Ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Κώστας Βιδάλης, συντάκτης του Ριζοσπάστη, συγγραφέας της «Μάχης της σοδειάς», είναι ένας μάρτυρας της ελληνικής δημοσιογραφίας. Στις 14 του Αυγούστου 1946, στη διάρκεια δημοσιογραφικής αποστολής πιάνεται στη Θεσσαλία από παρακρατικές συμμορίες που έδιναν λογαριασμό στον διαβόητο κτηνάνθρωπο Σούρλα και δολοφονείται ύστερα από φριχτά βασανιστήρια.
«Ο Κ. Βιδάλης ήταν από τους σεμνότερους, από τους ευαρεστότερους, με το χαμόγελο που άνθιζε πάντα σαν λουλούδι στα χείλη του. Ένα μεγάλο πρόσχαρο παιδί, μπροστά όχι μονάχα στους ομοϊδεάτες του, αλλά και σ’ αυτούς που είχαν αντίθετες μ’ αυτόν ιδέες και αισθήματα…», θα γράψει ο Νίκος Καραντηνός.
Ο Κώστας Βιδάλης ήρθε στη ζωή στην Αθήνα το 1904. Ο πατέρας του ήταν μαρμαράς και η μάνα του ράφτρα. Η ορφάνια από πατέρα τον εξαναγκάζει να βγει νωρίς στο μεροκάματο, κι από τα 12 του χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, όπως σε μπαξέ και καφενείο. Μολονότι για ένα διάστημα άφησε το σχολείο, κατόρθωσε τελικά να περάσει τις εξετάσεις για τη Νομική, την οποία δεν ολοκλήρωσε γιατί αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Διακρίνεται στο οικονομικό ρεπορτάζ, ως συνεργάτης διαφόρων καθημερινών και περιοδικών εντύπων. Το “λιμάνι” του ωστόσο θα είναι ο Ριζοσπάστης, όπου με εξαίρεση μια μικρή διακοπή στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θα βρει τον ιδανικό τρόπο να συνδυάσει το λειτούργημά του με τις ιδέες του. Ως απεσταλμένος του Ρίζου για τη Σπαρτακιάδα της Βαρκελώνης, που προγραμματιζόταν ως απάντηση στους Ολυμπιακούς αγώνες στο ναζιστικό Βερολίνο, ο Βιδάλης θα δει το ξέσπασμα του εμφυλίου μετά το φρανκικό πραξικόπημα και θα επιστρέψει στην Αθήνα, όπου από τη Σκύλλα θα περάσει στη Χάρυβδη, καθώς στις 4 Αυγούστου θα επιβληθεί η δικτατορία του Μεταξά.
Πέρα από δημοσιογραφική του δράση θα αναδειχθεί και σε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Συντακτών. Συνεχίζει τα μαχητικά του ρεπορτάζ και μάλιστα εξορίζεται στα Κύθηρα λόγω της αποκάλυψης σκανδάλου γύρω από τον ισχυρό επιχειρηματία κι έμπιστο του καθεστώτος Μποδοσάκη. Από το 1941 μπαίνει στο ΚΚΕ και πρωταγωνιστεί στην έντυπη προπαγάνδιση της εαμικής αντίστασης, όντας και γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του στο στήσιμο του δικτύου του παράνομου αντιστασιακού τύπου, με ναυαρχίδα τη θρυλική “Ελεύθερη Ελλάδα”, που στήθηκε σε μυστικό τυπογραφείο στην Καλλιθέα. Ο ίδιος κατέγραψε από κοντά, κατόπιν σχετικής εντολής της ΚΕ του ΕΑΜ το 1944 όλη την εποποιία που διεξαγόταν στην Ελεύθερη Ελλάδα, με ιδιαίτερη στιγμή τη μάχη τη σοδειάς στο θεσσαλικό κάμπο το καλοκαίρι του 1944, όπου όπως σημείωνε ο Ριζοσπάστης μετά το θάνατό του, είχε περπατήσει μεσάνυχτα, είχε περάσει όλες τις επικίνδυνες γραμμές, γύρισε μαύρος με πρησμένα τα μάτια από την κακουχία..
«…Μια βραδιά, στα ηρωικά εκείνα παράνομα ραντεβού της κατεχόμενης και μαχόμενης Αθήνας πήρα ένα μαντάτο:
― Αύριο, στις 8 το βράδυ συνάντηση στην … οδό … στα Πατήσια. Θα σε περιμένει ένας γνωστός σου».
Στην ώρα μου εγώ, στο λεπτό στο ραντεβού και η κοντόσωμη, σφιχτοδεμένη αρρενωπή σιλουέτα. Στο μισόφωτο του δρόμου γνώρισα τον «κύριο συνάδελφο» τον Κώστα Βιδάλη, που από τότε γίναμε συνεργάτες στον αντιστασιακό Εαμικό Τύπο της κατοχής και καλοί φίλοι.
Όσο καιρό έμεινε στην ΑΘήνα ― γιατί αργότερα πήγε με το συνεργείο της «Ελεύθερης Ελλάδας» του οργάνου της ΚΕ του ΕΑΜ στο βουνό ― ο Βιδάλης υπήρξε για μένα και δάσκαλος και καθοδηγητής και εμψυχωτής.
Δάσκαλος, γιατί ποτέ δεν έπαυε να με βομβαρδίζει με τους «απαράβατους κανόνες της δημοσιογραφίας» που όπως σωστά έλεγε, ήταν:
― Να γράφεις κύριε συνάδελφε, για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. Άφηνε τις φλυαρίες κι έδινε το λόγο στα γεγονότα. Αυτά πείθουν.
Γι αυτό και δεν «κατασκεύαζε» ειδήσεις με τη φαντασία, αλλά γύριζε ακατάπαυστα για να τις ξετρυπώσει.
Στα χρόνια λοιπόν της κατοχής «οργώναμε» πολλές φορές την αγορά, πότε ψάχνοντας για δημοσιογραφικό χαρτί, πότε για τυπογραφικά στοιχεία και μελάνι, πότε για να βρούμε κάποιον ακόμη στοιχειοθέτη, που θα βοηθούσε στο παράνομο τυπογραφείο.
Απέραντα απλός ο ίδιος εκτιμούσε με πάθος τους απλούς ανθρώπους και πριν απ’ όλα αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του Αντιστασιακού κινήματος. Αγαπούσε όλους τους συνεργάτες του εθνικοαπελευθερωτικού Τύπου, μα είμαι βέβαιος πως είχα ανακαλύψει κάποια ιδιαίτερη αδυναμία του στον «γέρο Μανώλη» έναν ασπρομάλλη μεσόκοπο, νομίζω, νησιώτη που σ’ όλα τα χρόνια της κατοχής κουβαλούσε παλικαρίσια μέσα από τα ασφυχτικά γερμανοτσολιάδικα μπλίκα με ένα καροτσάκι πότε χαρτί, στοιχεία και μελάνια για τα παράνομα τυπογραφεία και πότε απ’ αυτά αντιστασιακές εφημερίδες, μπροσούρες και προκηρύξεις για όλες τις «γιάφκες» της Αθήνας και του Πειραιά. Τον Μανώλη τον σκότωσαν στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου…»
(Από τις αναμνήσεις του κομμουνιστή δημοσιογράφου Θανάση Γεωργίου, για τον Κώστα Βιδάλη. Από τον τόμο «Κώστας Βιδάλης, Ήρωας μάρτυρας κομμουνιστής δημοσιογράφος», του Ριζοσπάστη)
Ο κάμπος έμελλε να παίξει μοιραίο ρόλο για εκείνον, καθώς εκεί στήθηκε η ενέδρα θανάτου των εχθρών του. Μετά τη Βάρκιζα επέστρεψε στην Αθήνα αναλαμβάνοντας την έκδοση του “Ριζοσπάστη” και της “Ελεύθερης Ελλάδας”. Ήταν η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας, του μονόπλευρου εμφυλίου που είχε κηρύξει η αστική τάξη στους αγωνιστές σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπου το όργιο δολοφονιών, ξυλοδαρμών και βιασμών από παρακρατικούς που αναλάμβαναν τη βρωμική δουλειά πριν εμπλακεί επίσημα το ίδιο το κράτος, δίδοντας όμως την πλήρη ανοχή του, είχε ξεπεράσει κάθε όριο.
Η Θεσσαλία ειδικά είχε χτυπηθεί πολύ άγρια από τις “εκκαθαριστικές επιχειρήσεις” του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξεως Σπύρου Θεοτόκη, με σπιτφάιρς, ρουκετοβόλα και τανκς, που παρότι όπως έλεγε ο Βιδάλης έριχναν “στο γάμο του Καραγκιόζη” σκορπούσαν τον τρόμο στους αμάχους. Παράλληλα ο στρατηγός Γεωργούλης είχε επιβάλει τον πλήρη ελεγχό του στην περιοχή, μέσω των τρομοκρατικών ακροδεξιών ληστοσυμμοριών του Σούρλα, του Καλαμπαλίκη και του Τσαντούλα.
Έχοντας πλήρη συναίσθηση των κινδύνων, ο Βιδάλης ως πολιτικός συντάκτης του Ριζοσπάστη έκρινε ότι δεν μπορούσε να καλύψει επαρκώς τα γεγονότα βασισμένος στις “μπούρδες του Θεοτόκη” κι αναχώρησε για τη Θεσσαλία. Στις 13 Αυγούστου έστειλε το τελευταίο του μήνυμα στην εφημερίδα, προαναγγέλλοντας την επιστροφή του στις 16 με “φοβερό υλικό” όπως έλεγε. Δεν πρόλαβε όμως να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι. Την ίδια μέρα στον Πλατύκαμπο, στο δρόμο από τη Λάρισα για το Βόλο, είκοσι παρακρατικοί του Σούρλα θα κυκλώσουν το τραίνο. Ένας αυτόπτης μάρτυρας εκμυστηρεύθηκε αργότερα στον τότε διευθυντή του Ριζοσπάστη Κώστα Καραγιώργη τη σκηνή της σύλληψης:«Κατέβασαν από το τρένο κάποιον άντρα έως 40 χρόνων, που φορούσε άσπρο κοστούμι. Οι χωροφύλακες έκαναν ότι χάζευαν χωρίς να αντιδρούν. Οι ένοπλοι πήραν τον αιχμάλωτο, το τρένο ξεκίνησε πάλι…». Οι Σούρληδες των βάζουν σε αυτοκίνητο και πηγαίνουν προς τη Μελία. Μπαίνουν στο καφενείο όπου ο Βιδάλης συζητά με τους χωρικούς ψύχραιμος, κρατώντας σημειώσεις στο πακέτο των τσιγάρων, καθώς οι συμμορίτες του είχαν πάρει το χαρτοφύλακα. Μια περαστική κοπέλα ακούγουντας τους ψιθύρους των Σούρληδων ταράχτηκε κι έφυγε τρέχοντας και τότε ο Βιδάλης συνειδητοποίησε την τύχη που τον περίμενε, αντιδρώντας και πάλι νηφάλια.
Ο φόνος έγινε το ίδιο βράδυ, αφού πρώτα τον γδύσανε, του πήρανε τα ρούχα και τον βασάνισαν ανακρίνοντάς το με ρόπαλα. Αφού ξεψύχησε τα ξημερώματα για να βεβαιωθούν του έριξαν μερικές σφαίρες, βάζοντας το πτώμα του, που δεν βρέθηκε ποτέ στο αυτοκίνητο προς άγνωστη κατεύθυνση. Λέγεται πως αφέθηκε άταφος να τον φάνε τα όρνια. Η κυβέρνηση προσπάθησε να θολώσει τα νερά, αποφεύγοντας να επιβεβαιώσει την είδηση της δολοφονίας και προσπαθώντας να αποποιηθεί τις ευθύνες της, συγκαλύπτοντας την υπόθεση κι αφήνοντας στο απυρόβλητο τους εκτελεστές. Μπορεί ο Κώστας Βιδάλης να μην πρόλαβε να δημοσιεύσει το ρεπορτάζ για την τρομοκρατία στη Θεσσαλία, έγραψε ωστόσο τον τραγικό του επίλογο με το ίδιο του το αίμα.
Ο Θανάσης Γεωργίου θυμάται επίσης για τον Κώστα Βιδάλη: «Μου είχε δοθεί πολλές φορές η ευκαιρία να θαυμάσω την αποκοτιά του. Θα αναφέρω μονάχα δυο τέτιες περιπτώσεις.
Η μια ήταν στη σημερινή Βουλή, που στα χρόνια της Κατοχής ήταν «Κυβερνείο» των διορισμένων από τον κατακτητή «πρωθυπουργών» της Ελλάδας. Οι πολιτικοί συντάκτες, μαζί τους ο Βιδάλης και εγώ, πήγαιναν κάθε βράδυ στο διορισμένο πρωθυπουργό για να μάθουν τα νέα. Όσο και αν βασανίζω τώρα τη μνήμη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ την αφορμή, μα δεν μου διαφεύγει η σκηνή του άγριου επεισοδίου ανάμεσα στο Βιδάλη και τον γερμανόδουλο κυβερνήτη:
Τον τελευταίο να ωρύεται: «Συλλάβατέ τον, τον κομμουνιστήν!». Και τον Βιδάλη, με ένα οργισμένο, κατακόκκινο πρόσωπο και φουσκωμένους τους αδένες του λαιμού του να κραυγάζει: «Εθνοπροδότη και φασίστα, δεν σε φοβάμαι!».
Δεν τον συνέλαβαν, μα από την ημέρα εκείνη ο Βιδάλης απόφευγε να παρουσιάζεται στον ξενόδουλο πρωθυπουργό για ειδήσεις.
Το δεύτερο παράδειγμα, που θέλω να αφηγηθώ είναι τούτο: 0 Βιδάλης μαζί με μια ομάδα σιδηροδρομικών και εφεδροελασιτών κατάφερε να στείλει στις ελεύθερες, τότε, περιοχές ένα ολόκληρο τυπογραφείο και πιεστήριο. Κι αυτό, από τον σταθμό Λαρίσης (της Αθήνας) που οι Γερμανοί κατακτητές τον φρουρούσαν ακοίμητα.
Ευχαριστημένος με την αποκοτιά του αυτή, ο Κώστας πήγε στο σπίτι του και όπως μας έλεγε αργότερα, έφτιαξε για γερή φασουλάδα που την «έγλειψε» ως την τελευταία κουταλιά.
Μετά τη Δεκεμβριανή επέμβαση του αγγλικού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα ξανανταμώσαμε στο ίδιο, το πολιτικό ρεπορτάζ. Ο Βιδάλης για το «Ριζοσπάστη» κι εγώ για την ΕΑΜική «Ελεύθερη Ελλάδα». Με ξάφνιαζε κι εδώ με τις πρωτοτυπίες του. Μόλις τέλειωνε το γράψιμό του, γέλαγε ικανοποιημένος βροντώδικα και μου έλεγε:
― Και τώρα, κύριε συνάδελφε, πάμε για ρεπορτάζ !
Είχε δίκιο. Στα καφενεία του Συντάγματος συζητούσαν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, τέως υπουργοί, πολιτευτές, απόστρατοι, ανώτατοι αξιωματικοί, οικονομολόγοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου