Κατιούσα
Η χαράδρα (φαράγγι) της Ρεκάς βρίσκεται στην
οροσειρά της Γκιώνας, στο κέντρο της Ρούμελης. Είναι ανάμεσα στα χωριά
Προσήλιο και Βίνιανη (Φωκίδας). Μέρος άγριο, «ανάποδο», δύσκολα
προσβάσιμο, είναι εκείνο το μέρος, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1942 όπου
δίνεται η πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών (Ιταλοί).
Η μάχη της Ρεκάς έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Σηματοδοτεί την έναρξη της ένοπλης αντίστασης του ελληνικού λαού.
Πρόκειται για το πρώτο χτύπημα που έχει άμεσο αντίχτυπο: Να χαμογελάσει ο λαός (τα νέα για την νίκη των ανταρτών μεταδίδονται αστραπιαία) και να τρομάξουν οι κατοχικές αρχές αντιλαμβανόμενες πως πλέον υπάρχουν ένοπλα αντάρτικα τμήματα.
Στη μάχη αυτή, χωρίς υπερβολή, παίρνουν μέρος οι πρώτοι των πρώτων. Οι πρώτοι αντάρτες του ΕΛΑΣ οι οποίοι παίρνουν την πρωτοβουλία να συγκροτήσουν τον αντάρτικο στρατό.
Στην ουσία προετοιμάζεται από μέρες και το τμήμα των ανταρτών του ΕΛΑΣ είναι η μείξη των δύο πρώτων αντάρτικων τμημάτων (Παρνασσίδας και Φθιώτιδας).
Το αντάρτικο τμήμα της Φθιώτιδας δημιουργήθηκε στην Σπερχειάδα τον Μάιο του 1942 ενώ το αντάρτικο τμήμα της Παρνασσίδας δημιουργήθηκε στην Αγόριαννη τον Ιούλιο του 1942. Μέχρι όμως την μάχη της Ρεκάς δεν έχει υπάρξει καμιά ουσιαστική δραστηριότητα (ένοπλη σύγκρουση).
Στην μάχη της Ρεκάς παίρνει μέρος ο Άρης Βελουχιώτης. Επίσης συμμετέχουν ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου, ο μετέπειτα υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, σκοτώθηκε στον εμφύλιο), ο Νικηφόρος (Δημήτρης Δημητρίου), αλλά και οι Καραλιβαναίοι, βιβλικές μορφές του βουνού που φυγοδικούσαν για ποινικά αδικήματα μέχρι την ένταξή τους στον ΕΛΑΣ (σκοτώθηκαν στην περίοδο της λευκής τρομοκρατίας). Συμμετέχει επίσης ο Πελοπίδας (Παντελής Λάσκας, σκοτώθηκε στον εμφύλιο), ο καπετάν Μπάφας (εκτελέστηκε στα Δεκεμβριανά), ο Γιώργος Φυσέκης (σκοτώθηκε από ταγματασφαλίτες στην μάχη των Γαργαλιάνων), ο Θάνος (Φώτης Μαστροκώστας, στην φυλακή από το 1945, αποφυλακίστηκε το 1961 σαν φυματικός και πέθανε μία εβδομάδα μετά την αποφυλάκισή του), ο Πλιατσικολούκας (Λουκάς Τσίτζιρας), ο Γιώργος Χουλιάρας (Περικλής), ο Σουραβλής, ο Νικήτας, ο Αριστείδης, ο Μενέλαος, ο γερο-Δυσσέας, ο Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης, εκτελέστηκε με εντολή Γούσια – Γιώργου Βοντίτσιου τον Δεκέμβριο του 1947), και άλλοι (συνολικά, δύναμη περίπου 35 ανταρτών). Η τραγική ειρωνεία που τους επιφύλαξε η «τύχη»: Οι άνθρωποι που σηματοδότησαν την έναρξη της αντίστασης σε φασισμό και ναζισμό, οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέστηκαν από το μεταπολεμικό και εμφυλιακό παρακράτος.
Βασικός στόχος του Άρη Βελουχιώτη και των ανταρτών είναι να δοθεί ένα χτύπημα κατά των κατοχικών στρατευμάτων, ώστε να γίνει γνωστός ο ΕΛΑΣ. Βρισκόμαστε άλλωστε σε μια περίοδο που στην ουσία αντιστασιακό κίνημα οργανωμένο δεν υπάρχει, παρά μόνο μεμονωμένες ομάδες και αγωνιστές που για να αποφύγουν τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις έχουν βγει στο βουνό.
Ύστερα από νυχτερινή παρακολούθηση, σε μια σύντομη μάχη που γίνεται τα ξημερώματα εξολοθρεύεται το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλικής δύναμης (αποτελείται από 50 Ιταλούς στρατιώτες, σκοτώθηκαν οι 35) με εξαίρεση δύο που καταφέρνουν να διαφύγουν και 13 αιχμαλώτους.
Ο απόηχος της μάχης υπήρξε ακριβώς αυτός που ήθελαν οι αντάρτες και προσωπικά ο Άρης Βελουχιώτης. Το ηθικό του λαού εξυψώνεται, πλέον δεν είναι μύθος ότι υπάρχει αντάρτικος στρατός, ο ΕΛΑΣ. Γίνεται πλέον πραγματικότητα η έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης με τις κατοχικές δυνάμεις.
Από το σημείο όμως αυτό και μετά αρχίζουν και οι ουσιαστικές δυσκολίες. Το πρώτο πράγμα που έχουν να διαχειριστούν οι αντάρτες είναι η τύχη των αιχμαλώτων. Αφού προτείνεται στις κατοχικές αρχές να υπάρξει ανταλλαγή των αιχμαλώτων με πολιτικούς κρατούμενους, πολιτικοί κρατούμενοι εκτελούνται δείχνοντας ότι οι κατοχικές αρχές δεν θέλουν να έρθουν σε καμιά διαπραγμάτευση με τους αντάρτες. Ως εκ τούτου, λίγες μέρες αργότερα εκτελούνται και οι αιχμάλωτοι.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι τα αντίποινα από τους Ιταλούς.
Λίγες μέρες αργότερα, οι Ιταλοί πυρπολούν ολοσχερώς το κοντινό χωριό Προσήλιο. Στόχος να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους κάτι όμως το οποίο δεν πετυχαίνουν. Κατά την διάρκεια της Κατοχής δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια του Προσήλιου (Σεγδίτσα) που να μην έχει μπει μέλος της στον αντάρτικο στρατό. Καί η πυρπόληση του χωριού σηματοδοτεί κάτι πολύ σημαντικό: Την προσπάθεια των κατακτητών να απομονώσουν τους αντάρτες από τα λαϊκά στρώματα και την ύπαιθρο. Το αποτέλεσμα για αυτούς είναι πλήρως αποκαρδιωτικό. Η ύπαιθρος όχι μόνο δεν απομονώνει αλλά αντίθετα αγκαλιάζει τον ΕΛΑΣ, τον τροφοδοτεί με νέους αγωνιστές αλλά και αναλαμβάνει την σίτισή του. Οι τσοπάνηδες μετατρέπονται μαζικά σε πληροφοριοδότες και υποστηρικτές του λαϊκού στρατού.
Το χωριό Προσήλιο (Σεγδίτσα) πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς από τις Ιταλικές δυνάμεις οι οποίες απαγόρευσαν στους εκτοπισμένους χωριανούς να επισκεφτούν το χωριό μετά την πυρπόλησή του. Οι Ιταλοί σκότωσαν ακόμα και τα ζώα με στόχο να ανακόψουν την τροφοδοσία των ανταρτών. Το χωριό δεν κατοικήθηκε ούτε μετά τον πόλεμο λόγω των γεγονότων της λευκής τρομοκρατίας και του εμφυλίου πολέμου. Η καθολική συμμετοχή του χωριού στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε ως αποτέλεσμα μέχρι και την λήξη του εμφυλίου πολέμου οι κάτοικοι να ζουν σε σπηλιές και καλύβες της περιοχής.
Η μάχη της Ρεκάς έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Σηματοδοτεί την έναρξη της ένοπλης αντίστασης του ελληνικού λαού.
Πρόκειται για το πρώτο χτύπημα που έχει άμεσο αντίχτυπο: Να χαμογελάσει ο λαός (τα νέα για την νίκη των ανταρτών μεταδίδονται αστραπιαία) και να τρομάξουν οι κατοχικές αρχές αντιλαμβανόμενες πως πλέον υπάρχουν ένοπλα αντάρτικα τμήματα.
Στη μάχη αυτή, χωρίς υπερβολή, παίρνουν μέρος οι πρώτοι των πρώτων. Οι πρώτοι αντάρτες του ΕΛΑΣ οι οποίοι παίρνουν την πρωτοβουλία να συγκροτήσουν τον αντάρτικο στρατό.
Στην ουσία προετοιμάζεται από μέρες και το τμήμα των ανταρτών του ΕΛΑΣ είναι η μείξη των δύο πρώτων αντάρτικων τμημάτων (Παρνασσίδας και Φθιώτιδας).
Το αντάρτικο τμήμα της Φθιώτιδας δημιουργήθηκε στην Σπερχειάδα τον Μάιο του 1942 ενώ το αντάρτικο τμήμα της Παρνασσίδας δημιουργήθηκε στην Αγόριαννη τον Ιούλιο του 1942. Μέχρι όμως την μάχη της Ρεκάς δεν έχει υπάρξει καμιά ουσιαστική δραστηριότητα (ένοπλη σύγκρουση).
Στην μάχη της Ρεκάς παίρνει μέρος ο Άρης Βελουχιώτης. Επίσης συμμετέχουν ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου, ο μετέπειτα υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, σκοτώθηκε στον εμφύλιο), ο Νικηφόρος (Δημήτρης Δημητρίου), αλλά και οι Καραλιβαναίοι, βιβλικές μορφές του βουνού που φυγοδικούσαν για ποινικά αδικήματα μέχρι την ένταξή τους στον ΕΛΑΣ (σκοτώθηκαν στην περίοδο της λευκής τρομοκρατίας). Συμμετέχει επίσης ο Πελοπίδας (Παντελής Λάσκας, σκοτώθηκε στον εμφύλιο), ο καπετάν Μπάφας (εκτελέστηκε στα Δεκεμβριανά), ο Γιώργος Φυσέκης (σκοτώθηκε από ταγματασφαλίτες στην μάχη των Γαργαλιάνων), ο Θάνος (Φώτης Μαστροκώστας, στην φυλακή από το 1945, αποφυλακίστηκε το 1961 σαν φυματικός και πέθανε μία εβδομάδα μετά την αποφυλάκισή του), ο Πλιατσικολούκας (Λουκάς Τσίτζιρας), ο Γιώργος Χουλιάρας (Περικλής), ο Σουραβλής, ο Νικήτας, ο Αριστείδης, ο Μενέλαος, ο γερο-Δυσσέας, ο Λευτέρης Χρυσιώτης (Σπύρος Τσιλιγιάννης, εκτελέστηκε με εντολή Γούσια – Γιώργου Βοντίτσιου τον Δεκέμβριο του 1947), και άλλοι (συνολικά, δύναμη περίπου 35 ανταρτών). Η τραγική ειρωνεία που τους επιφύλαξε η «τύχη»: Οι άνθρωποι που σηματοδότησαν την έναρξη της αντίστασης σε φασισμό και ναζισμό, οι περισσότεροι από αυτούς εκτελέστηκαν από το μεταπολεμικό και εμφυλιακό παρακράτος.
Βασικός στόχος του Άρη Βελουχιώτη και των ανταρτών είναι να δοθεί ένα χτύπημα κατά των κατοχικών στρατευμάτων, ώστε να γίνει γνωστός ο ΕΛΑΣ. Βρισκόμαστε άλλωστε σε μια περίοδο που στην ουσία αντιστασιακό κίνημα οργανωμένο δεν υπάρχει, παρά μόνο μεμονωμένες ομάδες και αγωνιστές που για να αποφύγουν τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις έχουν βγει στο βουνό.
Ύστερα από νυχτερινή παρακολούθηση, σε μια σύντομη μάχη που γίνεται τα ξημερώματα εξολοθρεύεται το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλικής δύναμης (αποτελείται από 50 Ιταλούς στρατιώτες, σκοτώθηκαν οι 35) με εξαίρεση δύο που καταφέρνουν να διαφύγουν και 13 αιχμαλώτους.
Ο απόηχος της μάχης υπήρξε ακριβώς αυτός που ήθελαν οι αντάρτες και προσωπικά ο Άρης Βελουχιώτης. Το ηθικό του λαού εξυψώνεται, πλέον δεν είναι μύθος ότι υπάρχει αντάρτικος στρατός, ο ΕΛΑΣ. Γίνεται πλέον πραγματικότητα η έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης με τις κατοχικές δυνάμεις.
Από το σημείο όμως αυτό και μετά αρχίζουν και οι ουσιαστικές δυσκολίες. Το πρώτο πράγμα που έχουν να διαχειριστούν οι αντάρτες είναι η τύχη των αιχμαλώτων. Αφού προτείνεται στις κατοχικές αρχές να υπάρξει ανταλλαγή των αιχμαλώτων με πολιτικούς κρατούμενους, πολιτικοί κρατούμενοι εκτελούνται δείχνοντας ότι οι κατοχικές αρχές δεν θέλουν να έρθουν σε καμιά διαπραγμάτευση με τους αντάρτες. Ως εκ τούτου, λίγες μέρες αργότερα εκτελούνται και οι αιχμάλωτοι.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι τα αντίποινα από τους Ιταλούς.
Λίγες μέρες αργότερα, οι Ιταλοί πυρπολούν ολοσχερώς το κοντινό χωριό Προσήλιο. Στόχος να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους κάτι όμως το οποίο δεν πετυχαίνουν. Κατά την διάρκεια της Κατοχής δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια του Προσήλιου (Σεγδίτσα) που να μην έχει μπει μέλος της στον αντάρτικο στρατό. Καί η πυρπόληση του χωριού σηματοδοτεί κάτι πολύ σημαντικό: Την προσπάθεια των κατακτητών να απομονώσουν τους αντάρτες από τα λαϊκά στρώματα και την ύπαιθρο. Το αποτέλεσμα για αυτούς είναι πλήρως αποκαρδιωτικό. Η ύπαιθρος όχι μόνο δεν απομονώνει αλλά αντίθετα αγκαλιάζει τον ΕΛΑΣ, τον τροφοδοτεί με νέους αγωνιστές αλλά και αναλαμβάνει την σίτισή του. Οι τσοπάνηδες μετατρέπονται μαζικά σε πληροφοριοδότες και υποστηρικτές του λαϊκού στρατού.
Το χωριό Προσήλιο (Σεγδίτσα) πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς από τις Ιταλικές δυνάμεις οι οποίες απαγόρευσαν στους εκτοπισμένους χωριανούς να επισκεφτούν το χωριό μετά την πυρπόλησή του. Οι Ιταλοί σκότωσαν ακόμα και τα ζώα με στόχο να ανακόψουν την τροφοδοσία των ανταρτών. Το χωριό δεν κατοικήθηκε ούτε μετά τον πόλεμο λόγω των γεγονότων της λευκής τρομοκρατίας και του εμφυλίου πολέμου. Η καθολική συμμετοχή του χωριού στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε ως αποτέλεσμα μέχρι και την λήξη του εμφυλίου πολέμου οι κάτοικοι να ζουν σε σπηλιές και καλύβες της περιοχής.
Στάθης Κατσούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου