Ένας
βασικός περιορισμός τέτοιων αναλύσεων από το συγκεκριμένο χώρο, που πρέπει
πάντα να μετριούνται με κριτήριο την πράξη, είναι πως το εξωκοινοβούλιο πάσχει
από το σύνδρομο του χαρταετού, γαντζώνεται από το αυθόρμητο, ζει και πεθαίνει
μαζί του, γίνεται ουρά του, ενώ βαυκαλίζεται πως το καθοδηγεί, κι είναι
καταδικασμένο να πέσει μαζί με το χαρταετό, μόλις εξαντληθεί η αρχική δυναμική
του, ή αρχίσει να φυσάει κόντρα, και να περιμένει καρτερικά το επόμενο φύσημα
του ανέμου, για να ανέβει, να νιώσει πως ταξιδεύει ή ότι εφοδεύει στον ουρανό.
Μια
οργάνωση, συλλογικότητα, χώρος, μετωπικό σχήμα, ομάδα ανθρώπων (τέλος πάντων
οτιδήποτε εκτός από κόμμα), που πίστευε ή έθετε ως στόχο να παρέμβει στο
αυθόρμητο, έπρεπε να έχει συγκεκριμένο σχέδιο, να μετράει τα βήματα που
καταφέρνει, να αναπροσαρμόζει τα πλάνα της, να δοκιμάζει συνθήματα, μορφές,
μέσα, να τα εναλλάσσει, κτλ. Όποιος πιστεύει πως έχει καταφέρει κάτι από αυτά και
πως τα ακολούθησε έστω κατά προσέγγιση, μπορεί να μιλήσει σε διαφορετική βάση.
Αλλιώς αυτά που λέει δεν έχουν ιδιαίτερη αξία ούτε κάποιο πρακτικό αντίκρισμα.
Μπορεί
ωστόσο να διηγείται ωραίες ιστορίες (για να τρώνε το φαγητό τους οι υπόλοιποι)
και να μοιραστεί την πείρα του από το μπόλιασμα του αυθόρμητου με το συνειδητό στις
μαύρες καταλήψεις του (μαύρου) Δεκέμβρη, όπου πήγαινε με τους συντρόφους του,
με παλμό κι αλυσίδες (Θεοδωράκης-Φαραντούρη, Θεοδωράκης-Φαραντούρη) να το
συναντήσουν κι έμεναν παγωτό αντικρίζοντας το συγκεντρωμένο λούμπεν στοιχείο,
που καλούνταν να γίνει το επαναστατικό υποκείμενο της εξέγερσης.
Ένα
βασικό συμπέρασμα που βγαίνει κι από την πρόσφατη πείρα, είναι πως το αυθόρμητο
εκπαιδεύεται, διαπαιδαγωγείται. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι εγκληματικό να το
αφήνεις στην τύχη του, να το εξιδανικεύεις ή να πηγαίνεις με τα νερά του, για
να το καλοπιάσεις και να το προσεγγίσεις. Αν άφησε κάτι πίσω του ο Δεκέμβρης,
ως κληρονομιά στα κινηματικά ήθη και έθιμα και την πολιτική παιδεία ενός κόσμου,
είναι ένα άγριο, αντιμπατσικό, αντικρατικό ένστικτο, που εξαντλεί τη στόχευση
και τη δυναμική του σε βιτρίνες και τα όργανα της τάξης, αλλά είναι σχεδόν
τυφλό, για να σημαδέψει την τάξη που υπηρετούν τα τελευταία.
Η
αγανάκτηση των πλατειών ξεθύμανε σε ακίνδυνα (ή επικίνδυνα αν σκεφτείς το
ξέπλυμα και τη νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής) εκλογικά μονοπάτια, με βασικά
χαρακτηριστικά το αμεσοδημοκρατικό ακομμάτιστο (έξω τα κόμματα) και τις αντιμνημονιακές
μούντζες. Όταν πας με τέτοιους όρους και βασικά χωρίς δικούς σου όρους, δε σου
μένει παρά να υποκλιθείς μπροστά του και να περιμένεις να τσιμπήσεις εκλογικά μερικές
ψήφους συμπάθειας. Κι όσο για το μπόλιασμα, αυτό μένει στα χαρτιά των
μακροσκελών ανακοινώσεων.
Οφείλουμε
επίσης να θυμηθούμε την πολύ χρήσιμη σημείωση του Βλαδίμηρου για την αυθόρμητη
συνείδηση της εργατικής τάξης, που δεν μπορεί να φτάσει από μόνη της πέρα από
το επίπεδο των οικονομικών διεκδικήσεων, στην αναγκαιότητα μιας άλλης κοινωνίας
και μιας επαναστατικής εξουσίας που θα καθοδηγήσει το πέρασμα σε αυτήν. Η
δουλειά των κομμουνιστών δεν είναι να ποτίζουν το αυθόρμητο για να μας δώσει
από μόνο του καρπούς, αλλά η καλλιέργεια, που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα
πράγματα κι ανάμεσά τους και το ξερίζωμα (αυταπατών, ιδεοληψιών, κτλ), σε διάκριση
με το «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν».
Σε
αυτό το τελευταίο βασίζεται η ανάλυση του εξωκοινοβουλίου (και όχι μόνο) για τα
μεταβατικά προγράμματα, που γεφυρώνουν θεωρητικά το χάσμα ανάμεσα στις άμεσες
διεκδικήσεις και το στρατηγικό στόχο. Κι εδώ παρουσιάζεται μια βασική λογική
αντινομία το αρχικού σχήματος που εξετάζουμε, καθώς προκρίνονται κάποιοι ενδιάμεσοι
στόχοι, για να διαπαιδαγωγήσουν ένα «αυθόρμητο», που εκφράζεται είτε με βία,
ανεβασμένα μέσα (πχ Δεκέμβρης), είτε με απογειωμένους στόχους, όπως η κατάργηση
του χρήματος και των κομμάτων (στην περίπτωση των πλατειών).
Αυτό
κατά τη γνώμη μου θέτει ένα σοβαρό ζήτημα τι ακριβώς ονομάζουμε αυθόρμητο και κατά
πόσο είναι όντως αυθόρμητο (που εκφράζεται με αυθεντικό τρόπο) ή αν κουβαλά τα
σημάδια της κυρίαρχης ιδεολογίας, που τα έχει ενσωματώσει ως δικές του ιδέες,
κι όχι απλά μια ανώριμη ανυπομονησία. Οι «αυθόρμητες» απαντήσεις που λαμβάνουν
πχ οι δημοσκόποι είναι αυτές που έχουν φροντίσει να καταστήσουν «κοινό τόπο»
δια της επανάληψης, μέσω των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (που ήταν
και βασικοί δίαυλοι προώθησης των πλατειών). Κι ως γνωστόν, όποιος δεν έχει
γνώμη, δανείζεται τα κλισέ των ΜΜΕ, όταν καλείται να εκφράσει μια άποψη γύρω
από ένα ζήτημα.
Εν
πάση περιπτώσει, αν υπήρχε κάτι θετικό κι αυθόρμητο στο Δεκέμβρη, αυτό ήταν ότι
κατέβηκαν μαθητές στους δρόμους, σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ακόμα και σε
μέρη-χωριά, που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι
πρέπει να του προσδίδουμε χαρακτηριστικά και βαρύγδουπους τίτλους που δεν αντιστοιχούν
στην εικόνα του (πχ η πρώτη εξέγερση ενάντια στην οικονομική κρίση) κι ότι δεν
είναι προβληματική η απουσία οποιασδήποτε συνέχειας σε αυτό το ξέσπασμα, και τα
επιλεκτικά αντανακλαστικά για τα Εξάρχεια, ως κινηματική έδρα, που δεν
εκδηλώθηκαν με την ίδια ορμή και ένταση, σε άλλες περιπτώσεις, με πιο ταξικά
χαρακτηριστικά, όπως το παιδί στα δυτικά προάστια, που δεν είχε εισιτήριο και
σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ενός πιεστικού ελέγχου.
Δεν
αρκεί πάντως η καταπολέμηση των μύθων που εξιδανικεύουν το αυθόρμητο –καθώς λειτουργεί
παράλληλα κι η εξωραϊστική λειτουργία της επιλεκτικής μνήμης, με το πέρασμα του
χρόνου, και μπορείς να ακούσεις κάποιους «μπαρουτοκαπνισμένους
βετεράνους» να σου μιλάνε για το Δεκέμβρη, όπως μιλούσε για το Πολυτεχνείο
ο Σπύρος Παπαδόπουλος στους Απαράδεκτους. Χρειάζεται ένας σοβαρός και συστηματικός
προβληματισμός γύρω από τα χαρακτηριστικά του και τους τρόπους προσέγγισης και διαπαιδαγώγησής
του.
Αυθόρμητα
ξεσπάσματα έχουμε όταν εισέρχονται απότομα και μαζικά στο αγωνιστικό προσκήνιο
λαϊκές μάζες, που δεν είχαν ξαναπεράσει αυτό το κατώφλι, υπάρχει ανεβασμένη
αγωνιστική διάθεση κι αντίστοιχα ανεβασμένη συμμετοχή (δεν είναι λίγες εξάλλου
αυτές οι περιπτώσεις, που μπορεί να γνωρίζει ο καθένας μας την τελευταία
πενταετία).
Η οργανωμένη πρωτοπορία κρίνεται από την ικανότητά της να προσελκύει το αυθόρμητο, να το κινητοποιεί και να το οργανώνει, να οικοδομεί δεσμούς μαζί του, να μην το αφήνει να ξεθυμάνει, αλλά να εξασφαλίζει το βάθεμα και τη συνέχειά του, να μπορεί να εκφράσει και να αγκαλιάσει την ανεβασμένη αγωνιστική διάθεση, την έντασή της, και να τη βγάζει ακόμα πιο δυνατή από κάθε αγωνιστικό σταθμό. Που είναι ένα πράγμα να το λες και να συμφωνείς, κι ένα άλλο, πολύ πιο δύσκολο, να το πετύχεις κιόλας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου