Θα ’ταν δέκα το βράδυ στα μέσα τ’ Αυγούστου, μια καθημερινή,
που από κάπου ψηλά
– από μια ταράτσα ίσως κάποιας παλιάς πολυκατοικίας
που της έλειπε σοβάς
και που τη γέμιζαν άνθρωποι με χίλια προβλήματα
ο καθένας στην καμπούρα του – ακούστηκε η κραυγή: “Ανάθεμα
το Στάλιν!”
Ο γέρος παιδεραστής που ξερογλειφόταν
χαζεύοντας την εφτάχρονη που μπήκε με τη μάνα της στο
ζαχαροπλαστείο
για να πάρει παγωτό, σκέφτηκε
σαν τ’ άκουσε κουνώντας το κεφάλι (και τρίβοντας ό,τι είχε
απομείνει
απ’ το πουλί του
μέσα απ’ την τρύπια τσέπη): “Ο Στάλιν ήταν ένα τέρας”.
Ο αναρχικός που επέστρεφε απ’ το δικηγόρο
που είχε επισκεφτεί για να τον συμβουλέψει
πώς να πετάξει απ’ το σπίτι (το είχε κληρονομήσει
απ’ τη γιαγιά του)
τον άνεργο πια προλετάριο που του χρωστούσε
ήδη δύο νοίκια,
σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν πρόδωσε
την Κοινωνική Επανάσταση”.
Απ’ την άλλη μεριά της λεωφόρου που έκοβε
τα εργατικά προάστια στη μέση,
η γριά που έβγαινε απ’ το νεκροταφείο, σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν ήταν γιος του Σατανά” κι έκανε το σταυρό της,
όχι τόσο για να μην εμφανιστεί μπροστά της ο Οξαποδώ
(την προστάτευε άλλωστε ο Σταυρός απάνω στο εκκλησάκι)
όσο για να τη σχωρέσει ο Κύριος επειδή είχε φαρμακώσει παλιά
την αδερφή της
για να επανορθώσει την αδικία που είχε κάνει
πεθαίνοντας ο πατέρας γράφοντας σ’ εκείνη το καλό χωράφι
κι αφήνοντας στην ίδια μονάχα την ξερολιθιά.
Ποιος θα την έπαιρνε φτωχιά;
Έπινε το ουίσκι του στο μπαλκόνι
ο επίτροπος της Αγίας Παρασκευής και παλιός εργολάβος,
κρατώντας
το λογαριασμό απ’ το παγκάρι (το ένα δέκατο το άξιζε
χωρίς αμφιβολία για τους κόπους του και λίγο ήταν πάλι ).
Κοίταξε τις σημαίες του, μια γαλανόλευκη
και μια του ενδόξου Βυζαντίου, στηριγμένες
στις άκρες της βεράντας κι ύστερα σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν ήταν πράχτορας των Εβραίων”.
Ν’ άναβε και την καντήλα όταν τέλειωνε το ποτό του για την κόρη
του Ζαχαρία και της Άννας – ήταν παραμονή της Παναγιάς.
Κι ήταν τάχα ανάγκη ο Μισέλ,
εγγονός επιζώντα του Ολοκαυτώματος
και δημοτικός σύμβουλος της πόλης, που τυχαία περνούσε από
κάτω,
σαν άκουσε την κραυγή να σκεφτεί:
“Ο Στάλιν ήταν αντισημίτης”;
Αφού όλοι ξέρουν
πως Εβραίος στους Μπολσεβίκους δε χωρούσε
κι ούτε το κράτος του Ισραήλ ο Κόμπα δεν αναγνώρισε σαν
φτιάχτηκε
κι ακόμα
πως οι Ολλανδοί με τους Βέλγους ήταν αυτοί που άνοιξαν
τις πύλες του Άουσβιτς με την 60η Στρατιά τους.
Κι ο αρχιτέκτονας
με τις προοδευτικές αντιλήψεις, ανάμεσα στις δύο κλήσεις
που έκανε οδηγώντας
την καινούρια μαύρη BMW του, (μία για να ενημερώσει
τη γραμματέα
του δημόσιου γηροκομείου πως θα ανέβαλε
λόγω διακοπών στο εξωτερικό την ετήσια επίσκεψή
που έκανε στο Ίδρυμα για να δει τη μάνα του
και μία για να κλείσει μια δουλειά με καλό κέρδος
για λογαριασμό του Υπουργείου) σαν πήρε τ’ αυτί του τη φωνή απ’ το ανοιχτό παράθυρο
– όχι πως τ’ αμάξι του δεν είχε αιρκοντίσιον
αλλά ήταν φορές που τον έπιανε το εναλλακτικό του –
σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν δεν αγαπούσε ούτε τον ίδιο του το γιο”.
Βέβαια,
το είχε διαβάσει πρόσφατα σ’ εκείνο το βιβλίο που πρόσφερε δωρεάν
η Καθημερινή της Κυριακής.
Το έλεγε καθαρά
κι υπήρχαν εξάλλου αποδείξεις – σαν ξέσπασε ο πόλεμος
τον είχε στείλει την πρώτη μέρα στο μέτωπο
να πάει να πολεμήσει. Ναι, τον ίδιο του το γιο!
Κατένευσε
κουνώντας το ξυρισμένο του κεφάλι κι ο νεαρός,
ψηφοφόρος αλλά κι ακτιβιστής του πατριωτικού χώρου,
και φτύνοντας αηδιασμένος στο πεζοδρόμιο
σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν σκότωσε
ένα εκατομμύριο Τάταρους, δύο εκατομμύρια Έλληνες, τέσσερα,
εκατομμύρια εννοείται, Ουκρανούς στο Μεγάλο το Λιμό, (αν και
λένε παραπάνω)
οχτώ παλιούς κομμουνιστές, δεκάξι αντιφρονούντες, τριανταδυό
παπάδες, εξηντατέσσερα
-ναι, είπαμε εκατομμύρια – καλόγριες ορθόδοξες, κάποιες
καθολικές
ή και βουδίστριες Καλμούχες, εκατόν εικοσιοχτώ αντιφρονούντες και διακόσιαπενήνταέξι αθώους, βρέφη κι αγέννητα μαζί.
Το σύνολο – πες εξακόσια και το πιο φριχτό απ’ όλα, τους μισούς
με τα ίδια του τα χέρια!”
Ύστερα έδειξε
το κωλοδάχτυλό του στον Ινδό που περνούσε με το ποδήλατο
γιατί του βρώμιζε τη χώρα αλλά το μάζεψε αμέσως για να
σκουπίσει
με το χέρι
τα σάλια του που έτρεξαν στη θέα του θηριώδους τζιπ που οδηγούσε
ο γνωστός νέγρος ποδοσφαιριστής με την ξανθιά μοντέλα
στη θέση του συνοδηγού.
Λίγο πριν βροντήξει την εξώπορτα με μανία,
τσατισμένος με τη θυγατέρα του που δεν του έδινε λεφτά
για να παίξει στο καζίνο, ο συνταξιούχος κρατικός υπάλληλος
του “Οργανισμού Τρέχα & Γύρευε”
(δεν ήταν δα και δημόσιος αλλιώς θα έπρεπε
να υπηρετεί τους πάντες τόσα χρόνια
– φαντάσου!) που είχε ποντάρει
σταδιακά κι ανεπιτυχώς το εφάπαξ του σκέφτηκε
ακούγοντας την κατάρα: “Ευτυχώς που δεν έζησα στη Ρωσία επί
Στάλιν
– ούτε μπλακτζάκ δεν είχε κι επιπλέον
κανείς δε δούλευε εκειπέρα”.
Το ανάθεμα ακούστηκε μέχρι το καφενείο της γωνίας
κι έτσι έγινε κι έπαψε ο καυγάς
μεταξύ του χρεοκοπημένου βιοτέχνη και του καφετζή
που δεν δεχόταν
να του κάνει βερεσέ καφέ.
Συμφώνησαν αμέσως: “Δεν σεβόταν
ο Στάλιν την ιδιοκτησία
και τον κόπο των ανθρώπων”.
Έτυχε όμως ν’ ακούσει κι άλλος.
Ο τρελός της γειτονιάς πολλά πολλά δεν ήξερε και τούτο το όνομα
είχε χρόνια να τ’ ακούσει
– Στάλιν λέει – θυμήθηκε ωστόσο την ιστορία
όταν άκουσε τ’ ανάθεμα κει που καθόταν
στο ξεβαμμένο παγκάκι του πάρκου.
Σαν είχαν πιάσει τον θειο του οι Σούρληδες το σαρανταπέντε στο
χωριό
(ο πατέρας του τ’ αφηγήθηκε μιας και τα ’χει δει
με τα μάτια του, κρυμμένος στον αχυρώνα κι έτσι έγινε
και τη γλύτωσε) έβαλαν τα μαχαίρια τους στη φωτιά να τα
πυρώσουν
για να τον βασανίσουν κι εκείνος ήξερε
πως ένα πράμα μονάχα θα τον έσωνε απ’ τα χέρια τους
κι απ’ το μαύρο του τέλος. Όπως τον είχαν δεμένο στη συκιά
και να τον γδάρουν ήταν σαν το κατσίκι
– μόνο που ’κείνος θα ’ταν ζωντανός –
έβαλε αέρα στα πνευμόνια και το φώναξε: “Ζήτω ο Στάλιν!”
Τότε, σύμφωνα με του πατέρα
τα λόγια,
δυο μαζί σήκωσαν τα εγγλέζικα όπλα
και σημάδεψαν στο κεφάλι λες κι είχαν λυσσάξει μονάχα στο
άκουσμα
των τριών λέξεων του – έτσι κι αλλιώς – μελλοθάνατου.
Και τράβηξαν. “Μπαμ!”
έκανε ο πατέρας.
Να και κάτι καλό λοιπόν που μπορούσε
κάποιος να πιστώσει στο μοβόρο Στάλιν κι ο τρελός,
αν και τρελός, πολύ το ’χε μετρήσει.
Είχ’ απαλλάξει το θειο του απ’ το γδάρσιμο.
Κι ο τρελός σκέφτηκε: “Λίγο ήταν;”
που από κάπου ψηλά
– από μια ταράτσα ίσως κάποιας παλιάς πολυκατοικίας
που της έλειπε σοβάς
και που τη γέμιζαν άνθρωποι με χίλια προβλήματα
ο καθένας στην καμπούρα του – ακούστηκε η κραυγή: “Ανάθεμα
το Στάλιν!”
Ο γέρος παιδεραστής που ξερογλειφόταν
χαζεύοντας την εφτάχρονη που μπήκε με τη μάνα της στο
ζαχαροπλαστείο
για να πάρει παγωτό, σκέφτηκε
σαν τ’ άκουσε κουνώντας το κεφάλι (και τρίβοντας ό,τι είχε
απομείνει
απ’ το πουλί του
μέσα απ’ την τρύπια τσέπη): “Ο Στάλιν ήταν ένα τέρας”.
Ο αναρχικός που επέστρεφε απ’ το δικηγόρο
που είχε επισκεφτεί για να τον συμβουλέψει
πώς να πετάξει απ’ το σπίτι (το είχε κληρονομήσει
απ’ τη γιαγιά του)
τον άνεργο πια προλετάριο που του χρωστούσε
ήδη δύο νοίκια,
σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν πρόδωσε
την Κοινωνική Επανάσταση”.
Απ’ την άλλη μεριά της λεωφόρου που έκοβε
τα εργατικά προάστια στη μέση,
η γριά που έβγαινε απ’ το νεκροταφείο, σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν ήταν γιος του Σατανά” κι έκανε το σταυρό της,
όχι τόσο για να μην εμφανιστεί μπροστά της ο Οξαποδώ
(την προστάτευε άλλωστε ο Σταυρός απάνω στο εκκλησάκι)
όσο για να τη σχωρέσει ο Κύριος επειδή είχε φαρμακώσει παλιά
την αδερφή της
για να επανορθώσει την αδικία που είχε κάνει
πεθαίνοντας ο πατέρας γράφοντας σ’ εκείνη το καλό χωράφι
κι αφήνοντας στην ίδια μονάχα την ξερολιθιά.
Ποιος θα την έπαιρνε φτωχιά;
Έπινε το ουίσκι του στο μπαλκόνι
ο επίτροπος της Αγίας Παρασκευής και παλιός εργολάβος,
κρατώντας
το λογαριασμό απ’ το παγκάρι (το ένα δέκατο το άξιζε
χωρίς αμφιβολία για τους κόπους του και λίγο ήταν πάλι ).
Κοίταξε τις σημαίες του, μια γαλανόλευκη
και μια του ενδόξου Βυζαντίου, στηριγμένες
στις άκρες της βεράντας κι ύστερα σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν ήταν πράχτορας των Εβραίων”.
Ν’ άναβε και την καντήλα όταν τέλειωνε το ποτό του για την κόρη
του Ζαχαρία και της Άννας – ήταν παραμονή της Παναγιάς.
Κι ήταν τάχα ανάγκη ο Μισέλ,
εγγονός επιζώντα του Ολοκαυτώματος
και δημοτικός σύμβουλος της πόλης, που τυχαία περνούσε από
κάτω,
σαν άκουσε την κραυγή να σκεφτεί:
“Ο Στάλιν ήταν αντισημίτης”;
Αφού όλοι ξέρουν
πως Εβραίος στους Μπολσεβίκους δε χωρούσε
κι ούτε το κράτος του Ισραήλ ο Κόμπα δεν αναγνώρισε σαν
φτιάχτηκε
κι ακόμα
πως οι Ολλανδοί με τους Βέλγους ήταν αυτοί που άνοιξαν
τις πύλες του Άουσβιτς με την 60η Στρατιά τους.
Κι ο αρχιτέκτονας
με τις προοδευτικές αντιλήψεις, ανάμεσα στις δύο κλήσεις
που έκανε οδηγώντας
την καινούρια μαύρη BMW του, (μία για να ενημερώσει
τη γραμματέα
του δημόσιου γηροκομείου πως θα ανέβαλε
λόγω διακοπών στο εξωτερικό την ετήσια επίσκεψή
που έκανε στο Ίδρυμα για να δει τη μάνα του
και μία για να κλείσει μια δουλειά με καλό κέρδος
για λογαριασμό του Υπουργείου) σαν πήρε τ’ αυτί του τη φωνή απ’ το ανοιχτό παράθυρο
– όχι πως τ’ αμάξι του δεν είχε αιρκοντίσιον
αλλά ήταν φορές που τον έπιανε το εναλλακτικό του –
σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν δεν αγαπούσε ούτε τον ίδιο του το γιο”.
Βέβαια,
το είχε διαβάσει πρόσφατα σ’ εκείνο το βιβλίο που πρόσφερε δωρεάν
η Καθημερινή της Κυριακής.
Το έλεγε καθαρά
κι υπήρχαν εξάλλου αποδείξεις – σαν ξέσπασε ο πόλεμος
τον είχε στείλει την πρώτη μέρα στο μέτωπο
να πάει να πολεμήσει. Ναι, τον ίδιο του το γιο!
Κατένευσε
κουνώντας το ξυρισμένο του κεφάλι κι ο νεαρός,
ψηφοφόρος αλλά κι ακτιβιστής του πατριωτικού χώρου,
και φτύνοντας αηδιασμένος στο πεζοδρόμιο
σκέφτηκε:
“Ο Στάλιν σκότωσε
ένα εκατομμύριο Τάταρους, δύο εκατομμύρια Έλληνες, τέσσερα,
εκατομμύρια εννοείται, Ουκρανούς στο Μεγάλο το Λιμό, (αν και
λένε παραπάνω)
οχτώ παλιούς κομμουνιστές, δεκάξι αντιφρονούντες, τριανταδυό
παπάδες, εξηντατέσσερα
-ναι, είπαμε εκατομμύρια – καλόγριες ορθόδοξες, κάποιες
καθολικές
ή και βουδίστριες Καλμούχες, εκατόν εικοσιοχτώ αντιφρονούντες και διακόσιαπενήνταέξι αθώους, βρέφη κι αγέννητα μαζί.
Το σύνολο – πες εξακόσια και το πιο φριχτό απ’ όλα, τους μισούς
με τα ίδια του τα χέρια!”
Ύστερα έδειξε
το κωλοδάχτυλό του στον Ινδό που περνούσε με το ποδήλατο
γιατί του βρώμιζε τη χώρα αλλά το μάζεψε αμέσως για να
σκουπίσει
με το χέρι
τα σάλια του που έτρεξαν στη θέα του θηριώδους τζιπ που οδηγούσε
ο γνωστός νέγρος ποδοσφαιριστής με την ξανθιά μοντέλα
στη θέση του συνοδηγού.
Λίγο πριν βροντήξει την εξώπορτα με μανία,
τσατισμένος με τη θυγατέρα του που δεν του έδινε λεφτά
για να παίξει στο καζίνο, ο συνταξιούχος κρατικός υπάλληλος
του “Οργανισμού Τρέχα & Γύρευε”
(δεν ήταν δα και δημόσιος αλλιώς θα έπρεπε
να υπηρετεί τους πάντες τόσα χρόνια
– φαντάσου!) που είχε ποντάρει
σταδιακά κι ανεπιτυχώς το εφάπαξ του σκέφτηκε
ακούγοντας την κατάρα: “Ευτυχώς που δεν έζησα στη Ρωσία επί
Στάλιν
– ούτε μπλακτζάκ δεν είχε κι επιπλέον
κανείς δε δούλευε εκειπέρα”.
Το ανάθεμα ακούστηκε μέχρι το καφενείο της γωνίας
κι έτσι έγινε κι έπαψε ο καυγάς
μεταξύ του χρεοκοπημένου βιοτέχνη και του καφετζή
που δεν δεχόταν
να του κάνει βερεσέ καφέ.
Συμφώνησαν αμέσως: “Δεν σεβόταν
ο Στάλιν την ιδιοκτησία
και τον κόπο των ανθρώπων”.
Έτυχε όμως ν’ ακούσει κι άλλος.
Ο τρελός της γειτονιάς πολλά πολλά δεν ήξερε και τούτο το όνομα
είχε χρόνια να τ’ ακούσει
– Στάλιν λέει – θυμήθηκε ωστόσο την ιστορία
όταν άκουσε τ’ ανάθεμα κει που καθόταν
στο ξεβαμμένο παγκάκι του πάρκου.
Σαν είχαν πιάσει τον θειο του οι Σούρληδες το σαρανταπέντε στο
χωριό
(ο πατέρας του τ’ αφηγήθηκε μιας και τα ’χει δει
με τα μάτια του, κρυμμένος στον αχυρώνα κι έτσι έγινε
και τη γλύτωσε) έβαλαν τα μαχαίρια τους στη φωτιά να τα
πυρώσουν
για να τον βασανίσουν κι εκείνος ήξερε
πως ένα πράμα μονάχα θα τον έσωνε απ’ τα χέρια τους
κι απ’ το μαύρο του τέλος. Όπως τον είχαν δεμένο στη συκιά
και να τον γδάρουν ήταν σαν το κατσίκι
– μόνο που ’κείνος θα ’ταν ζωντανός –
έβαλε αέρα στα πνευμόνια και το φώναξε: “Ζήτω ο Στάλιν!”
Τότε, σύμφωνα με του πατέρα
τα λόγια,
δυο μαζί σήκωσαν τα εγγλέζικα όπλα
και σημάδεψαν στο κεφάλι λες κι είχαν λυσσάξει μονάχα στο
άκουσμα
των τριών λέξεων του – έτσι κι αλλιώς – μελλοθάνατου.
Και τράβηξαν. “Μπαμ!”
έκανε ο πατέρας.
Να και κάτι καλό λοιπόν που μπορούσε
κάποιος να πιστώσει στο μοβόρο Στάλιν κι ο τρελός,
αν και τρελός, πολύ το ’χε μετρήσει.
Είχ’ απαλλάξει το θειο του απ’ το γδάρσιμο.
Κι ο τρελός σκέφτηκε: “Λίγο ήταν;”
Υ. Γραμπαρούτια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου