Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι τρόποι κατανάλωσης, το «ξεβλάχεμα»









Από atexnos.

Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου
Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Αναφέρει κάπου ο Μαρξ στα Grundrisse (Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας) πως η καπιταλιστική παραγωγή δεν παράγει μόνο την κατανάλωση αλλά και τους τρόπους κατανάλωσης, δηλαδή τι και πως θα καταναλώσουμε. Π.χ. η παραγωγή του προσωπικού αυτοκινήτου, -εξατομικεύοντας την ικανοποίηση μιας κοινωνικής ανάγκης, όπως είναι η μετακίνηση-, επέβαλλε τρόπους κατανάλωσης και τρόπους ζωής (Lifestyles). Συνεπώς τα καταναλωτικά ήθη, τα Lifestyles εξαρτώνται αν δεν επιβάλλονται κιόλας από την ανάγκη πώλησης των εμπορευμάτων (πραγμάτωση της υπεραξίας). Σε αυτό συμβάλλουν επίσης η διεύρυνση της κατανάλωσης (νέες καταναλωτικές ανάγκες/εμβόλιμες ανάγκες) και ο εκδημοκρατισμός (πλουραλισμός) τρόπων ζωής.


Από τη σφαίρα παραγωγής στη σφαίρα της κατανάλωσης: η φετιχοποίηση των εμπορευμάτων

Με εαυτή την έννοια ο καπιταλισμός ευνόησε αν δεν υποβοήθησε κιόλας μέσω ενός νέου εργασιακού ήθους («μεταφορντικό») τη διαμόρφωση νέων Lifestyles για το σώμα, την υγεία, την επικοινωνία, τη σεξουαλικότητα, τη διασκέδαση κ.λπ. (αθλητικά κέντρα, κοσμητική χειρουργική, προϊόντα, μουσικά ρεύματα, είδη ένδυσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.). Μέρος αυτού του εγχειρήματος είναι και η επικάλυψη της σφαίρας παραγωγής από τη σφαίρα της κατανάλωσης όπως και το σβήσιμο κάθε ίχνους εργασίας από τα εμπορεύματα που να θυμίζει τις συνθήκες εργασίας (φετιχισμός των εμπορευμάτων). Εδώ πατάει, εν μέρει, η ιδεολογία της άυλης εργασίας που διατείνεται πως επειδή η εργασία δεν είναι πλέον μετρήσιμη (όπως Negri κ.ά.) παύει να ισχύει και η θεωρία της αξίας (σύνδεση τιμής με την εργασία που αναλώθηκε για την παραγωγή).

Ωστόσο ο φετιχισμός των εμπορευμάτων αποσυνδέει την αξία των πραγμάτων από την εργασία που ενσωματώνουν και τη συνδέει με τον «εσωτερικό κόσμο», με τις επιθυμίες και τα υποκειμενικά νοήματα. Κατά κάποιο τρόπο σε διακύβευμα αναδεικνύεται πλέον όχι η αξία των αντικειμένων αλλά ο τρόπος χρήσης τους. Με αυτή την έννοια, και εφόσον τα άτομα είναι φορείς πολιτισμικού κεφαλαίου, αισθητικής κρίσης κ.λπ. (στοιχεία που είναι απόρροια και ομόλογα των ταξικών θέσεων), δηλαδή «ξέρουν» να καταναλώνουν, μπορούν να προσλάβουν και να επιδείξουν (πρακτικές διάκρισης). Εξάλλου οι καταναλωτικές πρακτικές ως πρακτικές διάκρισης  αφορούν αντικείμενα που εμπεριέχουν (εκτός της χρηστικής του αξίας) πρωτίστως μια συμβολική αξία ή, τείνουν να σπανίζουν. Αυτό θα αφορά πρωτίστως την κατανάλωση (πρόσληψη) αντικειμένων ή, υπηρεσιών μέσω των οποίων τα άτομα θα μπορούν να διακριθούν για να τοποθετηθούν στην  κοινωνική διαστρωμάτωση (έργα τέχνης, είδη μουσικής, συνθήκες του κατοικείν, αυτόνομες/δημιουργικές μορφές εργασίας κ.λπ.). Περιορισμένα θα αφορά επίσης αγαθά μαζικής κατανάλωσης που έχουν μόνο αξία χρήσης (πατάτες, ψωμί, κρέας κ.λπ.), όπως και δημόσια αγαθά που καταναλώνονται μαζικά (υγεία, εκπαίδευση, δημόσιες συγκοινωνίες κ.λπ.). Από την άλλη η πολλαπλή επιβάρυνση του δομημένου περιβάλλοντος αναδεικνύει σε σπάνια αγαθά, τη φύση, το χώρο, τον καθαρό αέρα, την ησυχία κ.ά. δημιουργώντας μια νέα βάση διάκρισης. Αυτό, ότι δηλαδή τα είδη ανάγκης δεν συνιστούν αντικείμενο διάκρισης, καταδεικνύεται και στους διαφορικούς δείκτες δαπανών ανάμεσα στους εργάτες και τα ανώτερα στελέχη (διευθυντικά). Ο λόγος εργάτες προς ανώτερα στελέχη είναι μόλις 100 προς 135 για τα είδη πρώτης ανάγκης (ψωμί, κατοικία, ένδυση κ.ά.) ενώ αυξάνεται κατακόρυφα και είναι 390 προς 100 για τη σχόλη (κατοικείν, φύση, καθαρός αέρας, διαμόρφωση ελεύθερου χρόνου κ.ά.) (Μπωντριγιάρ 2005: 56).

Οι παραπάνω θέσεις έχουν νόημα εφόσον δεχτούμε πως τα κοινωνικά υποκείμενα (άτομα, κοινωνικές τάξεις) δε συγκροτούνται στη σφαίρα παραγωγής του κοινωνικού πλούτου αλλά στη σφαίρα κατανάλωσης. Εφόσον δηλαδή δεχτούμε πως το οικονομικό στοιχείο, -ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία οργανώνει την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου (πολιτική οικονομία)-, συνιστά μέρος της κουλτούρας (πολιτισμική πρακτική), ως να είναι ένθετο στο κοινωνικό-πολιτισμικό στοιχείο. Τότε όμως ποιος και πως θα θέσει το ζήτημα στο σύστημα παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας; Οι καταναλωτές βρίσκονται έξω από τη σφαίρας παραγωγής ενώ συνιστούν εκτός των άλλων ένα διαταξικό και ανομοιογενές μόρφωμα; Σε αυτό ανήκουν οι αστοί αλλά και οι εργάτες, οι χωρικοί κ.ά. Επομένως τα Lifestyles και οι καταναλωτικές πρακτικές που τα υποβαστάζουν, διαμεσολαβούν αν δεν αντανακλούν κιόλας τις κοινωνικές θέσεις των ατόμων. Για τους ίδιους λόγους οι «φυλές» (ομάδες με στιλ ζωής, κλίμακες στάσεων και συμπεριφορών κ.ά.) που στις νεοφυλετικές (neo-tribal) προσεγγίσεις (όπως Maffesoli 1988) αντικαθιστούν τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, διαθέτουν επίσης πεπερασμένες δυνατότητες δράσης. Εκτός αν εννοιολογήσουμε την κοινωνική δράση με βιταλιστικούς όρους (élan vital), αναγνωρίζοντας αυτή αποκλειστικά στις «ανώτερες τάξεις» και όχι στην εργατική τάξη που συνιστά, όπως υποστήριζε ο M. Halbwachs, μια «αδρανή και μηχανική μάζα» (Desjeux 2007:18). Εφόσον λοιπόν ορίσουμε την καταναλωτική συνθήκη ως πεδίο κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού είναι σαν να αναγορεύουμε το κοινωνικό υποκείμενο στα μεσαία στρώματα, πόσο μάλλον όταν αυτά έχουν στην κατοχή τους πολιτισμικό κεφάλαιο και μπορούν να αμφισβητούν τις ιεραρχίες γούστου (ανώτερη, λαϊκή) αποκτώντας πρακτικές «πολιτισμικής παμφαγίας» (R. Peterson). Έτσι τη στιγμή που έχουν πρόσβαση, ας πούμε στην συμφωνική μουσική, την όπερα, το χοροθέατρο κ.λπ. μπορούν να έχουν πρόσβαση και στη λαϊκή κουλτούρα (country, δημοτικά, εθνικ κ.λπ.) διαχέοντας οριζοντίως και προς τα πάνω (trickle-up effect)  καταναλωτικές πρακτικές και Lifestyles (βλ. Sassatelli 2016:136).

Η «επιδεικτική κατανάλωση» και οι κοινωνικές θέσεις

Αυτό όμως που προσδίδει διαχρονικό σχεδόν διϊστορικό χαρακτήρα στην κατανάλωση και τη συνδέει με την κοινωνική διαστρωμάτωση είναι πως αυτή υπάρχει χάριν ενός δομικού πλεονάσματος (μερίδιο του θεού, δαπάνη γοήτρου, υπεραξία κ.ο.κ.) που συνυπάρχει όμως με μια δομική σπάνη (βλ. κοινωνικές ανισότητες, κοινωνική εξαθλίωση) (βλ. Μπωντριγιάρ 2005). Η «επιδεικτική καταστροφή» αυτού του πλεονάσματος (πότλατς, περίβλεπτη κατανάλωση, πρακτικές κατανάλωσης κ.λπ.) που παράγεται από την ανθρώπινη εργασία, υποδηλώνει την κοινωνική θέση σε ένα σύστημα εξουσίας και ανταγωνισμών, επειδή, παρόλο που είναι «αντιπαραγωγική» δαπάνη, δείχνει πως κάποιες κοινωνικές ομάδες είναι μακριά από την ανάγκη και δεν χρειάζεται να μοχθήσουν και να εργαστούν, γεγονός που τις τοποθετεί υψηλά σε ένα σύστημα ιεράρχησης κύρους, γοήτρου και τιμής. Η απόσταση από την ανάγκη και η αποποποίηση του κοινωνικού κόσμου, του κόσμου της εργασίας (βλ. και Veblen 1994), δηλαδή οι ίδιες οι συνθήκες ζωής και εργασίας είναι που διαμορφώνουν πάλι, σύμφωνα με τον P. Bourdieu, τάξεις αισθητικού γούστου και υποτάσσουν τη λειτουργία στη μορφή (βλ. κυρίαρχη κουλτούρα) ή, υποτάσσουν τη μορφή στη λειτουργία, (βλ. λαϊκή κουλτούρα), εμβαθύνοντας τις υφιστάμενες διακρίσεις.

Ωστόσο η αναδιάρθρωση της παραγωγής και η διεύρυνση των νέων μεσαίων στρωμάτων (διαταξικό μόρφωμα) που απασχολούνται κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών που καταναλώνονται όμως πάραυτα, αποδέσμευσε την κατανάλωση από τις κοινωνικές θέσεις διαμορφώνοντας μια αποσπασματική και εφήμερη αντίληψη για την πραγματικότητα. Σε μεγάλο βαθμό αυτές οι ανακατατάξεις θεματοποιούνται προνομιακά από την αντίληψη της πραγματικότητας ως παράθεση σημαινόντων χωρίς αναφορά σε ένα εξωτερικό σημείο, σε ένα σημαινόμενο (εργασία ή, κοινωνική τάξη) (θεωρία του μεταμοντέρνου). 

Μεθοδολογική συνέπεια αυτής της αλλαγής παραδείγματος είναι η πληθυντική πραγματικότητα με έμφαση πλέον τις επιμέρους πρακτικές ατόμων, ομάδων και υποπολιτισμικών μορφωμάτων, πράγμα που επιτρέπει την πλήρη αυτονόμηση της καταναλωτικής συνθήκης από διαστρωματικούς δείκτες (εισόδημα, πολιτισμικό κεφάλαιο κ.λπ.). Έτσι λοιπόν μεταβαίνουμε από τις ποσοτικές μορφές κατανάλωσης (πολυτέλεια, πλούτος κ.λπ.) σε λεπτεπίλεπτες μορφές διάκρισης (κουλτούρα, αισθητικό γούστο, “αίσθηση του κατοικείν” κ.λπ.). Με βεμπεριανούς όρους και έχοντας κανείς στο μυαλό του την Προτεσταντική Ηθική θα μιλούσε για την ανάδειξη της «λιτότητας» σε πρακτική διάκρισης, πράγμα που αποτυπώνεται, εξάλλου στη μινιμαλιστική κομψότητα της μόδας κ.ο.κ. Ωστόσο εδώ πρόκειται πάλι για πρακτικές του φαίνεστε που βασίζονται στον «εκλεκτικό ασκητισμό» της κυρίαρχης τάξη (βλ. διατροφική κατανάλωση) σε αντιδιαστολή με τον «αναγκαστικό ασκητισμό» του είναι των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων (Bourdieu 2008).

Τρόποι κατανάλωσης, Livestyles και «ξεβλάχεμα»: η ελληνική εκδοχή

Προβάλλοντας αυτή την ανάλυση για την κατανάλωση πάνω στην ελληνική κοινωνία μέσα από την ιθαγενή κατηγορία («ξεβλάχεμα») (όπως τη νοηματοδοτούν τα ίδια τα υποκείμενα), έννοια που περιγράφει την αλλαγή νοοτροπιών και την προσαρμογή σε νέες θα εντοπίζαμε δύο κύρια χαρακτηριστικά για την επίμαχη περίοδο (δεκαετία ΄80 και ’90). Από τη μια έχουμε ένα δομικό πλεόνασμα, απλήρωτη εργασία (υπεραξία), μέρος του οποίου που αναζητά τρόπους «επιδεικτικής καταστροφής» α λα πότλατς (αφορά κυρίως λεφτά από επιδοτήσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα κ.λπ.), όπως δείξαμε παραπάνω, από την άλλη έχουμε την ανέλιξη μικροαστικών στρωμάτων αλλά και την διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων που είναι φορείς εκπαιδευτικού και μορφωτικού κεφαλαίου. Μέρος αυτής της «επιδεικτικής κατανάλωσης» είναι και η φιλανθρωπική δράση, τα μορφωτικά ιδρύματα των Τραπεζών, τα Ιδρύματα εταιρικών ομίλων κ.ά. που εκτός των άλλων νομιμοποιούν κοινωνικά την απόσπαση του παραγόμενου πλούτου.

Σε αυτό το ρευστό κοινωνικό τοπίο η σύνδεση κοινωνικών θέσεων με πρακτικές κατανάλωσης και Lifestyles συμβάλλει σε διεργασίες υποκειμενοποίησης και δόμησης ταυτοτήτων. Πολύ δύσκολα οι συντηρητικές καταναλωτικές πρακτικές προηγούμενων δεκαετιών θα μπορούσαν να επεξεργαστούν και να προβάλλουν ανάγκες που προέκυψαν από την γυναικεία χειραφέτηση, τη δυναμική εμφάνιση της νεολαίας ως παράγοντα αλλαγής, την εμφάνιση νέων στρωμάτων. Η ηγεμονία του ιδεολογικού τρίπτυχου (Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια) δεν άφηνε σχεδόν κανένα περιθώριο για ένα πλουραλισμό και εκδημοκρατισμό τρόπων ζωής και συμπεριφορών (νεωτεριστικές στάσεις, στυλ ένδυσης και εμφάνισης, σεξουαλικές ταυτότητες κ.ά.). Παρόλο που αυτές οι ανάγκες θεματοποιούνταν εν μέρει στις νεολαιίστικες πολιτικές οργανώσεις (ΚΝΕ, Ρήγας Φεραίος κ.ά.) τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ΄90, η πολιτική κοινωνικοποίηση με τον εγγενή της εξορθολογισμό έθετε εκ των πραγμάτων όρια στον ευδαιμονισμό και στις επιθυμίες ανέλιξης. Μόνο τα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό, πόλης κ.ά.) θα μπορούσαν να ρευστοποιήσουν ανάγκες και επιθυμίες και να τις δεξιωθούν.

Ωστόσο η εμφάνισή τους δεν είναι ζήτημα χρονικής συγκυρίας αλλά δομικό που εξαρτάται από τις ανάγκες της παραγωγής (αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου), όπως αρθρώθηκε στο λόγο του «Μεταφορντισμού», όταν η αμφισβήτηση των τεϊλορικών διαχωρισμών από τα μέσα (εργατική δυσφορία, λευκή απεργία, καταλήψεις εργοστασίων κ.λπ.) συνδέθηκε με την «καλλιτεχνική κριτική» από τα έξω (Αλεξίου 2003). Παρόλα αυτά το εγχείρημα «εξανθρωπισμού της εργασίας» που ακολούθησε δεν μπόρεσε να αμβλύνει τις επιπτώσεις αυτών των διαχωρισμών, καθώς προσέκρουσε στη δομή της καπιταλιστικής επιχείρησης. Φορέας της δεύτερης κριτικής (απ’ έξω) έγιναν τα κινήματα πολιτισμικής διαμαρτυρίας του ΄60 και ΄70 (βλ. Βoltanski 2003). Αυτά ακολουθώντας τις εμπειρίες του σώματος και του ψυχισμού (σεξουαλική απελευθέρωση, ψυχεδέλεια, παραισθησιογόνα κ.λπ.), αναζητούσαν τα αυθεντικό και το αναπαλλοτρίωτο, προλειαίνοντας το έδαφος για μια νέα καταναλωτική αγορά ταυτοτήτων και αντικειμένων (χίπις, μουσική ροκ, ενδυματολογικές πρακτικές, χρήση του τζιν κ.λπ.).

Εφόσον η κατανάλωση λειτουργεί ως πρακτική διάκρισης θα αφορά, εφόσον μιλάμε για τη δεκαετία του ΄80 στη χώρα μας, πρωτίστως τα μικροαστικά στρώματα που δεν έχουν πολιτισμικό κεφάλαιο. Αυτά επιχειρούν να εξισορροπήσουν τα κενά που προέκυψαν από την κοινωνική τους «ανέλιξη» μέσα από ένα επιδεικτικό καταναλωτισμό (αυτοκίνητα, οικιακός εξοπλισμός, εξοχικό κ.λπ.). Η αισθητική τους αντίληψη θα εξαντληθεί σέ «κάνα θέατρο», σε «καμιά συναυλία» κ.ο.κ., όπως διακωμωδείται στους στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη «διάλεξη εδίδετο υπερ του Μαλακάση, και είπε και αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει” (Μικροαστικά). Συχνά μάλιστα οι αγοραίες δεξιότητες (καπατσοσύνη, ρίξιμο, μαγκιά κ.λπ.) αναγορεύονται στο πλαίσιο ενός ευδαιμονικού κυνισμού σε καθωσπρέπει συμπεριφορές, καθώς συμβάλλουν στην κοινωνική ανέλιξη. Το έθνος γίνεται περισσότερο αντιληπτό ως κοινότητα (παρά ως φυλή) και εκκοσμικεύεται. Η εθνική ταυτότητα χάνει την επιθετικότητά της, συνεχίζει όμως να αποτελεί σημείο αναφοράς των μικροαστικών στρωμάτων. Σε κάθε περίπτωση αυτό δεν προσλαμβάνεται ως «φαντασιακή κοινότητα» (B. Anderson) αλλά, όπως στο Μακρυγιάννη, ως οργανική κοινότητα (προέκταση της παρέας, του χωριού κ.λπ.).

Κάπου εδώ ξεκινά και μια προσπάθεια προσαρμογής των μικροαστικών στρωμάτων στη νέα κατάσταση. Η ανάδειξη και η πρόσληψη νεωτεριστικών Lifestyles (το «ξεβλάχωμα») μπαίνει στην ημερήσια διάταξη (περιοδικά, διαφημίσεις, ιδιωτικά ΜΜΕ κ.λπ.) Η εθνική ταυτότητα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε ευρωπαϊκή ταυτότητα με φορέα το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα (δεκαετία του ΄90). Στην περίοδο αυτή μετριάζεται επίσης και εκείνος ο μικροαστικός κονφορμισμός που εμφορούνταν από πατριαρχικές και σεξιστικές αντιλήψεις, καθώς αποτελούσε τροχοπέδη στο συγχρωτισμό αυτών των στρωμάτων με άλλα κοινωνικά στρώματα που η οικονομική ανάπτυξη έφερε μαζί της (επαγγελματίες ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ελεύθεροι επαγγελματίες, επαγγελματίες ακτιβιστές κοινωνικών κινημάτων, κρατικά στελέχη κ.ά.).

Προετοιμάζοντας τη χώρα για την ΟΝΕ ο εκσυγχρονισμός θα αποδομήσει την στερεοτυπική ταυτότητα του «νεοέλληνα» («έξω καρδιά», «φιλότιμος», «ωραίος» κ.λπ.) δημιουργώντας αμηχανίες και ενοχές για την κοινωνική του αυτοαντίληψη και το εργασιακό του ήθος (τζαμπατζήδες, τεμπέληδες, αργόσχολοι, διεφθαρμένοι κ.ο.κ.). Ως γνωστόν αυτοί οι χαρακτηρισμοί θα ενεργοποιηθούν εκ νέου με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης από Έλληνες και Ευρωπαίους πολιτικούς. Μια ταξική διευθέτηση του μικροαστικού ζητήματος θα επέλθει εν μέρει με την «φούσκα» του χρηματιστηρίου (1999), όταν μεγάλο μέρος κυρίως των μικροαστικών στρωμάτων που «έπαιξαν και έχασαν», εκπίπτουν κοινωνικά, με τις περιουσίες τους (κάπου 136 δισ. Ευρώ) να περνούν στις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης. Ωστόσο μέρος του «δομικού πλεονάσματος» (κέρδη στο χρηματιστήριο, επιδοτήσεις, εοκικά κονδύλια κ.λπ.) που αφορά πάλι μικροαστικά στρώματα αλλά και μεσαία στρώματα θα καταναλωθεί επιδεικτικά, κυρίως από νεόπλουτους, μέσα από πρακτικές πότλατς στην Αράχωβα, στη Μύκονο, στο «πρώτο τραπέζι πίστα» κ.ο.κ.

Συμπέρασμα

Κλείνοντας θα λέγαμε πως η επιδεικτική κατανάλωση με τους ομόλογους τρόπους ζωής (Lifestyles) έρχεται να επιβεβαιώσεις κοινωνικές θέσεις μικροαστικών στρωμάτων, ας πούμε νεόπλουτων, που βιώνουν, εξαιτίας της ταξικής τους αμφισημίας, την ανασφάλεια και την αμηχανία. Αντίθετα τα μεσαία στρώματα και τα αστικά διαθέτοντας πολιτισμικό κεφάλαιο δίνουν έμφαση σε εκλεπτυσμένους και «καλλιεργημένους» τρόπους ζωής και κατανάλωσης. Τα δεύτερα (αστικά) έχουν επίσης πρόσβαση σε σπάνια αγαθά (υψηλές υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας, ελεύθερου χρόνου, ταξιδιών κ.ά.). Η καταναλωτική συνθήκη ως διεργασία δόμησης ταυτότητας θα αφορά λιγότερο την εργατική τάξη, καθώς αυτή αδυνατεί εξαιτίας της ταξικής της κατάστασης να πάρει απόσταση από την ανάγκη και την πρακτικότητα. Εξάλλου τα αντικείμενα πρώτης ανάγκης που καταναλώνει κάθε άλλο παρά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επίδειξης και διάκρισης.

Βιβλιογραφία
 
Θ. Αλεξίου, «Το εργασιακό ήθος του Μεταφορντισμού», στο Ρ. Παναγιωτοπούλου, Σ. Κονιόρδος, Λ. Αλιμπράντη-Μαράτου (επιμ.), Παγκοσμιοποίηση και σύγχρονη κοινωνία, Αθήνα 2003.
L. Boltnaski, E. Chiapello, Der neue Geist des Kapitalismus, Konstanz 2003.
P. Bourdieu, H διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης, Αθήνα 2008.
Ζ. Μπωντριγιάρ, Η καταναλωτική κοινωνία, Θεσσαλονίκη 2005.
D. Desjeux, Η κατανάλωση, Αθήνα 2007
M. Maffesoli, Le temps des tribus.
Le déclin de l’individualisme dans les sociétés de masse, Paris 1988
R. Sassatelli,
Καταναλωτική κουλτούρα. Ιστορία, θεωρία και πολιτική, Θεσσαλονίκη 2016.
Thor. Veblen, Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, Αθήνα 1994.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου