«Σφίξιμο ζωναριού» για τους λαούς των χωρών της Ευρωζώνης, χρήμα στους ομίλους της «πράσινης» και της «ψηφιακής μετάβασης», νέες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις για την προσέλκυση επενδύσεων, ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης και συνέχιση των πολιτικών «απεξάρτησης» από τη ρωσική Ενέργεια είναι τα βασικά στοιχεία που προκύπτουν από το χτεσινό Γιούρογκρουπ.
Η συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε εν μέσω εκτίναξης του πληθωρισμού, σοβαρής ενεργειακής κρίσης σε όλη την ΕΕ, αλλά και των αρνητικών σεναρίων για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και πολύ περισσότερο το 2023.
Με φόντο τις εκτιμήσεις για καπιταλιστική ύφεση και κρίση που είναι ενόψει, το Γιούρογκρουπ στην ανακοίνωσή του ρητά και κατηγορηματικά υπογραμμίζει ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές το 2023 θα πρέπει να εστιάσουν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, στη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, στην εφαρμογή περαιτέρω «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και την υποστήριξη των επενδύσεων στους τομείς της «πράσινης» και «ψηφιακής μετάβασης», «ταΐζοντας» δηλαδή παραπέρα όλους τους παράγοντες που οδηγούν τους λαούς στη φτώχεια. Παράλληλα επιβεβαιώνει τον στόχο για την ενίσχυση των «αμυντικών δυνατοτήτων» των κρατών - μελών της ΕΕ υπό το πνεύμα της «Διακήρυξης των Βερσαλιών» του περασμένου Μάρτη και τη «μείωση των ενεργειακών εξαρτήσεων».
Με τον πληθωρισμό να καλπάζει, ως αποτέλεσμα και της επεκτατικής πολιτικής που προηγήθηκε, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης προκρίνουν τώρα μια «σφιχτή» δημοσιονομική πολιτική και τονίζουν πως τα όποια μέτρα ενίσχυσης παρθούν από τις κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι «στοχευμένα» για τη στήριξη «των πιο ευάλωτων»...
Στο κοινό ανακοινωθέν επισημαίνονται οι «δυσμενείς συνθήκες» που έχουν διαμορφωθεί στην ευρωπαϊκή οικονομία από τον περασμένο Μάρτη μέχρι σήμερα και υπογραμμίζονται οι πρόσφατες αρνητικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο, παρά την «ανθεκτικότητα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, που επιδεικνύουν οι οικονομίες των κρατών - μελών, οι κίνδυνοι για την οικονομία παραμένουν αυξημένοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τον πόλεμο, την πανδημία και την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Σημειώνεται ακόμη ότι παρά το γεγονός ότι οι κίνδυνοι αυτοί επηρεάζουν συνολικά την οικονομία της Ευρωζώνης, ο αντίκτυπος σε κάθε χώρα ξεχωριστά είναι «ετερογενής» και από αυτήν την άποψη οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να διαφοροποιούνται αναλόγως της οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης κάθε κράτους - μέλους, υπολογίζοντας και την έκθεση κάθε χώρας στην ουκρανική κρίση. Προαναγγέλλει έτσι και ένταση των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της ΕΕ.
Περί «αυξημένων αντοχών της ελληνικής οικονομίας» έκανε λόγο ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, σε σχετική δήλωση μετά το τέλος της συνεδρίασης παρουσιάζοντας το μαύρο άσπρο και μιλώντας για «ικανοποιητική κατανάλωση, αυξημένες επενδύσεις, καλή πορεία του τουρισμού, συρρίκνωση της ανεργίας».
Φυσικά, ενόψει και των ακόμα χειρότερων που είναι μπροστά με βάση και τα όσα αποφάσισαν, πρόσθεσε ότι απαιτούνται «ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες» για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και των οικονομικών επιπτώσεών της, «πρωτοβουλίες» στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων που θα πληρώσουν και πάλι οι λαοί. Πρόσθεσε, τέλος, ότι η κυβέρνηση «θα συνεχίσει να είναι δίπλα στον κάθε πολίτη στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας». Με λίγα λόγια, ο υπουργός ομολόγησε ότι η ενεργειακή κρίση και οι συνέπειές της θα συνεχίσουν να χτυπούν αλύπητα το λαϊκό εισόδημα και η κυβέρνηση το μόνο που θα συνεχίσει να κάνει είναι να μοιράζει επιδόματα ελεημοσύνης που έχουν εξαφανιστεί πριν καν εξαγγελθούν, παραμένοντας πρωτίστως πιστή στους κανόνες «δημοσιονομικής πειθαρχίας» της ΕΕ και στην πολιτική της «πράσινης μετάβασης» που οξύνει την ενεργειακή φτώχεια.
Νωρίτερα, όπως μετέδωσε το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Ρόιτερς», ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, Β. Ντομπρόβσκις, ανέφερε ότι το επόμενο διάστημα η Επιτροπή θα αναθεωρήσει προς το χειρότερο τις προβλέψεις της αναφορικά με την ανάπτυξη και το ύψος του πληθωρισμού για φέτος, αλλά περισσότερο για το 2023. Στους κινδύνους που προέρχονται από ενδεχόμενη μείωση των ποσοτήτων ρωσικού φυσικού αερίου αναφέρθηκε ο επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής πλαφόν από την Επιτροπή στα ανώτατα όρια τιμών εισαγόμενου φυσικού αερίου, σενάριο που συζητείται τους τελευταίους έξι μήνες στην ΕΕ το οποίο ωστόσο δεν έχει υιοθετηθεί μέχρι στιγμής, αφού σκοντάφτει στους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου