Είχε προηγηθεί η 12η Οκτώβρη του 1944. Τότε, ο λαός ξεχύθηκε στον δρόμο γιορτάζοντας τη λευτεριά που είχε κατακτηθεί με τα νικηφόρα όπλα του ΕΛΑΣ και με μαζική πάλη της ΕΑΜικής Αντίστασης, που είχαν καθοδηγηθεί και οργανωθεί από το ΚΚΕ. Την ίδια εποχή, όμως, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, στο όνομα της εθνικής και αντιφασιστικής ενότητας, είχαν αναγνωρίσει την αστική κυβέρνηση και συμμετείχαν σε αυτή.
Ο επικεφαλής της, Γεώργιος Παπανδρέου, κατέγραψε αργότερα τις αστικές επιδιώξεις της εποχής: «Εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ».
Οπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η κυβέρνηση ούτε στοιχειωδώς δεν ήταν διατεθειμένη να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ως συνεπείς αντικατοχικές αντιφασιστικές δυνάμεις. Ενάμιση μήνα μετά διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 25/11/1944:
Σε αυτήν τη δραματική φράση, που λίγες μέρες μετά, στις 4 Δεκέμβρη 1944, έγινε ματωμένο πανό μπροστά στη Βουλή, είναι απαραίτητο να σταματήσει όποιος θέλει να κατανοήσει τον Δεκέμβρη.
Πώς όμως φτάσαμε εκεί;
Το διάστημα ακριβώς πριν από την αποχώρηση των γερμανικών και βουλγαρικών δυνάμεων Κατοχής, ο ΕΛΑΣ αποτελούσε ένα στρατό 77.000 ανδρών και 50.000 εφέδρων που βρισκόταν υπό τη διοίκηση στρατιωτικά ειδικευμένων και υπό την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Ο ΕΛΑΣ επικρατούσε σε πολύ μεγάλο μέρος της χώρας και υπό την προστασία του είχαν συσταθεί λαογέννητοι θεσμοί τοπικής διοίκησης, δικαιοσύνης και παιδείας.
Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η αποδιάρθρωση των πιο σημαντικών λειτουργιών του αστικού κράτους, αφού ο κατ' εξοχήν παράγοντας που προσέδιδε στο ελληνικό αστικό κράτος ισχύ, ο γερμανικός στρατός, είχε φύγει. Ταυτόχρονα, ήταν ελάχιστες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν τότε στην Ελλάδα, επομένως υπήρχε αδυναμία να προσδώσουν ισχύ στην αποδυναμωμένη αστική εξουσία. Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο της κρίσης του αστικού κράτους ήταν το πέρασμα με το μέρος του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ χιλιάδων αξιωματικών και στρατιωτών στη Μ. Ανατολή, χαρακτηριστικό και αυτό της ύπαρξης επαναστατικής κατάστασης.
Γενικότερα, η πολιτική επιρροή των αστικών πολιτικών δυνάμεων στον λαό βρισκόταν στο κατώτερο σημείο, ενώ η οργανωτική τους υπόσταση περιγράφεται μόνο με τη λέξη διάλυση. Στους κόλπους του αστικού πολιτικού κόσμου συνυπήρχαν οι οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά τμήματα των αντιβασιλικών και των βασιλοφρόνων, καθώς και των συνεργαζόμενων με τα στρατεύματα κατοχής και των άλλων της φιλοβρετανικής γραμμής. Αντιθέσεις που όμως έτειναν να γεφυρωθούν υπό τη σκέπη του βασιλιά και τη βοήθεια του βρετανικού ιμπεριαλισμού, μπροστά στο φόβο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι λαϊκές δυνάμεις ήταν συσπειρωμένες στο ΕΑΜ, που είχε 1.500.000 μέλη. Το ΚΚΕ, βασική δύναμη και αιμοδότης του ΕΑΜ, ξεπερνούσε τα 400.000 μέλη. Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η γιγάντια πολιτική οντότητα περιέκλειε πολλές αδυναμίες, παρά το γεγονός ότι χιλιάδες ήταν διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους. Στο ΕΑΜ, πέρα από το ΚΚΕ, συμμετείχαν ακόμα ολιγάριθμες οπορτουνιστικές, αλλά και σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις που - αναμενόμενο ήταν - δεν συνειδητοποιούσαν την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΚΚΕ που είχε στρατολογηθεί στα χρόνια της Κατοχής δεν διέθετε σημαντικό ιδεολογικό - πολιτικό επίπεδο.
Αλλωστε, σε καμία επανάσταση, ούτε προλεταριακή, αλλά ούτε και αστική (στο παρελθόν) οι εξεγερμένες λαϊκές δυνάμεις (αγρότες, φτωχολογιά των πόλεων κ.λπ.) δεν είχαν πλήρως ώριμη πολιτική συνείδηση, ενώ η προσχώρηση στο ΚΚΕ μέσα στην Κατοχή αντανακλούσε ανεβασμένες εργατικές και λαϊκές διαθέσεις και τη δυνατότητα να περάσουν στη λαϊκή πλειοψηφία συνθήματα επαναστατικής ανατροπής.
Τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργατικών - λαϊκών μαζών υποβοηθούσαν και οι εξελίξεις στις γειτονικές χώρες, συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, και η γενικότερη αναγνώριση της ΕΣΣΔ, καθώς και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού προς την καρδιά της Ευρώπης, που διαμόρφωνε έναν ευνοϊκό και προτρεπτικό περίγυρο.
Από αυτή την άποψη, εκτιμούμε σήμερα ότι κατά την Απελευθέρωση ήταν δυνατή η είσοδος μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στην Αθήνα, η κατάληψη των εργοστασίων και άλλων στρατηγικής σημασίας μονάδων Ενέργειας, επικοινωνιών, μεταφορών, η δημιουργία εργατικών συμβουλίων, η συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης, η δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής από ολόκληρο τον πληθυσμό 18-45 χρόνων, προκειμένου να εμποδιστεί οποιαδήποτε αντεπαναστατική ενέργεια της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης.
Ωστόσο, σε αυτήν την περίοδο, το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά στον απελευθερωτικό αγώνα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει σαφή στρατηγική που θα οδηγούσε στην επαναστατική επίλυση του προβλήματος της εξουσίας, μετατρέποντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Αυτή η αδυναμία δεν οφειλόταν σε ταξικά συμβιβαστική διάθεση του ΚΚΕ, όπως απέδειξε η μετέπειτα στάση του όχι μόνο τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά και αργότερα κατά την τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ. Οπωσδήποτε οι αιτίες της πρέπει να αναζητηθούν και σε θεωρητικές - ιδεολογικές αδυναμίες, ανεπάρκειες και λάθη που αφορούσαν την κατανόηση του χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και κατά προέκταση τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης και των απαιτούμενων συμμαχιών. Τα προηγούμενα συνδέονταν και αλληλεπιδρούσαν με αντίστοιχες προβληματικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς αρχικά και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος με επίκεντρο την ΕΣΣΔ έπειτα από τη διάλυσή της.
Πρώτα απ' όλα, το ΚΚΕ δεν εκτίμησε σωστά τη σύμπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύμπλεξη, πέρα από τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις με τις στρατιωτικές οργανώσεις του δοσιλογισμού, επιβεβαιωνόταν και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις όπως ο ΕΔΕΣ. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ με τους Εγγλέζους, η αμείωτη ιδεολογική και πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, η συχνή συνεργασία αστικών οργανώσεων με τους κατακτητές, για την αντιμετώπιση της «ερυθράς απειλής», καθώς και η αιματηρή καταστολή, από τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.
Με αυτή την έννοια, το ΚΚΕ δεν μελέτησε σωστά τη στρατηγική της αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της και τους ελιγμούς τους, με τρόπο ώστε να αναπροσαρμόσει τη δική του στρατηγική, ενώ υπερτίμησε σε αυτήν τη φάση και τις δυνατότητες του βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Από την άλλη πλευρά, ο ταξικός αντίπαλος επέδειξε ιδιαίτερη μεθοδικότητα και συστηματικότητα στην προετοιμασία της σύγκρουσης. Υπήρξε αδίστακτος, αλλά ταυτόχρονα και «ευέλικτος» στο να αξιοποιεί τις υποχωρήσεις ή ταλαντεύσεις του ΚΚΕ, ώστε την κατάλληλη γι' αυτόν στιγμή (που τελικά ήρθε τον Δεκέμβρη) να επιτεθεί με σκοπό τη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος. Ετσι φτάσαμε στη μονομερή αστική απόφαση για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια στις μάχες του Δεκέμβρη.
Ανέφερε χαρακτηριστικά η Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ, στις 17 Δεκέμβρη 1944:
«Στην περίοδο της απελευθέρωσης όταν οι αντίπαλοί μας φοβόνταν ότι θα καταλάβει (σ.σ. το ΚΚΕ) την εξουσία, όπως μπορούσε να το κάνει, το ΚΚΕ απόδειξε περίτρανα την ειλικρίνεια και εντιμότητα των δημοκρατικών του σκοπών. Εξασφάλισε απόλυτη τάξη στην πρωτεύουσα και στις άλλες πόλεις και ζήτησε από τον λαό να περιμένει από την κυβέρνηση ικανοποίηση των αιτημάτων του (...) Μέσα και έξω από την κυβέρνηση το ΚΚΕ και το ΕΑΜ έκαμαν τα πάντα για να μπουν σε εφαρμογή δημοκρατικές λύσεις, για να προληφθεί η αιματοχυσία».
Υπό την επίδραση αυτής της προσέγγισης, από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην έκβαση του Δεκέμβρη, οπωσδήποτε ορισμένοι εντοπίζονται και σε στρατιωτικό επίπεδο: Στη μη ύπαρξη σχεδίου για τη διεξαγωγή των μαχών. Στη μη έγκαιρη συγκέντρωση δυνάμεων στα αστικά κέντρα, κύρια στην Αθήνα και τον Πειραιά, που αποτέλεσαν και το επίκεντρο της σύγκρουσης (μια συγκέντρωση δυνάμεων που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε πετύχει την εξουδετέρωση του ταξικού αντιπάλου, πριν αυτός προλάβει να συγκεντρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις και υπεροπλία). Στη μη εφαρμογή αποφάσεων που προέβλεπαν μεγαλύτερο στρατιωτικό έλεγχο και περικύκλωση των αντίπαλων δυνάμεων. Στην αξιοποίηση των κύριων και πλέον ετοιμοπόλεμων δυνάμεων του ΕΛΑΣ σε «δευτερεύοντες» στόχους (εναντίον του Ζέρβα), τη στιγμή που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συντρίψει τον ΕΔΕΣ με πολύ μικρότερες δυνάμεις από τις ογκώδεις που παρέταξε εναντίον του. Στη μη έγκαιρη εμπλοκή με τις βρετανικές δυνάμεις. Στην ανάθεση της διεύθυνσης του αγώνα στην επανασυσταθείσα ΚΕ του ΕΛΑΣ και όχι στο Γενικό Στρατηγείο. Στη μη γενίκευση των συγκρούσεων στην υπόλοιπη Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα κ.α.).
Δόθηκαν δεκάδες μάχες, αρκετές νικηφόρες, παρά τον ελλιπή οπλισμό και τον δυσμενή συσχετισμό. Στα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής διαβάζουμε, για παράδειγμα, για τις μάχες στην περιοχή των Προσφυγικών, αλλά και άλλων σημείων: Καταλήφθηκαν ολοκληρωτικά οι φυλακές Αβέρωφ και πιάστηκαν 120 δοσίλογοι. Στην οδό Πειραιώς οι Αγγλοι επειδή ο λαός αχρήστευσε με ορύγματα ένα τανκ, έβαλλαν από την Ακρόπολη με το πυροβολικό και κατερείπωσαν τα γύρω σπίτια. Σε όλες τις συνοικίες του Πειραιά και της Κοκκινιάς έχουν οργανωθεί ομάδες θανάτου με το σύνθημα: «Λευτεριά ή θάνατος».
Κατά τα μέσα Δεκέμβρη, ο ΕΛΑΣ με ορμητικές επιθετικές ενέργειες περιόρισε τον αντίπαλο στο χώρο ανάμεσα στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα και το Κολωνάκι, στη «Σκομπία», όπως την ονόμασε ο λαός.
Ομως, τότε άρχισε να βαραίνει καθοριστικά ο αρνητικός συσχετισμός.
Στις μάχες του Δεκέμβρη, η αστική τάξη είχε στη διάθεσή της περίπου 11.000 άνδρες (Ορεινή Ταξιαρχία 2.500 άνδρες, οι ταγματασφαλίτες 1.500, η Χωροφυλακή 3.000, η αστυνομία πόλεων 2.000, η «Χ» και ο ΕΔΕΣ 1.000 και τα Τάγματα Εθνοφυλακής 1.000). Ωστόσο, υπολόγιζε στην καθοριστική συμβολή του βρετανικού στρατού, που η δύναμή τους τις μέρες των συγκρούσεων ανήλθε σε 60.000, εξοπλισμένους με 200 τανκς, 80 αεροπλάνα και σημαντικό βαρύ οπλισμό.
Ο ΕΛΑΣ αντιπαρέταξε το Α' Σώμα Στρατού καθώς και τη ΙΙ Μεραρχία (Αττικοβοιωτίας), με σύνολο δύναμης 10.350 μαχητές, δηλαδή υποπολλαπλάσιους της παρατακτής του δύναμης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων αγωνιστών. Ακολούθησε η απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, που ήταν δυσανάλογη του συσχετισμού δυνάμεων, ακόμα και μετά τις μάχες του Δεκέμβρη.
Εκτοτε ο ηρωικός Δεκέμβρης γίνεται αντικείμενο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, διαστρέβλωσης και αμαύρωσης της Ιστορίας του λαού μας από όψιμους δημοσιολόγους, καθηγητές, δήθεν ιστορικούς, που προσπαθούν να φέρουν την Ιστορία στα μέτρα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Κατά τους αστούς, ο Δεκέμβρης ήταν μία «κομμουνιστική στάση» και μια επιλογή «εθνικού διχασμού»! Κατά τους οπορτουνιστές, που συνηθίζουν να ασελγούν επί των λαϊκών αγώνων που υπερβαίνουν το αστικό πλαίσιο, ο Δεκέμβρης ήταν ένας ακατανόητος τυχοδιωκτισμός!
Για τους κομμουνιστές, ο Δεκέμβρης κατατάσσεται αμετάκλητα στις μεγάλες στιγμές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Αποτελεί προέκταση της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στα χρόνια της Κατοχής και της ΕΑΜικής Αντίστασης και προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του ΔΣΕ. Συνιστά επιβεβαίωση της νομοτελειακής κατάληξης της ταξικής πάλης και μας τροφοδοτεί με κρίσιμη (θετική και αρνητική) πείρα για τις ταξικές αναμετρήσεις του σήμερα και του αύριο.
Γι' αυτό το ΚΚΕ μελετά την Ιστορία του Δεκέμβρη, όπως και το σύνολο της Ιστορίας του, κριτικά. Η κριτική αποτίμηση, μακριά από τη λαθολογία και τον μηδενισμό, εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να εκτιμά αντικειμενικά τον συσχετισμό της ταξικής πάλης χωρίς να απομακρύνεται από τον κύριο στόχο, την ανατροπή της αστικής εξουσίας, την επαναστατική κατάληψη της εργατικής εξουσίας. Απαιτείται η ικανότητα το ΚΚΕ να θεμελιώνει επαναστατικά τη στρατηγική του με την αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου σε κάθε ιστορική περίοδο.
Ενα σημαντικό ιστορικό δίδαγμα που προκύπτει από αυτή την περίοδο είναι ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αστική κυβέρνηση του 1944 αποτελεί απτό παράδειγμα για το πόσο ουτοπικός είναι ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι δυνατό μία τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει φιλολαϊκό δρόμο, ή σε κάθε περίπτωση να πάρει τουλάχιστον κάποια μέτρα υπέρ του λαού και να ανοίξει σιγά - σιγά τον δρόμο για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Αντίθετα με αυτήν την ανεδαφική προσμονή, η πείρα και εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις - σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων - γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις και για πολλά χρόνια.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο λαός, ακόμα και ένοπλος, θα παραμένει εγκλωβισμένος στο αστικό πλαίσιο, από τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετέχει σε αστική κυβέρνηση και δεν οργανώνει την αυτοτελή δράση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας
Ενα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν αναπόφευκτη, αποτελούσε τη νομοτελειακή κατάληξη μιας περιόδου όξυνσης της ταξικής πάλης. Οπως είχε επισημάνει ο Λένιν αρκετά χρόνια νωρίτερα:
«...στην καπιταλιστική κοινωνία, όταν η ταξική πάλη που βρίσκεται στη βάση της κοινωνίας αυτής οξύνεται κάπως σοβαρά, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε το ενδιάμεσο, παρά τούτο μόνο: είτε δικτατορία της αστικής τάξης, είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού».
Η στάση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν στην αξίωση της ντόπιας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της για τον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος ήταν επιβεβλημένη. Η υποχώρηση θα σήμαινε απόλυτη πολιτική και ηθική απαξίωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, θα τσάκιζε το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Αντίθετα, η συνεπής ταξικά στάση του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 1944 και ακόμα περισσότερο η πρωτοβουλία του να συγκροτήσει αργότερα τον ΔΣΕ αποτελούν την κύρια συνεισφορά του Κόμματός μας στην ταξική πάλη. Συνεισφορά που καλλιέργησε ταξικά αντανακλαστικά και συνέβαλε καθοριστικά τόσο στις επερχόμενες ταξικές συγκρούσεις όσο και στη διάσωση του επαναστατικού χαρακτήρα του την περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών 1989-1991.
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου