Πρόοδος για ορισμένους είναι να επιστρέψουμε στο 1900, στις απαρχές του Εργατικού Δικαίου, όταν δηλαδή αυτό δεν υπήρχε, όταν ήταν μέρος του αστικού Δικαίου αντιμετωπίζοντας δήθεν ισότιμα την εργασιακή σχέση.
Ορισμένες σκέψεις με αφορμή – και όχι ως απάντηση – το άρθρο του ομότιμου καθηγητή Εργατικού Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, Ιωάννη Ληξουριώτη, το οποίο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «liberal.gr» στις 13.03.2021, με τίτλο «Οι “αρνητές” της τηλεργασίας και η πραγματικότητα».
Η ειδοποιός διαφορά του συγκεκριμένου άρθρου, σε σχέση με άλλα όμοια, είναι ότι ο γράφων ζητά από την κυβέρνηση «να αντιμετωπίσει τις συνδικαλιστικές και άλλες συντεχνιακές πιέσεις, περιορίζοντας τις νομοθετικές παρεμβάσεις στο όλως αναγκαίο μέγεθος», καθώς, όπως ισχυρίζεται, «αν η μέθοδος αυτή απασχόλησης πνιγεί στους κανονιστικούς περιορισμούς, τότε θα έχουμε πετύχει ακόμη μια πρωτιά στο πεδίο του αναχρονισμού και της συντήρησης».
Με άλλα λόγια, για τον ίδιο, η νομοθετική κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων για τους απασχολούμενους με τηλεργασία αποτελεί εξέλιξη αναχρονιστική, παράγοντα οπισθοδρόμησης και συντήρησης. Συμπερασματικά, διατυπώνεται η άποψη ότι το «αόρατο χέρι της αγοράς» θα δώσει τις αναγκαίες λύσεις και κατευθύνσεις για την εφαρμογή της τηλεργασίας, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στην «πρόοδο» τα μέρη της εργασιακής σχέσης.
Είναι όμως έτσι;
Το δίλημμα «πρόοδος ή συντήρηση» είναι επίπλαστο.
Οπως φαίνεται πιο έντονα στις μέρες μας, πρόοδος για ορισμένους είναι να επιστρέψουμε στο 1900, στις απαρχές του Εργατικού Δικαίου, όταν δηλαδή αυτό δεν υπήρχε, όταν ήταν μέρος του αστικού Δικαίου αντιμετωπίζοντας δήθεν ισότιμα την εργασιακή σχέση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο κύριος καθηγητής συσχετίζει με ωμό τρόπο την τηλεργασία με «τη διασκέδαση, την παραγγελία πίτσας και καπουτσίνο, την αγορά καλλυντικών, το κλείσιμο εισιτηρίων και το ραντεβού με το κομμωτήριο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Το εργατικό Δίκαιο διαμορφώθηκε ως ξεχωριστός κλάδος Δικαίου, προκειμένου να εξισορροπήσει την εγγενή αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, τους αναφερόμενους σήμερα ως κοινωνικούς εταίρους. Η εξισορρόπηση αυτή πραγματώνεται με νομοθετικές διατάξεις οι οποίες λειτουργούν υποκειμενικά, μεροληπτικά υπέρ του αδύνατου μέρους της εργασιακής σχέσης, δηλαδή του εργαζόμενου, ενισχύοντας τη θέση του προκειμένου να επέλθει η εν λόγω εξισορρόπηση. Η θέση του εργαζόμενου είναι αδύναμη, καθώς αυτός (ο εργαζόμενος) απαλλοτριώνει την εργατική του δύναμη για λογαριασμό και για το κέρδος του εργοδότη. Οποιαδήποτε άλλη θεώρηση απεμπολεί τον ίδιο τον χαρακτήρα του Εργατικού Δικαίου και δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ούτε θεωρητικά, διαφορετικά το Εργατικό Δίκαιο νεκρώνεται, επιστρέφοντας στη ρίζα του, μετατρέποντας τις εργασιακές σχέσεις σε σχέσεις του κοινού αστικού Δικαίου.
Για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών.
Το ότι η παρούσα συζήτηση διεξάγεται υπό το φως ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, υπό τη σκιά της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν αναιρεί σε τίποτα τις υφιστάμενες εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας, το ότι για το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» ο καπιταλιστής κλείνει συμφωνία με τον εργάτη για να αγοράσει το εμπόρευμά του, ενώ ο εργάτης είναι ο πουλητής του, όπως γράφει ο Κ. Μαρξ στο μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο».
Η χρήση τεχνολογικών επιτευγμάτων και στον τομέα της εργασίας δεν είναι κάτι διαφορετικό, δεν διαμορφώνονται νέες εργασιακές σχέσεις, αλλά αυτές εκφράζουν, στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, ένα νέο, ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας1. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική τεχνολογία, η αυτοματοποίηση της παραγωγής, το διαδίκτυο, έτσι και η τηλεργασία, αποτυπώνονται και στις εργασιακές σχέσεις.
Δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς υπέρ ή κατά της τεχνολογικής εξέλιξης και των δυνατοτήτων που αυτή προσφέρει. Καμία φοβία δεν υπάρχει απέναντί της. Το αντίθετο. Αποτελεί αναγκαίο ρόλο για την πληρέστερη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι εργαζόμενοι δεν θεωρούν εχθρό την τηλεργασία, ούτε αβασάνιστα «διαμαρτύρονται για τα δεινά που έρχονται», όπως γράφει ο κύριος καθηγητής. Αυτή η θέση θα μπορούσε να απευθυνθεί στους εργάτες τον 19ο αιώνα, όταν κατέστρεφαν τις μηχανές πιστεύοντας ότι αυτές ευθύνονταν για την απώλεια των θέσεων εργασίας τους, θέση η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται, θεωρητικά και πρακτικά, στην πραγματικότητα.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο της τηλεργασίας αποτελεί η από 16.7.2002 Συμφωνία – Πλαίσιο για την τηλεργασία που συνήφθη από τoυς ευρωπαϊκούς κοινωνικούς ανταγωνιστές, η από 14.02./2006 ΕΓΣΣΕ 2006 – 2007, η οποία ενσωμάτωσε το κείμενο της Συμφωνίας – Πλαίσιο ως παράρτημα και το άρθρο 5 του Ν. 3846/2020. Η έννοια της τηλεργασίας σχετίζεται με τον τρόπο παροχής της εργασίας και δεν πρέπει να θεωρείται ότι εισάγει νέο είδος σύμβασης. Η μετάβαση στην τηλεργασία από μόνη της δεν θίγει το καθεστώς απασχόλησης του τηλεργαζόμενου, μεταβάλλοντας μόνο τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η εργασία2και μάλιστα μόνο με την αναγκαία συναίνεση του εργαζόμενου.
Δίχως να προβούμε σε επισκόπηση των ως άνω διατάξεων, με αφορμή την απότομη, τουλάχιστον στη χώρα μας, ανάπτυξη της τηλεργασίας, «προκειμένου να προσαρμοστούν τα μέρη στις ειδικές συνθήκες που προκύπτουν αποκλειστικά για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-1»3, επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο ο εξ αποστάσεως εργαζόμενος είναι μισθωτός, στον οποίο εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του Εργατικού Δικαίου, ή αυτοαπασχολούμενος, που παρέχει ανεξάρτητες υπηρεσίες, στον οποίο δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές διατάξεις του.
Η συγκεκριμένη συζήτηση δεν γίνεται φυσικά ούτε τυχαία, ούτε αθώα. Έχει αφενός τη ρίζα της στην αντιεπιστημονική θέση σχετικά με το τέλος της εργατικής τάξης, την οποία δήθεν καταργούν τα μηχανήματα, αφετέρου στην προσπάθεια του κεφαλαίου να προωθήσει μορφές απασχόλησης οι οποίες κινούνται στην γκρίζα ζώνη μεταξύ εξαρτημένης και ανεξάρτητης εργασίας4 (παράνομη προσωρινή απασχόληση, δανεισμός εργαζομένων, ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου, υπεργολαβίες κ.λπ.), αλλά και να αναδείξει νέες (εργασία μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, εργασία τύπου «Wolt» ή «Uber»), επιδιώκοντας να δημιουργήσουν τις συνθήκες και το κατάλληλο νομικό πλαίσιο, έτσι ώστε οι τηλεργαζόμενοι να μην ωφελούνται των προστατευτικών διατάξεων του Εργατικού Δικαίου.
Χαρακτηριστικά, η συζήτηση σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο εργασίας του τηλεργαζόμενου δεν διεξάγεται μόνο ως επιχείρημα «διαχείρισης της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής», όπως αναφέρει ο κύριος καθηγητής στο άρθρο του, αλλά, κατά κύριο λόγο, ως κριτήριο – ένδειξη της εξασθένησης της νομικής εξάρτησης του εργαζόμενου από τον εργοδότη, δηλαδή της εξασθένησης της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη έναντι του εργαζόμενου.
Το γεγονός της ραγδαίας ανάπτυξης της τηλεργασίας5 δεν σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι απασχολούμενοι δεν συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, πόσο μάλλον όταν στη μεταξύ τους σχέση (πλέον της λειτουργικής – οργανικής ή νομικής εξάρτησης ή προσωπικής εξάρτησης) κυριαρχεί το κριτήριο της «οικονομικής εξάρτησης», δηλαδή όταν ο εργαζόμενος από την εργασία του καλύπτει συνολικά ή σε μεγάλο μέρος τα μέσα συντήρησής του, ενώ παράλληλα στην εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας αφιερώνει ολόκληρο το χρόνο της απασχόλησής του.
Το κατά πόσο η ίδια η τηλεργασία – πλέον όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω για τον ρόλο και την αξιοποίηση της τεχνολογίας – έχει σήμερα τη «θετική ανταπόκρισή των ίδιων των εργαζομένων» μπορούν να το απαντήσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και τα σωματεία τους.
Δίχως να υποτιμά κανείς την τηλεργασία εργαζομένων με αναπηρία, εγκύων, τεκουσών κ.λπ., παρατηρείται ότι το θεσμικά κατοχυρωμένο ωράριο εργασίας των εργαζομένων παραβιάζεται, ενώ το όριο ανάμεσα στην επαγγελματική ζωή είναι δυσδιάκριτο. Είναι σύνηθες πλέον, μετά το πέρας της ημερήσιας εργασίας, ο εργοδότης να ζητάει από τον εργαζόμενο να στείλει ένα μέιλ, να συμπληρώσει κάτι επιπλέον σε μια εργασία του, θεωρώντας ότι αφού το γραφείο του είναι ο υπολογιστής και η πλατφόρμα επικοινωνίας το κινητό τηλέφωνο, δεν του είναι κόπος να αφιερώσει λίγα λεπτά παραπάνω σε επιπλέον – απλήρωτη – εργασία. Το περιβόητο δικαίωμα στην αποσύνδεση – δηλαδή το δικαίωμα του εργαζόμενου να μην είναι διαθέσιμος για ψηφιακή επικοινωνία πέραν του ωραρίου του, άρα και για εργασία – καθίσταται ευχολόγιο και θεωρητική μόνο δέσμευση, παρά την πρόσφατη υιοθέτηση σχετικού ψηφίσματος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο6. Η επέκταση της απασχόλησης του εργαζομένου εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας και η παραμονή του κατά τον ελεύθερο χρόνο του στη διάθεση του εργοδότη για άμεση ανάληψη εργασίας μειώνει το χρόνο ανάπαυσής του και του στερεί τη δυνατότητα προγραμματισμού και διαμόρφωσης του ελεύθερου χρόνου, με συνέπεια, αντί για βελτίωση, να έχουμε επιδείνωση της ισορροπίας μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής (work life balance)7.
Μπορεί κάποιος να έχει στο μυαλό του μια πλασματική ωραιοποιημένη εικόνα της πραγματικότητας, αλλά στην πράξη, συνήθως, ο τηλεργαζόμενος δεν έχει ειδικά διαμορφωμένο χώρο εργασίας, αντίθετα μοιράζεται τον ίδιο χώρο με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, δίπλα στα παιδιά του που παίζουν ή που κάνουν τηλεκπαίδευση. Δεν διαθέτει κατάλληλο εξοπλισμό, τον οποίο δεν είναι σπάνιο να αγοράζει μόνος του, έχει χαμηλή ταχύτητα δικτύου με συχνές πτώσεις αυτού (άραγε αυτό αποτελεί εργάσιμο χρόνο;) κ.λπ.
Επιπλέον διαχειρίζονται προσωπικά δεδομένα της επιχείρησης σε μη ασφαλές περιβάλλον, ενώ εκθέτουν και οι ίδιοι τα προσωπικά τους δεδομένα στον εργοδότη τους. Μάλιστα, πολλές φορές η εργοδοσία απαιτεί από τους εργαζόμενους να συναινούν στο να τους καλούν πελάτες στο ιδιωτικό σταθερό τους τηλέφωνο, ενώ το γεγονός ότι ο εργαζόμενος απασχολείται μόνος του, οδηγεί σε αποξένωση και απομόνωση, κάτι το οποίο έχει βλαπτικές συνέπειες στην ίδια την ψυχική και σωματική του υγεία (τεχνοπάθειες του μέλλοντος).
Η ίδια η τηλεργασία θέτει στην πράξη νέα ζητήματα που χρήζουν άμεσης κανονιστικής ρύθμισης. Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, ο χρόνος εργασίας και η ετοιμότητα προς εργασία (γνήσια – απλή), ιδίως μετά τη λήξη του εργάσιμου χρόνου, το δικαίωμα στην αποσύνδεση, τα προσωπικά δεδομένα εργοδότη και εργαζόμενου, η ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων, τι θεωρείται εργατικό ατύχημα, η διεθνική εργασία, η εργασία μέσω ψηφιακών πλατφορμών, η αναγκαία αντιστροφή του βάρους απόδειξης, η θέσπιση τεκμηρίων υπέρ της εξαρτημένης εργασίας κ.ά.
Πρόοδος είναι, στο πλαίσιο των διαφοροποιήσεων που εμφανίζονται στην τηλεργασία και γενικότερα στην εποχή της ψηφιακής εργασίας, να επανεξεταστεί το Εργατικό Δίκαιο, όχι όμως με την κονιορτοποίησή του, αλλά με την ολοκληρωμένη και ολοκληρωτική κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ενα βήμα παραπέρα στη σκέψη, οι νέες καινοτόμες παραγωγικές δυνατότητες της ανθρώπινης εργασίας απαιτούν και καινοτόμες σχέσεις, στις οποίες η τεχνολογική πρόοδος θα λειτουργεί απελευθερωτικά για τον εργαζόμενο, μεταμορφώνοντας την επιστήμη από εργαλείο ταξικής κυριαρχίας σε δύναμη προς όφελος του λαού8.
Ρόλος του προοδευτικού επιστήμονα είναι να θέσει την επιστήμη του στο πλευρό της εργατικής τάξης, την κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης.
Σημειώσεις:
1. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10008694
2. ΕΓΣΣΕ 2006 – 2007 Συμφωνία – πλαίσιο για την τηλεργασία, άρθρο 10 παρ. 4
3. Παράγραφος 2 του άρθρου 4 της Π.Ν.Π. 11.3.2020 (Φ.Ε.Κ. Α 55/11.3.2020) «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσής του», Π. Μπουμπουχερόπουλος, «Αδυναμία παροχής εργασίας, τηλεργασία και εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής κατά την περίοδο ισχύος των μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού SARS-CoV-2», ΕΕργΔ 4/2021, σελ. 525
4. Κ. Παπαδημητρίου, «Πληροφορική και Εργατικό Δίκαιο, 16ο Συνέδριο ΕΔΕΚΑ», σελ. 9, Κ. Παπαδημητρίου, «Πληροφορική – Εργασία – Εργατικό Δίκαιο», 1987
5. Βλ. Ο. Ζέλιος, «Πληροφορική και Εργατικό Δίκαιο, 16ο Συνέδριο ΕΔΕΚΑ», σελ. 4 όπου αναφέρεται στις online ψηφιακές πλατφόρμες.
6. https://www.rizospastis.gr/story.do?id=11099793
7. Δ. Ζερδελής, «Ο χρόνος εργασίας στην εποχή της ψηφιακής εργασίας», ΔΕΕ, 1/2017, σελ. 17 – 32
8. Μ. Παπαδόπουλος, «Επιστήμη και Ερευνα: Στην υπηρεσία του καπιταλιστικού κέρδους ή των λαϊκών αναγκών;», ΚΟΜΕΠ 1 /2019
Πηγή: Ριζοσπάστης
Δικηγόρος. ΜΔΕ Εργατικού Δικαίου.Msc in Business
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου