Αποσπάσματα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ
Προσπαθώντας
σήμερα να ξαναγράψει την Ιστορία, η ιμπεριαλιστική ΕΕ, της οποίας
επίσημη ιδεολογία είναι ο αντικομμουνισμός, έχει καθιερώσει αυτήν την
ημερομηνία ως «Ευρωπαϊκή Μέρα μνήμης στα θύματα του ολοκληρωτισμού και
των αυταρχικών καθεστώτων», ταυτίζοντας ξεδιάντροπα τον κομμουνισμό με
το ναζισμό, τη Σοβιετική Ενωση, που έδωσε 20 εκατομμύρια νεκρούς στον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη ναζιστική Γερμανία. «Ξεπλένει» έτσι το ναζισμό -
φασισμό, που είναι γέννημα - θρέμμα του καπιταλιστικού συστήματος.
Οι απολογητές του σάπιου καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής ΕΕ επιτίθενται στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και όχι στο παρελθόν, επειδή θέλουν να θωρακίσουν το βάρβαρο σύστημα από τη μόνη πραγματική και ρεαλιστική διέξοδο για το λαό, που δεν είναι άλλη από την ανατροπή αυτής της σαπίλας.
Με
αφορμή τα 81 χρόνια από την υπογραφή του Συμφώνου Μόλοτοφ - Ρίμπεντροπ,
ο «Ριζοσπάστης» αναδημοσιεύει τα σχετικά αποσπάσματα από το Δοκίμιο
Ιστορίας του ΚΚΕ (Τόμος Α2, κεφ. 10.2 και 10.3, σελ. 554 - 559). Επίσης,
έναν σύντομο σχολιασμό για την αντικομμουνιστική προπαγάνδα που
αναπτύσσεται γύρω από την περίπτωση της Πολωνίας.
Οι απολογητές του σάπιου καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής ΕΕ επιτίθενται στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και όχι στο παρελθόν, επειδή θέλουν να θωρακίσουν το βάρβαρο σύστημα από τη μόνη πραγματική και ρεαλιστική διέξοδο για το λαό, που δεν είναι άλλη από την ανατροπή αυτής της σαπίλας.
* * *
Η ιμπεριαλιστική πολιτική του «κατευνασμού» - Το Σύμφωνο του Μονάχου
Προς τα τέλη της δεκαετίας 1930, η Γερμανία είχε αναδειχθεί σε ένα από τα ισχυρότερα κράτη του καπιταλιστικού κόσμου. Στην παραγωγή ατσαλιού, που έφτανε τα 20 εκατομμύρια τόνους, ξεπερνούσε τη Μ. Βρετανία μιάμιση φορά. Η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας προσέγγιζε τα 49 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες, έναντι 33 της Μ. Βρετανίας, ενώ η παραγωγή σε κάρβουνο ήταν σχεδόν ίση με αυτή της τελευταίας (240 εκατομμύρια τόνοι έναντι 244 της Μ. Βρετανίας).
Το 1937, η Τουρκία, το Ιράν και το Αφγανιστάν
υπέγραψαν συμφωνία, συγκροτώντας τη λεγόμενη «Αντάντ της Εγγύς
Ανατολής», σύμμαχο της Μεγάλης Βρετανίας. Ταυτόχρονα, οξύνθηκαν οι
αντιθέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία, αλλά και στο εσωτερικό
της τελευταίας, όπου ένα τμήμα της γαλλικής αστικής τάξης επιδίωκε
συμμαχία με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ κατά της Γερμανίας, ενώ το άλλο
επέλεγε τη σύμπραξη με τη Γερμανία. Επίσης, τη Γαλλία ανησυχούσε το
γεγονός ότι η Ιταλία εποφθαλμιούσε την Κορσική, τη Νίκαια και τη Σαβοΐα.
Τα συμφέροντά τους συγκρούονταν και στη Μεσόγειο, όπου η Ιταλία επιδίωκε να κυριαρχήσει. Από την άλλη πλευρά, ανησυχούσαν και οι ΗΠΑ εξαιτίας των επιδιώξεων της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Η Ιαπωνία είχε ρίξει από το 1938 το σύνθημα της «νέας τάξης πραγμάτων στην Ανατολική Ασία». Επιδίωκε να συμπεριλάβει στη σφαίρα επιρροής της την Κίνα, την Ινδοκίνα, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες, με σκοπό να εξουδετερώσει τις ΗΠΑ, ως κύριο ανταγωνιστή της στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Επίσης, οι ΗΠΑ έβλεπαν με ανησυχία την αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στη Λατινική Αμερική. Το καλοκαίρι του 1938 η κυβέρνηση των ΗΠΑ συγκρότησε ειδική επιτροπή, για να μελετήσει τα μέτρα εναντίον της Γερμανίας στη Λατινική Αμερική. Το Μάρτη του 1939 η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε απαγορευτικούς στην ουσία δασμούς στα γερμανικά εμπορεύματα που εισάγονταν στις ΗΠΑ.
Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός οξυνόταν από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, μπροστά στην εξασθένιση Βρετανίας - Γαλλίας, προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν για δικό τους όφελος τις αγορές της βρετανικής και της γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας, τις οποίες επίσης διεκδικούσε με αξιώσεις η Γερμανία. Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούσαν αντικειμενικά το έδαφος για τη στρατιωτικο-πολιτική συνεργασία των ΗΠΑ - Γαλλίας - Βρετανίας, εναντίον της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, από τη δική τους πλευρά, οι Γερμανία - Ιταλία - Ιαπωνία και οι σύμμαχοί τους είχαν συγκροτήσει, όπως έχει αναφερθεί, τη δική τους συμμαχία, γνωστή ως Αντικομιντέρν Σύμφωνο.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους για την αντιμετώπιση της Γερμανίας και των συμμάχων της, οι ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία οργάνωσαν νέες ναυτικές βάσεις. Η Βρετανία, στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό, στη Μεσόγειο και στη Νότια Αφρική. Οι ΗΠΑ, στον Ειρηνικό και στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η Γαλλία, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το Μάη του 1938 οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αυξήσουν τον πολεμικό τους στόλο κατά 20%. Στις αρχές του 1939, το Κογκρέσο επικύρωσε το νέο πρόγραμμα της Πολεμικής Αεροπορίας, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των αεροπλάνων θα έφτανε τις 5.500 μονάδες. Την πολεμική προετοιμασία διηύθυναν άμεσα οι μεγιστάνες των ΗΠΑ, ιδιοκτήτες των επιχειρηματικών ομίλων «Μόργκαν», «Τζένεραλ Μότορς», «ΙΤΤ» κ.ά.
Ανάλογες προετοιμασίες έκανε και η Ιαπωνία. Από τον Ιούλη του 1937 άρχισε πολεμικές επιχειρήσεις στην Κεντρική Κίνα. Μετά από αρχικές αποτυχίες, ο ιαπωνικός στρατός κατόρθωσε να καταλάβει στρατηγικά σημεία, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση του Κουομιντάνγκ να μεταφέρει την έδρα της από το Νανκίν στο Τσουνγκ Κιγκ. Το Δεκέμβρη του 1938, ηγετικά στελέχη του Κουομιντάνγκ αυτομόλησαν στην ιαπωνική πλευρά. Απέραντες κινεζικές εκτάσεις, τα βασικά βιομηχανικά κέντρα της Κίνας και ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο πέρασαν στον έλεγχο της Ιαπωνίας.
Παρά τις οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, οι ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία δεν αποφάσιζαν τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της. Επιδιώκοντας να στρέψουν τη Γερμανία εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης φάνηκαν πρόθυμες να αποδεχτούν μια σειρά από γερμανικές αξιώσεις.
Ετσι, στις 31 Μάη 1937, ο Βρετανός πρεσβευτής στο Βερολίνο δήλωσε ότι «η Αγγλία καταλαβαίνει απόλυτα την ανάγκη να ρυθμιστεί το ζήτημα (της Αυστρίας) στο πλαίσιο του γερμανικού Ράιχ». Την ίδια τακτική τήρησαν και οι Γαλλία - ΗΠΑ. Μετά από αυτά, γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αυστρία (11 Μάρτη 1938) και στις 12 του μήνα η κατάληψή της είχε ολοκληρωθεί.
Στις 17 Μάρτη η Σοβιετική Ενωση πρότεινε τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης, υπογραμμίζοντας ότι μετά από την κατάληψη της Αυστρίας ερχόταν η σειρά της Τσεχοσλοβακίας. Οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Βρετανίας απέρριψαν τη σοβιετική πρόταση, ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ ούτε καν απάντησε. Μάλιστα, η Τράπεζα της Αγγλίας παρέδωσε στη γερμανική Τράπεζα το μέρος από το απόθεμα χρυσού της Αυστρίας που φυλασσόταν στο Λονδίνο.
Με την κατάληψη της Αυστρίας, η Γερμανία πήρε στα χέρια της το μεγάλο πολεμικό βιομηχανικό συγκρότημα «Αλμπίνε Μονταγκέζελσαφτ», καθώς και το πετρέλαιο της νότιας Αυστρίας, αλλά και ολόκληρη την αυστριακή βιομηχανία. Μετά από την Αυστρία ήρθε πράγματι η σειρά της Τσεχοσλοβακίας, μιας χώρας που είχε πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1937 η εξόρυξη κάρβουνου στην Τσεχοσλοβακία έφτασε τα 27,5 εκατομμύρια, του χυτοσίδηρου τα 1,7 εκατομμύρια και του ατσαλιού τα 2,3 εκατομμύρια τόνους. Τα εργοστάσια αυτοκινήτων κατασκεύαζαν 14.600 μονάδες το χρόνο. Τα χημικά εργοστάσια θεωρούνταν μεγαλύτερα από τα γερμανικά. Επιπλέον, διέθετε σημαντικά αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος.
Στις 19 Μάη 1938 άρχισαν να συγκεντρώνονται γερμανικά στρατεύματα στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας. Η κυβέρνησή της επιστράτευσε εφέδρους, αρνούμενη να αποδεχτεί τετελεσμένα. Η γερμανική πλευρά υποχώρησε καταρχήν, όμως στη συνέχεια οι Βρετανία - ΗΠΑ, με τη μεσολάβηση του Βρετανού μεγιστάνα Ράνσιμαν, άρχισαν να πιέζουν την τσεχοσλοβακική κυβέρνηση Μπένες, με τον ισχυρισμό ότι οι αξιώσεις της Γερμανίας περιορίζονταν στην καταγγελία του Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας, που είχε υπογραφεί ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία και την ΕΣΣΔ.
Στις 29 Σεπτέμβρη 1938 άρχισε στο Μόναχο η διάσκεψη για την Τσεχοσλοβακία. Τη Γερμανία εκπροσωπούσε ο Χίτλερ, τη Βρετανία ο Τσάμπερλεν, τη Γαλλία ο Νταλαντιέ και την Ιταλία ο Μουσολίνι. Με βάση τη συμφωνία, που υπογράφτηκε στις 30 Σεπτέμβρη (Σύμφωνο του Μονάχου), η Τσεχοσλοβακία ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει στη Γερμανία μέσα σε δέκα μέρες τη Σουδητία (στην οποία κατοικούσαν και γερμανόφωνοι πληθυσμοί) και μέσα σε τρεις μήνες να ικανοποιήσει τις εδαφικές αξιώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Ετσι, από την Τσεχοσλοβακία αφαιρέθηκε εδαφική έκταση 41.098 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με πληθυσμό περίπου 5 εκατομμύρια κατοίκους. Στις 13 Οκτώβρη 1938, η «Στάνταρντ Οϊλ» και η «ΙΓ Φαρμπενίντουστρι» υπέγραψαν συμφωνία για την ίδρυση αμερικανογερμανικής εταιρείας, η οποία θα μονοπωλούσε τις πατέντες για την παραγωγή συνθετικής βενζίνης, που ήταν αναγκαία για το γερμανικό στρατό.
Η
παραπάνω πολιτική των «δημοκρατικών» καπιταλιστικών κρατών, γνωστή ως
πολιτική του «κατευνασμού», σήμαινε τη στήριξη του Αξονα ως «προπυργίου
της Δύσης ενάντια στον μπολσεβικισμό», σύμφωνα με τη χαρακτηριστική
δήλωση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, λόρδου Χάλιφαξ, μετά από
συνάντησή του με τον Χίτλερ.
Στο βιβλίο των Σάιερς και Καν, «Ο μυστικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας», που εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1946, χαρακτηρίζονται με σαφήνεια ο σκοπός και τα αποτελέσματα της Συμφωνίας του Μονάχου: «Οι κυβερνήσεις της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας υπέγραψαν τη συμφωνία του Μονάχου, πραγματοποιήθηκε δηλαδή το όνειρο της αντισοβιετικής "Ιερής συμμαχίας", που η παγκόσμια αντίδραση το θώπευε από το 1918 ακόμα. Η συμφωνία είχε αφήσει τη Ρωσία χωρίς συμμάχους. Το γαλλο-σοβιετικό σύμφωνο - ο ακρογωνιαίος λίθος της συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη - είχε ενταφιασθεί. Οι Σουδήτες της Τσεχοσλοβακίας έγιναν τμήμα της ναζιστικής Γερμανίας. Μπροστά στις χιτλερικές ορδές είχαν ανοιχθεί διάπλατα οι πύλες προς την Ανατολή».
Επίσης, στην εισήγηση της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος (1939) αναφερόταν: «Παραχωρήθηκαν στη Γερμανία οι σουδητικές περιοχές σαν τίμημα της υποχρέωσής της να αρχίσει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ενωσης».
Από την πλευρά της, η Σοβιετική Ενωση έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτραπεί η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας. Μάλιστα, είχε πάρει και πρακτικά μέτρα, προωθώντας στα δυτικά σύνορά της 30 μεραρχίες πεζικού και θέτοντας σε πολεμική ετοιμότητα μεγάλες μονάδες αρμάτων μάχης. Είχε ήδη δηλώσει στην κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας ότι θεωρούσε τον εαυτό της δεσμευμένο από το σοβιετο-τσεχοσλοβακικό σύμφωνο, σε περίπτωση που η Τσεχοσλοβακία αποφάσιζε να αμυνθεί. Ομως, οι προσπάθειες της ΕΣΣΔ απέβησαν μάταιες.
Η υπονόμευση και απόρριψη των σοβιετικών πρωτοβουλιών για την αποτροπή του πολέμου εκφράστηκε τόσο πριν, όσο και μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής γεγονότα: Το Μάρτη του 1939 η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε να συγκληθεί διάσκεψη ανάμεσα στην ίδια και τις Βρετανία - Γαλλία - Πολωνία - Ρουμανία - Τουρκία, με σκοπό τη λήψη μέτρων σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η βρετανική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση ως πρόωρη και αντιπρότεινε να υπογραφτεί μια αγγλο-γαλλο-πολωνο-σοβιετική δήλωση για σύγκληση διάσκεψης, σε περίπτωση που θα προέκυπτε κίνδυνος για την ανεξαρτησία οποιουδήποτε ευρωπαϊκού κράτους.
Η ΕΣΣΔ δέχτηκε την αντιπρόταση, όμως η Βρετανία στη συνέχεια ακύρωσε τη δική της πρόταση. Μετά από νέα σοβιετική πρόταση πραγματοποιήθηκε συνάντηση, στη Μόσχα, αντιπροσωπειών των ΕΣΣΔ - Γαλλίας - Βρετανίας, με στόχο τη σύναψη συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας, που επίσης ναυάγησε, έχοντας εξαρχής υπονομευτεί από τις Γαλλία - Βρετανία.
Ταυτόχρονα, η βρετανική κυβέρνηση άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, με σκοπό τη σύναψη πολιτικής και οικονομικής συμφωνίας, που θα έδινε τη δυνατότητα στη Γερμανία να στραφεί κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
Μετά από αυτά, καθώς και μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου που είχε προηγηθεί, η ΕΣΣΔ, έχοντας απέναντί της και τα δυο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, επιδίωξε συμφωνία με τη Γερμανία, έστω για να αναβάλει την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της, που την θεωρούσε βέβαιη. Ετσι, οι υπουργοί Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενωσης, Βιάτσεσλαβ Μόλοτοφ, και της Γερμανίας, Γιοακίμ Ρίμπεντροπ, υπέγραψαν Σύμφωνο Μη Επίθεσης μεταξύ των δύο χωρών (23 Αυγούστου 1939), με ισχύ 10 ετών. Με το Σύμφωνο η Σοβιετική Ενωση αξιοποιούσε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Το ίδιο επιδίωξε και αργότερα, με το Σύμφωνο Ουδετερότητας που υπέγραψε με την Ιαπωνία, στις 13 Απρίλη 1941.
Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μόλοτοφ εξασφάλισε στην ΕΣΣΔ 21 πολύτιμους μήνες πολεμικής προετοιμασίας, απαραίτητους για την άμυνά της. Πράγματι, την περίοδο 1939 έως τον Ιούνη 1941 η αριθμητική δύναμη των Ενόπλων Δυνάμεων της ΕΣΣΔ αυξήθηκε σχεδόν τρεις φορές. Συγκροτήθηκαν 125 νέες μεραρχίες, ενώ έγινε και ο εφοδιασμός του στρατού με νέα πολεμικά τεχνικά μέσα και καινούργιους τύπους εξοπλισμών.
Ριζοσπάστης
Τα συμφέροντά τους συγκρούονταν και στη Μεσόγειο, όπου η Ιταλία επιδίωκε να κυριαρχήσει. Από την άλλη πλευρά, ανησυχούσαν και οι ΗΠΑ εξαιτίας των επιδιώξεων της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Η Ιαπωνία είχε ρίξει από το 1938 το σύνθημα της «νέας τάξης πραγμάτων στην Ανατολική Ασία». Επιδίωκε να συμπεριλάβει στη σφαίρα επιρροής της την Κίνα, την Ινδοκίνα, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες, με σκοπό να εξουδετερώσει τις ΗΠΑ, ως κύριο ανταγωνιστή της στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Επίσης, οι ΗΠΑ έβλεπαν με ανησυχία την αυξανόμενη επιρροή της Γερμανίας στη Λατινική Αμερική. Το καλοκαίρι του 1938 η κυβέρνηση των ΗΠΑ συγκρότησε ειδική επιτροπή, για να μελετήσει τα μέτρα εναντίον της Γερμανίας στη Λατινική Αμερική. Το Μάρτη του 1939 η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε απαγορευτικούς στην ουσία δασμούς στα γερμανικά εμπορεύματα που εισάγονταν στις ΗΠΑ.
Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός οξυνόταν από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, μπροστά στην εξασθένιση Βρετανίας - Γαλλίας, προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν για δικό τους όφελος τις αγορές της βρετανικής και της γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας, τις οποίες επίσης διεκδικούσε με αξιώσεις η Γερμανία. Αυτές οι εξελίξεις δημιουργούσαν αντικειμενικά το έδαφος για τη στρατιωτικο-πολιτική συνεργασία των ΗΠΑ - Γαλλίας - Βρετανίας, εναντίον της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, από τη δική τους πλευρά, οι Γερμανία - Ιταλία - Ιαπωνία και οι σύμμαχοί τους είχαν συγκροτήσει, όπως έχει αναφερθεί, τη δική τους συμμαχία, γνωστή ως Αντικομιντέρν Σύμφωνο.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους για την αντιμετώπιση της Γερμανίας και των συμμάχων της, οι ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία οργάνωσαν νέες ναυτικές βάσεις. Η Βρετανία, στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό, στη Μεσόγειο και στη Νότια Αφρική. Οι ΗΠΑ, στον Ειρηνικό και στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η Γαλλία, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το Μάη του 1938 οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αυξήσουν τον πολεμικό τους στόλο κατά 20%. Στις αρχές του 1939, το Κογκρέσο επικύρωσε το νέο πρόγραμμα της Πολεμικής Αεροπορίας, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των αεροπλάνων θα έφτανε τις 5.500 μονάδες. Την πολεμική προετοιμασία διηύθυναν άμεσα οι μεγιστάνες των ΗΠΑ, ιδιοκτήτες των επιχειρηματικών ομίλων «Μόργκαν», «Τζένεραλ Μότορς», «ΙΤΤ» κ.ά.
Ανάλογες προετοιμασίες έκανε και η Ιαπωνία. Από τον Ιούλη του 1937 άρχισε πολεμικές επιχειρήσεις στην Κεντρική Κίνα. Μετά από αρχικές αποτυχίες, ο ιαπωνικός στρατός κατόρθωσε να καταλάβει στρατηγικά σημεία, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση του Κουομιντάνγκ να μεταφέρει την έδρα της από το Νανκίν στο Τσουνγκ Κιγκ. Το Δεκέμβρη του 1938, ηγετικά στελέχη του Κουομιντάνγκ αυτομόλησαν στην ιαπωνική πλευρά. Απέραντες κινεζικές εκτάσεις, τα βασικά βιομηχανικά κέντρα της Κίνας και ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο πέρασαν στον έλεγχο της Ιαπωνίας.
Παρά τις οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, οι ΗΠΑ - Γαλλία - Βρετανία δεν αποφάσιζαν τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της. Επιδιώκοντας να στρέψουν τη Γερμανία εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης φάνηκαν πρόθυμες να αποδεχτούν μια σειρά από γερμανικές αξιώσεις.
Ετσι, στις 31 Μάη 1937, ο Βρετανός πρεσβευτής στο Βερολίνο δήλωσε ότι «η Αγγλία καταλαβαίνει απόλυτα την ανάγκη να ρυθμιστεί το ζήτημα (της Αυστρίας) στο πλαίσιο του γερμανικού Ράιχ». Την ίδια τακτική τήρησαν και οι Γαλλία - ΗΠΑ. Μετά από αυτά, γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αυστρία (11 Μάρτη 1938) και στις 12 του μήνα η κατάληψή της είχε ολοκληρωθεί.
Στις 17 Μάρτη η Σοβιετική Ενωση πρότεινε τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης, υπογραμμίζοντας ότι μετά από την κατάληψη της Αυστρίας ερχόταν η σειρά της Τσεχοσλοβακίας. Οι κυβερνήσεις Γαλλίας και Βρετανίας απέρριψαν τη σοβιετική πρόταση, ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ ούτε καν απάντησε. Μάλιστα, η Τράπεζα της Αγγλίας παρέδωσε στη γερμανική Τράπεζα το μέρος από το απόθεμα χρυσού της Αυστρίας που φυλασσόταν στο Λονδίνο.
Με την κατάληψη της Αυστρίας, η Γερμανία πήρε στα χέρια της το μεγάλο πολεμικό βιομηχανικό συγκρότημα «Αλμπίνε Μονταγκέζελσαφτ», καθώς και το πετρέλαιο της νότιας Αυστρίας, αλλά και ολόκληρη την αυστριακή βιομηχανία. Μετά από την Αυστρία ήρθε πράγματι η σειρά της Τσεχοσλοβακίας, μιας χώρας που είχε πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1937 η εξόρυξη κάρβουνου στην Τσεχοσλοβακία έφτασε τα 27,5 εκατομμύρια, του χυτοσίδηρου τα 1,7 εκατομμύρια και του ατσαλιού τα 2,3 εκατομμύρια τόνους. Τα εργοστάσια αυτοκινήτων κατασκεύαζαν 14.600 μονάδες το χρόνο. Τα χημικά εργοστάσια θεωρούνταν μεγαλύτερα από τα γερμανικά. Επιπλέον, διέθετε σημαντικά αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος.
Στις 19 Μάη 1938 άρχισαν να συγκεντρώνονται γερμανικά στρατεύματα στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας. Η κυβέρνησή της επιστράτευσε εφέδρους, αρνούμενη να αποδεχτεί τετελεσμένα. Η γερμανική πλευρά υποχώρησε καταρχήν, όμως στη συνέχεια οι Βρετανία - ΗΠΑ, με τη μεσολάβηση του Βρετανού μεγιστάνα Ράνσιμαν, άρχισαν να πιέζουν την τσεχοσλοβακική κυβέρνηση Μπένες, με τον ισχυρισμό ότι οι αξιώσεις της Γερμανίας περιορίζονταν στην καταγγελία του Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας, που είχε υπογραφεί ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία και την ΕΣΣΔ.
Στις 29 Σεπτέμβρη 1938 άρχισε στο Μόναχο η διάσκεψη για την Τσεχοσλοβακία. Τη Γερμανία εκπροσωπούσε ο Χίτλερ, τη Βρετανία ο Τσάμπερλεν, τη Γαλλία ο Νταλαντιέ και την Ιταλία ο Μουσολίνι. Με βάση τη συμφωνία, που υπογράφτηκε στις 30 Σεπτέμβρη (Σύμφωνο του Μονάχου), η Τσεχοσλοβακία ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει στη Γερμανία μέσα σε δέκα μέρες τη Σουδητία (στην οποία κατοικούσαν και γερμανόφωνοι πληθυσμοί) και μέσα σε τρεις μήνες να ικανοποιήσει τις εδαφικές αξιώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας.
Ετσι, από την Τσεχοσλοβακία αφαιρέθηκε εδαφική έκταση 41.098 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με πληθυσμό περίπου 5 εκατομμύρια κατοίκους. Στις 13 Οκτώβρη 1938, η «Στάνταρντ Οϊλ» και η «ΙΓ Φαρμπενίντουστρι» υπέγραψαν συμφωνία για την ίδρυση αμερικανογερμανικής εταιρείας, η οποία θα μονοπωλούσε τις πατέντες για την παραγωγή συνθετικής βενζίνης, που ήταν αναγκαία για το γερμανικό στρατό.
Η πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης - Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μόλοτοφ
Στο βιβλίο των Σάιερς και Καν, «Ο μυστικός πόλεμος εναντίον της Ρωσίας», που εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1946, χαρακτηρίζονται με σαφήνεια ο σκοπός και τα αποτελέσματα της Συμφωνίας του Μονάχου: «Οι κυβερνήσεις της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας υπέγραψαν τη συμφωνία του Μονάχου, πραγματοποιήθηκε δηλαδή το όνειρο της αντισοβιετικής "Ιερής συμμαχίας", που η παγκόσμια αντίδραση το θώπευε από το 1918 ακόμα. Η συμφωνία είχε αφήσει τη Ρωσία χωρίς συμμάχους. Το γαλλο-σοβιετικό σύμφωνο - ο ακρογωνιαίος λίθος της συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη - είχε ενταφιασθεί. Οι Σουδήτες της Τσεχοσλοβακίας έγιναν τμήμα της ναζιστικής Γερμανίας. Μπροστά στις χιτλερικές ορδές είχαν ανοιχθεί διάπλατα οι πύλες προς την Ανατολή».
Επίσης, στην εισήγηση της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος (1939) αναφερόταν: «Παραχωρήθηκαν στη Γερμανία οι σουδητικές περιοχές σαν τίμημα της υποχρέωσής της να αρχίσει τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ενωσης».
Από την πλευρά της, η Σοβιετική Ενωση έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτραπεί η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας. Μάλιστα, είχε πάρει και πρακτικά μέτρα, προωθώντας στα δυτικά σύνορά της 30 μεραρχίες πεζικού και θέτοντας σε πολεμική ετοιμότητα μεγάλες μονάδες αρμάτων μάχης. Είχε ήδη δηλώσει στην κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας ότι θεωρούσε τον εαυτό της δεσμευμένο από το σοβιετο-τσεχοσλοβακικό σύμφωνο, σε περίπτωση που η Τσεχοσλοβακία αποφάσιζε να αμυνθεί. Ομως, οι προσπάθειες της ΕΣΣΔ απέβησαν μάταιες.
Η υπονόμευση και απόρριψη των σοβιετικών πρωτοβουλιών για την αποτροπή του πολέμου εκφράστηκε τόσο πριν, όσο και μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής γεγονότα: Το Μάρτη του 1939 η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε να συγκληθεί διάσκεψη ανάμεσα στην ίδια και τις Βρετανία - Γαλλία - Πολωνία - Ρουμανία - Τουρκία, με σκοπό τη λήψη μέτρων σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Η βρετανική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση ως πρόωρη και αντιπρότεινε να υπογραφτεί μια αγγλο-γαλλο-πολωνο-σοβιετική δήλωση για σύγκληση διάσκεψης, σε περίπτωση που θα προέκυπτε κίνδυνος για την ανεξαρτησία οποιουδήποτε ευρωπαϊκού κράτους.
Η ΕΣΣΔ δέχτηκε την αντιπρόταση, όμως η Βρετανία στη συνέχεια ακύρωσε τη δική της πρόταση. Μετά από νέα σοβιετική πρόταση πραγματοποιήθηκε συνάντηση, στη Μόσχα, αντιπροσωπειών των ΕΣΣΔ - Γαλλίας - Βρετανίας, με στόχο τη σύναψη συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας, που επίσης ναυάγησε, έχοντας εξαρχής υπονομευτεί από τις Γαλλία - Βρετανία.
Ταυτόχρονα, η βρετανική κυβέρνηση άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, με σκοπό τη σύναψη πολιτικής και οικονομικής συμφωνίας, που θα έδινε τη δυνατότητα στη Γερμανία να στραφεί κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
Μετά από αυτά, καθώς και μετά από το Σύμφωνο του Μονάχου που είχε προηγηθεί, η ΕΣΣΔ, έχοντας απέναντί της και τα δυο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, επιδίωξε συμφωνία με τη Γερμανία, έστω για να αναβάλει την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της, που την θεωρούσε βέβαιη. Ετσι, οι υπουργοί Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενωσης, Βιάτσεσλαβ Μόλοτοφ, και της Γερμανίας, Γιοακίμ Ρίμπεντροπ, υπέγραψαν Σύμφωνο Μη Επίθεσης μεταξύ των δύο χωρών (23 Αυγούστου 1939), με ισχύ 10 ετών. Με το Σύμφωνο η Σοβιετική Ενωση αξιοποιούσε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Το ίδιο επιδίωξε και αργότερα, με το Σύμφωνο Ουδετερότητας που υπέγραψε με την Ιαπωνία, στις 13 Απρίλη 1941.
Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μόλοτοφ εξασφάλισε στην ΕΣΣΔ 21 πολύτιμους μήνες πολεμικής προετοιμασίας, απαραίτητους για την άμυνά της. Πράγματι, την περίοδο 1939 έως τον Ιούνη 1941 η αριθμητική δύναμη των Ενόπλων Δυνάμεων της ΕΣΣΔ αυξήθηκε σχεδόν τρεις φορές. Συγκροτήθηκαν 125 νέες μεραρχίες, ενώ έγινε και ο εφοδιασμός του στρατού με νέα πολεμικά τεχνικά μέσα και καινούργιους τύπους εξοπλισμών.
Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου