Γεννήθηκε το 1892 στη Δύμη στην Κάτω Αχαγιά. Το 1911 τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές και το 1913 κατατάχθηκε εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού. Στον στρατό πήρε τον βαθμό του λοχία και τον Ιούλη του 1916 απολύθηκε. Τον Νοέμβρη του 1916 κατατάχθηκε στον «Στρατό Εθνικής Αμύνης» (της κυβέρνησης του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη) που πήρε μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Τον Σεπτέμβρη του 1917 ορκίστηκε έφεδρος ανθυπολοχαγός, ενώ το 1918 ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Το 1919 συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα εναντίον της νεαρής σοβιετικής εξουσίας στην Ουκρανία που έστειλε η κυβέρνηση Βενιζέλου στο πλαίσιο της επέμβασης της Αντάντ, στις εκεί επιχειρήσεις τον Φλεβάρη του 1920, τιμήθηκε «επί διακεκριμένη πράξει στο πεδίο της μάχης» και προήχθη σε υπολοχαγό Πεζικού. Στη συνέχεια πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ το διάστημα Αυγούστου 1922 - Απρίλη 1923 ήταν αιχμάλωτος.
Κατά τη συμμετοχή του στην εκστρατεία στην Ουκρανία παρακολούθησε από κοντά την εξέγερση των ναυτών του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα, οι οποίοι αρνούνταν τη συμμετοχή τους στην καταστολή της σοβιετικής εξουσίας και ζητούσαν την επιστροφή τους στη Γαλλία. Αυτό το γεγονός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση των ανησυχιών του, στην εξέλιξη των προοδευτικών του ιδεών και στην επίδραση των επαναστατικών ιδεών στην προσωπικότητά του. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οργανώθηκε στο ΚΚΕ.
Δραστηριοποιήθηκε στις γραμμές της φιλοκομμουνιστικής οργάνωσης αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η οργάνωση έπαιρνε αυστηρά μέτρα προφύλαξης και δεν φαίνεται να εμφανίζεται με κάποια ονομασία. Ωστόσο όσοι συσπειρώνονταν σε αυτή, είχαν αναπτύξει δεσμούς μεταξύ τους, μορφώνονταν και ζύμωναν φιλολαϊκές - προοδευτικές ιδέες και στους συναδέλφους τους. Πρωτεργάτης αυτής της κίνησης θεωρούνταν ο μόνιμος αξιωματικός του Στρατού Γιάννης Παλάσκας, ενώ σε αυτήν την ομάδα σημαντικό ρόλο έπαιζε ο Αλέκος Παπαϊωάννου, αξιωματικός της Αεροπορίας.
Στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας η ομάδα αυτή συντονίστηκε και με φιλοκομμουνιστές αξιωματικούς που προέρχονταν από τους απότακτους του 1935, όπως ήταν οι Παναγιώτης Τούντας, Γιώργης Καλλιανέσης, Τάσος Αναστασόπουλος.
Το 1934 ο Δημήτρης Κούκουρας ξεκίνησε να δουλεύει ως καθηγητής Τοπογραφίας στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Το 1935, σε ηλικία 43 ετών, προήχθη σε ταγματάρχη Πεζικού. Εκείνη τη χρονιά μετά το πραξικόπημα του Κονδύλη και το νόθο δημοψήφισμα που ακολούθησε έγινε η παλινόρθωση της Βασιλείας και η επάνοδος του Γεωργίου Β΄. Παρά τη γνώμη της οργάνωσης τα μέλη της να ορκιστούν στο νέο πολίτευμα ώστε να μην εκδιωχθούν από τον στρατό, ο Δημήτρης Κούκουρας «αρνήθηκε να δώσει όρκον πίστεως εις τον βασιλέα» και βρέθηκε εκτός στρατεύματος. Το ίδιο έκανε και ο στρατιωτικός κτηνίατρος Χατζάρας1.
Κατά την περίοδο της Κατοχής ο Δημήτρης Κούκουρας δραστηριοποιήθηκε στην ομάδα των αξιωματικών που είχε την ονομασία «Φίλοι του Λαού»2, στην οποία συμμετείχαν ακόμα ο Στέφανος Παπαγιάννης, ο Βασίλης Βενετσανόπουλος, ο Αλέκος Παπαγεωργίου και άλλοι. Η πλειονότητα των αξιωματικών αυτής της ομάδας είχαν δεσμούς με το ΚΚΕ από την προπολεμική περίοδο, όμως είχαν αποκοπεί από την Κεντρική Επιτροπή στις συνθήκες καχυποψίας που είχε δημιουργήσει η διαβρωτική δράση της μεταξικής δικτατορίας με τη δημιουργία της χαφιέδικης Προσωρινής Διοίκησης.
Η ομάδα των αξιωματικών πίστευε ότι είχε επαφή με το Κόμμα μέσω κάποιου «Γιάννη» που την καθοδηγούσε. Ομως, «Γιάννης» ήταν ψευδώνυμο του Δαμιανού Μάθεση, τον οποίο η ΚΕ είχε καταγγείλει από το 1939. Ο Μάθεσης συνδεόταν με την ομάδα των αξιωματικών μέσω του αεροπόρου Αλέκου Παπαϊωάννου.
Ο Δημήτρης Κούκουρας με την ένταξή του στον ΕΛΑΣ πήγε στη δύναμη της 8ης Μεραρχίας της Ηπείρου ως επιτελάρχης, με διοικητή τον υποστράτηγο Γεράσιμο Αυγερόπουλο και καπετάνιο τον Ηλία Καρά (Ηρακλή)5.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας επέστρεψε για λίγο στην οικογένειά του. Με βάση τη συντακτική πράξη 7/45 της 31-3-1945 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τέθηκε εκτός υπηρεσίας και οργανικών θέσεων. Τον Αύγουστο του 1945 τον συνέλαβαν και τον έστειλαν εξορία στη Φολέγανδρο μαζί με τους αξιωματικούς Γιάννη Πυριόχο, Στάθη Δεληβοριά, Γιάννη Κιλισμανή, Ορέστη Βαλαλάκη, Στέφανο Παπαγιάννη, Γιάννη Παλάσκα και Κίμωνα Χατζημιχελάκη6. Οι εξόριστοι της Φολεγάνδρου μετά από αίτημά τους πέτυχαν να μεταφερθούν στις 4/10/1946 και αυτοί στη Νάξο όπου κρατούνταν οι περισσότεροι αξιωματικοί.
Οταν τακτοποιήθηκαν στη Νάξο εκλέχθηκε 5μελές καθοδηγητικό όργανο για όλους τους εξόριστους αξιωματικούς με την εξής σύνθεση: Παπασταματιάδης Νίκος (συνταγματάρχης Πεζικού), Μακρίδης Θόδωρος (ταγματάρχης Πεζικού), Παπαγιάννης Στέφανος (λοχαγός Πυροβολικού), Βενετσανόπουλος Βασίλειος (λοχαγός Πεζικού) και Κούκουρας Δημήτριος (αντισυνταγματάρχης Πεζικού)8. Ο Δημήτρης Κούκουρας ήταν ιδιαιτέρα αγαπητός και μπροστάρης στη συλλογική οργάνωση της ζωής των εξόριστων. Η ομάδα των εξόριστων αξιωματικών απέκτησε σχέσεις με τους πολιτικούς εξόριστους και τους ντόπιους στο νησί, καθώς και με τους εν ενεργεία αξιωματικούς που θήτευαν εκεί.
Οι εξόριστοι οργάνωναν μαθήματα, εκδηλώσεις, αποκτούσαν σχέσεις με τους ντόπιους. Οι ντόπιοι θαύμαζαν τη στάση των αξιωματικών, τους έδιναν φαγητό, συμμετείχαν σε διάφορες αθλητικές τους δραστηριότητες, οι νέοι του νησιού παρακολουθούσαν τη δραστηριότητά τους (θέατρο, διαλέξεις, κ.λπ.). Ωστόσο η ώσμωση των αξιωματικών με τους ντόπιους προκαλούσε την ανησυχία της τοπικής χωροφυλακής.
Η απόφαση για την απόδραση των αξιωματικών πάρθηκε από το Κόμμα, με ευθύνη του Στέργιου Αναστασιάδη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στέφανου Παπαγιάννη, η εντολή από την Αθήνα στάλθηκε στη Νάξο μέσα στο τσόφλι από ένα αμύγδαλο. Το μήνυμα μετέφερε στη Νάξο μια ντόπια κοπέλα, η Γιούλη Υδραίου (αργότερα Λιναρδάτου), που έμενε στην Αθήνα. Το αμύγδαλο με το μήνυμα παραδόθηκε προσωπικά στον Στέφανο Παπαγιάννη, ο οποίος ήταν και ο μόνος που γνώριζε τον γραφικό χαρακτήρα του Στέργιου Αναστασιάδη9.
Σύμφωνα με τις οδηγίες, συστάθηκε τριμελής επιτροπή από τους Παπαγιάννη, Κούκουρα, Βενετσανόπουλο που θα προετοίμαζε την απόδραση, με επικεφαλής τον Κούκουρα10. Για λόγους συνωμοτικότητας ενημερώθηκαν μόνο οι 12 που θα δραπέτευαν και μάλιστα οι περισσότεροι το έμαθαν την τελευταία στιγμή.
Οπως σημειώνει ο Στέφανος Παπαγιάννης, όχι γιατί δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στους υπόλοιπους, αλλά γιατί έπρεπε να τηρείται αυστηρά η αρχή «ο καθένας να ξέρει μόνο ό,τι αφορά αυτόν τον ίδιο και τίποτε παραπάνω». Οι δραπέτες αξιωματικοί παρακάλεσαν τον Μήτσο Κούκουρα που ήταν μεγαλύτερος και πιο καταπονημένος να μην πάρει μέρος στην απόδραση και να πάει άλλος στη θέση του, αλλά ήταν ανένδοτος.
Κατά την ετοιμασία της απόδρασης προέκυψε μια αναποδιά που αντιμετωπίστηκε. Οι αρχές θέλησαν να διασκορπίσουν την ομάδα των αξιωματικών ώστε να αντιμετωπίσουν την επιρροή της στους ντόπιους. Είχαν ήδη στείλει φύλλα πορείας για αναγκαστική μετακίνησή τους στα διάφορα χωριά. Τότε οι εξόριστοι ζήτησαν αναστολή της απόφασης για μετά το Πάσχα, πράγμα που έγινε δεκτό. Ετσι ήταν όλοι συγκεντρωμένοι για την απόδραση.
Από την Αθήνα μέσω Χαλκίδας οργανώθηκε η επιχείρηση με το καΐκι που θα μετέφερε τους δραπέτες αξιωματικούς. Από καιρό ο παράνομος μηχανισμός του Κόμματος χρησιμοποιούσε το καΐκι «Ταχυδρόμος» με καπετάνιο τον Γιάννη Χριστοφορίδη11, που έκανε διάφορες εμπορικές μεταφορές στα στενά της Εύβοιας και μετακινούσε και τους κυνηγημένους από την Αττική και άλλα μέρη προς τα ελεύθερα βουνά του ΔΣΕ. Υπεύθυνος γι' αυτόν τον μηχανισμό ήταν ο Σάββας Αργυρόπουλος (πιθανόν είχε το ψευδώνυμο Παύλος, όπως τον αναφέρει ο Γιάννης Κιλισμανής).
Το σούρουπο της 15/4/1947 το καΐκι άραξε σε απόμερο σημείο στους Αη Γιάννηδες στη Νάξο και παρέλαβε τους 12 αξιωματικούς. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Στέφανου Παπαγιάννη, η ομάδα έπιασε στην Πάρο απ' όπου παρέλαβε οπλισμό που ήταν κρυμμένος εκεί από την τοπική Οργάνωση12. Μετά από συνολικά 36 ώρες ταξίδι και αποφεύγοντας τις ανεπιθύμητες συναντήσεις στη θάλασσα, χάρη στην ψυχραιμία του καπετάνιου, έφτασαν στα στενά του Ευρίπου νότια της Χαλκίδας.
Το σχέδιο ήταν να βγουν στη στεριά από τη μεριά της Στερεάς Ελλάδας, να συνεχίσουν πεζή και να τους παραλάβει το καΐκι ξανά μετά το στενό της Χαλκίδας καθώς εκεί γίνονταν έλεγχοι στα σκάφη. Στη συνέχεια θα συνέχιζαν βόρεια πάλι με το καΐκι με σκοπό να φτάσουν στις δυνάμεις του ΔΣΕ στην Οθρυ. Τελικά, λόγω βλάβης που παρουσιάστηκε στη μηχανή του καϊκιού, αποφάσισαν να κάνουν όλη τη διαδρομή από την ξηρά, όπου βγήκαν στις 3 τα ξημερώματα στις 17 Απρίλη κάπου κοντά στο Βαθύ Αυλίδας.
Σε αυτήν την απόφαση καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Κούκουρα. Παρόλο που είχαν μόνο πυξίδα και χάρτη μεγάλης κλίμακας, είχαν την αυτοπεποίθηση πως ως ουλαμός αξιωματικών είχαν την ικανότητα να αντιπαρατεθούν με αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις.
Για τέσσερα μερόνυχτα περπατούσαν, αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες και έφτασαν τελικά κοντά στα μεταλλεία Τσούκα στη Φθιώτιδα. Κατά τη διάρκεια της πορείας ο μπαρμπα - Μήτσος Κούκουρας, που έφερε παλαιά πολεμικά τραύματα, ταλαιπώρησε την ήδη επιβαρυμένη υγεία του και το γόνατό του άρχισε να μαζεύει πύον. Επιπλέον στραμπούληξε και το γερό του πόδι, πράγμα που το έκρυβε από την ομάδα, και έκανε κουράγιο για να μην τους καθυστερήσει ώσπου οι πόνοι έγιναν αφόρητοι, έκανε πυρετό και ήταν αδύνατο να περπατήσει.
Τότε, ο Κώστας Αντωνόπουλος (Κρόνος) που γνώριζε έναν βοσκό στην περιοχή, τον Γκριτζάπη από την Τραγάνα (είχε πολεμήσει στον ΕΛΑΣ με τον αδελφό του) πήγε και τον βρήκε στην περιοχή Κονάκια κοντά στο χωριό Μαρτίνο και του ζήτησε να φροντίσει τον μπαρμπα - Μήτσο και εκείνος αμέσως το αποδέχτηκε. Οταν άφησαν τον γέρο αντισυνταγματάρχη στο καλύβι του βοσκού, εκείνος είπε στους συναγωνιστές του: «Η αποστολή μας είναι να φτάσουμε στους αντάρτες, για να πολεμήσουμε μαζί τους. Εγώ δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω την πορεία και θα διακόψω εδώ. Εσείς συνεχίστε, για να φέρετε την αποστολή σας εις πέρας. Κι όταν γίνω καλά, θα φτάσω κι εγώ στον ΔΣΕ»13.
Ο βοσκός άφησε τον τραυματία σε σίγουρο μέρος και έφυγε για το χωριό για να του φέρει νερό, φαγητό και ασπιρίνες. Φτάνοντας όμως έξω από το σπίτι του έπεσε πάνω σε ενέδρα χωροφυλάκων. Εκείνοι τον βασάνισαν για να τους πει την πορεία που ακολούθησαν οι αντάρτες, όμως εκείνος δεν λύγισε - ούτε για τον μπαρμπα-Μήτσο είπε τίποτα.
Για δέκα μέρες ο αντισυνταγματάρχης Κούκουρας τρεφόταν με φύλλα χόρτων και ρίζες, ώσπου τη δέκατη μέρα βγήκε συρόμενος για να βρει λίγο νερό μπας και κατευνάσει τη δίψα του. Αμέσως τον αντιλήφθηκε ένας ΜΑΥ και έσπευσε να τον παραδώσει στη χωροφυλακή.
Μέσα στο χωριό του Μαρτίνου τον αναγνώρισαν κάποιοι ντόπιοι από τη θητεία του στη Λαμία (για 3,5 χρόνια μετά το 1926 είχε διοριστεί σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις της πόλης) και τον έσωσαν από τις κακοποιήσεις των ΜΑΥδων και την ενδεχόμενη δολοφονία του, του έδωσαν τροφή και νερό, ώσπου έφτασαν οι χωροφύλακες και τον παρέλαβαν. Για ώρες υπέστη βασανιστήρια και σε άθλια κατάσταση τον έβαλαν στις φυλακές Λαμίας14.
Τον παρέπεμψαν στο Εκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας μαζί με τον λοχαγό Κίμωνα Χατζημιχελάκη που ήταν επίσης στην ομάδα των δραπετών και πιάστηκε σε συμπλοκή κατά την προσπάθεια της ομάδας των αξιωματικών να φτάσουν στον προορισμό τους.
Δικάστηκε σε θάνατο στο Στρατοδικείο της Λαμίας στις 8/6/1947 για τις εξής κατηγορίες: α) Παράβαση του άρθρου 54 του Σ.Π.Κ., β) παράβαση των άρθρων 2-4 του Γ' Ψηφίσματος, γ) παράβαση των άρθρων 2 και 5 της 19/45 Συν/κης Πράξεως15.
Στο δικαστήριο θέλησε να αναλάβει όλη την ευθύνη για την απόδραση ώστε να ελαφρύνει τη θέση τυχόν άλλων αξιωματικών που θα συλλαμβάνονταν. Φυσικά δεν είπε τίποτα για το καΐκι και το δρομολόγιο.
Στην απολογία του αφού συνέστησε στη σύζυγό του να μην ταπεινώνεται μπροστά στους στρατοδίκες - «κτήνη» (έτσι τους χαρακτήρισε), μεταξύ άλλων είπε: «Οταν την πατρίδα μας επάτησαν οι κατακτητές, ο εσωτερικός μου κόσμος επαναστάτησε. Αρχικά οργανώθηκα στο ΕΑΜ και μετά στον ΕΛΑΣ. Και καυχιέμαι για αυτό. Υστερα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, επέστρεψα στην Αθήνα. Το κράτος αντί να με ανταμείψει με έβαλε στον Β' Πίνακα και εκτός του στρατεύματος. Δεν τους έφτανε αυτό και με έστειλαν εξορία (...) Εκεί τέθηκα επικεφαλής άλλων 11 αξιωματικών και προσπαθήσαμε να πάμε στα ανταρτοκρατούμενα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας για να πολεμήσουμε για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας. Θέλησα να πολεμήσω, να αγωνιστώ για να επιβληθεί η Λαϊκή Δημοκρατία στον τόπο μας»16.
Η εκτέλεση της απόφασης του Στρατοδικείου πραγματοποιήθηκε στις 13/6/1947 στις 5 το πρωί.
Είναι άξια αναφοράς τα στοιχεία που βρέθηκαν στις σημειώσεις του λοχαγού του αστικού στρατού Μπεκάρη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη, συνοδεία και τη μεταφορά του Κούκουρα από και προς το Στρατοδικείο, τις φυλακές και τον τόπο εκτέλεσης.
Ο Μπεκάρης σε κάποια μάχη με τον ΔΣΕ στα τέλη Αυγούστου 1947 στη Θεσσαλία τραυματίστηκε άσχημα και αιχμαλωτίστηκε. Ο ΔΣΕ τον περιέθαλψε και ο γιατρός Τάκης Σκύφτης έκανε ό,τι ήταν δυνατό να τον χειρουργήσει και να τον σώσει. Αυτό δεν έγινε κατορθωτό, όμως αφηγήθηκε με θαυμασμό και συγκίνηση τις συνθήκες του ηρωικού θανάτου του Μήτσου Κούκουρα.
Στον τόπο εκτέλεσής του, στην Ξηριώτισσα, τον υποδέχτηκαν ο αντισυνταγματάρχης χωροφυλακής, ο βασιλικός επίτροπος και ένας κληρικός. Κατέβηκε κουτσαίνοντας και με κάποια βοήθεια. Ο κληρικός τον ρώτησε για τις λεπτομέρειες της απόδρασης από τη Νάξο, αφού στο δικαστήριο δεν τους είπε το παραμικρό, πέρα από το ότι ήταν εκείνος ο υπεύθυνος. Του αποκρίθηκε λέγοντας τα εξής: «Είναι ντροπή παπά μου να κάνεις τον ανακριτή μήπως και μάθεις την τελευταία ώρα με ποιο καράβι έφυγα από τη Νάξο και ποιος τάχα με διέταξε»17.
Παρέδωσε στον βασιλικό επίτροπο ένα μικρό σημειωματάριο και τον παρακάλεσε, σαν τελευταία χάρη, να δοθεί στην οικογένειά του.
Τα τελευταία του λόγια ήταν τα ακόλουθα: «Κάτι τελευταίο έχω να πω, όχι όμως παράπονο. Πάλεψα πάντα στη ζωή μου για το καλό του ελληνικού λαού. Δραπέτευσα από το νησί που ήμουν εξόριστος για να φτάσω στον ΔΣΕ και να δώσω και εγώ τις δυνάμεις μου για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Πεθαίνω ήσυχος και περήφανος, γιατί έκαμα το καθήκον μου. Τούτο το χώμα θα με δεχτεί σαν γνήσιο παιδί του ελληνικού λαού. Ζήτω ο ελληνικός λαός! Ζήτω η Λαϊκή Δημοκρατία!»18.
Ζήτησε ένα τσιγάρο, το άναψε, γονάτισε (δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, λόγω τραυμάτων) και πρόβαλε υπερήφανα τα στήθη του και γαλήνιος κοίταζε τους δημίους του.
Ο Μπεκάρης και τα υπόλοιπα στελέχη του αστικού στρατού δεν άντεξαν και δάκρυσαν.
Οι υπόλοιποι 10 μόνιμοι αξιωματικοί του στρατού που κατάφεραν να φτάσουν στις ανταρτοομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και να τις στελεχώσουν ήταν οι: Βασίλης Βενετσανόπουλος, Στέφανος Παπαγιάννης, Κώστας Αντωνόπουλος, Θεοδόσης Ζέρβας, Γιώργης Καλλιανέσης (Μεσσήνης), Θεόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης), Γιώργος Κατεμής, Γιάννης Κιλισμανής (Γύλος), Γιώργος Σαμαρίδης και Χρήστος Στεφόπουλος. Ολοι έμπειροι αξιωματικοί που είχαν πολεμήσει στον ιταλοελληνικό πόλεμο και στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Ετσι άρχισε να συγκροτείται και να στελεχώνεται ο ΔΣΕ. Θα ήταν ακόμα περισσότεροι οι αξιωματικοί και χιλιάδες περισσότεροι οι μαχητές του αν ο αγώνας του είχε ξεκινήσει πιο έγκαιρα, με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας.
Το παράδειγμα ειδικά των αξιωματικών αποτελεί ακόμα μια αποστομωτική απάντηση σε όσους παραγνωρίζουν τις εσωτερικές αιτίες, δηλαδή την όξυνση και κορύφωση της ταξικής πάλης που εκφράστηκε με την τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ και αναζητούν τα αίτια του αγώνα αυτής της περιόδου στην επιρροή της ΕΣΣΔ, ή ακόμα πιο τυφλά τον βαφτίζουν ξενοκίνητο.
Το παράδειγμα των αξιωματικών του στρατού αλλά και της αστυνομίας, της χωροφυλακής που πήραν τον δρόμο του αγώνα δείχνει πως σε όλες τις μεγάλες λαϊκές ανατάσεις, ακόμα και στελέχη που εκπαιδεύτηκαν από το αστικό κράτος να φυλάνε το άδικο, αφυπνίζονται από το δίκιο του λαού, βοηθάνε τον λαό, ακόμα και στρατεύονται στην υπόθεσή του. Βρίσκουν νόημα στη σύνδεση του πατριωτισμού τους με τον ταξικό αγώνα.
Ενας από αυτούς ήταν και ο Μήτσος Κούκουρας, όπως αναφέρει ο Βασίλης Βενετσανόπουλος στο βιβλίο του «Παρών - Μια ζωή στην πρώτη γραμμή», «δεν υπέκυψε σε καμία πίεση. Αφοσιωμένος στη λαϊκή ευτυχία και ανυποχώρητος αγωνιστής, δε δίστασε να θυσιάσει την ίδια του τη ζωή, παλεύοντας ως το τέλος για την ευτυχία του λαού».
Παραπομπές
1. Βασίλης Βενετσανόπουλος: «Παρών - Μια ζωή στην πρώτη γραμμή». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2004, σελ. 22
2. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - τόμος Β1 σελ. 134
3. Βασίλης Βενετσανόπουλος: «Παρών - Μια ζωή στην πρώτη γραμμή». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2004, σελ. 28
4. Ο Αλέκος Παπαϊωάννου ήταν αδερφός του κριτικού λογοτεχνίας Μιχάλη Παπαϊωάννου
5. Δημήτρη Κάιλα «Κάτω από τις σημαίες του Λαϊκού Στρατού». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
6. Γιάννη Κιλισμανή «Από την Ιωνία στο ΔΣΕ». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 66
7. Βασίλης Βενετσανόπουλος ό.π.
8. Γιάννη Κιλισμανή «Από την Ιωνόα στο ΔΣΕ». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 68
9. Στέφανου Παπαγιάννη. «Από εύελπις αντάρτης. Αναμνήσεις ενός κομμουνιστή αξιωματικού», σελ. 72, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1991
10. Στέφανου Παπαγιάννη. ό.π. σελ. 73
11. Ο Γιάννης Χριστοφορίδης από τη Χαλκίδα είχε μεγάλη πείρα στο ΕΛΑΝ, αργότερα πιάστηκε και εκτελέστηκε μαζί με άλλους Χαλκιδαίους κομμουνιστές
12. Σε αυτήν την πλευρά του εξοπλισμού της ομάδας, δεν συμπίπτουν όλες οι αναμνήσεις, είτε η μία μπορεί να συμπληρώνει την άλλη: Ο Παπαγιάννης αναφέρει ότι παρέλαβαν τον οπλισμό μετά την απόδρασή τους από την Πάρο, ο Βενετσανόπουλος ότι τον παρέλαβαν από την Ανδρο σε παραλία κοντά στην Καπαριά και ότι τον οπλισμό παρέδωσε ο αγωνιστής Λεωνίδας Μήλας από την Καπαριά - «ένα παλιό οπλοπολυβόλο "Χότσκινς", που χρησιμοποιούσε πλατιά ο κυβερνητικός στρατός, δύο κιβώτια πυρομαχικών του και έξι ιταλικές επιθετικές χειροβομβίδες» (Βενετσανόπουλος: σελ. 315). Ο Σάββας Αργυρόπουλος, που ήταν στο καΐκι μαζί με τον Χριστοφίδη, αναφέρει ότι παρέλαβαν τον οπλισμό από την Ανδρο κατά τον πηγαιμό στη Νάξο, μαζί με τον νεολαίο που τους τον παρέδωσε τον οποίο μετέφεραν επίσης στη Νάξο. (Αργυρόπουλος: σελ. 217) Επίσης ο Κιλισμανής αναφέρει ότι ο οπλισμός βρισκόταν μέσα στο καΐκι που τους παρέλαβε.
13. Βασίλη Βενετσανόπουλου: «Παρών - Μια ζωή στην πρώτη γραμμή», σελ. 188. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
14. «Ριζοσπάστης» 15/6/1947
15. Αρχείο του ΚΚΕ: έγγραφο αρ. 604059
16. «Ριζοσπάστης» 15/6/1947
17. Αρχείο του ΚΚΕ: έγγραφο αρ. 231893
18. Αρχείο του ΚΚΕ: έγγραφο αρ. 231893
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου