Άγγλοι αποικιοκράτες, που ακόμα προσκυνάνε κορώνες και βασιλόπουλα, κι αφήνουν αγάλματα αγκρέμιστα όπως οι Βέλγοι, αυτό του Λεοπόλδου, που ακρωτηρίαζε τα μαυράκια και τ’ άφηνε χωρίς χέρια, επειδή δεν έπιαναν τους στόχους παραγωγής, έρχονται τώρα και μου διδάσκουν δημοκρατικές αξίες της Ευρώπης, της Δύσης, κι άλλα τέτοια φανφαρόνικα, με μούρη που κοκκινίζει μόνον από το πολύ ουίσκι.
Μες στη βία, την ασχήμια, τη φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία κι όλων των άλλων ξεχασμένων πολέμων λίγο μακρύτερα, ήρθε μια «είδηση» – σφραγίδα της απανθρωπιάς, που συνεπάγεται η αναδιανομή του κόσμου του χρήματος, εξόδοις λαών, πληρωμένη με ποταμούς αίματος και καταστροφής. Έρχεται, από πού αλλού, από το Ηνωμένο Βασίλειο, την ξεδοντιασμένη βρετανική αυτοκρατορία που ανασυστήνεται μετά το Brexit, με ρυθμούς ταχύτερους και πιο ύπουλους απ’ όσο η Δύση καταλογίζει στην καπιταλιστική Ρωσία του Πούτιν. Ο κορονοπαρτάκιας Μπόρις Τζόνσον, ναι αυτός που επιδείκνυε την αναλγησία του βολτάροντας στους δρόμους του απονεκρωμένου άδειου Κιέβου, αποφάσισε να μπουζουριάζει παράτυπους μετανάστες που φτάνουν στο νησί της αιωνόβιας Ελισάβετ, να τους φορτώνει σε γιγάντια μεταγωγικά αεροπλάνα και να τους πετάει, σαν σε χωματερή, στη Ρουάντα, εξίμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Λονδίνο. Έχει κλείσει συμφωνία με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρουάντα, Μπιρούτα, που ζει στο πιο πυκνοκατοικημένο κράτος της Αφρικής, σημαδεμένο από τη σφαγή Τούτσι – Χούτου, με οχτακόσιες χιλιάδες νεκρούς και ενάμισι εκατομμύριο εκτοπισμένους το 1994.
Αχ, σύντροφοι, δεν το φαντάστηκα είναι αλήθεια ότι ο τίτλος του βιβλίου μου, για τη φρίκη της τότε σφαγής, «Ρουάντα, ο ρους του κάτω κόσμου», θα συνεχιζόταν θεσμοθετημένα πια ως τα τάρταρα, και μάλιστα όχι μόνο από την Αγγλία. Προηγήθηκε το Ισραήλ, που μεταξύ 2014 και 2017, στα μουλωχτά και δήθεν εθελοντικά, έστειλε χιλιάδες ανθρώπους πρόσφυγες στη Ρουάντα και τη γειτονική Ουγκάντα. Και οι δυο χώρες αντέγραψαν την πρωτοπόρο Αυστραλία που ακόμα στοιβάζει ανθρώπους σε μιαν ατόλη – ξερονήσι, μια μακρινή Μακρόνησο.
Πολλοί Άγγλοι ξεσηκώθηκαν, μιλάνε για επικίνδυνο, σκληρό, ανήθικο και …δαπανηρό πρόγραμμα, που έστησε ο Τζόνσον για να τον βρίζουν γι’ αυτό, κι όχι για το κορονοπρόστιμο των πάρτυ, που η αστυνομία του επέβαλε, μ’ αυτήν την τάχα μου δήθεν δημοκρατική εγγλέζικη νοοτροπία βασιλοαστικής νομιμότητας.
Οι Ρουαντανέζοι ισχυρίζονται ότι σε είκοσι χρόνια άλλαξαν τη χώρα και την έκαναν σαν τα δυτικά μας μούτρα. Το παρατηρητήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κεντρικής Αφρικής, όμως, επιμένει ότι «η αυθαίρετη κράτηση, η κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια, σε επίσημες και ανεπίσημες εγκαταστάσεις κράτησης στη Ρουάντα είναι σύνηθες φαινόμενο…». Κι ούτε λόγος για δίκαιες δίκες. Κι εδώ υψώνεται μέσα μου, και μου τρώει τα σωθικά, η προφανώς αφελής απορία, πώς γίνεται χώρες σαν τη Ρουάντα της σφαγής και των εκτοπισμών, και το Ισραήλ του Ολοκαυτώματος, να εφαρμόζουν τα φριχτά που υπέστησαν σε βάρος Παλαιστινίων, μεταναστών, προσφύγων, και καρφώνοντας στο σώμα του πλανήτη, σαν πινέζα στο χάρτη, σύγχρονα κι εκλεπτυσμένα Άουσβιτς και Νταχάου.
Και την ίδια ώρα με εξοργίζει που οι πρώτοι διδάξαντες, Άγγλοι αποικιοκράτες, που ακόμα προσκυνάνε κορώνες και βασιλόπουλα, κι αφήνουν αγάλματα αγκρέμιστα όπως οι Βέλγοι, αυτό του Λεοπόλδου, που ακρωτηρίαζε τα μαυράκια και τ’ άφηνε χωρίς χέρια, επειδή δεν έπιαναν τους στόχους παραγωγής, έρχονται τώρα και μου διδάσκουν δημοκρατικές αξίες της Ευρώπης, της Δύσης, κι άλλα τέτοια φανφαρόνικα, με μούρη που κοκκινίζει μόνον από το πολύ ουίσκι.
Έχοντας μετρήσει δεκαοχτώ χιλιάδες πτώματα, κυρίως παιδιών, τυλιγμένα σε χράμια, μόλις σε ένα εικοσιτετράωρο, στα στρατόπεδα προσφύγων της Ρουάντας, τον Αύγουστο του 1994, και διαβάζοντας αυτή την είδηση που δε θα αναγουλιάσει χιλιάδες επί χιλιάδων ανθρώπους όπου Γης, καθώς περνάει στα ψιλά, να με συγχωράτε που πρώτη φορά διαφωνώ με το κόμμα μας. Όχι, δε ντράπηκε η ντροπή. Πέθανε η ντροπή. Στο δήθεν πολιτισμένο κόσμο. Αυτόν που οι καπιταλιστές τον στοίχειωσαν ως Δύση, για να ανταγωνιστούν την ίδια κι απαράλλαχτη ταξική κόλαση της Ανατολής στην κορύφωση της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, η οποία δεν προοιωνίζεται παρά «μέρες του ’36», του εικοστού πρώτου αιώνα και σαλπίζει απ’ τον Άδη τον τρίτο παγκόσμιο, που άρχισε απ’ τα χρηματιστήρια και θα τελειώσει στα απέραντα κοιμητήρια.
Εξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή