Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Μύθοι και αλήθειες στα σκοτεινά «σοκάκια» του αντικομμουνισμού... Μέρος 2ο





Το «μπολσεβίκικο πραξικόπημα»...
Οι εργάτες που πήραν ενεργό μέρος στην απεργία των οδηγών των τραμ στην πόλη Πιατιγκόρσκ στο Βόρειο Καύκασο, το Σεπτέμβρη του 1917
Οι εργάτες που πήραν ενεργό μέρος στην απεργία των οδηγών των τραμ στην πόλη Πιατιγκόρσκ στο Βόρειο Καύκασο, το Σεπτέμβρη του 1917
Ενα εξίσου «αγαπημένο» κατασκεύασμα για την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση είναι ότι δεν επρόκειτο για επανάσταση αλλά για πραξικόπημα. Πρόκειται μάλιστα και για ένα επιχείρημα που βγαίνει για όλα τα γούστα: Από οπορτουνιστές που ήδη από τότε πολεμούσαν την εξουσία της εργατικής τάξης μιλώντας για «βιασμό» της Ιστορίας, την ώρα που δε διστάζουν να βαφτίζουν «επαναστάσεις» τις εναλλαγές των αστικών κυβερνήσεων, έως αστούς δημοσιολόγους που γράφουν πως «τον Οκτώβριο του 1917 δεν έγινε καμιά ρωσική επανάσταση. (...) Δεν υπήρξε καμιά λαϊκή επανάσταση όπως έγινε τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1917. Αντιθέτως, μια μειοψηφική δύναμη κατέλαβε διά των όπλων την εξουσία» («Καθημερινή», 15/10/17). Φυσικά, εκεί που το πράγμα γίνεται τελείως γκροτέσκο, είναι όταν για πραξικόπημα μιλάνε οι νοσταλγοί της Χούντας, οι χρυσαυγίτες υμνητές των πραξικοπηματιών και κάθε λογής Μεταξάδων.
 Τι προσπαθούν να πουν όλοι αυτοί; Οτι οι μπολσεβίκοι δεν είχαν τη στήριξη της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων, αλλά πήραν «με το έτσι θέλω», «πραξικοπηματικά» την εξουσία, την οποία διατήρησαν ύστερα καταπιέζοντας υποτίθεται τους εργαζόμενους, τρομοκρατώντας κ.ο.κ.

Τι κάνουν ότι «ξεχνάνε» ή καλύτερα δεν θέλουν να θυμούνται; Τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, την πορεία πριν και μετά την ένοπλη εξέγερση. Την ορμητική είσοδο της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών στην επαναστατική πάλη, στα συνδικάτα και στα Σοβιέτ που ήταν χωρίς προηγούμενο. Την πείρα που συγκέντρωσαν σε αυτήν την πάλη, που μέσα σε λίγους μόνο μήνες επαναστατικής θύελλας ισοδυναμούσε με την πείρα χρόνων πριν. Που κάτω και από την επίμονη δουλειά των μπολσεβίκων, με την επαναστατική γραμμή που αποκρυσταλλώθηκε στις «Θέσεις του Απρίλη», αποκάλυψε το ρόλο της αστικής κυβέρνησης που προέκυψε από την επανάσταση του Φλεβάρη, όπως και το ρόλο των οπορτουνιστών, που από τη θέση της πλειοψηφίας αρχικά στα Σοβιέτ καλούσαν την εργατική τάξη σε παράδοση στην αστική τάξη. Την πείρα που αποκάλυψε πως η μόνη διέξοδος από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την πείνα και το θάνατο ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση, το σάρωμα της αστικής τάξης που πήρε την πολιτική εξουσία από τον τσάρο, βασιζόμενη στην επαναστατική δράση των εργαζομένων και φτωχών αγροτών για να υπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα, συνεχίζοντας τον πόλεμο αλλά και έχοντας ως βασικό στόχο να τσακίσει την επανάσταση και να σταθεροποιήσει την εξουσία της (βλ. π.χ. πραξικόπημα Κορνίλοφ το καλοκαίρι του '17 κ.ο.κ.). Η πρωτοπόρα δράση, η σταθερότητα και η τόλμη, η επαναστατική στρατηγική, οι δεσμοί με τις μάζες αναδείξαν στην πράξη τους μπολσεβίκους ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, πράγμα που αποτυπώθηκε και στο γεγονός ότι λίγο πριν το ξέσπασμα της επανάστασης οι μπολσεβίκοι είχαν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των μεγάλων πόλεων και στα βασικά αστικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Κι ενώ οι ταλαντεύσεις και οι αντιφάσεις, ο κλονισμός των κοινωνικών αλλά και διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης, κάτω και από τη δράση του επαναστατικού κινήματος αλλά και λόγω των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων, ήταν όντως στο «απόγειό» τους το Νοέμβρη του 1917.

Αυτήν την πείρα συνόψιζε ο Λένιν, όταν έγραφε πως «με μόνη την πρωτοπορία δεν μπορούμε να νικήσουμε. Θα ήταν όχι απλώς ανοησία, αλλά και έγκλημα να ρίξουμε μόνη την πρωτοπορία στην αποφασιστική μάχη, προτού όλη η τάξη, προτού οι πλατιές μάζες να έχουν πάρει θέση ανοικτής υποστήριξης της πρωτοπορίας, ή τουλάχιστον ευμενούς ουδετερότητας απέναντί της και να έχουν δείξει ότι είναι εντελώς ανίκανες να υποστηρίξουν τον αντίπαλό τους [...]. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η πολιτική πείρα των ίδιων των μαζών. Τέτοιος είναι ο βασικός νόμος όλων των μεγάλων επαναστάσεων, που τον επιβεβαίωσε τώρα με καταπληκτική δύναμη και παραστατικότητα όχι μόνο η Ρωσία, αλλά και η Γερμανία»1.

Βεβαίως, η εξασφάλιση της υποστήριξης της πλειοψηφίας, όπως και συνολικά ο συσχετισμός δυνάμεων, δεν είναι ένα «αριθμητικό» αλλά ένα πολιτικό ζήτημα. Η επανάσταση και η πολιτική δεν είναι απλή αριθμητική, αλλά άλγεβρα, έλεγε ο Λένιν. Η Οκτωβριανή Επανάσταση έδειξε πως η κατάκτηση της πλειοψηφίας γίνεται μέσα στη δυναμική της επανάστασης, πως είναι αυταπάτη ότι το ΚΚ μπορεί να κερδίσει σταθερά και αταλάντευτα την πλειοψηφία των εργαζομένων, σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης, π.χ. εκφρασμένη κοινοβουλευτικά με το 50%+1 των ψήφων κ.ο.κ.

«Αυτήν ακριβώς τη διαλεκτική», έλεγε ο Λένιν, «ποτέ δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν οι προδότες, οι χοντροκέφαλοι και σχολαστικοί της Β' Διεθνούς: το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει αν δεν κατακτήσει με το μέρος του την πλειοψηφία του πληθυσμού. Αλλά να περιορίζεις ή να εξαρτάς την κατάκτηση αυτή από την απόκτηση της πλειοψηφίας των ψήφων στις εκλογές μέσα σε συνθήκες κυριαρχίας της αστικής τάξης, σημαίνει αθεράπευτη βλακεία ή καθαρή εξαπάτηση των εργατών. Το προλεταριάτο, για να κατακτήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού με το μέρος του, πρέπει, πρώτο, να ανατρέψει την αστική τάξη και να πάρει την κρατική εξουσία στα χέρια του. Πρέπει, δεύτερο, να εγκαθιδρύσει τη Σοβιετική εξουσία κάνοντας θρύψαλα τον παλιό κρατικό μηχανισμό, υποσκάπτοντας έτσι μεμιάς την κυριαρχία, το κύρος, την επιρροή της αστικής τάξης και των μικροαστών συμφιλιωτιστών μέσα στις μη προλεταριακές εργαζόμενες μάζες. Πρέπει, τρίτο, να εξαλείψει την επιρροή της αστικής τάξης και των μικροαστών συμφιλιωτιστών στην πλειοψηφία των μη προλεταριακών εργαζόμενων μαζών, ικανοποιώντας επαναστατικά τις οικονομικές τους ανάγκες σε βάρος των εκμεταλλευτών»2.

Μια ακόμη πλευρά στα περί «πραξικοπήματος» αφορούν την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, που με τόσες βρισιές και «ιερή οργή» την έχουν λούσει κατά καιρούς οι απολογητές του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, της δικτατορίας δηλαδή της αστικής τάξης, που δεν διστάζει να τσαλαπατά καθημερινά τις διακηρύξεις της περί «δημοκρατίας» στους χώρους δουλειάς, αλλά και να βγάζει τη μάσκα της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» όποτε τα συμφέροντά της το απαιτούν.

Ο Λένιν, απαντώντας σε εκείνους που «ανατρίχιαζαν» από την έννοια της «δικτατορίας του επαναστατημένου λαού», απαντούσε: «Σας το είπαμε ήδη ότι δεν έχετε ιδέα για την επιστημονική έννοια της λέξης δικτατορία (...) Η απεριόριστη, η έξω από το νόμο, η στηριγμένη στη δύναμη με την καθαυτό έννοια της λέξης εξουσία - αυτό ακριβώς είναι δικτατορία. Μα η δύναμη στην οποία στηριζόταν (...) αυτή η καινούργια εξουσία, δεν ήταν η δύναμη των λογχών που τις άρπαζαν στα χέρια τους μια χούφτα στρατιωτικοί, δεν ήταν η δύναμη του "αστυνομικού τμήματος", δεν ήταν η δύναμη των χρημάτων, δεν ήταν η δύναμη οποιωνδήποτε προηγούμενων καθιερωμένων θεσμών. (...) Πού στηριζόταν, λοιπόν, αυτή η δύναμη; Στηριζόταν στη λαϊκή μάζα. Να ποια είναι η βασική διαφορά αυτής της καινούργιας εξουσίας απ' όλα τα προηγούμενα όργανα της παλιάς εξουσίας. Εκείνα ήταν όργανα εξουσίας της μειοψηφίας πάνω στο λαό, πάνω στη μάζα των εργατών και των αγροτών. Τούτα ήταν όργανα της εξουσίας του λαού, των εργατών και των αγροτών πάνω στη μειοψηφία (...) Η καινούργια εξουσία, σαν δικτατορία της τεράστιας πλειοψηφίας, μπορούσε να κρατηθεί και κρατιόταν αποκλειστικά χάρη στην εμπιστοσύνη της τεράστιας μάζας, αποκλειστικά χάρη στο ότι τραβούσε με τον πιο ελεύθερο, τον πιο πλατύ και τον πιο έντονο τρόπο όλη τη μάζα να συμμετάσχει στην εξουσία»3.

Βεβαίως, με τα περί πραξικοπήματος όλοι αυτοί αποκαλύπτουν και τον τρόμο τους για τη δυνατότητα ο λαός, η εργατική τάξη να ανατρέψουν την εξουσία του κεφαλαίου, μέσα από νέες εξεγέρσεις και ξεσηκωμούς, μια μάχη που όταν διαμορφοφούν οι προϋποθέσεις θα πρέπει να δοθεί συγκροτημένα με σχέδιο και με τους κομμουνιστές στην πρωτοπορία.

Αυτό, εξάλλου, είναι κάτι ακόμα που κρύβουν με τα περί «πραξικοπήματος». Κανένα πραξικόπημα δεν εκπλήρωσε ποτέ αυτό που εκπλήρωσαν όλες οι επαναστάσεις στην Ιστορία, και της Οκτωβριανής περιλαμβανομένης: Την αλλαγή τάξης στην εξουσία. Αυτό δηλαδή που ξορκίζουν οι απολογητές του καπιταλισμού.

Οι «διώξεις» της θρησκείας
 
Ενα από τα «αγαπημένα» τέτοια θέματα, για το οποίο βρίσκει κανείς ολόκληρα «αφιερώματα» στις φασιστοφυλλάδες, είναι αυτό των «θρησκευτικών διώξεων» στη Σοβιετική Ενωση, που όπως λένε κυνήγησε ανελέητα (όσο και «γενικώς») τους χριστιανούς, κατέστρεφε εκκλησίες κ.ο.κ.

Θα χρειαζόντουσαν βέβαια σελίδες επί σελίδων για μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση του ζητήματος, όπως σελίδες επί σελίδων θα χρειαζόντουσαν μόνο για να περιγραφούν οι σχέσεις ταύτισης της Ρωσικής Εκκλησίας με τον τσαρισμό, ο ρόλος που έπαιξε στα προεπαναστατικά χρόνια, τότε που, όπως διαπιστώνουν ακόμα και ιστορικοί που καμία «συμπάθεια» δεν τρέφουν προς την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία «αποτελούσε ένα σημαντικότατο προπαγανδιστικό όργανο και ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου» υπέρ του τσαρικού καθεστώτος, ενώ οι κληρικοί της «τροφοδοτούσαν με πληροφορίες την αστυνομία για ανατρεπτικά στοιχεία ανάμεσα στο ποίμνιό τους, ακόμα κι αν έλαβαν αυτές τις πληροφορίες μέσα από τη διαδικασία της εξομολόγησης»4. Χαρακτηριστικά είναι και όσα έγραφε ο Λένιν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905: «Η αηδιαστική ρουτίνα της αστυνομικο-δουλοπαροικιακής απολυταρχίας προκάλεσε δυσαρέσκεια, αναβρασμό και αγανάκτηση ακόμα και μέσα στον κλήρο. (...) Ακόμα και ο κλήρος αυτός προσχωρεί στη διεκδίκηση της ελευθερίας, διαμαρτύρεται ενάντια στη ρουτίνα και στη γραφειοκρατική αυθαιρεσία, ενάντια στον αστυνομικό χαφιεδισμό που επιβλήθηκε στους "λειτουργούς του υψίστου"»5. Τον τέτοιο ρόλο της, της υπεράσπισης δηλαδή του κοινωνικού καθεστώτος που την τροφοδοτούσε η εκκλησία, τον επιβεβαίωσε και με τον «αφορισμό» των μπολσεβίκων και της νέας εξουσίας το Γενάρη του 1918, από τον Πατριάρχη Μόσχας Τύχων.

Ποια ήταν, λοιπόν, η θέση των μπολσεβίκων απέναντι στη θρησκεία; «Απαιτούμε ολοκληρωτικό χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος για να καταπολεμούμε τη θρησκευτική θολούρα με καθαρά ιδεολογικά, και μόνο ιδεολογικά όπλα, με τον Τύπο μας, με το λόγο μας (...)», έλεγε ο Λένιν πολύ πριν η εργατική τάξη πάρει την εξουσία, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «θα ήταν ανοησία να νομίζουμε πως, σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην απεριόριστη καταπίεση και αποκτήνωση των εργατικών μαζών, είναι δυνατόν να διαλύσουμε τις θρησκευτικές προλήψεις με καθαρά προπαγανδιστικά μέσα. Θα ήταν αστική στενοκεφαλιά να ξεχνάμε πως η θρησκευτική καταπίεση της ανθρωπότητας είναι απλώς προϊόν και αντανάκλαση της οικονομικής καταπίεσης στους κόλπους της κοινωνίας», σημειώνοντας ότι εκείνο που προέχει είναι «η ανοιχτή πάλη για την εξάλειψη της οικονομικής δουλείας, που είναι η αληθινή πηγή της θρησκευτικής αποβλάκωσης της ανθρωπότητας»6.

Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη με την Επανάσταση του Οκτώβρη, η κατάργηση της εκμετάλλευσης, η οικοδόμηση των νέων σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, έβαλαν τις βάσεις γι' αυτό το βασικό. Παράλληλα, η σοβιετική εξουσία, μέσα σε αυτό το πλαίσιο και από τον πρώτο κιόλας χρόνο, προχώρησε και στο διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, επισήμως στις 5 Φλεβάρη 1918. Στο πρώτο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ προβλεπόταν ότι «επιτρέπεται η θρησκευτική και η αντιθρησκευτική προπαγάνδα», ενώ το 15ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το Δεκέμβρη του 1927 άλλαξε τη διατύπωση και προέβλεπε ότι «επιτρέπεται η πίστη».

Το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας, όπως και της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων, όχι μόνο των χριστιανών, αλλά και μουσουλμάνων, Εβραίων κ.ο.κ., ήταν γεγονός στη Σοβιετική Ενωση. Μάλιστα, ακόμα και οι κληρικοί παραδέχονταν αργότερα πως «η αποσύνδεση της Εκκλησίας από το Κράτος είχε ευεργετικά αποτελέσματα και για την ίδια τη θρησκεία. Παίρνοντας συνέντευξη από έναν κληρικό ο οποίος υπηρετούσε ως βοηθός του Αρχιεπισκόπου του Λένινγκραντ, ο Βρετανός ερευνητής W. Mandel έμεινε έκπληκτος από τις απαντήσεις. (...όταν) του ζητήθηκε να σχολιάσει το χαμηλό ποσοστό των πιστών στη Σοβιετική Ενωση (περίπου 10% επί του συνόλου του πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας του 1960). Εκείνος απάντησε με ειλικρίνεια: "Στο παρελθόν το να πηγαίνει κανείς στην εκκλησία ήταν αυτό που επιβαλλόταν για τον καθένα να κάνει... Είμαστε ωστόσο ικανοποιημένοι. Πιστεύουμε πως οι εκκλησιαζόμενοι που έχουμε σήμερα είναι ειλικρινά θρήσκοι"».7

Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν ότι η σοβιετική εξουσία δεν εναντιώθηκε στη θρησκευτική προπαγάνδα, δουλεύοντας ταυτόχρονα ενεργά για τη διαφώτιση της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα της φτωχής αγροτιάς σε σχέση με το ρόλο και τις πηγές της θρησκείας, οργανώνοντας διαφωτιστικές εκστρατείες κ.ο.κ. Κυρίως όμως αντιτάχθηκε σθεναρά στην εκμετάλλευση της θρησκευτικής πίστης από αντεπαναστατικές δυνάμεις, με σκοπό την υπονόμευση της εργατικής εξουσίας, τη διατήρηση των προηγούμενων προνομίων των εκμεταλλευτών, αλλά και την καλλιέργεια μίσους ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες που υπήρχαν στην ΕΣΣΔ κ.ο.κ., προσπάθεια που κορυφωνόταν βέβαια σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, π.χ. την περίοδο της κολεκτιβοποίησης. Οι όποιες διώξεις υπήρξαν ενάντια σε μέλη και κληρικούς της Εκκλησίας είχαν να κάνουν με αυτήν την αντεπαναστατική δράση τους και όχι με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. 
Το γεγονός αυτό, εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι χιλιάδες άλλοι ήταν οι χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Εβραίοι εργάτες και φτωχοί αγρότες που, προτάσσοντας τα ταξικά τους συμφέροντα, έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις για την επικράτηση και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας ενάντια στους «ομόδοξους» εκμεταλλευτές τους.

Και η στάση, άλλωστε, του κλήρου δεν ήταν ενιαία εχθρική απέναντι στη σοβιετική εξουσία και ούτε η ίδια σε όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Για παράδειγμα, το 1922 ένα σημαντικό τμήμα πιστών και ιερέων συγκρότησε τη λεγόμενη «Ζώσα Εκκλησία», η οποία υποστήριξε τη Σοβιετική Ενωση, ενώ στις 29 Ιούλη 1927 ο Μητροπολίτης Σέργιος, με διακήρυξή του, αναγνώρισε την εξουσία των Σοβιέτ και τη δικαιοδοσία της σοβιετικής κυβέρνησης επί της Εκκλησίας και καταδίκαζε την πολιτική αντίθεση στην κυβέρνηση από εκκλησιαστικούς κύκλους, προκαλώντας μάλιστα σχίσμα στη Ρωσική Εκκλησία.

Παραπομπές:

1. Β. Ι. Λένιν, «Ο "Αριστερισμός", παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 77 - 78.

2. Β. Ι. Λένιν: «Οι εκλογές για τη συντακτική συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 40, σελ. 14.

3. Β. Ι. Λένιν, «Το ιστορικό του ζητήματος της δικτατορίας», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σ. 380 - 383

4. Orlando Figes, «A Peoples Tragedy: The Russian Revolution», 1891-1924, Pilmico, Λονδίνο, 1997, σελ. 63.

5. Β. Ι. Λένιν, «Σοσιαλισμός και Θρησκεία», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 12. σελ. 142-147
6. Ο.π.

7. W. Mandel, «A New Look at Russia: The Land, the People and how they Live», Evans Brothers Ltd, Λονδίνο, 1965, σελ. 83.

Τ. Γαλ.

Ριζοσπάστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου