Μέρες Χριστουγέννων και όπως χρόνια ολόκληρα γίνεται, με τη
συνδρομή και τη δική μας, η
πραγματικότητα σκηνοθετείται σε μια προσπάθεια να διεγείρει θετικά
συναισθήματα, ακόμα κι αν η προσπάθεια τελευταία χρόνο με το χρόνο
μοιάζει απέλπιδα. Ψεύτικα ακούγονται τα ρητορικά προσχήματα θρησκευτικότητας
που θέλουν να δώσουν νόημα στα στερεότυπα μιας κατεστημένης εμπορικής γιορτής
που αρχίζει και τελειώνει στο διάκοσμο και το φαγητό, ενδείξεις του δείκτη
καταναλωτικής ευχέρειας. Γιατί κάθε φορά το νόημα και η σημασία των γιορτών για
την ψυχαγωγία, την επικοινωνία, την ξεκούραση κλπ. εξαρτάται από τα
οικονομικοκοινωνικά συμφραζόμενα που προσδίδουν μαγεία και στις τελετουργίες τους.
Κι έρχεται στο νου η επισήμανση για τα Χριστούγεννα του E. J. Hobsbawm «Η οικογενειακή εστία ήταν για τον αστό η
πεμπτουσία του κόσμου του, γιατί εκεί, και μόνον εκεί, τα προβλήματα και οι
αντιθέσεις της κοινωνίας του μπορούσαν να ξεχαστούν ή να καταργηθούν τεχνητά.
Εκεί, και μόνον εκεί, η αστική και ακόμα
περισσότερο η μικροαστική οικογένεια μπορούσαν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση
μιας αρμονικής, ιεραρχικά οργανωμένης, ευτυχισμένης ζωής, περιτριγυρισμένης από
τα αντικείμενα που την εγγυώνταν και την εξεικόνιζαν. Μιας ονειρεμένης ζωής, με
υπέρτατη έκφραση της το οικογενειακό τελετουργικό που καλλιεργήθηκε
συστηματικά γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό:
τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Το χριστουγεννιάτικο δείπνο (που
εξυμνήθηκε από τον Ντίκενς), το χριστουγεννιάτικο
δέντρο (που επινοήθηκε στη Γερμανία, αλλά εγκλιματίστηκε γρήγορα στην Αγγλία
χάρη στη βασιλική προστασία), τα
χριστουγεννιάτικα άσματα –με γνωστότερο
το γερμανικό «Αγια Νύχτα»- συμβόλιζαν ταυτόχρονα την ψυχρότητα του έξω
κόσμου, τη θαλπωρή του οικογενειακού
κύκλου και την αντίθεση ανάμεσα
σ’ αυτά τα δυο» ( σελ. 347 από το Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875, Μ.Ι.Ε.Τ,
2003)
Μέρες
Χριστουγέννων στην Ενωμένη Ευρώπη των τρομοκρατικών επιθέσεων, της έκτακτης
κατάστασης και στρατοκρατίας, ένα
τέταρτο του αιώνα μετά την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων στις χώρες
των πρώην λαϊκών δημοκρατιών και όσο
περνάνε τα χρόνια όλο και πιο πολύ δυσκολευόμαστε να προβάλλουμε σ’ εκείνο το
παλιό φόντο, που μας δασκάλεψαν για το κατάμαυρο χρώμα του, τη σημερινή πραγματικότητα φοβισμένοι ότι
κανένα φως δεν τη φωτίζει και θερμαίνει για να τη ξεχωρίσει από το φόντο. Η
ιστορία χρησιμοποιείται ως επιλεκτική μνήμη ενός κατασκευασμένου παρελθόντος, και
όχι ως συστηματική και εκ των υστέρων κατανόηση και ερμηνεία του, για να
αναγορεύσει σε οικουμενικές αξίες το κέρδος, την επιχειρηματικότητα, την
παραγωγικότητα και ανταγωνισμό και να αποδείξει τη χρεοκοπία των ιδεών
ανατροπής του καπιταλισμού για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Μέρες Χριστουγέννων πριν 27
χρόνια και στις τηλεοράσεις μας έφταναν οι εικόνες από τη Ρουμανία, με τα άψυχα κορμιά του ζεύγους
Τσαουσέσκου, εκτελεσμένους με συνοπτικότατες διαδικασίες μετά από μια δίκη
παρωδία. Όλη την προηγούμενη εβδομάδα οι ανταποκρίσεις από την Τιμισοάρα, (εξωπραγματικοί
αριθμοί σκοτωμένων, τρομακτικές εικόνες πτωμάτων –ξεθαμμένα από νεκροταφείο) που
στόχευαν στην μεθοδευμένη παραπλάνηση, απέδειξαν
στην πράξη τον ρόλο των ειδησεογραφικών
πρακτορείων, δημοσιογράφων, ΜΜΕ ως κύριων
μηχανισμών επιβολής της εξουσίας
αυτών που τα ελέγχουν. Κι αυτοί δεν ήταν διαφορετικοί από εκείνους οι οποίοι
είχαν δανείσει τον Τσαουσέσκου, με τα καπιταλιστικά του ανοίγματα, που για να τους ξεχρεώσει στις προαποφασισμένες
ημερομηνίες γονάτισε έναν λαό, που αγανακτισμένος από την οικονομική πολιτική
που εφαρμοζόταν ήταν εύκολο να χειραγωγηθεί από τους αθέατους αιτίους της εξαθλίωσής
του.
Μέρα
Χριστουγέννων του 1991 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανακοίνωνε από την τηλεόραση
την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης «λόγω της κατάστασης που δημιουργήθηκε από τη
σύσταση της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών». Λίγο πριν είχε μεταβιβάσει τον έλεγχο των σοβιετικών
πυρηνικών όπλων στον Μπορίς Γιέλτσιν και λίγο μετά η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο υπεστάλη
από το Κρεμλίνο, μ’ έναν λαό απόντα, εκτός από ελάχιστες χιλιάδες που
ως κομπάρσοι πλαισίωναν αυτές τις θεατρικές παραστάσεις με τις οποίες η
αντεπανάσταση νομιμοποιούνταν. Σ’ όλη την περίοδο ηγεσίας του Γκορμπατσωφ βομβαρδιζόμαστε από
πληροφορίες για τα ανοίγματα της πολιτικής
του που επιδοκίμαζε η αστική δημοκρατία, γιατί παρείχαν δυνατότητες για την
διακίνηση ιδεών, για περισσότερη διαφάνεια και πολιτική ελευθερία και μάλιστα
οι σοσιαλδημοκράτες, πάντα ισχυριζόμενοι από τη σκοπιά του σοσιαλισμού, έβαζαν
βασικό ζητούμενο της σοβιετικής κοινωνίας τον εκδημοκρατισμό της, που οδήγησε
στον Γιέλτσιν για να καταλήξει με την διάλυσή της στον Πούτιν. Χαιρέτιζαν τη φιλελευθεροποίηση
στην οικονομία με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και τη διαφαινόμενη
μετάβαση σε οικονομία της αγοράς δηλ. για τη μετατροπή της ΕΣΣΔ σε
καπιταλιστική χώρα.
Κι
ακολούθησε η παλινόρθωση του καπιταλισμού που στα χρόνια μας τροφοδοτεί την αστική αντεπίθεση και επιζητά ακύρωση όλων των
ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών καταχτήσεων της εργατικής τάξης και την
εξάλειψη της ιστορικής της μνήμης, σε τέτοιο σημείο σαν να επιχειρείται μια λοβοτομή στην ψυχή και την
καρδιά του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η εργατική δύναμη ήταν, είναι και θα είναι
ένα εμπόρευμα και κάθε παρέκκλιση από
αυτόν τον κανόνα μας καταστρέφει,
οδηγώντας σε τυραννικά καθεστώτα. Αντίθετα αυτό που προσφέρει ο αστικός κόσμος είναι η
ελευθερία να πουλάμε το εμπόρευμα εργατική
δύναμη, στην τιμή που ορίζουν οι αγοραστές μας καπιταλιστές. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Και γι’ αυτό ήταν
και είναι γεμάτο δυσκολίες το έργο του ΚΚΕ. Είναι το ΚΚΕ που θα πρέπει να
προετοιμάσει το λαϊκό κίνημα ιδεολογικά και οργανωτικά. Ο επαναστατικός λόγος,
η ανατρεπτική φωνή θα πρέπει να εκφράζει
τους πόθους και τους αγώνες όλων των κατατρεγμένων στην ελληνική επικράτεια, να
μην μεταλλαχτεί σε συναίνεση όπως ένθεν κακείθεν άμεσα και έμμεσα προτρέπουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου