Με επιτυχία η ημερίδα για τα 100 χρόνια από την ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή
Στην ημερίδα μίλησαν ο Κώστας Σκολαρίκος, μέλος της ΚΕ, επικεφαλής του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, ο Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας - συγγραφέας, ο Γιώργος Χρανιώτης, ιστορικός, διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, και ο Κώστας Τζιάρας, ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο Δημήτρης Παπατολίδης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ανέφερε ότι τόσο η ημερίδα, με τις σημαντικές εισηγήσεις, όσο και η σχετική έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ «αποκαλύπτουν τους μύθους της αστικής ερμηνείας των γεγονότων, που υπηρετεί το σημερινό αφήγημα της ενσωμάτωσης της χώρας μας και του λαού μας στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες με σκοπό τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας στην περιοχή». Σημείωσε ότι «ειδικά σε μια εποχή που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος γενικεύεται, δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό. Οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι επιστήμονες, κάθε λαϊκός άνθρωπος πρέπει να σκεφτεί πιο βαθιά και να δώσει απάντηση για το χτες και το σήμερα, και πολύ περισσότερο όχι για το μακρινό αύριο και τη θέση που πρέπει να πάρουν η εργατική τάξη και ο καταπιεζόμενος λαός».
Ο Κώστας Σκολαρίκος αναφέρθηκε στα βασικά συμπεράσματα για τις αιτίες και τις συνέπειες της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας, όπως και την επίδρασή της στην ταξική πάλη στην Ελλάδα. Οπως είπε, «η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και η πιθανότητα γενίκευσης των συγκρούσεων καθιστούν ιδιαίτερα επίκαιρα τα διδάγματα που προσφέρει η ιστορική μελέτη της περιόδου. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι πολεμικές ανθρωποθυσίες στον βωμό του καπιταλιστικού κέρδους είναι η προέκταση της ταξικής εκμετάλλευσης τον καιρό της ειρήνης. Γι' αυτό οι λαοί, με ηγετική δύναμη την εργατική τάξη, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να στοιχίζονται με την αστική τάξη, να εμπιστεύονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τους πολιτικούς εκφραστές και τις κυβερνήσεις της, τη συμμαχία τους με τη μία ή την άλλη ιμπεριαλιστική συμμαχία, τα επιθετικά ή και τα αμυντικά τους σχέδια, τα οποία είναι άμεσα ή μεσοπρόθεσμα σε βάρος των λαών. Ο πόλεμος των καπιταλιστών, είτε ως επίθεση είτε ως άμυνα, έχει πάντα θύματα τους λαούς, άμεσα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και μέσω της φτώχειας που φέρνει ως καταστροφή, ως προσφυγιά, ως πολεμική δαπάνη, ως αποτέλεσμα του οικονομικού πολέμου, που βιώνουμε και σήμερα.
Δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιος πόλεμος από τη σκοπιά των αστικών τάξεων ούτε και εθνική ενότητα επειδή υπάρχουν κοινή γλώσσα και κοινά σύνορα. Μόνο οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις διεξάγουν δίκαιο πόλεμο όταν αγωνίζονται ενάντια στην ξενική επέμβαση και κατοχή, δίχως να υποτάσσονται στην αστική τάξη και τους συμμάχους της που προστατεύουν τη δική τους "πατρίδα", δηλαδή την ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής. Κυρίως όταν παλεύουν για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, που γεννά την ταξική εκμετάλλευση και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Γι' αυτό και οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις πρέπει να διακατέχονται από επαγρύπνηση και ετοιμότητα για να συγκροτήσουν τη δική τους άμυνα και αντεπίθεση, καθήκον που σε καθοδηγητικό επίπεδο καλείται να επωμιστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η οργάνωση του λαού σε αυτήν την κατεύθυνση στρέφεται ενάντια και στην ξένη και στη δική του αστική τάξη, αφορά και τα μετόπισθεν και τις στρατευμένες δυνάμεις. Είναι καθήκον που δεν πρέπει να προσπεραστεί στο όνομα των έκτακτων πολεμικών συνθηκών, αλλά αντίθετα ευνοείται από αυτές».
Αναφέρθηκε ακόμα στην παθητική στάση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων, σημειώνοντας ότι σε αυτή συμβάλλει «ο εκάστοτε συσχετισμός υπέρ της καπιταλιστικής εξουσίας που φαίνεται συμπαγής και αήττητη, πολύ περισσότερο στις σημερινές συνθήκες ύπαρξης του ΝΑΤΟ. Αυτή η κατάσταση γεννά την ηττοπάθεια, είτε την αίσθηση ασφάλειας απέναντι σε εξωτερικούς εχθρούς, όπως προπαγανδίζουν τα αστικά επιτελεία». Ξεκαθάρισε όμως πως η Ιστορία «αποδεικνύει ότι κανένας συσχετισμός δυνάμεων, όσο αρνητικός και αν καταγράφεται, δεν μπορεί να αντέξει στα χτυπήματα της μαζικής οργανωμένης δράσης του εργατικού - λαϊκού κινήματος». Γι' αυτό, είπε, «αντί οι λαοί να φοβούνται από την αστική προπαγάνδα, να ακολουθούν τους εκμεταλλευτές τους και να στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο, πρέπει να φοβίσουν τις καπιταλιστικές εξουσίες, ότι ένας ενδεχόμενος νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα επιταχύνει την ανατροπή τους».
Ο Γιώργος Μαργαρίτης αναφέρθηκε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο 1919 - 1922 και την εποχή του. Ανέφερε ότι «η κρατούσα "επίσημη" αφήγηση για τη Μικρασιατική Εκστρατεία θεωρεί ότι ο διχασμός ήταν η βασική αιτία για την αποτυχία των ελληνικών σχεδίων του 1919 - 1922. Ο δε διχασμός εκπορευόταν από την κορυφή, από τη στάση του βασιλέα Κωνσταντίνου και των οπαδών του και την αντίστοιχη του Βενιζέλου και των δικών του οπαδών. Στο βασικό ερώτημα ως προς το πού ακριβώς διαφέρει η πολιτική, οι επιλογές, των δύο αυτών παρατάξεων ως προς την υλοποίηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας ή ως προς τη διαχείρισή της, οι απαντήσεις είναι κάτι παραπάνω από ανεπαρκείς. Δεν διακρίνεται διαφορά πολιτικής, στρατηγικής ή τακτικής ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους πολιτικούς χώρους». Και σημείωσε ότι «αν ο διχασμός βρίσκεται στη ρίζα της καταστροφής, τότε αυτός δεν αφορά τις αόρατες διαφορές στο επίπεδο της αστικής τάξης αλλά τη βαθιά αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας στις στρατηγικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης».
Τόνισε ότι ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος αποτέλεσε μέρος ενός πολεμικού γεωγραφικού τόξου που ακολούθησε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στις ρίζες αυτής της δευτερογενούς πολεμικής περιόδου βρισκόταν ο ίδιος παρονομαστής: Ο κλονισμός των αυτοκρατοριών.
Ο Γιώργος Χρανιώτης αναφέρθηκε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στην ήττα της καπιταλιστικής εξουσίας και την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση. Και ειδικότερα στο Κίνημα των παλαιών πολεμιστών τη δεκαετία του 1920. Ενα από τα πιο παραμελημένα λαϊκά κινήματα του ελληνικού Μεσοπολέμου, που εξέφρασε τη χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία μετά από μία δεκαετία πολέμων.
Οπως είπε, ο ιμπεριαλιστικός Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και η πολύπλευρη κρίση που κληροδότησε μετά το 1918, οδήγησαν στην ανάπτυξη κινημάτων βετεράνων πολέμου. Ιδιαιτερότητα της Ελλάδας σε σύγκριση με την Ευρώπη είναι ότι οι Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ - ΚΚΕ κυριάρχησαν στη χώρα μας.
«Οι Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών προέβαλλαν δυναμικές οικονομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις και σφυρηλάτησαν ισχυρούς δεσμούς με την ελληνική κοινωνία που βίωνε την άδικη κατανομή των πολεμικών θυσιών. Συσπείρωσαν εργάτες, κυρίως αγρότες ακτήμονες και μικροπαραγωγούς αλλά και φτωχούς μικροαστούς. Αναπτύχθηκαν πανελλαδικά με κύρια ερείσματα σε Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Κρήτη (...) Τα αιτήματά τους παρέπεμπαν στην ενεργό συμμετοχή και έλεγχο των διαδικασιών που αφορούσαν τις εργασιακές σχέσεις, την Κοινωνική Πρόνοια, την ακρίβεια, εσωτερικές λειτουργίες του στρατού όπως η δικαιοσύνη και η σίτιση. Η όσμωση με το κομμουνιστικό κίνημα είναι εμφανής. Ο αντιμιλιταρισμός τους συνοψιζόταν στη θέση για τη μετατροπή ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου σε σοσιαλιστική επανάσταση με το εμβληματικό σύνθημα "Πόλεμος κατά του πολέμου".
(...) Η πολύπλευρη δράση τους θεωρήθηκε βασική απειλή από το ίδιο το αστικό κράτος. Οι αστικές κυβερνήσεις, είτε κοινοβουλευτικές είτε δικτατορικές, εφάρμοσαν εκτεταμένη καταστολή, απέκλεισαν τους παλαιούς πολεμιστές από κοινωνικά ευεργετήματα, όπως κτήματα, συντάξεις και επιδόματα. Ωστόσο, εξανάγκασαν τις αστικές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μέτρα αποκατάστασης και προστασίας τους».
Ο Κώστας Τζιάρας μίλησε για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων, την αστική στρατηγική και τη δράση των κομμουνιστών.
Οπως είπε, «για τις ελληνικές αρχές, οι πρόσφυγες, ιδιαίτερα κατά την άφιξή τους, ήταν άνθρωποι "ανεπιθύμητοι", χαρακτηρισμένοι "εχθροί προ των πυλών" και για πολλούς λόγους "επικίνδυνοι"». Και εξήγησε ότι «ο ταξικός ρατσισμός, ο φόβος των αστών, αφορούσε τους πολλούς φτωχούς, βίαια προλεταριοποιημένους πρόσφυγες και σχετιζόταν με τον μεγάλο για την αστική τάξη πολιτικό κίνδυνο της περιόδου: Με τη λάμψη του παραδείγματος της Οκτωβριανής Επανάστασης στους κολασμένους της Γης».
Πρόσθεσε ότι «η φροντίδα της αστικής τάξης στράφηκε προς την αποτροπή επικίνδυνων συναντήσεων των εξαθλιωμένων προσφύγων με τους επιστρέψαντες στρατιώτες και το ριζοσπαστικό εργατικό - κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και στην αποφυγή επικέντρωσης της συζήτησης στα αίτια της ήττας και της καταστροφής. Η συζήτηση για τα αίτια θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνα πολιτικά συμπεράσματα. Τα επικίνδυνα συμπεράσματα και οι επικίνδυνες συναντήσεις εκφράστηκαν δυναμικά στις μεγάλες διαδηλώσεις το καλοκαίρι του 1923 στο Πασαλιμάνι, στον Πειραιά. Η απόδοση των ευθυνών για τη Μικρασιατική Εκστρατεία στον ταξικό αντίπαλο κυριάρχησε στα συνθήματα των διαδηλωτών και πολιτικοποίησε τη μαζική εργατική απεργία σε βαθμό προκλητικό για την αστική εξουσία».
Αναφέρθηκε επίσης στην ένταξη των προσφύγων στις γραμμές των ταξικών αγώνων, επισημαίνοντας ότι «δεν επρόκειτο για μια συμβολή αυτονόητη. Το ΚΚΕ χρειάστηκε να αντιπαλέψει τους μηχανισμούς χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των αστικών δυνάμεων, να βοηθήσει τους πρόσφυγες να συνειδητοποιήσουν την ταξική τους θέση και να ενταχθούν στην ταξική πάλη. Η πάλη κατά των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ γηγενών και προσφύγων που καλλιεργούσε η αστική τάξη και η πρόταξη της ενότητας σε βάση ταξική είχαν αποφασιστική σημασία στη σφυρηλάτηση των δεσμών της φτωχολογιάς των προσφύγων με το ΚΚΕ, δεσμών που ατσαλώθηκαν στις μεγάλες μάχες του 20ούαιώνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου