Η πανδημία και η οικονομική κρίση που επιταχύνθηκε εξαιτίας της αναδεικνύουν ακόμη πιο έντονα τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που είναι νόμος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ένα οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Γερμανίας. Πρόκειται για ένα από τα πιο ισχυρά και αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη του κόσμου και ταυτόχρονα είναι στις κορυφαίες θέσεις των ανισοτήτων.
Η αντίθεση παραγόμενου πλούτου και φτώχειας είναι πραγματικά τρομερή. Εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα αδικίας, ανασφάλειας, απαισιοδοξίας για το μέλλον, που κυριαρχεί στην πλειοψηφία του γερμανικού λαού (σύμφωνα με πολλές δημοσκοπήσεις), παρά τις επιδόσεις της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας, παρά το στοιχειώδες «δίχτυ» κοινωνικής προστασίας.
***
***
Δεν έχει να κάνει μόνο «με το ποσό του πλούτου», αλλά με χρηματοοικονομικές επενδύσεις, επιχειρηματικά περιουσιακά στοιχεία, ιδιωτική ασφάλιση, ακίνητα ή οχήματα, σημειώνουν οι ερευνητές.
«Πάνω απ' όλα, οι εκατομμυριούχοι επενδύουν τον πλούτο τους διαφορετικά από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενώ η μεσαία τάξη κατέχει μεγάλο μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων σε ακίνητα ή χρηματοοικονομικές επενδύσεις, περίπου το 40% του πλούτου των εκατομμυριούχων ανήκει σε μετοχές εταιρειών. Τα περιουσιακά τους στοιχεία είναι επιχειρηματικά περιουσιακά στοιχεία, από τα οποία εξαρτώνται οι θέσεις εργασίας, οι μισθοί, τα φορολογικά έσοδα. Από την άλλη, ο μισός πληθυσμός όχι μόνο δεν κατέχει σχεδόν τίποτα, αλλά και μετά βίας του περισσεύει κάτι στο τέλος του μήνα», συμπεραίνουν.
***
Οι εργαζόμενοι με τις άθλιες εργασιακές σχέσεις, γνωστές και ως «mini jobs» (όπου ο εργαζόμενος δεν κερδίζει περισσότερα από 450 ευρώ το μήνα), όχι μόνο δεν μπορούν να ζήσουν όσο εργάζονται, ήταν και οι πρώτοι που έχασαν τη δουλειά τους. Επειδή είναι ανασφάλιστοι για την ανεργία, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε σε προγράμματα εκ περιτροπής εργασίας κ.ά.
Οι χαμηλόμισθοι στη Γερμανία έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 60% από το 1995 και σήμερα αυτή η κατηγορία εργαζομένων είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Το 2018, περισσότεροι από 1 στους 5 εξαρτημένους υπαλλήλους κέρδιζαν λιγότερα από 11,40 ευρώ την ώρα (μεικτά), εισόδημα το οποίο εξανεμίζεται μόνο με τα πάγια έξοδα. Περίπου 2,5 εκατ. εργαζόμενοι κέρδισαν λιγότερα και από το ελάχιστο ωρομίσθιο, δηλαδή αμείβονταν με 8,40 ευρώ.
Πάνω από το 50% των χαμηλόμισθων εργάζονταν στο εμπόριο, στη βιομηχανία των μεταφορών και των τροφίμων, αλλά και στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο αριθμός των χαμηλόμισθων εργαζομένων με μεσαία ή υψηλότερα προσόντα αυξήθηκε κατά 1 εκατ. και το 2018 αυτοί αποτελούσαν περίπου το 40% των χαμηλόμισθων.
Είναι η περίοδος που η γερμανική καπιταλιστική οικονομία εκτοξεύτηκε, ενώ αντιστρόφως ανάλογη ήταν η «ευημερία» του εργαζόμενου πληθυσμού, παρά τον πλούτο που ολοένα και αυξάνεται, παρά τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας.
***
Ε. Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου