Οφείλουμε να διαχωρίσουμε τον όχλο από εκείνο το μέρος της κοινωνίας που σήμερα αναλαμβάνει το πένθος και το κάνει δικό του. Οφείλουμε να επιτρέψουμε στο λαό να θρηνήσει γι’ αυτή την πέρα από κάθε φυσική και νοητή διαδικασία απώλεια. Να αφήσουμε το θρήνο και τον αποχαιρετισμό να συντροφέψει αυτά πλάσματα. Και την ίδια στιγμή, είμαστε υποχρεωμένοι να διακρίνουμε εκείνη τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το συλλογικό θρήνο από την παραληρηματική τελετουργία του όχλου που αναμοχλεύει ακραία και επικίνδυνα ένστικτα.
Σήμερα θρηνούμε…
Σήμερα αποδίδουμε το θρήνο που πρέπει και αρμόζει και που δεν αποδόθηκε (αν αποδειχθεί ότι είναι έτσι) από εκείνη που έπρεπε και άρμοζε.
Σήμερα, ετούτη η ασήκωτη, αδιανόητη και συντριπτική απώλεια, αυτό το τρομερό δράμα γίνεται δράμα ολόκληρης της κοινωνίας. Του λαού. Του λαού που καθημερινά σηκώνει το βάρος της επιβίωσης, της θρέψης, του μεγαλώματος των παιδιών, της αρρώστιας τους όταν αυτά πονάνε, του σχολείου τους, της ζωής τους, της αγωνίας για το μέλλον τους.
Του λαού που σηκώνει αυτό το βάρος ανυπεράσπιστος και απροστάτευτος, απογυμνωμένος από κάθε υποστηρικτικό πλαίσιο που θα όφειλε το κράτος να του παράσχει, αλλά δεν το κάνει.
Και θα πει κανείς, όλοι εκείνοι που μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι αυτής της γυναίκας είναι όχλος ή λαός με την έννοια του συνειδητού κοινωνικού υποκειμένου;
Η απάντηση είναι πραγματικά δύσκολη. Και κάθε απόπειρα να δοθεί μία βέβαιη και οριστική αποτίμηση είναι καταδικασμένη να ανατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ωστόσο, οφείλουμε να διαχωρίσουμε τον όχλο από εκείνο το μέρος της κοινωνίας που σήμερα αναλαμβάνει το πένθος και το κάνει δικό του. Οφείλουμε να επιτρέψουμε στο λαό να θρηνήσει γι’ αυτή την πέρα από κάθε φυσική και νοητή διαδικασία απώλεια. Να αφήσουμε το θρήνο και τον αποχαιρετισμό να συντροφέψει αυτά πλάσματα.
Και την ίδια στιγμή, είμαστε υποχρεωμένοι να διακρίνουμε εκείνη τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το συλλογικό θρήνο από την παραληρηματική τελετουργία του όχλου που αναμοχλεύει ακραία και επικίνδυνα ένστικτα.
Είμαστε υποχρεωμένοι να διακρίνουμε τη μάνα της απέναντι αυλής που κλαίει επειδή κάθε παιδί που χάνεται – και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο – είναι δικό της παιδί, από εκείνον με απαθανατίζει με σέλφι το αποκορύφωμα του ανείπωτου δράματoς, εκείνον που ζητάει να ξεπλύνει τον δικό του γιγαντιαίο ατομισμό με μεσαιωνικού (αν όχι φασιστικού) τύπου εξαγνιστικές τελετές.
Οσο κι αν οι μηχανισμοί αυτού του ανθρωποφαγικού εκμεταλλευτικού συστήματος εμπορευματοποιούν και μετατρέπουν ακόμα και μια τέτοια συντριπτική απώλεια σε θέαμα και επεισόδιο κλειδαρότρυπας, ο λαός μπορεί και ξέρει να παραλαμβάνει, να φροντίζει και να θρηνεί τους νεκρούς του.
Και τα τρία κοριτσάκια είναι οι νεκροί του… Είναι οι πιο αθώοι νεκροί ενός συστήματος που δολοφονεί είτε με τα όπλα, είτε με τις πράξεις του είτε με τις ηθελημένες παραλείψεις του.
Η Ρούλα και κάθε Ρούλα αν αποδειχθεί ότι είναι κατά συρροήν και εξακολούθηση δολοφόνος σχεδίασε και έδρασε μέσα σε ένα περιβάλλον όπου καμία κρατική δομή δεν αντιλήφθηκε τι συμβαίνει και δεν προστάτεψε αυτά τα παιδιά.
Σε ένα κρατικό περιβάλλον, όπου αν ισχύουν οι πληροφορίες ότι είχαν γίνει καταγγελίες τόσο από τη γειτονιά όσο και από γιατρούς που νοσήλευσαν τα παιδιά, δεν υπήρξε καμία εγρήγορση και κινητοποίηση των αρμόδιων μηχανισμών, τέτοια που θα έσωζε τα παιδιά.
Διότι το δόγμα της ατομικής ευθύνης μέσα στις πολλές προεκτάσεις του συμπεριλαμβάνει και ετούτο: τα παιδιά δεν αποτελούν ευθύνη της κοινωνίας και τους κράτους, αλλά της πυρηνικής απομονωμένης οικογένειας που επιβιώνει πέρα και έξω από κάθε μηχανισμό φροντίδας και επαγρύπνησης, πέρα και έξω από κάθε ευκαιρία συλλογικής προστασίας.
Σήμερα ο λαός κηδεύει και θρηνεί τρία αθώα πλάσματα. Τρία παιδιά που είναι δικά του. Και το κάνει βάζοντας τη διαχωριστική γραμμή ως εκεί που αρχίζουν τα τυφλά ένστικτα του αφιονισμένου όχλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου