Από διαφήμιση της ελβετικής πολεμικής βιομηχανίας RUAG για την προώθηση συστημάτων αντιβαλλιστικής προστασίας |
Σήμερα 34 χώρες ασκούν ουσιαστική επιρροή, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1970, που δεν ξεπερνούσαν τις 6. Καταγράφεται ένας παγκόσμιος κατακερματισμός ισχύος. Παράλληλα, στον χρόνο που διανύουμε 97 χώρες βρίσκονται σε κατάσταση εχθροπραξιών. Σύμφωνα με την έκθεση του Institute for Economics & Peace (IEP)1, ο οικονομικός αντίκτυπος της εμπόλεμης βίας στην παγκόσμια οικονομία το 2024 άγγιξε τα 19,97 τρισεκατομμύρια δολάρια με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ). Το ποσό ισοδυναμεί με το 11,6% του ακαθάριστου παγκόσμιου προϊόντος. Οι δε τρέχουσες στρατιωτικές δαπάνες της Ευρώπης είναι σχεδόν τετραπλάσιες από αυτές της Ρωσίας, την ώρα που 94 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ ζουν σε συνθήκες φτώχειας, και το πλουσιότερο 10% των 36 κρατών της ηπείρου κατέχει το 67% του πλούτου, ενώ το φτωχότερο μισό των ενηλίκων μόνο το 1,2%.2
Πρόδηλα οι οξύτατες μιλιταριστικές μορφές - στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο κατά τον Λίμπκνεχτ εσωτερικός μιλιταρισμός, δηλαδή η επιθετικότητα της αστικής τάξης - αποτελούν τον σιδερένιο μηχανισμό της στρατοκρατικής οικονομίας. Η (επ)έκταση της «οικονομίας πολέμου» δείχνει τον αντιδραστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ο Β. Ι. Λένιν3 αποκαλούσε τούτο το σύστημα «στρατιωτικό κάτεργο για τους εργάτες, στρατιωτική περιφρούρηση των κερδών των καπιταλιστών».