Συζήτηση του «Ριζοσπάστη» με τον Βασίλη Όψιμο, επιθεωρητή Υγείας και Ασφάλειας της Εργασίας
***
-- Πρώτα απ' όλα πρέπει να πούμε ότι η Επιθεώρηση Εργασίας δεν χαρίστηκε στους εργαζόμενους από κανέναν κυβερνητικό διαχειριστή. Αποτελεί κατάκτηση σκληρών αγώνων της εργατικής τάξης. Κρατήθηκε ωστόσο πάντοτε απαξιωμένη από τις διαδοχικές κυβερνήσεις, γιατί η προστασία των σχέσεων και των συνθηκών εργασίας συνιστά εμπόδιο και «κόστος» για την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Αντίστοιχα, οι
υποκριτικές θρηνωδίες του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι συγκεκριμένες αλλαγές
ανατρέπουν τη δήθεν αναβάθμιση που είχε συντελεστεί στο ΣΕΠΕ τα
προηγούμενα χρόνια, αποτελούν μια θλιβερή προσπάθεια να ρίξει στάχτη στα
μάτια των εργαζομένων για τις πομπές του. Η αλήθεια είναι ότι η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε για 4 χρόνια την Επιθεώρηση βαριά απαξιωμένη
σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή. Οι προεκλογικές ψευτιές
των Τσίπρα - Αχτσιόγλου, ότι το προσωπικό της Επιθεώρησης είχε αυξηθεί
δήθεν κατά 35% στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, γρήγορα αποκαλύφθηκαν, μια που στα
«συγκλονιστικά» αυτά νούμερα προσμετρούνταν εκατοντάδες προσλήψεις -
μετακινήσεις που απλά σχεδιάζονταν στα χαρτιά και δεν είχαν προχωρήσει
στη ζωή.
-- Πώς αποτυπώνεται στο ΣΕΠΕ και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιθεωρητές του αυτή η διαχρονική κυβερνητική πολιτική υποβάθμισής του;
-- Ορισμένες πλευρές από την καθημερινή λειτουργία της Επιθεώρησης Υγείας και Ασφάλειας είναι αποκαλυπτικές για τη σκόπιμη απαξίωση συνολικά του ΣΕΠΕ, προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου:
Σήμερα υπηρετούν σε ολόκληρη την Ελλάδα μόνο 220 επιθεωρητές Υγείας και Ασφάλειας στις μάχιμες υπηρεσίες της πρώτης γραμμής! Το δυναμικό αυτό πρέπει να φέρει σε πέρας τον έλεγχο των συνθηκών Υγείας και Ασφάλειας σε εκατοντάδες χιλιάδες χώρους εργασίας. Για να ελεγχθούν έστω και 1 φορά όλες οι επιχειρήσεις, θα απαιτούνταν αρκετές δεκαετίες! Χαρακτηριστικά, στην περιοχή του λεκανοπέδιου της Αττικής, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων και της εργατικής τάξης, λιγότεροι από 50 επιθεωρητές Υγείας και Ασφάλειας και με μόλις 3 - 4 υπηρεσιακά αυτοκίνητα καλούνται να ελέγξουν χιλιάδες επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζόμενους η καθεμία και δεκάδες χιλιάδες μικρότερες.
Στη σημερινή ζούγκλα των ατομικών συμβάσεων και της μερικής, εποχικής απασχόλησης, ολόκληρες περιοχές της χώρας, με δεκάδες χιλιάδες εργατοϋπαλλήλους, με συνθήκες γαλέρας σε τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες (π.χ. Χαλκιδική, Ρόδος, άλλα νησιά του Αιγαίου κ.λπ.), καλύπτονται από επιθεωρητές μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ή σε ορισμένες περιπτώσεις και από κανέναν!
Στη σκόπιμη υπονόμευση των ελεγκτικών μηχανισμών πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία των κυρώσεων για τους παραβάτες - πρόστιμα, μηνύσεις - που στην πράξη ακυρώνει την αποτελεσματικότητά τους, οδηγεί στην ατιμωρησία των ενόχων για τα εργατικά ατυχήματα και στην παραβίαση των κανόνων υγείας και ασφάλειας. Για παράδειγμα, το 2017 τα συνολικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν από την Επιθεώρηση για παραβιάσεις της Υγείας και Ασφάλειας ήταν 1,9 εκατομμύρια ευρώ, ποσό κυριολεκτικά σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα κέρδη του κεφαλαίου. Το ύψος των προστίμων που επιβάλλονται, μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια: Εχουμε μείωση 46% μεταξύ 2014 και 2017.
Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των προστίμων που επιβάλλονται δεν εισπράττεται, αλλά οι εργοδότες διεκδικούν την ακύρωσή τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια.
Ενα επιπλέον στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι Επιθεωρήσεις, παρά την ύπαρξη ενός ανθρώπινου δυναμικού με επιστημονικές ικανότητες, δεν ασχολούνται ουσιαστικά με ελέγχους χημικών, φυσικών και βιολογικών παραγόντων στους χώρους εργασίας. Οι επαγγελματικές ασθένειες, που θερίζουν στους χώρους δουλειάς, ούτε καταγράφονται ούτε αναγνωρίζονται από την Επιθεώρηση και τις άλλες κρατικές υπηρεσίες. Εργαστηριακές υποδομές για την ανάλυση των μετρήσεων διαφόρων παραγόντων, που υπήρχαν έστω σε υποτυπώδη μορφή παλιότερα στο υπουργείο, διαλύθηκαν πριν αρκετά χρόνια.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι τα εργατικά ατυχήματα βρίσκονται σε μια πορεία συνεχούς αύξησης τα τελευταία χρόνια, μετά την κάμψη που παρατηρήθηκε λόγω της ραγδαίας μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας στα χρόνια της κρίσης. Το 2016 τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα είχαν ξεπεράσει τα επίπεδα του 2011. Επιπλέον, το 2017 στη χώρα μας έγιναν 42 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα που προσδιορίζονται στις επίσημες εκθέσεις ως οφειλόμενα σε «παθολογικά αίτια». Με δεδομένο τον συνολικό προσανατολισμό της Επιθεώρησης Εργασίας, όπως αυτός καθορίζεται από την κυβερνητική πολιτική, και τις σοβαρότατες ελλείψεις που αναφέρθηκαν, είναι βάσιμο να αναρωτιέται κανείς αν πίσω από τέτοια ατυχήματα βρίσκονται εργασιακοί παράγοντες - π.χ. χημικοί παράγοντες, θερμική καταπόνηση, εντατικοποίηση εργασίας και εξοντωτικά ωράρια κ.λπ. - που επιδεινώνουν ήδη υπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις και οδηγούν στο τραγικό τέλος του εργαζόμενου.
-- Μέσα σε μια τέτοια συνολική πολιτική απαξίωσης, τι περιθώρια υπάρχουν στα συνδικάτα και στους εργαζόμενους για μια ουσιαστική αξιοποίηση της Επιθεώρησης Εργασίας;
-- Οπως ήδη αναφέραμε, η ίδια η Επιθεώρηση Εργασίας δεν χαρίστηκε, αποτελεί κατάκτηση των αγώνων των εργαζομένων, οι οποίοι πάλι μόνο με τον αγώνα τους μπορούν να σταθούν απέναντι στη συστηματική απαξίωσή της από όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες επιχειρούν να εξυπηρετήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου, που απαιτεί να μειωθεί το λεγόμενο εργασιακό κόστος.
Καθόλου τυχαία, βασική πλευρά του προσανατολισμού που δίνεται από όλες τις αστικές κυβερνήσεις είναι η κατεύθυνση ότι τα προβλήματα στους χώρους εργασίας μπορούν να λυθούν με «κοινωνική συναίνεση» και ότι ο επιθεωρητής Εργασίας πρέπει να έχει έναν «συμφιλιωτικό» ρόλο ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Ο προσανατολισμός αυτός καθορίζει τον γενικό προγραμματισμό της Επιθεώρησης και διαχέεται καθημερινά με διάφορους τρόπους, βάζει εμπόδια και φραγμούς σε οποιαδήποτε καλή πρόθεση των επιθεωρητών, κουρελιάζει τις επιστημονικές τους ικανότητες. Υπονομεύει την ουσιαστική εφαρμογή της όποιας νομοθεσίας έχει κατακτηθεί με τους αγώνες του εργατικού κινήματος.
Προφανώς, το αστικό κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος παρατηρητής των όσων συμβαίνουν στους εργασιακούς χώρους. Μέσα από τη νομοθεσία που διαμορφώνει, μέσα από τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, τάσσεται ενεργητικά με τη μεριά των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η πολιτική διαδοχικών κυβερνήσεων οδηγεί σε συνεχή υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών, στην παραπέρα ελαστικοποίηση στην εφαρμογή της νομοθεσίας.
Ωστόσο, οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα πρέπει να αξιοποιούν κάθε χαραμάδα στην υπάρχουσα νομοθεσία, στη μάχη που δίνουν για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων και την προάσπιση της ασφάλειας και της υγείας στους χώρους δουλειάς. Και στο ζήτημα αυτό υπάρχει πλούσια πείρα: Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι το μόνο που «τραβάει από το μανίκι» τους επιθεωρητές, αναδεικνύοντας καταγγελίες εργαζομένων και συνδικάτων, είναι το μόνο που αναδεικνύει και στους ίδιους τους επιθεωρητές ότι η ουδετερότητα απέναντι σε όσα συμβαίνουν στους χώρους εργασίας αποτελεί συνενοχή στο έγκλημα.
Ολα αυτά βέβαια, έχοντας καθαρό ότι για τα προβλήματα των εργασιακών σχέσεων, των Συλλογικών Συμβάσεων, της Υγείας και της Ασφάλειας ουσιαστικές λύσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο αν και τα ζητήματα αυτά αποτελέσουν πεδίο αντιπαράθεσης, πάλης και διεκδίκησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, μέλημα των ίδιων των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, κόντρα στο φόβο της απόλυσης και της ανεργίας.
Η διεκδίκηση λύσεων στα ζητήματα αυτά είναι, σε τελική ανάλυση, αξεχώριστη από την πάλη για τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, για την κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, όπου κριτήριο της παραγωγής θα είναι αποκλειστικά οι ανθρώπινες ανάγκες.
Ριζοσπάστης Σάββατο 3 Αυγούστου 2019 - Κυριακή 4 Αυγούστου 2019
-- Πώς αποτυπώνεται στο ΣΕΠΕ και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιθεωρητές του αυτή η διαχρονική κυβερνητική πολιτική υποβάθμισής του;
-- Ορισμένες πλευρές από την καθημερινή λειτουργία της Επιθεώρησης Υγείας και Ασφάλειας είναι αποκαλυπτικές για τη σκόπιμη απαξίωση συνολικά του ΣΕΠΕ, προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου:
Σήμερα υπηρετούν σε ολόκληρη την Ελλάδα μόνο 220 επιθεωρητές Υγείας και Ασφάλειας στις μάχιμες υπηρεσίες της πρώτης γραμμής! Το δυναμικό αυτό πρέπει να φέρει σε πέρας τον έλεγχο των συνθηκών Υγείας και Ασφάλειας σε εκατοντάδες χιλιάδες χώρους εργασίας. Για να ελεγχθούν έστω και 1 φορά όλες οι επιχειρήσεις, θα απαιτούνταν αρκετές δεκαετίες! Χαρακτηριστικά, στην περιοχή του λεκανοπέδιου της Αττικής, όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων και της εργατικής τάξης, λιγότεροι από 50 επιθεωρητές Υγείας και Ασφάλειας και με μόλις 3 - 4 υπηρεσιακά αυτοκίνητα καλούνται να ελέγξουν χιλιάδες επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζόμενους η καθεμία και δεκάδες χιλιάδες μικρότερες.
Στη σημερινή ζούγκλα των ατομικών συμβάσεων και της μερικής, εποχικής απασχόλησης, ολόκληρες περιοχές της χώρας, με δεκάδες χιλιάδες εργατοϋπαλλήλους, με συνθήκες γαλέρας σε τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες (π.χ. Χαλκιδική, Ρόδος, άλλα νησιά του Αιγαίου κ.λπ.), καλύπτονται από επιθεωρητές μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού ή σε ορισμένες περιπτώσεις και από κανέναν!
Στη σκόπιμη υπονόμευση των ελεγκτικών μηχανισμών πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία των κυρώσεων για τους παραβάτες - πρόστιμα, μηνύσεις - που στην πράξη ακυρώνει την αποτελεσματικότητά τους, οδηγεί στην ατιμωρησία των ενόχων για τα εργατικά ατυχήματα και στην παραβίαση των κανόνων υγείας και ασφάλειας. Για παράδειγμα, το 2017 τα συνολικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν από την Επιθεώρηση για παραβιάσεις της Υγείας και Ασφάλειας ήταν 1,9 εκατομμύρια ευρώ, ποσό κυριολεκτικά σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα κέρδη του κεφαλαίου. Το ύψος των προστίμων που επιβάλλονται, μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια: Εχουμε μείωση 46% μεταξύ 2014 και 2017.
Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των προστίμων που επιβάλλονται δεν εισπράττεται, αλλά οι εργοδότες διεκδικούν την ακύρωσή τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια.
Ενα επιπλέον στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι οι Επιθεωρήσεις, παρά την ύπαρξη ενός ανθρώπινου δυναμικού με επιστημονικές ικανότητες, δεν ασχολούνται ουσιαστικά με ελέγχους χημικών, φυσικών και βιολογικών παραγόντων στους χώρους εργασίας. Οι επαγγελματικές ασθένειες, που θερίζουν στους χώρους δουλειάς, ούτε καταγράφονται ούτε αναγνωρίζονται από την Επιθεώρηση και τις άλλες κρατικές υπηρεσίες. Εργαστηριακές υποδομές για την ανάλυση των μετρήσεων διαφόρων παραγόντων, που υπήρχαν έστω σε υποτυπώδη μορφή παλιότερα στο υπουργείο, διαλύθηκαν πριν αρκετά χρόνια.
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι τα εργατικά ατυχήματα βρίσκονται σε μια πορεία συνεχούς αύξησης τα τελευταία χρόνια, μετά την κάμψη που παρατηρήθηκε λόγω της ραγδαίας μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας στα χρόνια της κρίσης. Το 2016 τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα είχαν ξεπεράσει τα επίπεδα του 2011. Επιπλέον, το 2017 στη χώρα μας έγιναν 42 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα που προσδιορίζονται στις επίσημες εκθέσεις ως οφειλόμενα σε «παθολογικά αίτια». Με δεδομένο τον συνολικό προσανατολισμό της Επιθεώρησης Εργασίας, όπως αυτός καθορίζεται από την κυβερνητική πολιτική, και τις σοβαρότατες ελλείψεις που αναφέρθηκαν, είναι βάσιμο να αναρωτιέται κανείς αν πίσω από τέτοια ατυχήματα βρίσκονται εργασιακοί παράγοντες - π.χ. χημικοί παράγοντες, θερμική καταπόνηση, εντατικοποίηση εργασίας και εξοντωτικά ωράρια κ.λπ. - που επιδεινώνουν ήδη υπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις και οδηγούν στο τραγικό τέλος του εργαζόμενου.
-- Μέσα σε μια τέτοια συνολική πολιτική απαξίωσης, τι περιθώρια υπάρχουν στα συνδικάτα και στους εργαζόμενους για μια ουσιαστική αξιοποίηση της Επιθεώρησης Εργασίας;
-- Οπως ήδη αναφέραμε, η ίδια η Επιθεώρηση Εργασίας δεν χαρίστηκε, αποτελεί κατάκτηση των αγώνων των εργαζομένων, οι οποίοι πάλι μόνο με τον αγώνα τους μπορούν να σταθούν απέναντι στη συστηματική απαξίωσή της από όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες επιχειρούν να εξυπηρετήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου, που απαιτεί να μειωθεί το λεγόμενο εργασιακό κόστος.
Καθόλου τυχαία, βασική πλευρά του προσανατολισμού που δίνεται από όλες τις αστικές κυβερνήσεις είναι η κατεύθυνση ότι τα προβλήματα στους χώρους εργασίας μπορούν να λυθούν με «κοινωνική συναίνεση» και ότι ο επιθεωρητής Εργασίας πρέπει να έχει έναν «συμφιλιωτικό» ρόλο ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Ο προσανατολισμός αυτός καθορίζει τον γενικό προγραμματισμό της Επιθεώρησης και διαχέεται καθημερινά με διάφορους τρόπους, βάζει εμπόδια και φραγμούς σε οποιαδήποτε καλή πρόθεση των επιθεωρητών, κουρελιάζει τις επιστημονικές τους ικανότητες. Υπονομεύει την ουσιαστική εφαρμογή της όποιας νομοθεσίας έχει κατακτηθεί με τους αγώνες του εργατικού κινήματος.
Προφανώς, το αστικό κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος παρατηρητής των όσων συμβαίνουν στους εργασιακούς χώρους. Μέσα από τη νομοθεσία που διαμορφώνει, μέσα από τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, τάσσεται ενεργητικά με τη μεριά των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η πολιτική διαδοχικών κυβερνήσεων οδηγεί σε συνεχή υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών, στην παραπέρα ελαστικοποίηση στην εφαρμογή της νομοθεσίας.
Ωστόσο, οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα πρέπει να αξιοποιούν κάθε χαραμάδα στην υπάρχουσα νομοθεσία, στη μάχη που δίνουν για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων και την προάσπιση της ασφάλειας και της υγείας στους χώρους δουλειάς. Και στο ζήτημα αυτό υπάρχει πλούσια πείρα: Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι το μόνο που «τραβάει από το μανίκι» τους επιθεωρητές, αναδεικνύοντας καταγγελίες εργαζομένων και συνδικάτων, είναι το μόνο που αναδεικνύει και στους ίδιους τους επιθεωρητές ότι η ουδετερότητα απέναντι σε όσα συμβαίνουν στους χώρους εργασίας αποτελεί συνενοχή στο έγκλημα.
Ολα αυτά βέβαια, έχοντας καθαρό ότι για τα προβλήματα των εργασιακών σχέσεων, των Συλλογικών Συμβάσεων, της Υγείας και της Ασφάλειας ουσιαστικές λύσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο αν και τα ζητήματα αυτά αποτελέσουν πεδίο αντιπαράθεσης, πάλης και διεκδίκησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, μέλημα των ίδιων των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, κόντρα στο φόβο της απόλυσης και της ανεργίας.
Η διεκδίκηση λύσεων στα ζητήματα αυτά είναι, σε τελική ανάλυση, αξεχώριστη από την πάλη για τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, για την κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, όπου κριτήριο της παραγωγής θα είναι αποκλειστικά οι ανθρώπινες ανάγκες.
Ριζοσπάστης Σάββατο 3 Αυγούστου 2019 - Κυριακή 4 Αυγούστου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου