14-01-2018
Το τσιτάτο πασίγνωστο, ο εμπνευστής του λιγότερο, καθώς λόγω μιας
επίμονης ιστορικής παρεξήγησης η ρήση εδώ στην Ελλάδα συχνά αποδίδεται
στο Μπρεχτ. Κι όμως, ο πάστορας Martin Niemöller ανήκει στις πιο
φωτεινές μορφές της γερμανικής αντίστασης στο ναζισμό, ο οποίος και μετά
τον πόλεμο είχε πλούσια δράση, ιδίως στο φιλειρηνικό κίνημα.
Το τσιτάτο πασίγνωστο, ο εμπνευστής
του λιγότερο, καθώς λόγω μιας επίμονης ιστορικής παρεξήγησης η ρήση εδώ
στην Ελλάδα συχνά αποδίδεται στο Μπρεχτ. Κι όμως, ο πάστορας Martin
Niemöller (Μάρτιν Νιμέλερ) ανήκει στις πιο φωτεινές μορφές της
γερμανικής αντίστασης στο ναζισμό, ο οποίος και μετά τον πόλεμο είχε
πλούσια δράση, ιδίως στο φιλειρηνικό κίνημα.
Γιος πάστορα ο ίδιος, γεννήθηκε στις 14 Γενάρη 1892 στο Λίπσταντ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Αποφοίτησε από το Ευαγγελικό Γυμνάσιο του Βούπερταλ το 1910 και στη συνέχεια ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στο αυτοκρατορικό ναυτικό, μάλιστα υπηρέτησε ως αξιωματικός σε διάφορες θέσεις στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις υπηρεσίες του βραβεύτηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξεως.
Όπως πολλοί βετεράνοι του Μεγάλου Πολέμου, ο Niemöller απέρριπτε τη δημοκρατία της Βαιμάρης, μάλιστα το 1920 υπηρέτησε στο Φράικορπς του Μύνστερ. Μάλιστα κατά την εξέγερση του Κόκκινου Στρατού του Ρουρ (εργατικός στρατός περίπου 50.000 μελών, στον οποίο συμμετείχαν αναρχοσυνδικαλιστές, κομμουνιστές και ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, με στόχο την καταπολέμηση του αποτυχημένου τελικά πραξικοπήματος του Καπ, στις αρχές του 1920), πρωτοστάτησε ως διοικητής του Γ’ τάγματος του Φράικορπς στην καταστολή των εξεγερμένων εργατών. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σταδιοδρομίας στη γεωργία, είχε ξεκινήσει το 1919 σπουδές ευαγγελικής (δηλαδή λουθηρανικής) θεολογίας στην ίδια πόλη. Οι ακροδεξιές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν αρχικά στην αγκαλιά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, το οποίο ψήφιζε από το 1924, ενώ παράλληλα προχωρούσε η εκκλησιαστική του καριέρα. Το 1931 διορίστηκε ως πάστορας στο Βερολίνο.
Χαιρέτισε την άνοδο της εξουσίας των ναζί, τους οποίους υποστήριζε τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους. Από νωρίς όμως είχε έρθει για θεολογικούς και οργανωτικούς λόγους σε σύγκρουση με τους λεγόμενους “Γερμανούς Χριστιανούς”, το λουθηρανικό εκκλησιαστικό ρεύμα που συνδέθηκε στενότερα με τους ναζί, επιδιώκοντας μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός “άριου” χριστιανισμού, αποκαθαρμένου από ιουδαϊκά στοιχεία. Αμφιταλαντευόμενος ωστόσο μεταξύ της αντίθεσής του στην απομάκρυνση των μη άριων από εκκλησιαστικά αξιώματα και της φιλοναζιστικής του στάσης, προσπάθησε αρχικά να συμβιβάσει τα αντίθετα, προτρέποντας ιερείς εβραϊκής καταγωγής να μη διεκδικούν ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα. Ο αντισημιτισμός του ήταν δεδομένος, ωστόσο τόνιζε ότι το χριστιανικό “αγάπα τον εχθρό σου”, απαγόρευε οποιουδήποτε είδους καταναγκασμό σε βάρος τους.
Ακόμα κι όταν ίδρυσε τελικά τη λεγόμενη Ομολογητική Εκκλησία μεταξύ 29 και 31 Μαΐου 1934, με στόχο τον πλήρη θεολογικό διαχωρισμό από τους “Γερμανούς Χριστιανούς”, οι θέσεις του παρέμεναν ακραία συντηρητικές, την ίδια χρονιά μάλιστα δημοσίευσε τα πολεμικά του απομνημονεύματα. Ωστόσο η οργάνωσή του εξαρχής περιήλθε στη δυσμένεια του καθεστώτος, κάτι που αποτυπώθηκε και στη συνάντηση Χίτλερ- Niemöller, όταν ο πρώτος του ξεκαθάρισε πως θεωρούσε τον εκκλησιαστικό αγώνα της Ομολογητικής Εκκλησίας ως πόλεμο εναντίον του κράτους. Ο πάστορας μάταια προσπαθούσε να πείσει πως η κριτική του γινόταν ως πρόταση βελτίωσης του εθνικοσοσιαλισμού. Η πρώτη του σύλληψη ήρθε το 1935, όταν επέκρινε, μαζί με εκατοντάδες άλλους πάστορες, τις λεκτικές επιθέσεις του βασικού θεωρητικού των ναζί, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ.
Την πρώτη Ιούλη 1937 ο Niemöller συνελήφθη εκ νέου. Μια μεγάλη εκστρατεία αλληλεγγύης διεθνώς αλλά και εντός γερμανικών ενοριών δε στάθηκε ικανή να αποτρέψει την καταδίκη του, στις 7 Φλεβάρη το 1938 σε επτά μήνες φυλάκιση. Καθώς είχε ήδη εκτίσει την ποινή του στο διάστημα της προφυλάκισης, θεωρητικά θα έπρεπε να απελευθερωθεί. Ωστόσο η Γκεστάπο τον συνέλαβε κατά την έξοδό του και τον έστειλε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ζαξενχάουζεν, ενώ μόνο χάρη σε διεθνή παρέμβαση αποτράπηκε η εκτέλεσή του. Με το ξέσπασμα του πολέμου ωστόσο, ο Niemöller ζητά από το Χίτλερ να υπηρετήσει ως διοικητής υποβρυχίου, απόφαση που δικαιολόγησε μετά τον πόλεμο λέγοντας ότι εκείνη την εποχή η αντίστασή του στο ναζισμό ήταν θρησκευτική, ταυτόχρονα όμως το λουθηρανικό ήθος επέτασσε να πολεμήσει για την πατρίδα του.
Το 1941 μεταφέρθηκε στο Νταχάου, όπου συνειδητοποίησε την συνυπευθυνότητα τόσο της Καθολικής, όσο και της Ευαγγελικής Εκκλησίας για την άνοδο του ναζισμού. Με το τέλος του πολέμου απελευθερώνεται από τους Αμερικανούς στη διάρκεια της μεταφοράς του στο Νότιο Τιρόλο της Ιταλίας, όπου επρόκειτο να εκτελεστεί.
Ο συντηρητισμός κι ο αντικομμουνισμός του Niemöller δεν είχε σβήσει μετά την εμπειρία του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1945 τάχθηκε υπέρ μιας ενεργότερης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, για να ανακόψει τον πλήρη έλεγχο της Γερμανίας από τους Ρώσους. Επίσης τάχθηκε κατά του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους και υπέρ της επανίδρυσης των εκκλησιαστικών σχολείων. Τον επόμενο χρόνο καταδίκασε τη δίκη της Νυρεμβέργης ως “βαθιά συσκότιση της δημόσιας συνείδησης”, ενώ καταλόγιζε στους Συμμάχους την πρόθεση “να εξαλείψουν το γερμανικό έθνος από τη ρίζα του”. Αρνητικά στάθηκε, από συντηρητική σκοπιά ωστόσο, απέναντι στην ίδρυση της ΟΔΓ το 1949 την οποία χαρακτήριζε “τέκνο που συνελήφθη στη Ρώμη και γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον”.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ωστόσο σημειώνεται ραγδαία μεταστροφή στις αντιλήψεις του, καθώς υιοθετεί ριζοσπαστικά φιλειρηνικές θέσεις και προσεγγίζει ακόμα και τους μισητούς ως χθες κομμουνιστές στον αγώνα του κατά του γερμανικού επανεξοπλισμού, της επαναφοράς της στρατιωτικής θητείας, και κατά των ατομικών όπλων. Εν μέσω οξύτατης κριτικής επισκέφτηκε το 1952 τον Πατριάρχη της Μόσχας στην ΕΣΣΔ. Τα επόμενα χρόνια έγινε πρόεδρος σε σειρά φιλειρηνικών οργανώσεων και οργανώσεων υπέρ των αντιρρησιών συνείδησης.
Το 1967 ταξίδεψε στο Βόρειο Βιετνάμ, ενώ την ίδια χρονιά έγινε επίτιμος πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Επικρίσεις, δεδομένου του αντισημιτικού του παρελθόντος, είχε δεχτεί στις αρχές της δεκαετίας, λόγω της άρνησής του να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία εκκλησιαστικών ανδρών για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της ΟΔΓ και του ισραηλινού κράτους. Ο ίδιος προέβαλε το επιχείρημα πως είχε μεγαλύτερη κατανόηση για την αραβική πλευρά και του “ήταν νεφελώδες για ποιο λόγο η Εκκλησία θα μπορούσε ή θα της επιτρεπόταν να έχει θετικό ενδιαφέρον για το κράτος του Ισραήλ”. Σταδιακά οι θέσεις του γινόταν όλο και ριζοσπαστικότερες, καθώς έγινε διακεκριμένος υποστηρικτής της λεγόμενης Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης (APO, οργάνωσης που είχε ξεπηδήσει από τους κόλπους του φοιτητικού κινήματος, ποικίλων αριστερίστικων αναφορών), ενώ αποχώρησε οργανωτικά από τη Λουθηρανική Εκκλησία, θεωρώντας πως η τελευταία είχε εξαντλήσει τα όποια περιθώρια μεταρρύθμισης.
Για τις επιλογές του, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, δέχτηκε σκληρή κριτική στην ΟΔΓ, ιδίως λόγω της προσέγγισης του προς κομμουνιστικές ιδέες, αλλά και την εγγύτητά του στον υπαρκτό σοσιαλισμό, καθώς του είχε απονεμηθεί τόσο το βραβείο Λένιν το 1966, όσο και το Χρυσό Μετάλλιο Ειρήνης της ΓΛΔ το 1977, που ήταν μερικές μόνο από τις διακρίσεις που έλαβε σε διεθνές επίπεδο. Απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών (6 Μάρτη 1984) στο Βίσμπαντεν. Σήμερα πάνω από 30 δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του, όπως συμβαίνει και με σχολεία, συλλογές αρχείων και διάφορα ιδρύματα κι οργανώσεις που ιδρύθηκαν προς τιμήν του.
Κλείνουμε με την ρήση που καθιέρωσε ανεξίτηλα την υστεροφημία του, της οποίας η επικαιρότητα θα παραμένει πάντα ανατριχιαστική, όσο η μήτρα του φασισμού, ο καπιταλισμός μένει άθικτη ως την επόμενη τερατογένεση:
“Όταν οι ναζί πήραν τους κομμουνιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα, αφού δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, σιώπησα, επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής. Όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.”
Γιος πάστορα ο ίδιος, γεννήθηκε στις 14 Γενάρη 1892 στο Λίπσταντ της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Αποφοίτησε από το Ευαγγελικό Γυμνάσιο του Βούπερταλ το 1910 και στη συνέχεια ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στο αυτοκρατορικό ναυτικό, μάλιστα υπηρέτησε ως αξιωματικός σε διάφορες θέσεις στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις υπηρεσίες του βραβεύτηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξεως.
Όπως πολλοί βετεράνοι του Μεγάλου Πολέμου, ο Niemöller απέρριπτε τη δημοκρατία της Βαιμάρης, μάλιστα το 1920 υπηρέτησε στο Φράικορπς του Μύνστερ. Μάλιστα κατά την εξέγερση του Κόκκινου Στρατού του Ρουρ (εργατικός στρατός περίπου 50.000 μελών, στον οποίο συμμετείχαν αναρχοσυνδικαλιστές, κομμουνιστές και ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, με στόχο την καταπολέμηση του αποτυχημένου τελικά πραξικοπήματος του Καπ, στις αρχές του 1920), πρωτοστάτησε ως διοικητής του Γ’ τάγματος του Φράικορπς στην καταστολή των εξεγερμένων εργατών. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σταδιοδρομίας στη γεωργία, είχε ξεκινήσει το 1919 σπουδές ευαγγελικής (δηλαδή λουθηρανικής) θεολογίας στην ίδια πόλη. Οι ακροδεξιές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν αρχικά στην αγκαλιά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, το οποίο ψήφιζε από το 1924, ενώ παράλληλα προχωρούσε η εκκλησιαστική του καριέρα. Το 1931 διορίστηκε ως πάστορας στο Βερολίνο.
Χαιρέτισε την άνοδο της εξουσίας των ναζί, τους οποίους υποστήριζε τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους. Από νωρίς όμως είχε έρθει για θεολογικούς και οργανωτικούς λόγους σε σύγκρουση με τους λεγόμενους “Γερμανούς Χριστιανούς”, το λουθηρανικό εκκλησιαστικό ρεύμα που συνδέθηκε στενότερα με τους ναζί, επιδιώκοντας μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός “άριου” χριστιανισμού, αποκαθαρμένου από ιουδαϊκά στοιχεία. Αμφιταλαντευόμενος ωστόσο μεταξύ της αντίθεσής του στην απομάκρυνση των μη άριων από εκκλησιαστικά αξιώματα και της φιλοναζιστικής του στάσης, προσπάθησε αρχικά να συμβιβάσει τα αντίθετα, προτρέποντας ιερείς εβραϊκής καταγωγής να μη διεκδικούν ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα. Ο αντισημιτισμός του ήταν δεδομένος, ωστόσο τόνιζε ότι το χριστιανικό “αγάπα τον εχθρό σου”, απαγόρευε οποιουδήποτε είδους καταναγκασμό σε βάρος τους.
Ακόμα κι όταν ίδρυσε τελικά τη λεγόμενη Ομολογητική Εκκλησία μεταξύ 29 και 31 Μαΐου 1934, με στόχο τον πλήρη θεολογικό διαχωρισμό από τους “Γερμανούς Χριστιανούς”, οι θέσεις του παρέμεναν ακραία συντηρητικές, την ίδια χρονιά μάλιστα δημοσίευσε τα πολεμικά του απομνημονεύματα. Ωστόσο η οργάνωσή του εξαρχής περιήλθε στη δυσμένεια του καθεστώτος, κάτι που αποτυπώθηκε και στη συνάντηση Χίτλερ- Niemöller, όταν ο πρώτος του ξεκαθάρισε πως θεωρούσε τον εκκλησιαστικό αγώνα της Ομολογητικής Εκκλησίας ως πόλεμο εναντίον του κράτους. Ο πάστορας μάταια προσπαθούσε να πείσει πως η κριτική του γινόταν ως πρόταση βελτίωσης του εθνικοσοσιαλισμού. Η πρώτη του σύλληψη ήρθε το 1935, όταν επέκρινε, μαζί με εκατοντάδες άλλους πάστορες, τις λεκτικές επιθέσεις του βασικού θεωρητικού των ναζί, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ.
Την πρώτη Ιούλη 1937 ο Niemöller συνελήφθη εκ νέου. Μια μεγάλη εκστρατεία αλληλεγγύης διεθνώς αλλά και εντός γερμανικών ενοριών δε στάθηκε ικανή να αποτρέψει την καταδίκη του, στις 7 Φλεβάρη το 1938 σε επτά μήνες φυλάκιση. Καθώς είχε ήδη εκτίσει την ποινή του στο διάστημα της προφυλάκισης, θεωρητικά θα έπρεπε να απελευθερωθεί. Ωστόσο η Γκεστάπο τον συνέλαβε κατά την έξοδό του και τον έστειλε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ζαξενχάουζεν, ενώ μόνο χάρη σε διεθνή παρέμβαση αποτράπηκε η εκτέλεσή του. Με το ξέσπασμα του πολέμου ωστόσο, ο Niemöller ζητά από το Χίτλερ να υπηρετήσει ως διοικητής υποβρυχίου, απόφαση που δικαιολόγησε μετά τον πόλεμο λέγοντας ότι εκείνη την εποχή η αντίστασή του στο ναζισμό ήταν θρησκευτική, ταυτόχρονα όμως το λουθηρανικό ήθος επέτασσε να πολεμήσει για την πατρίδα του.
Το 1941 μεταφέρθηκε στο Νταχάου, όπου συνειδητοποίησε την συνυπευθυνότητα τόσο της Καθολικής, όσο και της Ευαγγελικής Εκκλησίας για την άνοδο του ναζισμού. Με το τέλος του πολέμου απελευθερώνεται από τους Αμερικανούς στη διάρκεια της μεταφοράς του στο Νότιο Τιρόλο της Ιταλίας, όπου επρόκειτο να εκτελεστεί.
Ο συντηρητισμός κι ο αντικομμουνισμός του Niemöller δεν είχε σβήσει μετά την εμπειρία του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1945 τάχθηκε υπέρ μιας ενεργότερης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, για να ανακόψει τον πλήρη έλεγχο της Γερμανίας από τους Ρώσους. Επίσης τάχθηκε κατά του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους και υπέρ της επανίδρυσης των εκκλησιαστικών σχολείων. Τον επόμενο χρόνο καταδίκασε τη δίκη της Νυρεμβέργης ως “βαθιά συσκότιση της δημόσιας συνείδησης”, ενώ καταλόγιζε στους Συμμάχους την πρόθεση “να εξαλείψουν το γερμανικό έθνος από τη ρίζα του”. Αρνητικά στάθηκε, από συντηρητική σκοπιά ωστόσο, απέναντι στην ίδρυση της ΟΔΓ το 1949 την οποία χαρακτήριζε “τέκνο που συνελήφθη στη Ρώμη και γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον”.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ωστόσο σημειώνεται ραγδαία μεταστροφή στις αντιλήψεις του, καθώς υιοθετεί ριζοσπαστικά φιλειρηνικές θέσεις και προσεγγίζει ακόμα και τους μισητούς ως χθες κομμουνιστές στον αγώνα του κατά του γερμανικού επανεξοπλισμού, της επαναφοράς της στρατιωτικής θητείας, και κατά των ατομικών όπλων. Εν μέσω οξύτατης κριτικής επισκέφτηκε το 1952 τον Πατριάρχη της Μόσχας στην ΕΣΣΔ. Τα επόμενα χρόνια έγινε πρόεδρος σε σειρά φιλειρηνικών οργανώσεων και οργανώσεων υπέρ των αντιρρησιών συνείδησης.
Το 1967 ταξίδεψε στο Βόρειο Βιετνάμ, ενώ την ίδια χρονιά έγινε επίτιμος πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Επικρίσεις, δεδομένου του αντισημιτικού του παρελθόντος, είχε δεχτεί στις αρχές της δεκαετίας, λόγω της άρνησής του να συμμετάσχει στην πρωτοβουλία εκκλησιαστικών ανδρών για την αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της ΟΔΓ και του ισραηλινού κράτους. Ο ίδιος προέβαλε το επιχείρημα πως είχε μεγαλύτερη κατανόηση για την αραβική πλευρά και του “ήταν νεφελώδες για ποιο λόγο η Εκκλησία θα μπορούσε ή θα της επιτρεπόταν να έχει θετικό ενδιαφέρον για το κράτος του Ισραήλ”. Σταδιακά οι θέσεις του γινόταν όλο και ριζοσπαστικότερες, καθώς έγινε διακεκριμένος υποστηρικτής της λεγόμενης Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης (APO, οργάνωσης που είχε ξεπηδήσει από τους κόλπους του φοιτητικού κινήματος, ποικίλων αριστερίστικων αναφορών), ενώ αποχώρησε οργανωτικά από τη Λουθηρανική Εκκλησία, θεωρώντας πως η τελευταία είχε εξαντλήσει τα όποια περιθώρια μεταρρύθμισης.
Για τις επιλογές του, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, δέχτηκε σκληρή κριτική στην ΟΔΓ, ιδίως λόγω της προσέγγισης του προς κομμουνιστικές ιδέες, αλλά και την εγγύτητά του στον υπαρκτό σοσιαλισμό, καθώς του είχε απονεμηθεί τόσο το βραβείο Λένιν το 1966, όσο και το Χρυσό Μετάλλιο Ειρήνης της ΓΛΔ το 1977, που ήταν μερικές μόνο από τις διακρίσεις που έλαβε σε διεθνές επίπεδο. Απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών (6 Μάρτη 1984) στο Βίσμπαντεν. Σήμερα πάνω από 30 δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του, όπως συμβαίνει και με σχολεία, συλλογές αρχείων και διάφορα ιδρύματα κι οργανώσεις που ιδρύθηκαν προς τιμήν του.
Κλείνουμε με την ρήση που καθιέρωσε ανεξίτηλα την υστεροφημία του, της οποίας η επικαιρότητα θα παραμένει πάντα ανατριχιαστική, όσο η μήτρα του φασισμού, ο καπιταλισμός μένει άθικτη ως την επόμενη τερατογένεση:
“Όταν οι ναζί πήραν τους κομμουνιστές, σιώπησα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα, αφού δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν πήραν τους συνδικαλιστές, σιώπησα, επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής. Όταν πήραν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου