόρους, χωρίς να περιμένουν τίποτα από τον ΔΣΑ και την αντιδραστική του ηγεσία.
Με λίγα λόγια, η πλειοψηφία των μισθωτών δικηγόρων, που δουλεύουν 10 και 12 ώρες κάθε μέρα, με μισθούς των 600 - 700 ευρώ κατά μέσον όρο και κάτω από τις αποκλειστικές εντολές του εργοδότη τους, θεωρούνται αυτοαπασχολούμενοι, δεν έχουν αφορολόγητο και πληρώνουν μόνοι τους τις ασφαλιστικές εισφορές στις περισσότερες περιπτώσεις. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι οι «συνεργάτες των δικηγορικών εταιρειών» εξαιρέθηκαν ακόμα και από το σχετικό κυβερνητικό μέτρο - αντίστοιχης κοροϊδίας προς τους εργαζόμενους - που ορίζει ότι οι ασφαλιστικές εισφορές όσων απασχολούνται σε έναν ή δύο εργοδότες με «μπλοκάκι», επιμερίζονται κατά 1/3 στους ίδιους και κατά 2/3 στον εργοδότη τους (δικηγόρο ή εταιρεία).
Για την κατάσταση αυτή, μαζί με την επίθεση εργοδοσίας και κυβέρνησης, έχει σοβαρή ευθύνη και η ηγεσία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της οποίας «βγάζουν φλύκταινες» κάθε φορά που ακούν για «de facto» εξαρτημένη εργασία των συναδέλφων μισθωτών δικηγόρων. Στο όνομα της δήθεν επιστημονικής αυτοτέλειας και του δήθεν θεσμικού ρόλου των δικηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, υπερασπίζονται το καθεστώς του «συνεργάτη», δηλαδή της καλυμμένης μισθωτής εργασίας, χωρίς συγκροτημένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, όπως κατοχύρωση ωραρίου, δώρα, άδειες, αποζημίωση απόλυσης, συνδικαλιστικά δικαιώματα και κυρίως δικαίωμα στην απεργία.
Ετσι, για παράδειγμα, η απόλυση μισθωτού δικηγόρου θεωρείται «διακοπή συνεργασίας» και η ηγεσία του ΔΣΑ για τα «παράπονα» παραπέμπει στα Πειθαρχικά Συμβούλια του Συλλόγου!
Ιδια, μάλιστα, αντιμετώπιση έχουν και στο ζήτημα των ασκούμενων δικηγόρων, οι οποίοι εργάζονται σε καθεστώς μαθητείας με μισθούς των 400 ευρώ περίπου, χωρίς κάλυψη των ασφαλιστικών τους εισφορών. Αυτές τις μέρες συζητούν την καθιέρωση υποχρεωτικών σεμιναρίων για τους ασκούμενους και την αυστηροποίηση των εξετάσεων για την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, υπηρετώντας έτσι στην πράξη την αποσύνδεση πτυχίου - επαγγέλματος και τη δημιουργία δικηγόρων - αποφοίτων Νομικής πολλών ταχυτήτων, για να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών για ένα «ευέλικτο» ανακυκλούμενο επιστημονικό προσωπικό χωρίς δικαιώματα.
Γι' αυτό καλούμε τους συναδέλφους μισθωτούς δικηγόρους να συσπειρωθούν γύρω από τη δράση και τις θέσεις της Επιτροπής Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων, διεκδικώντας συγκροτημένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για όλους τους εργαζόμενους, ασκούμενους ή μισθωτούς δικηγόρους, χωρίς να περιμένουν τίποτα από τον ΔΣΑ και την αντιδραστική του ηγεσία.
Εύα ΚΑΤΡΗ
Από την Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων
Από την Επιτροπή Αγώνα Μισθωτών Δικηγόρων
Ριζοσπάστης Σάββατο 29 Δεκέμβρη 2018 - Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου