«Καμιά
ανοχή στη φοροδιαφυγή», είναι το τελευταίο κυβερνητικό σλόγκαν, που
συνοδεύεται από τους πανηγυρισμούς της «επιτυχίας» στην εξάρθρωση του
κυκλώματος με τα POS, τα μηχανάκια πληρωμής με τραπεζικές κάρτες, που
έστελναν τις εισπράξεις επιχειρήσεων στον τομέα υπηρεσιών και
λιανεμπορίου κατευθείαν στο εξωτερικό, άρα δεν πλήρωναν ΦΠΑ και φόρο
εισοδήματος.
Πρωτοσέλιδο στην «Αυγή», κύριο άρθρο στην ίδια εφημερίδα, και μάλιστα με βαρύγδουπες εκφράσεις, όπως, «αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένα ισχυρό κομμάτι επιχειρηματιών (στη συγκεκριμένη περίπτωση κυρίως στον χώρο του τουρισμού) που θέλει να κερδοσκοπεί αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει στο σύνολο της κοινωνίας (...) Κάποιοι επιχειρηματίες δρουν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου (...) Δεν μπορείς να είσαι και με τον φοροφυγά και με την κοινωνία (...) Να λες ότι θέλεις την ευημερία της κοινωνίας (...) Τα χρήματα από τη φοροδιαφυγή είναι χρήματα που έχουν βγει από το κοινωνικό σύνολο και πρέπει να ξαναγυρίσουν στην κοινωνία μέσα από ένα σχέδιο αναδιανομής».
Αυτή η προπαγανδιστική τακτική της κυβέρνησης δεν είναι ούτε καινούργια ούτε αθώα. Πασχίζει να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που στενάζουν χρόνια τώρα από την πολιτική που έχει αναγάγει την πολύμορφη φοροληστεία τους σε έναν από τους βασικούς μοχλούς ενίσχυσης των κρατικών ταμείων για την πριμοδότηση του κεφαλαίου.
Πράγματι, από την αρχή της εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η πολιτική διαχείρισης όλων των κυβερνήσεων για την έξοδο απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου έβαζε ανάμεσα στα άλλα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα των μνημονίων ως ένα από τα πρώτα το πώς θα γεμίσουν χρήματα τα κρατικά ταμεία.
Με διπλό σκοπό: Ο ένας είναι η αποπληρωμή του κρατικού χρέους που δημιούργησαν κυβερνήσεις και κεφάλαιο μέσω της ασύστολης ενίσχυσης με κρατικό χρήμα των μονοπωλιακών ομίλων για να επενδύουν, ή μέσω των δημόσιων επενδύσεων πάλι σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων. Αφετέρου επειδή τα κρατικά ταμεία χρειάζεται να δώσουν χρήμα για νέες καπιταλιστικές επενδύσεις ως τον βασικό μοχλό εξόδου από την κρίση και καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Έτσι, προχώρησαν στη φορολογική αφαίμαξη του λαού με τη δραστική μείωση του αφορολόγητου, με την αφαίρεση των όποιων μικρών φοροαπαλλαγών είχαν τα λαϊκά στρώματα, με την τεράστια αύξηση του ΦΠΑ σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, με την αύξηση άλλων έμμεσων φόρων, όπως στα καύσιμα θέρμανσης, με την αύξηση της φορολογίας σε αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαίους αγρότες, με τη φορολόγησή τους από το πρώτο ευρώ, με τον ΕΝΦΙΑ κ.λπ. Και βεβαίως, αν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι δεν έχουν να πληρώσουν την εφορία, έρχονται τα πρόστιμα και οι κατασχέσεις.
Την ίδια ώρα, μόνο ο «αναπτυξιακός νόμος» δίνει νέες γενναίες φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, που προστίθενται στις προηγούμενες, και ετοιμάζεται και για πρόσθετες, ως απαίτηση του ΣΕΒ. Οι δε εφοπλιστές πληρώνουν έως 10 ευρώ τη μέρα φόρο ανά βαπόρι.
Έρχεται, λοιπόν, μετά απ' όλ' αυτά η κυβέρνηση να μιλήσει για κοινωνική δικαιοσύνη, ότι «τα χρήματα από τη φοροδιαφυγή πρέπει να ξαναγυρίσουν στην κοινωνία μέσα από ένα σχέδιο αναδιανομής», επειδή έπιασε κάποιους φοροφυγάδες και καλώς έκαμε. Αλλά να το κάνει σημαία φορολογικής δικαιοσύνης όταν εφαρμόζει ένα ταξικό αντιλαϊκό και υπέρ του κεφαλαίου φορολογικό σύστημα, που αναδιανέμει ολοένα και περισσότερο τον παραγόμενο από τους εργαζόμενους πλούτο στο κεφάλαιο, ξεπερνά τα όρια της κοροϊδίας.
Αλλωστε, τι θα κερδίσουν οι εργαζόμενοι απ' αυτό; Τίποτα. Το ομολογούν όταν λένε: «Η φοροδιαφυγή δεν είναι η μεγαλύτερη στρέβλωση του ανταγωνισμού; Τα χρήματα από τη φοροδιαφυγή πρέπει να ξαναγυρίσουν στην κοινωνία μέσα από ένα σχέδιο αναδιανομής». Λένε, δηλαδή, ότι κυνηγούν τη φοροδιαφυγή για να υπάρχει «υγιής» ανταγωνιστικότητα για το κεφάλαιο.
Ο λαός που στενάζει από τη βαριά φοροληστεία του να μην «τσιμπάει» σ' αυτήν την προπαγάνδα. Αλλά να διεκδικήσει κάλυψη των απωλειών του, κατάργηση των αντεργατικών, αντιλαϊκών νόμων, ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών του σε αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 10 Αυγούστου 2016
Πρωτοσέλιδο στην «Αυγή», κύριο άρθρο στην ίδια εφημερίδα, και μάλιστα με βαρύγδουπες εκφράσεις, όπως, «αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένα ισχυρό κομμάτι επιχειρηματιών (στη συγκεκριμένη περίπτωση κυρίως στον χώρο του τουρισμού) που θέλει να κερδοσκοπεί αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει στο σύνολο της κοινωνίας (...) Κάποιοι επιχειρηματίες δρουν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου (...) Δεν μπορείς να είσαι και με τον φοροφυγά και με την κοινωνία (...) Να λες ότι θέλεις την ευημερία της κοινωνίας (...) Τα χρήματα από τη φοροδιαφυγή είναι χρήματα που έχουν βγει από το κοινωνικό σύνολο και πρέπει να ξαναγυρίσουν στην κοινωνία μέσα από ένα σχέδιο αναδιανομής».
Αυτή η προπαγανδιστική τακτική της κυβέρνησης δεν είναι ούτε καινούργια ούτε αθώα. Πασχίζει να αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που στενάζουν χρόνια τώρα από την πολιτική που έχει αναγάγει την πολύμορφη φοροληστεία τους σε έναν από τους βασικούς μοχλούς ενίσχυσης των κρατικών ταμείων για την πριμοδότηση του κεφαλαίου.
Πράγματι, από την αρχή της εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η πολιτική διαχείρισης όλων των κυβερνήσεων για την έξοδο απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου έβαζε ανάμεσα στα άλλα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα των μνημονίων ως ένα από τα πρώτα το πώς θα γεμίσουν χρήματα τα κρατικά ταμεία.
Με διπλό σκοπό: Ο ένας είναι η αποπληρωμή του κρατικού χρέους που δημιούργησαν κυβερνήσεις και κεφάλαιο μέσω της ασύστολης ενίσχυσης με κρατικό χρήμα των μονοπωλιακών ομίλων για να επενδύουν, ή μέσω των δημόσιων επενδύσεων πάλι σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων. Αφετέρου επειδή τα κρατικά ταμεία χρειάζεται να δώσουν χρήμα για νέες καπιταλιστικές επενδύσεις ως τον βασικό μοχλό εξόδου από την κρίση και καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Έτσι, προχώρησαν στη φορολογική αφαίμαξη του λαού με τη δραστική μείωση του αφορολόγητου, με την αφαίρεση των όποιων μικρών φοροαπαλλαγών είχαν τα λαϊκά στρώματα, με την τεράστια αύξηση του ΦΠΑ σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, με την αύξηση άλλων έμμεσων φόρων, όπως στα καύσιμα θέρμανσης, με την αύξηση της φορολογίας σε αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαίους αγρότες, με τη φορολόγησή τους από το πρώτο ευρώ, με τον ΕΝΦΙΑ κ.λπ. Και βεβαίως, αν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι δεν έχουν να πληρώσουν την εφορία, έρχονται τα πρόστιμα και οι κατασχέσεις.
Την ίδια ώρα, μόνο ο «αναπτυξιακός νόμος» δίνει νέες γενναίες φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, που προστίθενται στις προηγούμενες, και ετοιμάζεται και για πρόσθετες, ως απαίτηση του ΣΕΒ. Οι δε εφοπλιστές πληρώνουν έως 10 ευρώ τη μέρα φόρο ανά βαπόρι.
Έρχεται, λοιπόν, μετά απ' όλ' αυτά η κυβέρνηση να μιλήσει για κοινωνική δικαιοσύνη, ότι «τα χρήματα από τη φοροδιαφυγή πρέπει να ξαναγυρίσουν στην κοινωνία μέσα από ένα σχέδιο αναδιανομής», επειδή έπιασε κάποιους φοροφυγάδες και καλώς έκαμε. Αλλά να το κάνει σημαία φορολογικής δικαιοσύνης όταν εφαρμόζει ένα ταξικό αντιλαϊκό και υπέρ του κεφαλαίου φορολογικό σύστημα, που αναδιανέμει ολοένα και περισσότερο τον παραγόμενο από τους εργαζόμενους πλούτο στο κεφάλαιο, ξεπερνά τα όρια της κοροϊδίας.
Αλλωστε, τι θα κερδίσουν οι εργαζόμενοι απ' αυτό; Τίποτα. Το ομολογούν όταν λένε: «Η φοροδιαφυγή δεν είναι η μεγαλύτερη στρέβλωση του ανταγωνισμού; Τα χρήματα από τη φοροδιαφυγή πρέπει να ξαναγυρίσουν στην κοινωνία μέσα από ένα σχέδιο αναδιανομής». Λένε, δηλαδή, ότι κυνηγούν τη φοροδιαφυγή για να υπάρχει «υγιής» ανταγωνιστικότητα για το κεφάλαιο.
Ο λαός που στενάζει από τη βαριά φοροληστεία του να μην «τσιμπάει» σ' αυτήν την προπαγάνδα. Αλλά να διεκδικήσει κάλυψη των απωλειών του, κατάργηση των αντεργατικών, αντιλαϊκών νόμων, ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών του σε αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 10 Αυγούστου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου