Τρία χρόνια συμπλήρωσε ο «ξεχασμένος πόλεμος» στην Υεμένη – του Ανδρέα Δενεζάκη
Οι διαδηλωτές απαίτησαν να σταματήσει η αιματηρή επέμβαση και ο πόλεμος, κρατούσαν σημαίες της Υεμένης, φωτογραφίες θυμάτων της βίαιης στρατιωτικής εκστρατείας της Σαουδικής Αραβίας και πανό με καταγγελίες των αεροπορικών επιδρομών του Ριάντ, φώναζαν συνθήματα κατά των ΗΠΑ, του Ισραήλ και δυτικών χωρών που παρέχουν στήριξη στην επέμβαση, με την ανοχή τους ή με τα όπλα που πουλούν στη Σαουδική Αραβία και τον Συνασπισμό των χωρών που συμμετέχουν στην συνεχιζόμενη σφαγή.
Ο Πρόεδρος του Πολιτικού Συμβουλίου, Σαλέχ αλ Σαμάντ, στην ομιλία του, κάλεσε όλες τις εσωτερικές εθνικές δυνάμεις που πολεμούν στο πλευρό και κάτω από την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας σε διάλογο για να επιλύσουν τα ζητήματα που τους χωρίσουν, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Στη συνέχεια ανακοίνωσε την έναρξη ενός κρατικού σχεδίου ανοικοδόμησης επισημαίνοντας: «καθώς ξεκινάμε αυτό το έργο, γνωρίζουμε ότι ο δρόμος είναι υπερβολικά μακρύς και γεμάτος δυσκολίες και προκλήσεις, ειδικά κάτω από την επιθετικότητα της Σαουδικής Αραβίας αλλά έχουμε τις δυνατότητες να χτίσουμε ένα κράτος». Και συμπλήρωσε ότι «Σήμερα δίνουμε τη μάχη μας για να υπερασπιστούμε την Υεμένη και να ανακτήσουμε την ανεξαρτησία της. Να οικοδομήσουμε το κράτος».
Λίγες ώρες πριν από τις κινητοποιήσεις, οι σιίτες Χούθι που ελέγχουν την πρωτεύουσα και μεγάλο μέρος της βόρειας Υεμένης, εκτόξευσαν επτά πυραύλους ενάντια στη Σαουδική Αραβία. Οι πύραυλοι αναχαιτίστηκαν, ωστόσο κάποια θραύσματα έπεσαν σε σπίτια στην πρωτεύουσα της Σ. Αραβίας, στο Ριάντ, προκαλώντας το θάνατο τουλάχιστον ενός ατόμου και τον τραυματισμό άλλων δύο.
Ο Νότος της Υεμένης ελέγχεται από ομάδες αυτονομιστών και από ξένους μισθοφόρους, κυρίως από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία.
Το ιστορικό του «ξεχασμένου πολέμου»
Τον Ιούλη του 2014 η τότε κυβέρνηση Χάντι, στο πλαίσιο «οικονομικών μεταρρυθμίσεων» κόβει επιδόματα και αποσύρει την κρατική επιδότηση στα καύσιμα, πλήττοντας περισσότερο τα πιο ασθενή οικονομικά στρώματα, πράγμα που πυροδοτεί θυελλώδεις λαϊκές αντιδράσεις. Οι Χούθι ξεσηκώνονται και απαιτούν την παραίτηση της κυβέρνησης Χάντι.Η Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου κλιμακώνει τις επιθέσεις της στο Νότο της χώρας χτυπώντας τους σιίτες και προσπαθεί να ανακόψει την προέλαση των Χούθι. Οι Αμερικάνοι πυκνώνουν τις επιδρομές πραγματοποιώντας ακόμα και πυραυλικές επιθέσεις με τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά μέχρι και την κεντρική Υεμένη, με «στόχο» την Αλ Κάιντα.
Τον Γενάρη 2015 οι Χούθι, με επικεφαλής τον Αμπντούλ Μαλίκ αλ-Μπαντρεντίν Χούθι, καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα Σαναά. Στις 22 του μήνα ο Αμπντ Ράμπ Μανσούρ Χάντι υποβάλλει την παραίτησή του και τον Μάρτη διαφεύγει στη Σαουδική Αραβία, όπου ανακαλεί την παραίτηση και με τον« υπουργό Εξωτερικών» της «κυβέρνησής του» ζητά την στρατιωτική επέμβαση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου έτσι ώστε «να σωθεί η Υεμένη και ο λαός της από τον ιρανικό έλεγχο».
Το βράδυ της Πέμπτης προς την Παρασκευή 27 Μάρτη 2015 η Σαουδική Αραβία εξαπολύει αεροπορική επίθεση στην Υεμένη, με την κωδική ονομασία «Αποφασιστική Καταιγίδα» με πρόσχημα την κατάληψη της εξουσίας από τους σιίτες πολιτοφύλακες Χούθι σε βάρος του Υεμενίτη προέδρου Αμπντ Ράμπ Μανσούρ Χάντι, και προφανή βασικό στόχο την αναχαίτιση της αυξημένης επιρροής του Ιραν στην Υεμένη. Οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που βρίσκονται σε εξέλιξη, μετά τη Λιβύη, το Ιράκ και την Συρία, άναψαν την τέταρτη μεγάλη φωτιά στον Νότο της Αραβικής Χερσονήσου.
Η «Αποφασιστική Καταιγίδα» κινητοποίησε άμεσα 150.000 Σαουδάραβες στρατιώτες , 100 σαουδαραβικά βομβαρδιστικά, 30 μαχητικά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 15 από το Μπαχρέιν, 15 από το Κουβέιτ, 10 από το Κατάρ και 6 από την Ιορδανία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν και αιγυπτιακές ναυτικές δυνάμεις. Στην επίθεση συμμετέχουν οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου, εκτός από το Ομάν, η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Ιορδανία, το Σουδάν και το Πακιστάν. Την υποστηρίζουν επίσης η Τουρκία και οι δυτικοί: ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία’
Την αντίθεσή τους εκφράζουν το Ιράν, η Ρωσία, η Αλγερία, η Συρία, το Ιράκ και η οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου.
Στις 21 Απρίλη «τερματίστηκε» η επιχείρηση «Αποφασιστική Καταιγίδα» και μετεξελίχτηκε σε επιχείρηση… «Αποκατάσταση Ελπίδας» συνεχίζοντας τους ανελέητους βομβαρδισμούς σε όλα σχεδόν τα αεροδρόμια της Υεμένης.
Η επέμβαση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μπαίνοντας στον τέταρτο χρόνο, σε έναν «ξεχασμένο πόλεμο» από τον υπόλοιπο κόσμο. Τα βομβαρδιστικά του 10μελούς συνασπισμού εξακολουθούν να διαλύουν ότι έχει μείνει όρθιο από τις λιγοστές υποδομές της χώρα σε δίκτυα υδροδότησης, ηλεκτροδότησης, συγκοινωνίες σχολεία και νοσοκομεία.
Από την αρχή της επέμβασης μέχρι σήμερα έχουν σκοτωθεί πάνω από 15.700 άμαχοι κάθε ηλικίας, οι τραυματίες φτάνουν τους 53.000, γύρω στα 8,4 εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν, πάνω από 16.000.000 δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και επιδημίες όπως η χολέρα (ένα εκατομμύριο κρούσματα), λόγω της καταστροφής υποδομών, έχουν επανεμφανιστεί. Περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί και εκατοντάδες χιλιάδες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Πάνω από 300.000 είναι οι πρόσφυγες που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους. Τα καύσιμα είναι πλέον δυσεύρετα, βασικά τρόφιμα και φάρμακα έχουν εξαφανιστεί.
Η UNICEF, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έχουν χαρακτηρίσει την κατάσταση στην Υεμένη ως την μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο.
Σήμερα η Υεμένη βρίσκεται στο κέντρο των αιματηρών συγκρούσεων και επεμβάσεων που προκαλούν τα μεγάλα συμφέροντα στην προσπάθεια υλοποίησης των σχεδίων για την Μεγάλη Μέση Ανατολή. Είναι φανερό ότι η σύγκρουση στην Υεμένη δεν αφορά τις θρησκευτικές κοινότητες της περιοχής, τους σιίτες πολιτοφύλακες Χούθι, τους στρατιώτες που έμειναν πιστοί στον πρώην πρόεδρο Σάλεχ ή στον πρώην πρόεδρο Χάντι, τους ακραίους σουνίτες ισλαμιστές της «Αλ Κάιντα Αραβικής Χερσονήσου» που επωφελούνται από το χάος των επιδρομών. Η σύγκρουση αφορά τον έλεγχο των ενεργειακών κοιτασμάτων, τους εμπορικούς δρόμους χερσαίους και θαλάσσιους, τον έλεγχο των στενών που οδηγούν στην Ερυθρά θάλασσα και το Σουέζ. Σε τελική ανάλυση αφορά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τους σχεδιασμούς για την Μέση Ανατολή στο σύνολό της, των ΗΠΑ, του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και των μοναρχιών του Κόλπου, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από κοντά την Ρωσία, την Κίνα, το Ισραήλ, την Ινδία και την Τουρκία.
Παρά το γεγονός ότι τα δυτικά κράτη παίρνουν αποστάσεις από αυτό που συμβαίνει στην Υεμένη, η Γερμανία μόλις τον Γενάρη αποφάσισε να σταματήσει τις εξαγωγές όπλων σε χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο στην Υεμένη, μετά την αναστολή της πώλησης όπλων από την Νορβηγία στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι δυτικοί σύμμαχοι του συνασπισμού, εξακολουθούν να παρέχουν υλικοτεχνική στήριξη και να επωφελούνται από τις συμφωνίες όπλων.
Το 2016 οι ΗΠΑ πούλησαν όπλα αξίας 1,9 δις. Δολαρίων, ενώ τις προηγούμενες μέρες οι ΗΠΑ, ενέκριναν νέο πακέτο πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία, ύψους άνω του ενός δισ. δολαρίων, το οποίο αφορά μεταξύ άλλων 6.600 αντιαρματικούς πυραύλους TOW, συντήρηση στρατιωτικών ελικοπτέρων και ανταλλακτικά για στρατιωτικά οχήματα διαφόρων τύπων.
Η Μεγάλη Βρετανία από το Μάρτιο του 2015, πούλησε περισσότερα από 6,3 δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα στη Σαουδική Αραβία.
Η Ελλάδα πούλησε 1000 βόμβες αμερικάνικης κατασκευής ΜΚ-82, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Ρ. 23.12.-24.12.2017), με συμφωνία της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και εκτέλεση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν πρόλαβε, για λόγους… αδιαφάνειας, να πουλήσει 300.000 βλήματα τύπου 105 mm…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου