08-06-2020
Σε μια εποχή αντιποιητική και μια
κοινωνία επιφυλαχτική και απομακρυσμένη από αυτό το είδος ποίησης, το
ποιητικό δοκίμιο «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο», της Μαριάνθης
Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή, έρχεται να καταδείξει ότι δεν έχει σπάσει η
αλυσίδα των σημαντικών πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών.
Νέες συνθήκες, λέξεις και καταστάσεις
εισβάλλουν καλπάζοντας την τελευταία δεκαετία στη ζωή μας. Πριν καλά
καλά το καταλάβουμε, ανήμποροι να τις αρνηθούμε, μας επιβάλλονται, τις
συνηθίζουμε, φιλιώνουμε και πορευόμαστε μαζί τους. Η πανδημία ήρθε να
σπρώξει κι άλλο προς το γκρίζο τη ζωή μας, φορτώνοντάς τη με νέα βάρη.
Περιορισμός, εγκλεισμός, καραντίνα. Τούτες εδώ οι λέξεις κουβαλάνε
αρρώστια και θάνατο κι αυτός, όσο κι αν συμφιλιώνεσαι με την ιδέα του,
δε συνηθίζεται, ούτε φίλος πιάνεται.
«Στον κόσμο αυτόν, η Σπιναλόγκα των λεπρών
όπως και τ’ άλλα κολαστήρια ψυχών
η «Σωτηρία» των φθισικών, τα κρεματόρια λοιμών
τα άθλια «τρελοκομεία» των ψυχοπαθών
της εξορίας τα νησιά και τα κελιά των φυλακών
δεν ήταν εντολή, ούτε κατάρα των θεών.»
Σπιναλόγκα! Και μόνο το άκουσμα της λέξης δε φαίνεται να προμηνύει κάτι καλό. Η στοίχιση των γραμμάτων της την κάνουν σκοτεινή και αλλόκοτη. Σαν τους κατοίκους της. Λεπροί, γεμάτοι πληγές, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά και ακρωτηριασμένα μέλη, στιγματισμένοι για πάντα από την κοινωνία που τους ξαπόστειλε στη μέση της θάλασσας, βίωναν την καραντίνα ως αποτέλεσμα όχι δικής τους επιλογής, αλλά ως «αναγκαία συνθήκη». Άνθρωποι – φαντάσματα περιφερόμενοι στους βράχους της Σπιναλόγκας σαν τα νεκρά μαύρα φύκια που πηγαινοφέρνει το κύμα βρωμίζοντας την καθαρή άμμο. Παρείσακτοι, με σκέψη, αισθήσεις, αισθήματα, όνειρα και, κάποιοι, με ζωντανή την ελπίδα. Αποπαίδια μιας κοινωνίας απάνθρωπης, σκληρής και άδικης, που άλλους βολεύει κι άλλοι βολεύονται να την αποκαλούν «μοίρα».
Δεν κινδύνευαν όλοι το ίδιο από τη νόσο του Χάνσεν, ούτε εκδιώκονταν όλοι οι λεπροί στη Σπιναλόγκα. Η ασθένεια χτυπούσε κυρίως τη φτωχολογιά. Για τους οικονομικά ισχυρούς υπήρχαν άλλοι τρόποι και δυνατότητες αντιμετώπισής της.
«Εδώ φέραν μπουλούκια τους μεσκίνες
που ’χαν της λέπρας τη σκληρή λαβωματιά.
Φέρνανε μόνο το λαό και τους «αλήτες»
που τους μαζεύαν από πόλεις και χωριά
γιατί η λέπρα, όπως όλες οι αρρώστιες κι οι οδύνες,
δεν χτύπαγ’ όλους τους ανθρώπους στη σειρά.
Σε καλοζωισμένους και χορτάτους δεν μπορούσε
στη σάρκα τους να φτιάξει εύκολα φωλιά,
μα κι αν κατάφερνε κανέναν και χτυπούσε,
γι’ αυτόν υπήρχε σπίτι και σεντόνια καθαρά.»
Όταν πριν πολλά χρόνια η κρατική τηλεόραση πρόβαλε ασπρόμαυρες σκηνές από το «νησί των λεπρών», το αλλόκοτο παραχώρησε τη θέση του στη φρίκη, που ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά της καθημερινότητας των φιλήσυχων και ανυποψίαστων τηλεθεατών, των αστιγμάτιστων… Μια φρίκη που νωρίτερα είχαν περιγράψει στις σελίδες των βιβλίων τους οι σπουδαίοι λογοτέχνες Γαλάτεια Καζαντζάκη (1914) και Θέμος Κορνάρος (1933), με χρώματα που δεν απέχουν πολύ από αυτό του σκότους.
«Έκλεισα τα χοντρά, χρυσόδετα βιβλία
μιας αλλοτριωμένης επιστήμης στην υγεία
που αντίς του ανθρώπου που μοχθεί, θεραπαινίδα
της εξουσίας και των χορηγών την κάναν παλλακίδα.»
Ποια είναι η θέση του γιατρού απέναντι σε όλα αυτά; Πώς στέκεται η ιατρική επιστήμη και οι λειτουργοί της απέναντι στην ασθένεια, τον αποκλεισμό, την καραντίνα, τον στιγματισμό; Ερωτήματα σαν αυτά ξεπηδούν μπροστά στον αναγνώστη του βιβλίου της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή, το «ποιητικό δοκίμιο» που φέρει τον τίτλο «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Ερωτήματα που στο βιβλίο τίθενται με αφορμή τη νόσο του Χάνσεν και τη Σπιναλόγκα, και που όμως δεν θα πάψουν να ζητούν απαντήσεις, σε κάθε κοινωνία και εποχή. Γιατρός εκτός από ποιήτρια η ίδια δίνει και τις απαντήσεις αποτυπώνοντας στο έργο τη στάση και θέση της ως προς και τις δυο ιδιότητές της.
Ο ποιητικός λόγος ξεδιπλώνεται μέσα από το διάλογο τεσσάρων προσώπων: Σπιναλόγκα, Ασκληπιάδα, Ιστορία, Γιατρός (η συγγραφέας). Μέσα από τους στίχους ξεπηδούν εικόνες ρεαλιστικές και σκληρές, χωρίς να λείπει ο λυρισμός που αν και δεν βρίσκεται σε πρώτο πλάνο νοιώθεις παντού την ζεστασιά του. Τα χρώματα της ζωής εναλλάσσονται με αυτά του θανάτου. Ενός θανάτου προαποφασισμένου από την έλλειψη προόδου της επιστήμης, φαρμάκων και ιατρικών μέσων, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τον ανελέητο αποκλεισμό, που διανύει το επίπονο ταξίδι του αργά και βασανιστικά μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Από τη Σπιναλόγκα όμως δε λείπει το φως. Όχι των ακτίνων του ήλιου που δεν γνωρίζουν διαχωρισμούς και ζεσταίνουν το ίδιο όλους τους ανθρώπους, αλλά της ελπίδας. Της αέναης διαδικασίας που πάντα κινεί τους τροχούς της άμαξας προς τα μπρος. Δε λείπει το φως που γεννιέται στη μακρά, επίσης επίπονη, αλλά ελπιδοφόρα πορεία της αγωνιστικής στάσης μπροστά και στη φαινομενικά πιο αξεπέραστη δυσκολία. Η άσβεστη δίψα που μέσα στις πιο μαύρες συνθήκες τροφοδοτεί την πίστη ότι αυτή η «μαύρη» ζωή μπορεί να αλλάξει, μπορεί να γίνει καλύτερη. Το φως που σε οδηγεί να τη διεκδικήσεις βήμα το βήμα και σε γεμίζει κουράγιο κι αντοχή να μην υποχωρήσεις, να μη παραιτηθείς, να μην αποδεχτείς τη μοίρα στην οποία σε ενέταξαν κάποιοι, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα.
«Σε κάποιες έφαγε η λέπρα μόνο το κορμί
μα σε καμιά τους δεν αρρώστησε η ψυχή.
Μα την κρατήστε αυτή την πράξη ζωντανή
παράδειγμα στην ανυπότακτη κι αήττητη ζωή
ως άνθρωποι, μα κι ως γιατροί μαζί.
Ανοίξανε δική τους αγορά και καφενείο,
σχολειό, με δάσκαλους λεπρούς για τα παιδιά
να μάθουν γράμματα μες στο λεπροκομείο,
τι κι αν ο χάρος παραφύλαγε κοντά;»
Αυτό που αναδεικνύεται σχεδόν από κάθε στίχο του ποιητικού δοκιμίου της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή είναι οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που το πεδίο τους απλώνεται και αφορά σε κάθε κοινωνική σχέση. Αντιθέσεις και συγκρούσεις που συγκλίνουν όλες στη μία και κύρια, αυτή μεταξύ του εκμεταλλευτή και του εκμεταλλευόμενου.
Η ποιήτρια ακουμπά την πένα της επί των τύπων των ήλων. Ξεσκεπάζει την υποκρισία της κοινωνίας, τη στάση του κράτους και της κυρίαρχης τάξης που το εξουσιάζει. Μιας ολιγάριθμης τάξης που ζει παρασιτικά απομυζώντας τον πλούτο που παράγουν οι πολλοί και που δεν διακατέχεται από ευαισθησίες για τις ζωές των ανθρώπων παρά μόνο αν πρόκειται να της αποφέρουν οικονομικό κέρδος. Πρόκειται για μια κατάσταση διαχρονική, αλλά όχι αιώνια, που ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα εκφράζεται με ωμότητα και κυνισμό στο πεδίο της αντιπαράθεσης οικονομίας (καπιταλιστικής) – δημόσιας υγείας, στη χώρα μας και ανά τον κόσμο, συμπυκνωμένη στη φράση «η πανδημία πανδημία, οι νεκροί νεκροί και τα κέρδη κέρδη»…
Η ίδια τάξη κρίνει ως επικίνδυνους όσους αντιτίθενται σε αυτή την κατάσταση, και παλεύουν για να την ανατρέψουν, και τους πολεμά με κάθε μέσο. Στη Σπιναλόγκα βρέθηκαν αποκλεισμένοι οι επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία φέροντες το στίγμα του λεπρού. Οι «εαμοβούλγαροι» και οι «συμμορίτες», δηλαδή οι κομμουνιστές, οι αγωνιστές της ειρήνης, της ισότητας και της δικαιοσύνης, εκτοπίζονται κάποτε στη δική τους «Σπιναλόγκα», τις φυλακές και τα ξερονήσια, στιγματισμένοι από την τάξη των ισχυρών ως «μιάσματα» και «επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη».
«Έφτιαξαν νόμους που φρουρούν την αδικία
με τείχη νοητά χωρίσανε την κοινωνία,
άνοιξαν φυλακές και εξορίες σ’ αγριονήσια
όπως το Ιντζεδίν, τη Γαύδο, εδώ, με λύσσα
γι’ αυτούς που πίστευαν πως τους μολύνουν,
όσους στον τύραννο το γόνατο δεν κλίνουν.»
Η Μαριάνθη Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή μας δίνει παραστατικά αυτές τις αντιθέσεις, με τρόπο που μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγή αφύπνισης για τον αναγνώστη. Δεν αρκείται στην παρουσίαση, δεν παίρνει το ρόλο του αγανακτισμένου, δεν υποκαθιστά μια φωνή που απλά καταγγέλλει. Δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Αντίθετα, παίρνει ξεκάθαρη θέση. Συμπαρατάσσεται με τους αδύναμους και καταπιεσμένους, στρατεύεται στο πλευρό τους, ως ποιήτρια και ως γιατρός, με πλήρη συναίσθηση της θέσης και του ρόλου της, στην τέχνη, επιστήμη, στο λειτούργημά της. Ως άνθρωπος με παλλόμενη ταξική συνείδηση που γνωρίζει καλά το βηματισμό και την αποστολή του.
«Και την ιέρεια, ζωοδότρα Ιατρική
την πανανθρώπινη του Ιπποκράτη επιστήμη
την ξαγοράσαν, ιερόδουλη την έκαναν ψυχρή
σ’ όσους πληρώνουνε τα δώρα της να δίνει.
Δεν κατεβαίνει στην καλύβα του φτωχού
μηδέ στα κάτεργα του μόχθου του λαού,
η «άσπρη μπλούζα της», εκεί, μη λερωθεί
απ’ τον ιδρώτα και το χνώτο τους μη μολυνθεί.»
Η πένα της ποιήτριας γιατρού δεν ταλαντεύεται. Ανάμεσα στις δύο ιατρικές, η κατεύθυνση που έχει επιλέξει είναι σαφής. Είναι με το μέρος του γιατρού που δε διστάζει να τσαλακώσει και να λερώσει αν χρειαστεί την άσπρη μπλούζα του, ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους απόκληρους και να τάξει τις επιστημονικές του γνώσεις στη διάθεσή τους. Είναι ο γιατρός που τιμά τον όρκο του και δεν τον εμπορεύεται, και που ο λόγος του συμβαδίζει με τις πράξεις του. Ο γιατρός που καθημερινά «γράφει ποίηση» στο ιατρείο, στο θάλαμο, στο χειρουργείο, στο εργαστήριο, αλλά και στο πεζοδρόμιο. Που παραστέκεται με ανθρωπιά στον πάσχοντα, και ορθώνει το ανάστημά του μαχητικά και διεκδικητικά απέναντι στην αδικία και τις ανισότητες που γεννά το σύστημα της εκμετάλλευσης.
«Και τη υγεία, το πανάρχαιο αγαθό,
του σώματος και της ψυχής την ευεξία
ανάγκη πρώτη και δικαίωμα ιερό
κάθε ανθρώπου, μ’ ανεκτίμητη αξία,
εμπόρευμα την έκαναν, για λίγους, ακριβό
στην άδικη και βάρβαρη ετούτη κοινωνία.
Μα μες στα σπλάχνα της αντέχει και κρατεί
αιώνες τώρα η αδιάβλητη Ιατρική,
δίπλα σε κείνους που παλεύουν και μοχθούν
στο ξέφωτο της λευτεριάς οι άνθρωποι να βγουν
το δίκιο και η ανθρωπιά στη Γη να επικρατούν.»
Το ποιητικό δοκίμιο «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο» είναι επίκαιρο ιδιαίτερα σήμερα. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε διάφορα επίθετα, όπως τραγικά, θεαματικά, τρομερά επίκαιρο, όμως κανένα από αυτά δεν θα προσέδιδε στη λέξη μεγαλύτερη δύναμη, από αυτή που καταφέρνει η ίδια η ποίηση.
Η ποίηση της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή έχει τη δύναμη μιας γροθιάς που προσγειώνεται σε ανυποψίαστο στομάχι και ταυτόχρονα τη γλυκιά αίσθηση της ζεστασιάς, της ανθρωπιάς, της εμπιστοσύνης, της ελπίδας που γεννιούνται από το σμίξιμο των ανθρώπων, στη συλλογική, από κοινού αγωνιστική αντιμετώπιση και της μεγαλύτερης δυσκολίας. Η ίδια ανήκει στους ποιητές που μιλάνε ταυτόχρονα στην καρδιά, την ψυχή και τη συνείδηση. Σε μια εποχή αντιποιητική και μια κοινωνία επιφυλαχτική και απομακρυσμένη από αυτό το είδος ποίησης, το έργο της έρχεται να καταδείξει ότι δεν έχει σπάσει η αλυσίδα των σημαντικών πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών.
Η ποίησή της, εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηριστικών, αποχτά σήμερα ιδιαίτερο βάρος και σημασία, και αναλαμβάνει πιο δύσκολο ρόλο. Όμως η ποίηση δεν είναι καταναλωτικό προϊόν ούτε έχει ημερομηνία λήξης. Το έργο της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή είναι ζήτημα χρόνου να εξερευνηθεί και να φωτιστεί σε κάθε εκατοστό του και να πάρει τη θέση που του αξίζει, δίπλα στα έργα σπουδαίων ποιητών που έζησαν και δημιούργησαν σε εποχές ανάτασης του λαϊκού κινήματος.
«Στη Σπιναλόγκα, εκεί όπου αναμετρήθηκε ο άνθρωπος με την απανθρωπιά, η απόρριψη και η φθορά με την αντοχή και την ελπίδα, η άγνοια και ο φόβος με την προσπάθεια για γνώση και συλλογική αντίδραση, η ζωή με τον θάνατο, εκεί αναμετρήθηκαν και οι δύο ιατρικές. Η αδιάβλητη, που σε αυτό το έργο εκπροσωπείται από την Ασκληπιάδα, με την αλλοτριωμένη, την κοντόφθαλμη και ιδιοτελή» σημειώνει η ποιήτρια γιατρός στον πρόλογο της έκδοσης και έρχονται ανεμπόδιστα στο νου ονόματα γιατρών όπως του Πέτρου Κόκκαλη, του Γιώργη Τζαμαλούκα, του Χρήστου Καρβούνη, του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα κ.ά., και δίπλα τους τα πρόσωπα των αγωνιστών γιατρών πίσω από τις χειρουργικές μάσκες, που έδωσαν και δίνουν μάχη εν μέσω πανδημίας, με τον κορονοϊό και τις τραγικές ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας. Η θέση της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή συμπαρατάσσεται με τους γιατρούς που ανεξαρτήτως εποχών και τόπου πιστεύουν ότι «τόσο η επιστήμη, ως βασική διαδικασία και εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, ιδιαίτερα η Ιατρική, όσο και η πολιτική, ως ανώτερη κοινωνική δραστηριότητα για την ανύψωση της κοινωνίας στο μπόι του ελεύθερου ανθρώπου, δεν είναι ψυχρές, τυποποιημένες και απρόσωπες. Κάποιοι άνθρωποι και συμφέροντα τις κάνουν. Ουσιαστικά μπορούν και αυτές να γίνουν “ποιήματα” των ανθρώπων».
Κλείνοντας τις σελίδες του βιβλίου της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή, «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο», που περιλαμβάνει επίσης χρήσιμα ιστορικά στοιχεία και σπάνιες φωτογραφίες, δεν μπορούμε παρά να ενώσουμε τη φωνή μας με τη φωνή των ασθενών και των γιατρών του λεπροκομείου του Σαν Πάμπλο, στο μακρινό Περού της Λατινικής Αμερικής, όταν αποχαιρετούσαν τον φλογερό επαναστάτη Αργεντίνο γιατρό Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που έζησε εκεί μαζί τους μερικές μέρες, το 1952: «Τρία “ζήτω” στους γιατρούς». Στους γιατρούς που επιλέγουν τη σωστή πλευρά και που ο τρόπος που προσεγγίζουν την ιατρική επιστήμη και ασκούν το λειτούργημά τους αποτελεί επαναστατική και γι’ αυτό ποιητική πράξη.
«Στον κόσμο αυτόν, η Σπιναλόγκα των λεπρών
όπως και τ’ άλλα κολαστήρια ψυχών
η «Σωτηρία» των φθισικών, τα κρεματόρια λοιμών
τα άθλια «τρελοκομεία» των ψυχοπαθών
της εξορίας τα νησιά και τα κελιά των φυλακών
δεν ήταν εντολή, ούτε κατάρα των θεών.»
Σπιναλόγκα! Και μόνο το άκουσμα της λέξης δε φαίνεται να προμηνύει κάτι καλό. Η στοίχιση των γραμμάτων της την κάνουν σκοτεινή και αλλόκοτη. Σαν τους κατοίκους της. Λεπροί, γεμάτοι πληγές, με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά και ακρωτηριασμένα μέλη, στιγματισμένοι για πάντα από την κοινωνία που τους ξαπόστειλε στη μέση της θάλασσας, βίωναν την καραντίνα ως αποτέλεσμα όχι δικής τους επιλογής, αλλά ως «αναγκαία συνθήκη». Άνθρωποι – φαντάσματα περιφερόμενοι στους βράχους της Σπιναλόγκας σαν τα νεκρά μαύρα φύκια που πηγαινοφέρνει το κύμα βρωμίζοντας την καθαρή άμμο. Παρείσακτοι, με σκέψη, αισθήσεις, αισθήματα, όνειρα και, κάποιοι, με ζωντανή την ελπίδα. Αποπαίδια μιας κοινωνίας απάνθρωπης, σκληρής και άδικης, που άλλους βολεύει κι άλλοι βολεύονται να την αποκαλούν «μοίρα».
Δεν κινδύνευαν όλοι το ίδιο από τη νόσο του Χάνσεν, ούτε εκδιώκονταν όλοι οι λεπροί στη Σπιναλόγκα. Η ασθένεια χτυπούσε κυρίως τη φτωχολογιά. Για τους οικονομικά ισχυρούς υπήρχαν άλλοι τρόποι και δυνατότητες αντιμετώπισής της.
«Εδώ φέραν μπουλούκια τους μεσκίνες
που ’χαν της λέπρας τη σκληρή λαβωματιά.
Φέρνανε μόνο το λαό και τους «αλήτες»
που τους μαζεύαν από πόλεις και χωριά
γιατί η λέπρα, όπως όλες οι αρρώστιες κι οι οδύνες,
δεν χτύπαγ’ όλους τους ανθρώπους στη σειρά.
Σε καλοζωισμένους και χορτάτους δεν μπορούσε
στη σάρκα τους να φτιάξει εύκολα φωλιά,
μα κι αν κατάφερνε κανέναν και χτυπούσε,
γι’ αυτόν υπήρχε σπίτι και σεντόνια καθαρά.»
Όταν πριν πολλά χρόνια η κρατική τηλεόραση πρόβαλε ασπρόμαυρες σκηνές από το «νησί των λεπρών», το αλλόκοτο παραχώρησε τη θέση του στη φρίκη, που ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά της καθημερινότητας των φιλήσυχων και ανυποψίαστων τηλεθεατών, των αστιγμάτιστων… Μια φρίκη που νωρίτερα είχαν περιγράψει στις σελίδες των βιβλίων τους οι σπουδαίοι λογοτέχνες Γαλάτεια Καζαντζάκη (1914) και Θέμος Κορνάρος (1933), με χρώματα που δεν απέχουν πολύ από αυτό του σκότους.
«Έκλεισα τα χοντρά, χρυσόδετα βιβλία
μιας αλλοτριωμένης επιστήμης στην υγεία
που αντίς του ανθρώπου που μοχθεί, θεραπαινίδα
της εξουσίας και των χορηγών την κάναν παλλακίδα.»
Ποια είναι η θέση του γιατρού απέναντι σε όλα αυτά; Πώς στέκεται η ιατρική επιστήμη και οι λειτουργοί της απέναντι στην ασθένεια, τον αποκλεισμό, την καραντίνα, τον στιγματισμό; Ερωτήματα σαν αυτά ξεπηδούν μπροστά στον αναγνώστη του βιβλίου της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή, το «ποιητικό δοκίμιο» που φέρει τον τίτλο «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Ερωτήματα που στο βιβλίο τίθενται με αφορμή τη νόσο του Χάνσεν και τη Σπιναλόγκα, και που όμως δεν θα πάψουν να ζητούν απαντήσεις, σε κάθε κοινωνία και εποχή. Γιατρός εκτός από ποιήτρια η ίδια δίνει και τις απαντήσεις αποτυπώνοντας στο έργο τη στάση και θέση της ως προς και τις δυο ιδιότητές της.
Ο ποιητικός λόγος ξεδιπλώνεται μέσα από το διάλογο τεσσάρων προσώπων: Σπιναλόγκα, Ασκληπιάδα, Ιστορία, Γιατρός (η συγγραφέας). Μέσα από τους στίχους ξεπηδούν εικόνες ρεαλιστικές και σκληρές, χωρίς να λείπει ο λυρισμός που αν και δεν βρίσκεται σε πρώτο πλάνο νοιώθεις παντού την ζεστασιά του. Τα χρώματα της ζωής εναλλάσσονται με αυτά του θανάτου. Ενός θανάτου προαποφασισμένου από την έλλειψη προόδου της επιστήμης, φαρμάκων και ιατρικών μέσων, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και τον ανελέητο αποκλεισμό, που διανύει το επίπονο ταξίδι του αργά και βασανιστικά μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Από τη Σπιναλόγκα όμως δε λείπει το φως. Όχι των ακτίνων του ήλιου που δεν γνωρίζουν διαχωρισμούς και ζεσταίνουν το ίδιο όλους τους ανθρώπους, αλλά της ελπίδας. Της αέναης διαδικασίας που πάντα κινεί τους τροχούς της άμαξας προς τα μπρος. Δε λείπει το φως που γεννιέται στη μακρά, επίσης επίπονη, αλλά ελπιδοφόρα πορεία της αγωνιστικής στάσης μπροστά και στη φαινομενικά πιο αξεπέραστη δυσκολία. Η άσβεστη δίψα που μέσα στις πιο μαύρες συνθήκες τροφοδοτεί την πίστη ότι αυτή η «μαύρη» ζωή μπορεί να αλλάξει, μπορεί να γίνει καλύτερη. Το φως που σε οδηγεί να τη διεκδικήσεις βήμα το βήμα και σε γεμίζει κουράγιο κι αντοχή να μην υποχωρήσεις, να μη παραιτηθείς, να μην αποδεχτείς τη μοίρα στην οποία σε ενέταξαν κάποιοι, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα.
«Σε κάποιες έφαγε η λέπρα μόνο το κορμί
μα σε καμιά τους δεν αρρώστησε η ψυχή.
Μα την κρατήστε αυτή την πράξη ζωντανή
παράδειγμα στην ανυπότακτη κι αήττητη ζωή
ως άνθρωποι, μα κι ως γιατροί μαζί.
Ανοίξανε δική τους αγορά και καφενείο,
σχολειό, με δάσκαλους λεπρούς για τα παιδιά
να μάθουν γράμματα μες στο λεπροκομείο,
τι κι αν ο χάρος παραφύλαγε κοντά;»
Αυτό που αναδεικνύεται σχεδόν από κάθε στίχο του ποιητικού δοκιμίου της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή είναι οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που το πεδίο τους απλώνεται και αφορά σε κάθε κοινωνική σχέση. Αντιθέσεις και συγκρούσεις που συγκλίνουν όλες στη μία και κύρια, αυτή μεταξύ του εκμεταλλευτή και του εκμεταλλευόμενου.
Η ποιήτρια ακουμπά την πένα της επί των τύπων των ήλων. Ξεσκεπάζει την υποκρισία της κοινωνίας, τη στάση του κράτους και της κυρίαρχης τάξης που το εξουσιάζει. Μιας ολιγάριθμης τάξης που ζει παρασιτικά απομυζώντας τον πλούτο που παράγουν οι πολλοί και που δεν διακατέχεται από ευαισθησίες για τις ζωές των ανθρώπων παρά μόνο αν πρόκειται να της αποφέρουν οικονομικό κέρδος. Πρόκειται για μια κατάσταση διαχρονική, αλλά όχι αιώνια, που ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα εκφράζεται με ωμότητα και κυνισμό στο πεδίο της αντιπαράθεσης οικονομίας (καπιταλιστικής) – δημόσιας υγείας, στη χώρα μας και ανά τον κόσμο, συμπυκνωμένη στη φράση «η πανδημία πανδημία, οι νεκροί νεκροί και τα κέρδη κέρδη»…
Η ίδια τάξη κρίνει ως επικίνδυνους όσους αντιτίθενται σε αυτή την κατάσταση, και παλεύουν για να την ανατρέψουν, και τους πολεμά με κάθε μέσο. Στη Σπιναλόγκα βρέθηκαν αποκλεισμένοι οι επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία φέροντες το στίγμα του λεπρού. Οι «εαμοβούλγαροι» και οι «συμμορίτες», δηλαδή οι κομμουνιστές, οι αγωνιστές της ειρήνης, της ισότητας και της δικαιοσύνης, εκτοπίζονται κάποτε στη δική τους «Σπιναλόγκα», τις φυλακές και τα ξερονήσια, στιγματισμένοι από την τάξη των ισχυρών ως «μιάσματα» και «επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη».
«Έφτιαξαν νόμους που φρουρούν την αδικία
με τείχη νοητά χωρίσανε την κοινωνία,
άνοιξαν φυλακές και εξορίες σ’ αγριονήσια
όπως το Ιντζεδίν, τη Γαύδο, εδώ, με λύσσα
γι’ αυτούς που πίστευαν πως τους μολύνουν,
όσους στον τύραννο το γόνατο δεν κλίνουν.»
Η Μαριάνθη Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή μας δίνει παραστατικά αυτές τις αντιθέσεις, με τρόπο που μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγή αφύπνισης για τον αναγνώστη. Δεν αρκείται στην παρουσίαση, δεν παίρνει το ρόλο του αγανακτισμένου, δεν υποκαθιστά μια φωνή που απλά καταγγέλλει. Δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Αντίθετα, παίρνει ξεκάθαρη θέση. Συμπαρατάσσεται με τους αδύναμους και καταπιεσμένους, στρατεύεται στο πλευρό τους, ως ποιήτρια και ως γιατρός, με πλήρη συναίσθηση της θέσης και του ρόλου της, στην τέχνη, επιστήμη, στο λειτούργημά της. Ως άνθρωπος με παλλόμενη ταξική συνείδηση που γνωρίζει καλά το βηματισμό και την αποστολή του.
«Και την ιέρεια, ζωοδότρα Ιατρική
την πανανθρώπινη του Ιπποκράτη επιστήμη
την ξαγοράσαν, ιερόδουλη την έκαναν ψυχρή
σ’ όσους πληρώνουνε τα δώρα της να δίνει.
Δεν κατεβαίνει στην καλύβα του φτωχού
μηδέ στα κάτεργα του μόχθου του λαού,
η «άσπρη μπλούζα της», εκεί, μη λερωθεί
απ’ τον ιδρώτα και το χνώτο τους μη μολυνθεί.»
Η πένα της ποιήτριας γιατρού δεν ταλαντεύεται. Ανάμεσα στις δύο ιατρικές, η κατεύθυνση που έχει επιλέξει είναι σαφής. Είναι με το μέρος του γιατρού που δε διστάζει να τσαλακώσει και να λερώσει αν χρειαστεί την άσπρη μπλούζα του, ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους απόκληρους και να τάξει τις επιστημονικές του γνώσεις στη διάθεσή τους. Είναι ο γιατρός που τιμά τον όρκο του και δεν τον εμπορεύεται, και που ο λόγος του συμβαδίζει με τις πράξεις του. Ο γιατρός που καθημερινά «γράφει ποίηση» στο ιατρείο, στο θάλαμο, στο χειρουργείο, στο εργαστήριο, αλλά και στο πεζοδρόμιο. Που παραστέκεται με ανθρωπιά στον πάσχοντα, και ορθώνει το ανάστημά του μαχητικά και διεκδικητικά απέναντι στην αδικία και τις ανισότητες που γεννά το σύστημα της εκμετάλλευσης.
«Και τη υγεία, το πανάρχαιο αγαθό,
του σώματος και της ψυχής την ευεξία
ανάγκη πρώτη και δικαίωμα ιερό
κάθε ανθρώπου, μ’ ανεκτίμητη αξία,
εμπόρευμα την έκαναν, για λίγους, ακριβό
στην άδικη και βάρβαρη ετούτη κοινωνία.
Μα μες στα σπλάχνα της αντέχει και κρατεί
αιώνες τώρα η αδιάβλητη Ιατρική,
δίπλα σε κείνους που παλεύουν και μοχθούν
στο ξέφωτο της λευτεριάς οι άνθρωποι να βγουν
το δίκιο και η ανθρωπιά στη Γη να επικρατούν.»
Το ποιητικό δοκίμιο «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο» είναι επίκαιρο ιδιαίτερα σήμερα. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε διάφορα επίθετα, όπως τραγικά, θεαματικά, τρομερά επίκαιρο, όμως κανένα από αυτά δεν θα προσέδιδε στη λέξη μεγαλύτερη δύναμη, από αυτή που καταφέρνει η ίδια η ποίηση.
Η ποίηση της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή έχει τη δύναμη μιας γροθιάς που προσγειώνεται σε ανυποψίαστο στομάχι και ταυτόχρονα τη γλυκιά αίσθηση της ζεστασιάς, της ανθρωπιάς, της εμπιστοσύνης, της ελπίδας που γεννιούνται από το σμίξιμο των ανθρώπων, στη συλλογική, από κοινού αγωνιστική αντιμετώπιση και της μεγαλύτερης δυσκολίας. Η ίδια ανήκει στους ποιητές που μιλάνε ταυτόχρονα στην καρδιά, την ψυχή και τη συνείδηση. Σε μια εποχή αντιποιητική και μια κοινωνία επιφυλαχτική και απομακρυσμένη από αυτό το είδος ποίησης, το έργο της έρχεται να καταδείξει ότι δεν έχει σπάσει η αλυσίδα των σημαντικών πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών.
Η ποίησή της, εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηριστικών, αποχτά σήμερα ιδιαίτερο βάρος και σημασία, και αναλαμβάνει πιο δύσκολο ρόλο. Όμως η ποίηση δεν είναι καταναλωτικό προϊόν ούτε έχει ημερομηνία λήξης. Το έργο της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή είναι ζήτημα χρόνου να εξερευνηθεί και να φωτιστεί σε κάθε εκατοστό του και να πάρει τη θέση που του αξίζει, δίπλα στα έργα σπουδαίων ποιητών που έζησαν και δημιούργησαν σε εποχές ανάτασης του λαϊκού κινήματος.
«Στη Σπιναλόγκα, εκεί όπου αναμετρήθηκε ο άνθρωπος με την απανθρωπιά, η απόρριψη και η φθορά με την αντοχή και την ελπίδα, η άγνοια και ο φόβος με την προσπάθεια για γνώση και συλλογική αντίδραση, η ζωή με τον θάνατο, εκεί αναμετρήθηκαν και οι δύο ιατρικές. Η αδιάβλητη, που σε αυτό το έργο εκπροσωπείται από την Ασκληπιάδα, με την αλλοτριωμένη, την κοντόφθαλμη και ιδιοτελή» σημειώνει η ποιήτρια γιατρός στον πρόλογο της έκδοσης και έρχονται ανεμπόδιστα στο νου ονόματα γιατρών όπως του Πέτρου Κόκκαλη, του Γιώργη Τζαμαλούκα, του Χρήστου Καρβούνη, του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα κ.ά., και δίπλα τους τα πρόσωπα των αγωνιστών γιατρών πίσω από τις χειρουργικές μάσκες, που έδωσαν και δίνουν μάχη εν μέσω πανδημίας, με τον κορονοϊό και τις τραγικές ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας. Η θέση της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή συμπαρατάσσεται με τους γιατρούς που ανεξαρτήτως εποχών και τόπου πιστεύουν ότι «τόσο η επιστήμη, ως βασική διαδικασία και εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, ιδιαίτερα η Ιατρική, όσο και η πολιτική, ως ανώτερη κοινωνική δραστηριότητα για την ανύψωση της κοινωνίας στο μπόι του ελεύθερου ανθρώπου, δεν είναι ψυχρές, τυποποιημένες και απρόσωπες. Κάποιοι άνθρωποι και συμφέροντα τις κάνουν. Ουσιαστικά μπορούν και αυτές να γίνουν “ποιήματα” των ανθρώπων».
Κλείνοντας τις σελίδες του βιβλίου της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή, «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο», που περιλαμβάνει επίσης χρήσιμα ιστορικά στοιχεία και σπάνιες φωτογραφίες, δεν μπορούμε παρά να ενώσουμε τη φωνή μας με τη φωνή των ασθενών και των γιατρών του λεπροκομείου του Σαν Πάμπλο, στο μακρινό Περού της Λατινικής Αμερικής, όταν αποχαιρετούσαν τον φλογερό επαναστάτη Αργεντίνο γιατρό Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που έζησε εκεί μαζί τους μερικές μέρες, το 1952: «Τρία “ζήτω” στους γιατρούς». Στους γιατρούς που επιλέγουν τη σωστή πλευρά και που ο τρόπος που προσεγγίζουν την ιατρική επιστήμη και ασκούν το λειτούργημά τους αποτελεί επαναστατική και γι’ αυτό ποιητική πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου