Βδομάδα τη βδομάδα, οι επανειλημμένες δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες ευρωεκλογές δείχνουν ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα φαίνεται να αποφεύγει τις εκπλήξεις. Η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να ηγείται στην κατάταξη των κομμάτων με μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, που φαίνεται να αυξάνει τα ποσοστά του και να σταθεροποιείται ως δεύτερο κόμμα στις εκλογικές προτιμήσεις, με το ΠΑΣΟΚ ν’ ακολουθεί τρίτο στην κατάταξη. Το κόμμα του Βελόπουλου, «Ελληνική Λύση», που ψαλιδίζει εκ δεξιών τη ΝΔ, και το Κομμουνιστικό Κόμμα που επιμένει μέσα σε αντίξοες συνθήκες να οργανώνει τους αγώνες για να εκλείπουν οι αιτίες της λαϊκής εξαθλίωσης, εμφανίζονται να διεκδικούν την τέταρτη θέση, ενώ ακολουθούν τα άλλα κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά και ακροδεξιά κόμματα που, ασθμαίνοντας, κάποια απ’ αυτά κόβουν το νήμα του 3%.
Επιδιώκοντας όμως η κυρίαρχη εξουσία την ευρύτατη συναίνεση σ’ αυτή την εκλογική διαδικασία, για να εξασφαλίζεται η εγκυρότητά της, προπαγανδίζεται η συμμετοχή σ’ αυτές, για να περιοριστεί η αποχή, ώστε τουλάχιστον τυπικά να λειτουργούν οι δημοκρατικοί κανόνες. Γιατί, προβάλλοντας τις εκλογές ως προϋπόθεση της δημοκρατίας, όταν αυτές τίθενται υπό αμφισβήτηση από αυτό που αποκαλείται κρίση εκπροσώπησης, που αναδεικνύει η αποχή, χάνουν τη νομιμοποιητική τους δύναμη πάνω στην οποία χτίζεται η συναίνεση, για να γίνονται αποδεκτές από την πλειοψηφία οι επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας. Οι εκλογές όμως, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε φορά κάνουν πιο ξεκάθαρη την αυξανόμενη δυσπιστία προς την πολιτική. Μόνο που αυτή η δυσπιστία εκφράζεται με την απόρριψη κάποιων επαγγελματιών πολιτικών που είναι ύποπτοι ότι εξυπηρετούν πάνω απ’ όλα τα προσωπικά συμφέροντά τους, αφήνοντας στο απυρόβλητο το ίδιο το πολιτικοοικονομικό σύστημα που είναι εχθρικό στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που η πλειοψηφία αντιμετωπίζει.
Η πολιτική έχει γίνει πιο περίπλοκη στην παρακολούθηση, με το εθνικό κράτος να φαίνεται ότι περιορίζει τη δύναμή του, ενώ το βάρος των λόμπι και των πολυεθνικών εταιρειών μετατοπίζουν τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, καθιστώντας τα σχεδόν αόρατα, γεγονός που αυξάνει τις συνωμοσιολογικές θεωρίες και την αδιαφορία για τις εκλογές. Η ψήφος, ως συμβολική πράξη και πολιτικό και κοινωνικό τελετουργικό, έχει αποδυναμωθεί. Έχει χάσει τη συμβολική και ηθική σημασία της για να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια μορφή διορισμού εκλεγμένων αξιωματούχων.
Μάλιστα, με τη χρησιμοποίηση του όρου «αριστερά» από πολιτικά σχήματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, για δικαιολόγηση των πιο αντιδραστικών πολιτικών, το χάσμα αριστερά-δεξιά που χρησίμευε ως σημείο αναφοράς για πολλούς ψηφοφόρους έχει γίνει θολό. Με τον κατακερματισμό του αστικού κομματικού συστήματος σε κλώνους κόμματα, η πολιτική προσφορά είναι πιο συσκοτισμένη στις προθέσεις της και πιο ασταθής και τα πολιτικά κόμματα δεν βοηθούν να γίνει πιο ευανάγνωστη η πραγματικότητα. Ξεχωρίζει μόνο το ΚΚΕ, που αναδεικνύει τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα ως αιτίες τόσο για τις επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις όσο και για τα εγκλήματα πολέμου και τις απειλές για την επέκτασή του.
Από εκλογές σε εκλογές, οι προσπάθειες της κυρίαρχης εξουσίας φαίνεται να αποδίδουν, και στην πολιτική σκηνή το χάσμα των ταξικών αντιθέσεων και ιδεών εξαφανίζεται μπροστά στη σύγκρουση των προσωπικοτήτων των πολιτικών που προβάλλουν τον εαυτό τους και πουλάνε την εικόνα τους. Τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών των αστικών κομμάτων μοιάζουν να είναι περιορισμένα, σε σημείο που να αντιλαμβάνεται το εκλογικό σώμα ότι όλες οι απόψεις είναι ίδιες. Η ψήφος εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις ατομικές συμπεριφορές και δεν ανταποκρίνεται στη συλλογική, κοινωνιολογική συμπεριφορά. Σε ένα κλίμα γενικής δυσπιστίας για την πολιτική, τα δημόσια πρόσωπα επιδιώκουν να διακριθούν, βοηθούμενα από τα οπτικοακουστικά μέσα, πάντα πρόθυμα να εντυπωσιάσουν τους ψηφοφόρους, όπως ο επαγγελματίας τους καλούς πελάτες.
Ένας πολιτικός, λοιπόν, που θέλει να έχει αντίκτυπο στην κοινωνία, θα πρέπει ν’ ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες επικοινωνίας που τα μαζικά μέσα ενημέρωσης προωθούν, με την πολιτική να αποσύρεται όλο και περισσότερο στα δικά της παιχνίδια και ζητήματα, ακατανόητα ή, το πολύ, αδιάφορα για τη μεγάλη πλειοψηφία. Οι πολιτικοί από εκπρόσωποι του λαού μετατρέπονται σε αστέρες της πολιτικής σκηνής. Όσο περισσότερο υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην τάξη των πολιτικών και των καθημερινών ανθρώπων τόσο περισσότερο οι πολιτικοί προσπαθούν να αποδείξουν πόσο τους μοιάζουν και πόσο κοντά στα προβλήματά τους είναι. Τα όρια της ιδιωτικής ζωής ξεθωριάζουν καθώς οι ενδιαφερόμενοι πολιτικοί φέρνουν από μόνοι τους ιδιωτικά στοιχεία στη δημόσια σκηνή για να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι, για να οικοδομήσουν μια εικόνα εγγύτητας για σκοπούς πολιτικής προπαγάνδας. Το βίντεο από την καθημερινότητα της Ε. Αχτσιόγλου είναι χαρακτηριστικό. Θέλουν να δείξουν ότι και η ζωή τους περιλαμβάνει την καθημερινότητα των ψηφοφόρων τους.
Και τελικά, μέσω της υπερβολικής χρήσης από τους πολιτικούς της ιδιωτικής τους σφαίρας και μέσω της κατάχρησης της ψυχολογικοποίησης της πολιτικής η αστική δημοκρατία ακόμα και στις τυπικές προϋποθέσεις λειτουργίας της επιδεινώνεται. Η κατάχρηση της επικοινωνίας που στηρίζεται σε ψυχολογικές αναλύσεις της προσωπικότητας των πολιτικών, όπως γίνεται κατά κόρον με τις θεατρικές παραστάσεις του Α. Γεωργιάδη, αναδεικνύει μια δημοκρατία που στηρίζεται στο θέαμα και τον εντυπωσιασμό και συγκαλύπτει τις πραγματικές αντιθέσεις. Οι προεκλογικές εκστρατείες στρέφονται όλο και περισσότερο στην ψυχολογική ανάλυση, επικεντρώνονται σε συζητήσεις γύρω από το «εγώ» των πολιτικών και η ιδιωτική τους εικόνα είναι πλέον μέρος της επικοινωνίας τους. Κι έτσι χάνεται η μεγάλη εικόνα για το ταξικό σύστημα που υποστηρίζουν και που μένει πάντα στο απυρόβλητο.
Κι ενώ ο Κ. Μητσοτάκης περιόρισε, μετά από κορεσμό, την έκθεση της οικογένειάς του, αφού βέβαια για χρόνια απασχολούσε τους δημοσιογράφους η πολυπράγμων σύζυγος, αλλά και ο υιός που συνόδευε τον πατέρα σε επίσημες επισκέψεις, όπως στον Μπ. Νετανιάχου το 2020, το πάλαι ποτέ αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τον τελευταίο του πρόεδρο, αντιμετωπίζει την πολιτική σκηνή καθαρά ως θεατρική. Ο Στ. Κασσελάκης με την περίφημη αδιαμεσολάβητη επικοινωνία με το λαό εναλλάσσει στις προεκλογικές του εξορμήσεις τους ρόλους του προέδρου, του αυτοδημιούργητου, του ελπιδοφόρου νέου, σε μια προσπάθεια να εκπέμψει σιγουριά κι εμπιστοσύνη, με συμπεριφορές που εκφράζουν οικειότητα, όπως εναγκαλισμοί και συζητήσεις με καθημερινούς ανθρώπους.
Και των δυο κομμάτων, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, οι αρχηγοί αποκαλύπτουν με τη συμπεριφορά τους την αμφισβητούμενη σύνδεση της βασιλικής λειτουργίας με την αστική δημοκρατία. Εδώ και μια πενταετία η συνεχής απόδοση στον Κ. Μητσοτάκη από υπουργούς και βουλευτές του κάθε υποτιθέμενης επιτυχίας της πολιτικής τους δράσης τον έχει αναγάγει στο μοναδικό παράγοντα λειτουργίας των θεσμών. Η φύση και η σημασία της εξουσίας που αποδίδεται στον πρωθυπουργό του προσδίδει έναν μοναρχικό χαρακτήρα, αφού απ’ αυτόν εξαρτώνται όλα. Με τον Στ. Κασσελάκη αυτή η αντίληψη φαίνεται να απογειώνεται και να επιδιώκεται να εγκατασταθεί απροκάλυπτα στην πολιτική σκηνή. Σ΄ ένα αυτοαποκαλούμενο αριστερό κόμμα ο πρόεδρός του δεν λογοδοτεί πουθενά, ταυτίζοντας το κόμμα με τον εαυτό του και απαιτώντας από τους οπαδούς του μια άνευ όρων εμπιστοσύνη, ενισχυμένη από τα τσιτάτα του που η αοριστία τους του επιτρέπει να μιλά χωρίς να λέει τίποτε.
Οδεύουμε λοιπόν προς τις κάλπες εν μέσω επικοινωνιακού ορυμαγδού, εκπορευόμενου σχεδόν από το σύνολο των αστικών κομμάτων, που εξαπατά, ψεύδεται και υπερβάλλει και γίνεται η κύρια πολιτική στρατηγική για να προωθηθεί κι επιβληθεί, εκμαιεύοντας τη συναίνεση, η πιο αντιλαϊκή πολιτική. Γι’ αυτό και ο επικοινωνιακός λόγος των αστικών κομμάτων διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, διαχωρίζοντας το λόγο από την πράξη, τυλίγει τις ψεύτικες υποσχέσεις σε συσκευασίες μάρκετινγκ, όπως οι υποσχέσεις για πάταξη της ακρίβειας με επισκέψεις σε σούπερ μάρκετ.
Και είναι σ’ αυτές τις παγίδες του επικοινωνιακού λόγου που ο λόγος του ΚΚΕ αντιπαρατίθεται, γι’ αυτό κατηγορείται για ξύλινο λόγο, και είναι οι πραγματικοί στόχοι της επικοινωνιακής πολιτικής των αστικών κομμάτων που το ΚΚΕ αποκαλύπτει, και είναι ο συνεχής έμπρακτος αγώνας των κομμουνιστών που διαφοροποιεί το ΚΚΕ ακόμα και στην εκλογική διαδικασία. Μπορεί λοιπόν οι εκλογές να μην ανατρέπουν το πολιτικοοικονομικό σύστημα, όμως μπορούν, με την ψήφο στο ΚΚΕ, να γίνουν αφετηρία έκφρασης της δυσαρέσκειας των λαϊκών στρωμάτων, που όταν συνοδεύονται από αγωνιστικές κινητοποιήσεις στους χώρους δουλειάς και στο δρόμο είναι ένα πρώτο βήμα νίκης στον αγώνα ενάντια στην αντιδραστική πολιτική της καπιταλιστικής Ενωμένης Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου