Και μοιάζει η πολιτική μας ηγεσία να αδυνατεί να κατανοήσει,
έστω και στο μέτρο που τα όριά της της επιτρέπουν, την έλλειψη της αντιστοιχίας
μεταξύ της κοινωνικής βάσης και του πλέγματος της πολιτικής εξουσίας,
διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ κοινωνικοοικομικής ιεραρχίας και κοινωνικής βάσης.
Με επιδόματα φιλανθρωπίας, εκφοβισμούς για επικείμενο όλεθρο αλλά και επαναλαμβανόμενες
υποσχέσεις αισιόδοξης προοπτικής ως αποτέλεσμα συμμόρφωσης με την κυρίαρχη
πολιτική, απειλεί και κολακεύει η κάθε
κυβέρνηση της κυρίαρχης τάξης, για να αποκοιμίζει έναν λαό που, επειδή είναι εκείνος
που υφίσταται και παθαίνει, φοβισμένος για το χειρότερο, πάνω από δέκα χρόνια τώρα,
τελικά δεν το αποφεύγει. Κι όταν μοιάζει η οικονομική και πολιτική κατάσταση έτοιμη
να εκραγεί διαλύοντας τη δική του ζωή, το παραπλανητικό παραμύθι αναζητείται
για να τον καθησυχάσει ή και απλώς να τον κάνει να ξεχάσει, για να συμμορφωθεί.
Μια
εβδομάδα τώρα τα μέσα ενημέρωσης, άξιοι υπάλληλοι της κυρίαρχης τάξης,
επικεντρώνουν μεγάλο μέρος της ειδησεογραφίας στο θάνατο του έκπτωτου
βασιλιά
Κωνσταντίνου. Κι είναι σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μια χρονοκάψουλα
πενήντα
χρόνια πίσω και ν’ αναρωτιόμαστε πάλι για το ρόλο της μοναρχίας. Με την
κυβέρνηση να ενδιαφέρεται για τις ψήφους των βασιλοχουντικών, αλλάζοντας
αποφάσεις, καλλωπίζοντας ανακοινώσεις, αναλαμβάνοντας τα διαδικαστικά
μιας ...ιδιωτικής κηδείας. Γενικά μια εβδομάδα τώρα αντικαθίσταται
η ιστορία με ένα παραμύθι που έχει ήρωά
του έναν ευγενικό νέο Έλληνα βασιλιά,
που μπορεί να έκανε λάθη, αλλά αγαπούσε
την Ελλάδα και νοιαζότανε για το καλό της. Και για άλλη μια φορά αναλωνόμαστε
σε σκιαμαχίες για παλιότερες συγκρούσεις με τέτοιο τρόπο που να κρύβουν τις πραγματικές,
οι οποίες συνεχίζονται και στο παρόν πέρα από τα πρόσωπα των πρώην βασιλιάδων.
Στον
εικοστό αιώνα, μέσα σε πενήντα χρόνια από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την
χούντα, τρεις από τους τέσσερεις βασιλείς, αν παραλειφτεί το πολύ σύντομο
πέρασμα του Αλέξανδρου, που ανέβηκαν και
ξανανέβηκαν στον θρόνο έριξαν σε δεινή κρίση το θεσμό του οποίου ήταν η
ενσάρκωση, με επιπτώσεις ολέθριες και στο λαό. Πρώτον ο Κωνσταντίνος ο Α που
τον έκαναν στρατηλάτη οι νίκες των βαλκανικών πολέμων με τις οδηγίες
του Ελ. Βενιζέλου και θέλησε να επιβάλλει εντελώς δική του πολιτική
ουδετερότητας και έπειτα απροκάλυπτης γερμανοφιλίας στον Α παγκόσμιο πόλεμο, σε
αντίθεση προς την πολιτική του Βενιζέλου, με την οποία συγκρούστηκε, για να
καταλήξει εξόριστος, αφού αυτός και οι πρίγκιπές του πρωταγωνίστησαν στη
μικρασιατική καταστροφή. Ο γιός του Γεώργιος Β, γύρισε στην Ελλάδα μετά τα δέκα
χρόνια της δύσκολης και υπονομευόμενης από πολιτικούς και στρατιωτικούς Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας με τη βοήθεια ενός
πραξικοπήματος που νομιμοποίησε ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα. Μέσα σε οκτώ
μήνες από την άφιξή του κήρυξε δικτατορία
φασιστικού τύπου μαζί με το σύμβουλο της προσωπικής πολιτικής του πατέρα
του, τον Ι. Μεταξά, ενώ εγκατέλειψε, μαζί
με το χρυσό, την χώρα, μετά την κατάκτησή της από τους Γερμανούς. Μετά
την απελευθέρωση και με τη βοήθεια των αγγλικών τανκς, ένα ακόμα, ολότελα
αμφισβητούμενο δημοψήφισμα τον επαναφέρει. Κι αν ο προτελευταίος βασιλιάς
Παύλος δεν αναγκάστηκε να φύγει, όμως δεν παραμελούσε καμιά ευκαιρία για
να τονίσει τις ιδεολογικές του προτιμήσεις
υπογράφοντας θανατικές καταδίκες χιλιάδων κομμουνιστών, καταδικάζοντας
πολιτικές κινήσεις που δεν του ήταν αρεστές και υπογραμμίζοντας την προσωπική
σχέση που ήθελε να διατηρεί, πάνω από το
Σύνταγμα, με το στρατό ως να του ανήκε
προσωπικά. Και ο τελευταίος βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Β, λίγους μήνες μετά την
άνοδό του στο θρόνο επιχειρεί μια από τις αυθαδέστερες επεμβάσεις στην πολιτική ζωή της χώρας,
επιτυγχάνοντας να καταργήσει έναν πρωθυπουργό κόμματος εκλεγέντος με πάνω από
50%. Η απόλυτα αντισυνταγματική επέμβαση του περιλάμβανε υβριστικές επιστολές προς τον Γ. Παπανδρέου, αιφνιδιαστικό
διορισμό κυβέρνησης στηριγμένης σε διάσπαση της πλειοψηφίας της Βουλής, έμεινε
στην ιστορία ως αποστασία με πρωτεργάτη τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού
Κ. Μητσοτάκη, χάρη σε μεθόδους εξαγοράς βουλευτών και εξαχρείωσης των πολιτικών
ηθών. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Β συνήργησε, με αναγνώριση και με περιβολή του
βασιλικού κύρους, στη δικτατορία των συνταγματαρχών, προχωρώντας μετά λίγους
μήνες σε ένα οπερατικό κίνημα που τον οδήγησε στην εξορία και σε
μια αμειβόμενη, με τη χορηγία του, σιωπή για
έξη χρόνια, έως ότου η ίδια η δικτατορία του έκοψε το δρόμο της
επανόδου. Μετά
την πτώση της χούντας, με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το
συντριπτικό ποσοστό του 69,18% καταργήθηκε η βασιλεία στην Ελλάδα. Ο
καπιταλισμός εκσυγχρονίζεται και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία
προσαρμόζεται αντίστοιχα, πιεσμένη από ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, που
υποχρέωσε το Φεβρουάριο του 1981 σχεδόν την εν κρυπτώ ταφή της μισητής
Φρειδερίκης.
Αυτή η
συστηματική υπέρβαση από τους βασιλιάδες
της Ελλάδας της υποχρέωσης που είχαν από το Σύνταγμα να μένουν έξω από τον
καθορισμό της εσωτερικής και εξωτερικής
πολιτικής του αστικού κράτους, καθώς και από κομματικές και ιδεολογικές διαμάχες μοιάζει
να είναι το κοινό χαρακτηριστικό τους, όπως και η έκδηλη απροθυμία τους, έστω
και προσχηματικά, να συνδεθούν με το λαό πάνω στον οποίο η δυναστεία τους
βασίλευε με δυσανάλογη άνεση και χλιδή κοντά έναν αιώνα. Κι έτσι τελικά ήταν φυσική
συνέπεια η απομυθοποίηση του θεσμού ως υπερασπιστού της εθνικής ενότητας, όπως απέδειξαν
πασιφανέστατα τα γεγονότα που οδήγησαν
στην δικτατορία της 21ης Απριλίου, και αποστέρησαν από τη
βασιλεία και το τελευταίο έρεισμά της ακόμα και για μεγάλο ποσοστό συντηρητικών
αστών.
Όπως στο παρελθόν κάθε μεγάλη
εθνική κρίση άρχιζε και τελείωνε με το
ερώτημα, αν θα φύγει ή θα μείνει ο βασιλιάς,
που συντηρούσε το κλίμα
αβεβαιότητας και συνεχών κρίσεων για τη μορφή του πολιτεύματος, μοιάζει και
τώρα υποδόρια να επανέρχονται προβληματισμοί για το ίδιο θέμα με γελοίες
δικαιολογίες. Κι ενώ πια δεν υπάρχουν οι
παράγοντες που στο παρελθόν έγιναν αιτία να διαιωνίζεται η πολιτειακή κρίση στη
χώρα μας, όμως οι συζητήσεις γύρω από αυτήν μοιάζει να αποσυμπιέζει το πολιτικό
κλίμα κι ας φαίνεται το αντίθετο. Ενώ η πολιτικοοικονομική κατάσταση πιέζει μέχρι
ασφυξίας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, οι αντιπαραθέσεις για παρελθόντα
ζητήματα χρησιμοποιούνται για να την συγκαλύπτουν μεταθέτοντας σε άλλα πεδία τη
σύγκρουση. Ενώ τα ζητήματα της τελευταίας δεκαετίας ιδιαίτερα αναδεικνύουν την
ταξική σύγκρουση που σοβεί, οι βρυκολακιασμένες συζητήσεις για τον τίτλο του
έκπτωτου, την εθνικότητά του ή τα δικαιώματα ταφής του μας πισωγυρίζουν σε
αιτήματα αστικού εκδημοκρατισμού των αρχών της μεταπολίτευσης.
Να έχουμε να λέμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου