ΑΡΘΡΟ του Τάσου Τραβασάρου στην ΚΟΜΕΠ τευχος 4 – 5 Οκτωβρης 2012
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΟΔΟ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η περίπτωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή (1998-2002) και η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία το 2001 μπορεί να δώσει χρήσιμα συμπεράσματα για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης, καθώς είναι χαρακτηριστική για το πώς, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και δυσκολιών σχηματισμού σταθερής αστικής κυβέρνησης, η λαϊκή διαμαρτυρία ενσωματώθηκε από την αστική τάξη, καθώς το εργατικό κίνημα δεν είχε ριζοσπαστικό προσανατολισμό με προοπτική την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Επίσης τα γεγονότα της Αργεντινής αξιοποιούνται από τμήμα δυνάμεων του οπορτουνισμού στη χώρα μας ως υπόδειγμα για τη δράση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Έτσι προβάλλεται ιδιαίτερα από το ΣΥΡΙΖΑ ως στοιχείο δράσης του εργατικού και λαϊκού κινήματος ο προσανατολισμός των λαϊκών στρωμάτων προς τη λεγάμενη «ανταλλακτική οικονομία», το λεγόμενο «κίνημα κατά των μεσαζόντων», η δημιουργία «εναλλακτικών νομισμάτων»[1], διάφορες ομαδικές πρωτοβουλίες όπως δημιουργία «συλλογικών κουζινών», «λαχανόκηπων» κ.ά.
Η Αργεντινή επ’ ουδενί είναι χώρα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τριτοκοσμική». Κατάκτησε την εθνική της ανεξαρτησία από την Ισπανία σχετικά νωρίς, το 1821 και πρόκειται πλέον για μια από τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στη Λατινική Αμερική, με αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην Αργεντινή εφαρμοζόταν πολιτική ανάλογη με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που εφαρμόστηκαν στην ΕΕ. Μια σειρά από «μεταρρυθμίσεις» αφορούσαν την εφαρμογή μέτρων που διατυπώθηκαν στο «Σύμφωνο της Ουάσιγκτον» και σχεδιάστηκαν από κοινού με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, όπως η παραπέρα προώθηση της απελευθέρωσης των αγορών, η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, η ενθάρρυνση εισροής ξένων κεφαλαίων. Πρόκειται για μέτρα θωράκισης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, που έπληξαν κατά βάση την εργατική τάξη της Αργεντινής, αλλά και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Ανάμεσα στ’ άλλα τέθηκε ο στόχος της πρόσδεσης της αξίας του πέσο στην αξία του δολαρίου, ένα προς ένα, το 1992. Ταυτόχρονα ιδρύθηκε η Mercosur, δηλαδή η περιφερειακή κοινή αγορά ανάμεσα στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Ουρουγουάη και την Παραγουάη.
Το 1994 ο περονιστής[2] Μένεμ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και το κόμμα του τις βουλευτικές το 1996. Ο Μένεμ διόρισε υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του τον οικονομολόγο Ντομίνικο Καβάγιο, πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Αργεντινής. Παρά τη σχετική οικονομική ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε προσωρινά τα χρόνια του Μένεμ, την εισροή ξένων επενδύσεων κλπ., η οικονομία της Αργεντινής παρουσίαζε προβλήματα όσον αφορά το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, την αύξηση του εξωτερικού χρέους, τη διατήρηση της ανεργίας. Τα παραπάνω προβλήματα οξύνθηκαν ιδιαίτερα και εξαιτίας της επιλογής της Βραζιλίας, της ισχυρότερης καπιταλιστικής οικονομίας στη Λατινική Αμερική, να υποτιμήσει το νόμισμά της.
Σύμφωνα με αστούς αναλυτές και οικονομολόγους, σημείο καμπής για την οικονομική κρίση στην Αργεντινή είναι η οικονομική κρίση στις λεγόμενες Ασιατικές Τίγρεις[3] το 1997 που επέδρασε ποικιλοτρόπως «την εξέλιξη της αργεντίνικης καπιταλιστικής οικονομίας.
Από το τέλος του 1998 η οικονομία της Αργεντινής εισήλθε σε βαθιά οικονομική κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η παρατεταμένη πολιτική αστάθεια που κορυφώθηκε στο τέλος του 2001. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 3,4% το 1999, κατά 0,8% το 2000, κατά 4,4% το 2001 και κατά 10,9% το 2002. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε στο 70% της αντίστοιχης του 1997. Το Μάη του 2001 οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι έφταναν στο 30,1%, ενώ ένα χρόνο μετά στο 40%. Τον Οκτώβρη του 2001 το επίσημο ποσοστό φτώχειας στη χώρα ξεπέρασε το 38%, ενώ ένα χρόνο μετά το ποσοστό φτώχειας άγγιξε το 60% του πληθυσμού. Τη δεκαετία 1991-2001 το 48% του πληθυσμού έμεινε εκτός ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η θνησιμότητα με ρυθμό 5% κάθε χρόνο, ενώ το 2002 είχαν αυξηθεί κατά 40% οι επισκέψεις σε ψυχιάτρους λόγω κατάθλιψης.
Το ξέσπασμα της κρίσης το 1998 οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Μένεμ το 1999. Στις εκλογές που έγιναν κυριάρχησε η συμμαχία του Ριζοσπαστικού Κόμματος με έναν αριστερό συνασπισμό κομμάτων, το Ρκραβο. Πρόεδρος αναδείχθηκε ο Ντε Λα Ρούα, ο οποίος συνέχισε την ίδια αντιλαϊκή πολιτική με το Μένεμ. Το Μάρτη του 2001 ο Ντε Λα Ρούα επανέφερε στην κυβέρνηση τον Καβάγιο ως υπουργό Οικονομικών.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΙΣ 19 ΚΑΙ 20 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2001
Η παραπέρα εξέλιξη της οικονομικής κρίσης οδήγησε τη χώρα σε σοβαρή πολιτική αστάθεια. Σε αυτό συντέλεσαν μια σειρά παράγοντες.
Η οικονομική κρίση όξυνε τα εργατικά λαϊκά προβλήματα, με τεράστια διόγκωση της ανεργίας και της φτώχειας, ραγδαία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης βάθυναν. Υπήρχαν τμήματα του κεφαλαίου της Αργεντινής που υποστήριζαν ότι η εμμονή της σύνδεσης του πέσο με το δολάριο απέβαινε καταστροφική για την αργεντίνικη οικονομία, επιδείνωνε δραματικά τις δυνατότητες για αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών, ενώ υπήρχε υπό αυτές τις συνθήκες αδυναμία αποπληρωμής των τόκων στο ΔΝΤ. Το άλλο τμήμα, που υποστήριζε την πολιτική της «δολαριοποίησης», έδινε έμφαση στη σημασία του σταθερού νομίσματος, στην ανάγκη προσέλκυσης νέων ξένων επενδύσεων κ.ά.
Την ίδια στιγμή το ΔΝΤ ζητούσε κι άλλα μέτρα προκειμένου να δώσει νέα χρηματικά ποσά.
Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε από την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών, το περίφημο corralito, με στόχο να σταματήσει τη φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να σηκώσει πάνω από 1.000 πέσος το μήνα. Στις τράπεζες σχηματίστηκαν ουρές, καθώς όλοι έτρεξαν να πάρουν τα λεφτά τους.
Το corralito έπληξε κατά κύριο λόγο μεσαία στρώματα και μικροεπιχειρηματίες και όχι τόσο την ίδια την εργατική τάξη, η οποία δεν διατηρούσε σημαντικά ποσά καταθέσεων στις τράπεζες. Η εργατική τάξη χτυπήθηκε πιο άγρια από όλους από το σύνολο της αντεργατικής πολιτικής που εφαρμόστηκε.
Στις 19-20 Δεκέμβρη λαϊκά αλλά και εργατικά στρώματα της Αργεντινής ξεχύθηκαν στους δρόμους. Κόσμος μπήκε στα σούπερ μάρκετ παίρνοντας τρόφιμα. Άλλοι περικύκλωσαν τις τράπεζες απαιτώντας τα χρήματά τους πίσω. Σε πολλές συνοικίες (barrios) συγκεντρώθηκε κόσμος, καθώς και στην πλατεία Μάη του Μπουένος Άιρες χτυπώντας κατσαρόλες. Σε κάποια φάση διαδηλωτές έφτασαν να εισβάλουν και μέσα στο Κογκρέσο. Παρομοίως εισέβαλαν στα κτίρια των επαρχιακών νομοθετικών συνελεύσεων, πετώντας τα έπιπλα από τα παράθυρα.
Ο Πρόεδρος Ντε Λα Ρούα κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Ακολούθησαν επιθέσεις της αστυνομίας με χρήση πλαστικών σφαιρών και δακρυγόνων, ενώ υπήρξαν 38 νεκροί. Μέσα σε μία εβδομάδα υπήρξαν τέσσερις αλλαγές προέδρων.
Υπολογίζεται ότι περίπου 4 εκατομμύρια άνθρωποι από ένα ενεργό πληθυσμό 30 εκατομμυρίων συμμετείχαν στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στις διαδηλώσεις όμως κυριάρχησαν τα συνθήματα και ο πολιτικός στόχος ρεφορμιστικών αστικών δυνάμεων, οι οποίες αναζητούσαν τρόπο να ελέγξουν τη λαϊκή διαμαρτυρία και κινητοποίηση και να την εκτονώσουν στα πλαίσια αστικών κυβερνητικών εναλλαγών.
Σε γενικές γραμμές αυτό επιτεύχθηκε και η κατάσταση ελέγχθηκε αρκετά γρήγορα, η λαϊκή διαμαρτυρία καναλιζαρίστηκε ώστε να μην αμφισβητήσει την εξουσία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό αξιοποιήθηκε και η τυφλή αγανάκτηση.
Τα αιτήματα που κυριάρχησαν ήταν: μη πληρωμή του εξωτερικού χρέους, κρατικοποιήσεις ιδιωτικοποιημένων εταιριών, τιμωρία των υπευθύνων για την καταστολή στις 19-20 Δεκέμβρη, να φύγει το ΔΝΤ. Πρόκειται δηλαδή για ένα άλλο μίγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης που όπως θα δούμε στη συνέχεια- ήταν προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης.
Η απουσία ενός ισχυρού ΚΚ με επαναστατική στρατηγική και σύνδεση με τις μάζες ήταν χαρακτηριστική. Αυτό που κυριάρχησε ήταν διαθέσεις και συνθήματα που επέκριναν τους πολιτικούς για διαφθορά, σκάνδαλα και προδοσία της πατρίδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαδηλωτές που «χτύπαγαν τις κατσαρόλες» κρατούσαν σημαίες της Αργεντινής και συχνά έψελναν τον εθνικό ύμνο της χώρας. Κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά πήραν κι εδώ οι κινητοποιήσεις «των πλατειών».
Αποκρύφτηκε δηλαδή από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα ο ταξικός, υπέρ του κεφαλαίου, χαρακτήρας της πολιτικής που ασκούνταν, έτσι ώστε να μείνει έξω από το στόχαστρο ο βασικός εχθρός που είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία. Αποκρύφτηκε από την εργατική τάξη ότι δεν αρκεί η αλλαγή της κυβέρνησης ή των πολιτικών προσώπων που διαχειρίζονται τον καπιταλισμό, αλλά πρέπει να αλλάξει η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία, προκειμένου να υπάρξει πραγματικά φιλολαϊκή έξοδος από την κρίση.
Να πώς περιγράφει την κατάσταση ο Pablo, από συνέλευση γειτονιάς του Μπουένος Άιρες: «Σώματα κινούνταν και κατσαρόλες ηχούσαν και τελικά, εκείνη η καινούργια φράση ειπώθηκε, ούτε πολιτικές ομιλίες ούτε εξηγήσεις ούτε πλακάτ πολιτικών κομμάτων. Κανείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς βρισκόταν εκεί, αν ήταν άνθρωποι της αριστεράς, δεξιοί ή κεντρώοι. Υπήρχαν νοικοκυρές, νέοι άνθρωποι -όλοι ήταν εκεί- και έλεγαν με μια φωνή “Πρέπει όλοι τους να φύγουν […] Αυτή η πίστη συνδυασμένη με τη γνώση μας για κυβερνητικά σκάνδαλα, διαφθορά και απάτη, μας έκανε να αντιληφθούμε ότι η μειοψηφία […] έπαιρνε καθημερινό, αποφάσεις, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός [….]ανίκανος να κάνει οτιδήποτε για αυτό»[4].
Η λαϊκή κινητοποίηση καθοδηγήθηκε από ρεφορμιστικές και αστικές δυνάμεις ώστε να στραφεί σε μορφές «αλληλεγγύης» και φιλανθρωπίας για την επιβίωση, χωρίς όμως κατεύθυνση ανατροπής της αστικής εξουσίας. Άλλωστε δεν υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις (ούτε πριν ούτε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης) για να οργανώσουν την ταξική πάλη σε τέτοια κατεύθυνση, παρόλο που οι κινητοποιήσεις χαρακτηρίζονταν από μαζικότητα, αγωνιστικές διαθέσεις, ακόμα και οξυμένες μορφές πάλης.
Έτσι διαμορφώθηκε ένα δίκτυο «αλληλέγγυων» μορφών δράσης, όπως π.χ. σίτισης, διαχείρισης της φτώχειας και της έλλειψης στέγης για τους φτωχούς κλπ. Αργότερα, όταν «ομαλοποιήθηκε» η κατάσταση, τέτοιες δράσεις (παιδικοί σταθμοί, συσσίτια) τις ανέλαβε το αστικό κράτος. Να πώς σκεφτόταν ο κόσμος που συμμετείχε στις κινητοποιήσεις: «Η επανάσταση ξεκίνησε επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν δουλειά […Οι άνεργοι συγκεκριμένα, έφτασαν σε ένα σημείο που είπαν: εντάξει ή θα οργανωθούμε ή θα πεθάνουμε. Είναι ζήτημα επιβίωσης. Πιστεύω ότι ανακάλυψαν ότι δεν είχαν τίποτα και δεν είχαν κανέναν να εμπιστευτούν εκτός από τους εαυτούς τους»[5] είπε η Paloma, από τη συνέλευση γειτονιάς του Palermo Viejo.
Οι επιθέσεις στα σούπερ μάρκετ είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτήρα απλού πλιάτσικου και σε άλλες χαρακτήρα οργανωμένης παρέμβασης από κόσμο που συμμετείχε στις κινητοποιήσεις. Μέλος του MTD[6] θυμάται τα γεγονότα: «Στις δεκαεννιά ήταν ασυνήθιστα. Θυμάμαι τη ζέστη, συγκεκριμένα. Παρακολουθούσαμε τις ειδήσεις των 11, πράγμα που σπάνια κάνουμε κι ενώ παρακολουθούσαμε το πλιάτσικο στην τηλεόραση, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για το τι μπορούμε να κάνουμε. Ρωτάγαμε ο ένας τον άλλο, μισοαστειευόμενοι: «Πάμε ή δεν πάμε;” Καθώς θέλαμε να εκτιμήσουμε τις υλικές ανάγκες της γειτονιάς κι επίσης να μοιραστούμε το συλλογικό μας φόβο […] οργανώσαμε μια συνάντηση για να συζητήσουμε συγκεκριμένα […] Πολύς κόσμος που συνήθως δεν συμμετείχε στις δραστηριότητες [… ] ήλθε σε εκείνη τη συνάντηση.
Αποφασίσαμε ότι θέλαμε να πάμε και να πάρουμε φαγητό, επειδή το είχαμε ανάγκη […] Κινητοποιήσαμε πενήντα-εξήντα ανθρώπους και μαζί προχωρήσαμε στο κατάστημα (σούπερ μάρκετ) [… ] Η κινητοποίησή μας για τα φαγώσιμα ήταν σημαντική για πλήθος λόγων».
Ταυτόχρονα με τις οργανωμένες κινητοποιήσεις στα σούπερ μάρκετ για την εξασφάλιση τροφής γίνονταν και αλόγιστες επιθέσεις σε μικρομαγαζάτορες. Η προσπάθεια να εξασφαλιστεί η επιβίωση πήρε και μορφές, στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω, όπως τα λεγάμενα «κοινωνικά εστιατόρια», συσσίτια, κέντρα εκπαίδευσης, υγείας, άτυπες μορφές απασχόλησης, συστήματα της λεγάμενης «ανταλλακτικής οικονομίας» κ.ά.
Ο ρόλος και η παρέμβαση του οργανωμένου εργατικού κινήματος ήταν όμως ιδιαίτερα περιορισμένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κηρύχθηκε καμιά γενική απεργία. Η πάλη με το κεφάλαιο στους χώρους δουλειάς ήταν έτσι εξαιρετικά αδύνατη. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κυριαρχία σοσιαλδημοκρατικών και άλλων αστικών δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην απουσία ενός ισχυρού ΚΚ με δεσμούς στην εργατική τάξη και στρατηγική ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου.
Η στάση των δύο βασικών συνδικαλιστικών οργανώσεων της Αργεντινής, της CGΤ και της CTA, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική.[7]Η CTA κάλεσε σε γενική απεργία το βράδυ της 20ής Δεκέμβρη και τελικά την ανέστειλε το ίδιο βράδυ, ύστερα από την αλλαγή της κυβέρνησης. Η CGT αναλώθηκε σε συζητήσεις με περονιστές πολιτικούς παράγοντες για την εξεύρεση πολιτικής λύσης.
Πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες «συνελεύσεις» στις γειτονιές του Μπουένος Άιρες και σε άλλες πόλεις. Όμως δεν πραγματοποιήθηκε κάτι αντίστοιχο στους χώρους δουλειάς, στα εργοστάσια, τις επιχειρήσεις και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Οι «συνελεύσεις γειτονιάς» που έγιναν στην Αργεντινή ήταν περισσότερο διαταξικές συγκεντρώσεις κατοίκων στις συνοικίες τους για να λύσουν άμεσα ζητήματα επιβίωσης. Για παράδειγμα εξασφάλιση τροφής, ελλείψεις φαρμάκων από τα φαρμακεία της περιοχής. Επίσης ασχολήθηκαν με ζητήματα αλληλεγγύης των κινητοποιήσεων, ενάντια στην καταστολή κλπ.
Το επίπεδο της λαϊκής αυτοοργάνωσης που εκφράστηκε σε αυτές τις λεγάμενες «συνελεύσεις γειτονιάς» ήταν χαμηλό και χωρίς ριζοσπαστικό προσανατολισμό, λόγω της κυριαρχίας αστικών, ρεφορμιστικών δυνάμεων που καθοδηγούσαν τις κινητοποιήσεις. Έτσι έμεινε έξω από το οπτικό πεδίο του λαού η αναγκαιότητα της σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την εξουσία του.
Η ιστορική πείρα έχει αναδείξει μορφές λαϊκής οργάνωσης, όργανα πάλης που εδράζονται στους χώρους δουλειάς, που είναι αντιπαραθετικά με το κεφάλαιο και το αστικό κράτος και μπορούν δυνάμει να μετατραπούν σε φύτρα μιας νέας εξουσίας. Τέτοια όργανα ήταν τα εργατικά συμβούλια, όπως τα σοβιέτ προεπαναστατικά στη Ρωσία.
Τέτοια λαϊκά όργανα που βρίσκονται σε ανοιχτή ρήξη με το κεφάλαιο (σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, δηλαδή κρίσης κορυφών), μπορούν να κάνουν αυτό που το αστικό κράτος έχει καταστεί ανίκανο να κάνει το ίδιο. Π.χ. ο λαός μπορεί να εξασφαλίσει έτσι ώστε επιχειρήσεις και εμποροκαταστήματα να παραδίδουν τα «βασικά είδη κατανάλωσης» στα δικά του λαϊκά όργανα για τη διανομή τους. Τα νοσοκομεία και άλλες υγειονομικές και προνοιακές μονάδες μέσω των οργάνων λαϊκής αντιπροσώπευσης μπορούν να εξασφαλίσουν άμεσα την υγειονομική περίθαλψη του πληθυσμού, ο οργανωμένος λαός μπορεί να αναλάβει ο ίδιος την τήρηση της τάξης και της πειθαρχίας και παραπέρα να εξοπλιστεί για να αντιμετωπίσει την καταστολή των δυνάμεων της αστυνομίας και του στρατού. Έτσι οργανωμένο το λαϊκό κίνημα θα βρίσκεται ένα βήμα πριν την επαναστατική σύγκρουση με το αστικό κράτος για την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας.
Στην Αργεντινή όμως, ανεξάρτητα από το αν υπήρχαν επαναστατικές συνθήκες ή όχι, δε διαμορφώθηκαν τέτοιες μορφές εργατικής-λαϊκής οργάνωσης με αντίστοιχο ριζοσπαστικό προσανατολισμό.
Όσον αφορά την εργατική τάξη, αυτό που έγινε ήταν να εμφανιστεί το φαινόμενο σε λιγοστές επιχειρήσεις που έκλειναν ή εγκαταλείπονταν από τους κεφαλαιοκράτες ιδιοκτήτες τους να επιχειρήσουν να τις λειτουργήσουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε πολλές περιπτώσεις, αναλαμβάνοντας να ξεπληρώσουν ακόμα και τα χρέη που άφησε ο καπιταλιστής. Έτσι έλειψε ο αντικαπιταλιστικός πολιτικός προσανατολισμός που στηρίζεται στην οργάνωση της εργατικής τάξης στο χώρο εργασίας. Έμεινε έξω από τον ορίζοντα η ανάγκη της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικοποίησης των μονοπωλιακών ομίλων. Σε άνεργους απολυμένους εργάτες καλλιεργήθηκε η αυταπάτη ότι διέξοδος από τη φτώχεια είναι να αναλάβουν οι ίδιοι τα κουφάρια των επιχειρήσεων που εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες τους, διεκδικώντας επί της ουσίας την κρατική προστασία στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς για να τα επαναλειτουργήσουν. Ο ζωντανός παραγωγικός πλούτος της χώρας έμεινε στο σύνολό του στα χέρια των καπιταλιστών.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΡ ΚΙΡΧΝΕΡ
Η κυβερνητική αστάθεια οδήγησε στην αλλαγή τριών προέδρων μέχρι την ανάδειξη του «δεξιού» περονιστή Εντουάρντο Ντουάλτε, ο οποίος κήρυξε άρνηση πληρωμής του χρέους και αποφάσισε την αποσύνδεση του πέσο από το δολάριο και την υποτίμηση του νομίσματος. Τα μέτρα αυτά προηγούμενα υποστήριζαν φιλελεύθερες αστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις.
Τα παραπάνω μέτρα της κυβέρνησης Ντουάλτε χτύπησαν παραπέρα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, εξάπλωσαν τη φτώχεια και την ανέχεια. Οι αντιλαϊκές συνέπειες της πολιτικής του Ντουάλτε συνοδεύτηκαν και με συνέχιση της καταστολής ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 26 Ιούνη του 2002 η κυβέρνηση του Ντουάλτε επιτέθηκε σε μια διαδήλωση που πραγματοποιούνταν πάνω σε μια γέφυρα στο Puente Pueyrredon. Η αστυνομία χρησιμοποίησε πραγματικά πυρά εναντίον των διαδηλωτών σκοτώνοντας δύο από αυτούς, τον Dario Santillan και τον Maximiliano Kosteki.
Ανάλογη πολιτική αναδιάρθρωσης του χρέους ακολούθησε και ο Νέστορ Κίρχνερ, ο οποίος εκλέχτηκε το Μάη του 2003 με την υποστήριξη του Ντουάλτε. Κατάφερε να θέσει σε έλεγχο την κατάσταση για λογαριασμό του κεφαλαίου, να βάλει τις βάσεις για την πολιτική σταθερότητα και «κοινωνική ομαλότητα» στη χώρα. Ο Νέστορ Κίρχνερ σε συνεννόηση με το ΔΝΤ προχώρησε σε αναθεώρηση των συμφωνιών δανειοδότησης, δημιουργώντας προφίλ για την κυβέρνησή του ως «εθνικά ανεξάρτητης», συνέχισε την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου και χτυπήματος των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης.
Ο Κίρχνερ προσπάθησε να εμφανίσει ως ανανεωμένο, μετασχηματισμένο, που κάνει στροφή προς τα αριστερά το περονιστικό «Κόμμα της Δικαιοσύνης», στο οποίο μπήκε επικεφαλής. Επιχείρησε να παρουσιάσει ότι το περονιστικό κόμμα επέστρεφε στην περίοδο του πρώιμου περονισμού, που διατηρούσε αίγλη στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων. Υποστήριξε ότι θα χτυπούσε τη διαφθορά στο πολιτικό, δικαστικό σύστημα και σε όλα τα δημόσια ιδρύματα και θα υπερασπιζόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με αυτές τις διακηρύξεις το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα του Κίρχνερ φάνταζε ως το «λιγότερο κακό» απέναντι σ’ εκείνα του Μένεμ στις προεδρικές εκλογές του 2003, από τη στιγμή που το λαϊκό κίνημα διεκδικούσε άρνηση πληρωμής των χρεών, έλεγχο στις τράπεζες, αναθεώρηση των σχέσεων με το ΔΝΤ και μέτρα «κοινωνικής πολιτικής» τύπου φιλανθρωπίας για τους πιο εξαθλιωμένους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στέλεχος του MTD (Κίνημα Ανέργων Εργατών) σε συνέντευξή του αναφέρει/ «Ομολογουμένως, ο Κίρχνερ δεν είναι για κανέναν η καλύτερη λύση, αλλά είναι το λιγότερο κακό. Για εμάς ο Κίρχνερ είναι απαίσιος, απλώς απαίσιος. Αλλά η υποψηφιότητα του Μένεμ συνιστά ένα μεγαλύτερο κίνδυνο. Εάν εκλεγεί ο Μένεμ, η συνέχιση του αγώνα θα έχει μεγαλύτερο κόστος, γιατί αυτός θα είναι μια μεγάλη απειλή για εμάς. Με το Μένεμ θα υπάρχει μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία στους δρόμους και αυτό θα είναι σκληρό για εμάς. Αυτό θα καταστρέψει τις περισσότερες κοινωνικές οργανώσεις»[8].
Άλλο μέλος του MTD υποστηρίζει: «Δεν υποτιμούμε καθόλου τον Κίρχνερ. Νομίζω πως μελέτησε τα αποτελέσματα της 19ης και της 20ής Δεκέμβρη, ενώ οι λόγοι και τα γραπτά του αντικατοπτρίζουν την επιθυμία να δημιουργηθεί μια πολιτική επαναθέσμισης. Είναι μια προσπάθεια να ξανακερδίσει αξιοπιστία. Μας βολεύει καλύτερα να έχουμε μια κυβέρνηση που τουλάχιστον δεν προσπαθεί να μας εξοντώσει ανοιχτά ή να μας σκοτώνει όποτε κινητοποιούμαστε. Δε λέμε πως τα πράγματα δεν είναι σάπια όπως έχουν τώρα, αλλά αν κέρδιζε ο Μένεμ, ίσως να μην είμαστε εδώ τώρα»[9].
Ο σοσιαλδημοκράτης Νέστορ Κίρχνερ υποστηρίχθηκε υπό το φόβο του σκιάχτρου «της δεξιάς».
Δραστήριο μέλος «συνέλευσης γειτονιάς» του Μπουένος Άιρες περιγράφει το κλίμα: «Σε κάποιο σημείο, υπήρξε η πραγματική απειλή πως ίσως βγει ο Menem ή η άλλη εκδοχή της άκρας δεξιάς ο Lopez Murphy. Πιστεύω πως αυτό σηματοδότησε μια μεγάλη αλλαγή στη στάση του κόσμου τις τελευταίες δέκα μέρες περίπου. Πολλοί αποφάσισαν πως, αν και δεν πιστεύουν σε τίποτα, δεν έπρεπε να επιτρέψουν σε αυτούς τους γελοίους να πάρουν στα χέρια τους τον κρατικό μηχανισμό. Πιστεύω πως αυτό έκανε πολύ κόσμο να πάει να ψηφίσει τον υποψήφιο εκείνο εκτός του Μένεμ που είχε τις περισσότερες πιθανότητες εκλογής, και αυτός ήταν ο Κίρχνερ»..Η υποστήριξη στον Κίρχνερ έδειχνε το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Ο Κίρχνερ αξιοποίησε ένα μαζικό ρεύμα αυταπατών που είχαν καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και που κυριάρχησε στα λαϊκά στρώματα, επιβεβαιώνοντας ότι από μόνη της η καπιταλιστική οικονομική κρίση δεν οδηγεί και σε επαναστατική κρίση και ότι σε κάθε περίπτωση ζητούμενο είναι ο προσανατολισμός της ταξικής πάλης με καθοριστικό το ρόλο του ΚΚ.
Ταυτόχρονα ο Κίρχνερ πήρε μέτρα για την εξαγορά τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων που κινητοποιήθηκαν και ιδιαίτερα των ηγετών τους. Μια σειρά προγράμματα «απασχόλησης» ανατέθηκαν σε στελέχη του λεγόμενου «κινήματος των πικετέρος» για να τα διαχειριστούν. Έτσι επί προεδρίας Κίρχνερ το μεγαλύτερο τμήμα του κινήματος των πικετέρος αφομοιώθηκε από το αστικό κράτος μέσα από τα κοινωνικά προγράμματα και το διορισμό ηγετικών του στελεχών σε κυβερνητικές θέσεις.
Ο δημοσιογράφος Jim Straub σημειώνει ότι ο Κίρχνερ «…επιδίωξε να πάρει μια μειοψηφία ομάδων των πικετέρος στην υπηρεσία του, προσφέροντας μικρές παραχωρήσεις στα μέλη τους και πολιτικά οφέλη στους ηγέτες τους και να καταπιέσει, να τσακίσει, τις ομάδες που συνέχιζαν να υποστηρίζουν πραγματικές οικονομικές αλλαγές»[10].
Πολλοί από τους ηγέτες του κινήματος άφησαν τους δρόμους για να συμμετέχουν σε διάφορα κυβερνητικά και κρατικά γραφεία. Πολλά επιφανή ηγετικά στελέχη των πικετέρος ήταν υποψήφιοι με το κυβερνητικό κόμμα, όπως ο Luis d’ Elia, άλλα έγιναν ενεργοί υποστηρικτές του και άλλοι προσέφεραν κριτική υποστήριξη.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο προσχώρησαν και πολλές άλλες οργανώσεις που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, όπως αρκετές οργανώσεις «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Σε ανοιχτά φιλοκυβερνητικές θέσεις προσχώρησε και η «Ένωση των μητέρων της Πλατείας Μαΐου»[11] που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στις κινητοποιήσεις όλη τη δεκαετία του ’90 αλλά και το Δεκέμβρη του 2001. Μάλιστα η ηγεσία των «Μητέρων της Πλατείας Μαΐου» στις εκλογές του 2003 υποστήριξε ανοιχτά τον Κίχνερ. Το 2006 η Hebe de Bonafmi, ηγετικό τους στέλεχος, δήλωσε: «δεν υπάρχει πλέον εχθρός μέσα στο Casa Rosada» (σ.σ. η έδρα της κυβέρνησης).
Η κυβέρνηση του Κίρχνερ συνέχισε την αντιλαϊκή πολιτική υπέρ του κεφαλαίου. Βέβαια δε θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά όποιος και αν διαχειριζόταν τις τύχες του αργεντίνικου καπιταλισμού. Γιατί αυτός είναι οργανικά ενταγμένος στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, έχει διαμορφώσει πολυσχιδείς σχέσεις μέσα σε αυτή, συμμετέχει ενεργά στην κοινή αγορά της Νότιας Αμερικής, τη Mercosur, από κοινού με άλλα καπιταλιστικά κράτη (Βραζιλία, Παραγουάη, Ουρουγουάη), συμμετέχει στις διαδικασίες της ALCA (ζώνη ελεύθερου εμπορίου), αναπτύσσει στενές σχέσεις με την ΕΕ και την Κίνα κλπ.
Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής, ύστερα από τη μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, μπήκε σε φάση ανάκαμψης. Από αυτή την ανάκαμψη όμως δεν επωφελήθηκαν τα λαϊκά στρώματα. Η μερίδα του λέοντος πήγε στους ισχυρότερους μονοπωλιακούς ομίλους. Ο Κίρχνερ με την πολιτική του εξυπηρέτησε τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα ν’ αυξηθούν οι εξαγωγές από τις οποίες δεν ωφελήθηκαν τα εργατικά λαϊκά στρώματα. Αντίθετα το εισόδημα των εργαζόμενων χτυπήθηκε από τον πληθωρισμό και την άνοδο των τιμών στα βασικά είδη κατανάλωσης της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ως προς αυτό είναι χαρακτηριστικό ότι «…οι τιμές του κρέατος και των άλλων βασικών ειδών κατανάλωσης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 20% τα τελευταία χρόνια και αυτό ζημίωσε τους εργάτες, τους δημόσιους υπάλληλους και τους άνεργους, που οι μισθοί τους έμειναν παγωμένοι»15.
Ακόμα και κάποιοι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας (De Ferranti, Perry, Ferreira, Walton) ομολογούν ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του Κίρχνερ και την πολιτική του Μένεμ και ότι επί της ουσίας συνεχίστηκε η πολιτική της συγκέντρωσης του οικονομικού πλούτου σε λίγα χέρια και το βάθεμα των οικονομικών ανισοτήτων.[12]
Ο αστός πολιτικός Claudio Lozano, οικονομολόγος της εργοδοτικής CTA, που εκλέχτηκε και βουλευτής με συνδυασμό προσκείμενο στον Κίχνερ, σε συνέντευξή του το 2006 υποστηρίζει ότι: «… είμαστε χειρότερα από τη δεκαετία του ’90 τα χρόνια του Μένεμ» και συνεχίζει λέγοντας ότι καταγράφεται «μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης της χώρας και μεγαλύτερη αύξηση της φτώχειας». Σύμφωνα με τον Lozano το «μοντέλο Κίρχνερ» είναι προσανατολισμένο «στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων» και «βλέπει προς τα πάνω, με την έννοια ότι επιχειρεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα των πλέον εύπορων μερίδων του πληθυσμού. Το μοντέλο στηρίζεται οργανικά σε μια οξύτερη ανισοκατανομή του εισοδήματος».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης, το 2009 «…το 10% πιο πλούσιο τμήμα του πληθυσμού απολάμβανε το 36% του εισοδήματος της χώρας, ενώ το πιο φτωχό 10% απολάμβανε μόλις το 1,5%. Η κυβέρνηση επίσης εκτιμά ότι τουλάχιστον το 11% του πληθυσμού σήμερα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τροφή όσον αφορά τα είδη πρώτης ανάγκης>>[13].
Επίσης στην «ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Μπουένος Άιρες τα επίπεδα της φτώχειας είναι στο 29,8%, ενώ στις ημιτροπικές περιοχές της ζούγκλας στα βορειοανατολικά το ποσοστό αυτό φτάνει στο 60%>>[14].
Ο Κίρχνερ πήρε μέτρα ενάντια στους ανέργους. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιέκοψε το επίδομα 50 δολαρίων το μήνα σε 20.000 παραλήπτες με τη δικαιολογία ότι δεν το δικαιούνται. Αλλά και αυτοί που έπαιρναν αυτό το επίδομα δεν εξασφάλιζαν ούτε καν τη διατροφή τους, καθώς στην Αργεντινή υπολογίζεται ότι το «βασικό καλάθι διατροφής» (basic food basket) είναι 140 δολάρια το μήνα.[15]
Επί της ουσίας συνεχίστηκε η πολιτική επίθεσης στην εργατική τάξη, του χτυπήματος των λαϊκών δικαιωμάτων, της απελευθέρωσης της αγοράς κλπ. Να τι λέει μέλος του «Συνδικάτου ανέργων της πόλης Mosconi» για την πολιτική Κίρχνερ: «Πιστεύουμε ότι έχουμε έλλειμμα εργασίας. Δεν έχουμε καθόλου δουλειά. Όλοι είναι άνεργοι και δεν υπάρχει βοήθεια για τους άνεργους εργάτες ώστε να ξαναμπούν στο εργατικό δυναμικό διαμέσου αυτών των νέων ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Έχουμε βυθιστεί σε αυτήν την κοινωνική κρίση και αυτό που την κάνει χειρότερη είναι ότι η πρόσφατα ιδιωτικοποιημένη εταιρία συνεχίζει να λεηλατεί τους φυσικούς μας πόρους, ιδιαίτερα στην περιοχή του San Martin της Salta. Αυτή η περιοχή έχει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στη χώρα και τα τρίτα σε υδρογονάνθρακα στη Νότια Αμερική. Δυστυχώς το εθνικό νομικό βούλευμα υπ ’αριθμόν 546, από τον παρόντα πρόεδρο Kirchner, ξεπούλησε την τοπική ιδιοκτησία του υδρογονάνθρακα […] Αυτός είναι κι άλλος ένας λόγος για τον οποίο καταδικάζουμε και εναντιωνόμαστε στις πολιτικές της ιδιωτικοποίησης»[16].
Ο Κίρχνερ, ενώ εμφανιζόταν ως φίλος του λαϊκού κινήματος, στην πραγματικότητα το τσάκισε με το μαστίγιο και με το καρότο. Έκανε μια σειρά δημαγωγικές κινήσεις εντυπωσιασμού για να εμφανιστεί φίλος «των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Για παράδειγμα, στον πρώτο χρόνο της προεδρίας του κατέβασε τα πορτρέτα των ηγετών της στρατιωτικής δικτατορίας του ’70 Jorge Videla και Reynaldo Bignone από το Εθνικό Στρατιωτικό Κολέγιο.[17] Την ίδια στιγμή, προκειμένου να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα, πήρε διάφορα κατασταλτικά μέτρα, όπως εξώσεις λαϊκών συνελεύσεων από κτίρια που είχαν καταλάβει, ποινικοποίηση διαφόρων ειδών κινητοποιήσεων κλπ.
Το Σεπτέμβρη του 2004 έδωσε διαταγή στον Υπουργό Εσωτερικών Anibal Fernandez να «απομακρύνει την κοινωνική αντιπαράθεση από τους δρόμους». Παράλληλα, στις 24 Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, το δημοτικό συμβούλιο του Μπουένος Άιρες πέρασε μια σειρά ρυθμίσεις που επέτρεπαν πιο σκληρή καταστολή σε κάθε ομάδα που παρεμπόδιζε την κυκλοφορία με διαδηλώσεις και κλεισίματα δρόμων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ανέστειλε τις πολιτικές δίκες 4.000 διαδηλωτών που είχαν συλληφθεί στη διάρκεια των μεγάλων κινητοποιήσεων. Στις επαρχίες οι πολιτικοί του συνεργάτες συνέχισαν να καταστέλλουν τις διαδηλώσεις, τραυματίζοντας και φυλακίζοντας πολλούς διαδηλωτές σε μια σειρά περιοχές της χώρας, όπως στο San Luis, στο Santiago de Estero, στο Salta και στο Jujui. Το Μάη του 2004 πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις κόντρα στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ποινικοποιήσει το κλείσιμο των δρόμων.[18]
Παρ’ όλα αυτά οι περισσότερες διαδηλώσεις που οργανώθηκαν επί Προεδρίας Κίρχνερ δεν είχαν μαζικότητα, τα λαϊκά στρώματα, που προηγούμενα χτύπαγαν τις κατσαρόλες και τα τηγάνια, τώρα σώπαιναν. Ο Κίρχνερ αξιοποίησε την εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση CTA για να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση και την κοινωνική ειρήνη από την εργατική τάξη. Η διακυβέρνησή του επί της ουσίας υποστηρίχθηκε από το συνδικαλιστικό κίνημα.
Σημειώθηκε γενικότερη υποχώρηση: Τα μεσαία στρώματα που προηγούμενα βγήκαν μαζικά στους δρόμους με αφορμή το corallito, τώρα έπαιρναν όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση εκείνης της περιόδου, με συμμετοχή 150.000 ανθρώπων, ήταν εκείνη ενάντια στην «εγκληματικότητα», που απαιτούσαν επί της ουσίας περισσότερη αστυνόμευση.
Η κυβέρνηση Κίρχνερ εξυπηρέτησε τον καπιταλισμό στην Αργεντινή με τη δημαγωγία, τον κοινωνικό εταιρισμό, την εξαγορά, την καταστολή. Αποτέλεσμα, τα εργατικά και λαϊκά στρώματα της Αργεντινής να υποφέρουν και σήμερα από την εξαθλίωση και την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ»
Ξεχωριστό ρόλο στην ενσωμάτωση αλλά ακόμα και στη διαφθορά του λαϊκού κινήματος στην Αργεντινή έπαιζε ο περιορισμός της δράσης του στη φιλανθρωπία, ο προσανατολισμός που επικράτησε σε μια λογική διαχείρισης και μοιράσματος της φτώχειας ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, που πήρε την ονομασία «αλληλεγγύη» και στην πορεία ενσωματώθηκε στην κυβερνητική πολιτική.
Δημοσιολόγοι που προβάλλουν ως πρότυπο το λαϊκό κίνημα στην Αργεντινή φτάνουν μάλιστα να χαρακτηρίζουν ως νέα κοινωνία τα εξής: «Αντιμέτωποι με τέτοιο άμεσο οικονομικό πρόβλημα και με την ανεργία, πολλοί Αργεντινοί συσπειρώθηκαν για να δημιουργήσουν μια καινούρια κοινωνία μέσα από την καταστροφή της παλιάς. Φτώχεια, έλλειψη στέγης και ανεργία αντιμετωπίστηκαν με συστήματα ανταλλακτικής οικονομίας, καταλήψεις εργοστασίων, συλλογικές κουζίνες και εναλλακτικά νομίσματα. Οι συνελεύσεις στη γειτονιά πρόσφεραν αλληλεγγύη και υποστήριξη στις κοινότητες κατά μήκος όλης της χώρας»[19].
Άλλοι υποστηρίζουν ως «ανάδυση ενός αξιοθαύμαστου κοινωνικού κινήματος»[20] τα εξής: «Οι πικετέρος [… ] είχαν σημαντικές κατακτήσεις. Πολλές ομάδες διαφορετικών προσανατολισμών έχουν δημιουργήσει κέντρα υγείας, λαϊκά εστιατόρια και συσσίτια για παιδιά στις γειτονιές τους που είναι εγκαταλειμμένες από το κράτος. Επίσης πολλά είναι τα κοινοτικά περιβόλια και οι φούρνοι που φτιάχτηκαν από πικετέρος για να τροφοδοτούν τις συλλογικές τους κουζίνες. Οι πιο αυτόνομες ομάδες έχουν επίσης δημιουργήσει ξυλουργικά εργαστήρια, σιδηρουργεία και χώρους επιμόρφωσης, πάνω στη βάση της λαϊκής εκπαίδευσης.
Οι συνελεύσεις της γειτονιάς μετατράπηκαν σε πολιτιστικά και κοινωνικά κέντρα, όπου πραγματοποιούνται διάφορες δραστηριότητες όπως επιδιόρθωση υπολογιστών, παραγωγή συσκευασμένων τροφίμων και ειδών καθαριότητας»21. Αυτά είναι «…μέρος των δραστηριοτήτων που βρίσκεις σε όλο το μήκος και το πλάτος μιας μεγαλούπολης όπως το Μπουένος Άιρες. Πολλές συνελεύσεις και ομάδες πικετέρος συμμετέχουν σε λαϊκές αγορές όπου πωλούν τα προϊόντα τους ή το κάνουν μέσα από τα δικά τους δίκτυα διανομής».
Η Αργεντινή δεν είναι η μόνη χώρα της Λατινικής Αμερικής όπου αξιοποιήθηκαν εκτεταμένα διάφορες μορφές «αλληλεγγύης» για να εξασφαλιστεί η «επιβίωση». Αυτές οι δράσεις προβάλλονταν ως διέξοδος και λύση στα λαϊκά προβλήματα. Έλειπε ο προσανατολισμός του λαϊκού κινήματος σε κατεύθυνση αμφισβήτησης, ρήξης, ανατροπής της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, του καπιταλισμού, που πραγματικά τότε θα μπορούσε να δώσει οριστική λύση στα βάσανα του λαού.
Στη Λίμα του Περού για παράδειγμα, από το 1994 υπάρχουν καταγεγραμμένες 15.000 οργανώσεις που ασχολούνται με τη σίτιση του πληθυσμού, στις οποίες έχουν έντονη παρουσία οι γυναίκες. Σύμφωνα με επίσημες πηγές συγκεκριμένα υπάρχουν 7.630 επιτροπές για το «Ένα Ποτήρι Γάλα», 2.752 όμιλοι μητέρων, 2.273 λαϊκά συσσίτια και 1.871 συνοικιακές επιτροπές. Στο σύνολο αυτών των οργανώσεων δραστηριοποιούνται λαϊκά στρώματα και κινούνται εκεί που ζει η φτωχολογιά του Περού, δηλαδή στους αυτοσχέδιους οικισμούς της Λίμα και άλλων πόλεων. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις καθοδηγούνται άμεσα ή έμμεσα από κόμματα. Για παράδειγμα οι «Όμιλοι Μητέρων» ελέγχονται από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ΑΡΙΙΑ (Λαϊκή Επαναστατική Συμμαχία της Αμερικής) που αναδείχθηκε στη διακυβέρνηση το 2006. Οι επιτροπές για το «Ένα ποτήρι γάλα» γεννήθηκαν την περίοδο της δημαρχίας του Αλφόνσο Μπαράντες το 1984, όταν οι γυναίκες του δήμου ζήτησαν να καθιερώσει το πρόγραμμα αυτό με στόχο να προσφέρει πρόγευμα σε παιδιά μικρότερα των έξι ετών, καθώς και στις έγκυες ή θηλάζουσες μητέρες. Υπολογίζεται ότι οι «Όμιλοι μητέρων», οι επιτροπές για το «Ένα ποτήρι Γάλα» και τα λαϊκά συσσίτια εξυπηρετούσαν 4 εκατομμύρια ανθρώπους.
Είναι φανερό ότι αυτές οι οργανώσεις δεν αποτελούν κανέναν κίνδυνο για τον καπιταλισμό στο Περού, αλλά συντελούν στη διαιώνισή του, άρα και στη διαιώνιση της απόλυτης φτώχειας για το λαό του Περού. Η λαϊκή θυμοσοφία λέει: «Όποιος μοιράζει δεκανίκια χρειάζεται σακάτη δες».
Τα λαϊκά συσσίτια δίνονται από «κοινωνικά» εστιατόρια, στα οποία συνεισφέρει το κράτος, οι δήμοι, ο πληθυσμός, η εκκλησία. Σε αυτά έχουν έντονη δράση οι γυναίκες. Οργανώνουν γιορτές και λαχειοφόρους αγορές για να έχουν έσοδα κλπ. Έρευνα που έχει γίνει το 2006 από την «Ομοσπονδία γυναικών εργαζόμενων σε λαϊκά συσσίτια» δείχνει ότι «το εστιατόριο δεν είναι πια ένα συμπλήρωμα κάποιου μισθού, γιατί ο μισθός αυτός δεν υπάρχει. Για πολλές οικογένειες είναι η μόνη λύση για τη διατροφή τους»[21].
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2002 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της πόλης και μέσα στον αστικό οικιστικό ιστό δεκάδες οικογενειακοί και συλλογικοί λαχανόκηποι, όπου εργάζονταν άνεργοι και απολυμένοι εργάτες. Στην περιφέρεια της πόλης του Μοντεβιδέο 200.000 άνθρωποι ζουν σε παραγκούπολεις. Η ανεργία έφτασε εκείνη την περίοδο στο 20% και το 80% των λαϊκών στρωμάτων βυθίστηκαν στη φτώχεια. Οι λαχανόκηποι ήταν ένας τρόπος προκειμένου οι φτωχότεροι να αντιμετωπίσουν την πείνα. Κάποιοι από αυτούς τους περίπου 200 λαχανόκηπους δημιουργήθηκαν σε ιδιωτικά οικόπεδα κατοικιών και καλλιεργούνταν από τις οικογένειες σε συνεργασία με τους γείτονες και κάποιοι δημιουργήθηκαν σε δημόσιους χώρους που καταλήφθηκαν από τους περίοικους. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του Κοινοτικού Λαχανόκηπου του Amaneccer στη λαϊκή συνοικία του Σαγιάγο, ύστερα από τρεις μήνες οι «περιβολάρηδες» κατάφεραν να εξασφαλίσουν μέσω του λαχανόκηπου τη διατροφή τους, οπότε αρνήθηκαν τη μερίδα τους από τα λαϊκά συσσίτια που παρείχε ο δήμος προκειμένου να τα παίρνουν άλλοι. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στη γειτονιά Βίγια Γκαρσία του Μοντεβιδέο, όπου 20 οικογενειακοί λαχανόκηποι άρχισαν να λειτουργούν σε δίκτυο αλληλοβοήθειας, δημιούργησαν ένα θερμοκήπιο και τράπεζα σπόρων. Σε κάποιες περιπτώσεις δίκτυα «περιβολάρηδων» δεν έμειναν στην κάλυψη των δικών τους αναγκών, αλλά οργάνωσαν λαϊκές αγορές όπου εμπορεύονταν την παραγωγή τους. Το φαινόμενο αυτό εξαλείφθηκε μετά το 2004, όταν ξεπεράστηκε η κρίση.
Είναι φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο διεκδικητικό κίνημα έστω «καταπολέμησης της φτώχειας», αλλά στην πραγματικότητα για εκμάθηση των λαϊκών στρωμάτων να διαχειρίζονται και να μοιράζονται τη φτώχεια τους.
Είναι επικίνδυνο για το κίνημα και την προοπτική του ότι στα παραπάνω δίνεται και ιδεολογικό περιεχόμενο και θεωρούνται ως απόπειρες κατάκτησης της «αυτονομίας» ή ως μια άλλη φιλολαϊκή μορφή άσκησης οικονομικής πολιτικής. Είναι ο λεγόμενος «κοινωνικός πρωταγωνισμός», όπως βαφτίζονται τα παραπάνω. Ο όρος «κοινωνικός πρωταγωνισμός» σημαίνει ότι τα κινήματα «δεν ανταγωνίζονται ή δεν αντιπαλεύουν το κυρίαρχο σύστημα», αλλά είναι αυτά που με τις πρωτοβουλίες τους αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα. Επιδιώκουν δηλαδή ένα κίνημα που δεν έρχεται σε σύγκρουση και ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική και με τους θεσμούς της, αλλά δρα συμπληρωματικά, «βελτιωτικά» σε αυτή.
Σε αυτά τα πλαίσια κινούνται και τα δίκτυα ανταλλαγής αγαθών που δημιουργήθηκαν στην Αργεντινή στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης, προσπαθώντας -όπως ισχυρίζονται- να παρακάμψουν τα μονοπώλια της αγοράς και τους μεσάζοντες. Στο Μπουένος Άιρες λειτούργησαν 67 συνελεύσεις, οι οποίες επιχείρησαν -όπως λένε- να γεφυρώσουν το «χάσμα παραγωγών – καταναλωτών».
Στο Παλέρμο λειτούργησε εβδομαδιαία λαϊκή αγορά όπου διατίθενταν απευθείας το τσάι μάτε Titrayju (η επωνυμία προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων Tierra=Γη, Trabajo=Εργασία, Justicia=Δικαιοσύνη). Το τσάι μάτε διανέμεται απευθείας στους καταναλωτές από συνελεύσεις, ομάδες πικετέρος και κοινωνικές οργανώσεις.
Ταυτόχρονα στην Αργεντινή δοκιμάστηκαν διάφορα «πειράματα», όπως τα χαρακτηρίζουν οι οπορτουνιστές, προκειμένου να δημιουργηθούν νέες μορφές εμπορίου, ακόμα και εναλλακτικά νομίσματα. Για παράδειγμα ο συνεταιρισμός La Asamblearia και το σούπερ μάρκετ Tigre στο Ροσάριο επιχείρησαν να συνδέσουν συνεταιριστικά αγροκτήματα, μικρούς παραγωγούς και κατειλημμένες επιχειρήσεις. Επιδίωξαν με αυτό τον τρόπο, όπως λέει το καταστατικό του συνεταιρισμού La Asambleria, ένα «δίκαιο εμπόριο».
Κανένα από αυτά τα «εγχειρήματα» δεν επιβίωσε για πολύ, όπως είναι φυσικό. Συντήρησε όμως για πολύ την αυταπάτη ότι μπορεί να παρακαμφθούν τα μονοπώλια και οι καπιταλιστές χωρίς να καταργηθεί η κυριαρχία τους στην παραγωγή, ότι είναι δυνατό να μπουν οι «άνθρωποι πάνω από τα κέρδη». Έκρυψε ότι οι αυτοαπασχολούμενοι αργά ή γρήγορα συνθλίβονται από τον καπιταλισμό και γι’ αυτό έχουν σε τελική ανάλυση συμφέρον να ακολουθήσουν την εργατική τάξη σε μια άλλη οργάνωση της παραγωγής στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού σχεδιασμού και της συνεταιριστικής οργάνωσης της μικρής αγροτικής παραγωγής.
Προβάλλονται και άλλες μορφές διαχείρισης της φτώχειας ως διέξοδος στα πλαίσια της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας. Τέτοια είναι η μετατροπή νέων εργαζόμενων σε μικροαστούς. Για παράδειγμα, προβάλλεται ομάδα νεαρών στη συνοικία Μπαράκας του Μπουένος Άιρες όπου κατέλαβαν παράνομα δύο χώρους. Στον ένα λειτουργούν έναν κινηματογράφο και έναν εκδοτικό οίκο και στον άλλο μια λαϊκή βιβλιοθήκη και ένα φούρνο. Ο φούρνος μετά από κάποιο διάστημα απέκτησε σταθερή πελατεία και γι’ αυτό θεωρήθηκε «παραγωγικό εγχείρημα» και παράδειγμα «κοινωνικού πρωταγωνισμού».
Η έλλειψη σταθερής απασχόλησης, η χρόνια ανεργία και η εκτεταμένη φτώχεια έχει τροφοδοτήσει διάφορες μικροδραστηριότητες και προσπάθειες επιβίωσης μέσω αμοιβαίων ανταλλαγών κλπ. Είναι κοροϊδία αυτό να βαφτίζεται από τους διάφορους ιδεολόγους της «αυτοβοήθειας» ως ανάπτυξη της ανεξαρτησίας των μαζών που κατοικούν στις πόλεις.
Για παράδειγμα γίνεται λόγος για το λεγόμενο «κίνημα των cartoneros» που αναπτύχθηκε στην Αργεντινή. Οι «cartoneros» όμως είναι άνεργοι των μεγάλων αστικών κέντρων της Αργεντινής, κυρίως του Μπουένος Άιρες, που συλλέγουν συσκευασίες από χαρτόνι και τις πουλάνε στους εμπόρους χονδρικής. Οι «cartoneros» συνεργάστηκαν, όπως λένε, με συνελεύσεις γειτονιάς για να εξασφαλίσουν τρόφιμα, ψωμί, προϊόντα καθαρισμού κλπ.
Επίσης στην Αργεντινή προβλήθηκε το Πανεπιστήμιο Transhumante ως παράδειγμα λαϊκής εκπαίδευσης. Το πανεπιστήμιο αυτό ξεκίνησε αρχικά με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου του Saint Luis σαν ένα «καραβάνι» παροχής εκπαίδευσης που έκανε μέσα σε ένα χρόνο το γύρο 80 πόλεων της Αργεντινής, αξιοποιώντας ένα ολόκληρο δίκτυο εθελοντών. Στο Santiago del Estera για παράδειγμα βοήθησε το Mocase (οργάνωση αγροτών) να φτιαχτεί ένα σχολείο για αγρότες που παρέχει δεξιότητες και προσόντα που είναι απαραίτητα στην αγροτική δουλειά.[22]
Πέρα από τα παραπάνω να σημειώσουμε εδώ ότι ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της ασφυκτικής κατάστασης στην οποία περιήλθαν τα εργατικά λαϊκά στρώματα, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία καλά οργανωμένου και ταξικά προσανατολισμένου εργατικού κινήματος, τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα αναζήτησαν τρόπους εξασφάλισης της τροφής για να επιβιώσουν. Η οργάνωση της επιβίωσης σε συνθήκες κρίσης δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως στοιχείο οργάνωσης ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου. Αντί οι άνεργοι εργάτες να διεκδικήσουν «δουλειά με δικαιώματα», χωρίς εκμετάλλευση, γίνονταν μικροπωλητές για να εξασφαλίσουν το βιοπορισμό τους. Την ίδια στιγμή που ο λαός δεν εξασφάλιζε τις βασικές του ανάγκες, το κεφάλαιο συγκέντρωνε όλο τον πλούτο της χώρας, διατηρούσε σε πολλές περιπτώσεις υψηλή κερδοφορία, αλλά έμενε στο απυρόβλητο.
Αντί να δυναμώσει το διεκδικητικό κίνημα σε σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική για διατροφή, εκπαίδευση, υγεία κλπ., τα εργατικά και λαϊκά στρώματα χωρίς πολιτικές δυνάμεις που να συμβάλλουν στο ριζοσπαστικό πολιτικό προσανατολισμό τους περιορίστηκαν στην αλληλοβοήθεια μπροστά στην όξυνση των προβλημάτων, μαθαίνοντας να ζουν με τη φτώχεια τους.
Σήμερα οπορτουνιστικές-ρεφορμιστικές δυνάμεις στη χώρα μας, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, προσδιορίζουν ως το σύγχρονο περιεχόμενο της δράσης του λαϊκού κινήματος παρόμοιες προσπάθειες επιβίωσης. Τέτοιες δραστηριότητες χρηματοδοτούνται ήδη από επιχειρηματίες, ΜΚΟ, ΕΕ, δήμους κλπ. Το κίνημα όμως πρέπει να έχει διεκδικητικό χαρακτήρα, χαρακτήρα σύγκρουσης-ρήξης με τους καπιταλιστικούς ομίλους, τις διακρατικές ενώσεις τους, την αστική εξουσία και την πολιτική που εφαρμόζεται. Σε αυτή τη γραμμή να προβάλλει ένα ριζοσπαστικό πλαίσιο συνδυασμένων αιτημάτων για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών των λαϊκών στρωμάτων.
Οι διάφορες «φιλανθρωπικές» αλλά και «αυτόνομες» δραστηριότητες πέρα από το ότι δε λύνουν το πρόβλημα της φτώχειας αλλά το διαιωνίζουν, πέρα από το ότι δε διαπαιδαγωγούν σε αγωνιστική, διεκδικητική στάση αλλά οδηγούν στο συμβιβασμό και στην αποδοχή του μικρότερου κακού, πρέπει να προβληματίσουν τα λαϊκά στρώματα, καθώς η ιστορική πείρα έχει δείξει ότι η «φιλανθρωπική» δραστηριότητα στον καπιταλισμό ποτέ δεν αναπτύχθηκε αφιλοκερδώς. Οι «φιλάνθρωποι» πάντα κάτι κέρδιζαν από τη φτώχεια των άλλων.
Στην Αργεντινή το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των «Μητέρων της Πλατείας Μαΐου, της Hebe De Bonafini». To 2011 ξέσπασε μεγάλο σκάνδαλο το οποίο έπληξε και την κυβέρνηση της Κριστίνα Κίρχνερ, γυναίκας του Νέστορ Κίρχνερ. Το σκάνδαλο αφορούσε την κατάχρηση χρημάτων και τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος από τον Sergio Schoklender, στέλεχος και νομικό σύμβουλο της οργάνωσης, μαζί με μια ομάδα προσώπων που ενεπλάκησαν στην υπόθεση. Η κυβέρνηση της Κριστίνα Κίρχνερ είχε αναπτύξει στενές σχέσεις με την οργάνωση, τη χρηματοδοτούσε και τη βοήθησε να μετατραπεί σε μια πανίσχυρη φιλανθρωπική οργάνωση με ανοίγματα σε διάφορες δραστηριότητες όπως στο λαϊκό πανεπιστήμιο, σε προγράμματα στέγασης κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρχε συλλαλητήριο όπου δίπλα στην Πρόεδρο δε βρίσκονταν σε περίοπτη θέση οι γυναίκες με την άσπρη μαντίλα, χαρακτηριστικό της οργάνωσης. Ο Sergio Schoklender αποκαλύφθηκε ότι καταχράστηκε για προσωπικό του πλουτισμό χρήματα που δίνονταν για «κοινωνική στέγαση».[23]
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Το φαινόμενο της «κατάληψης επιχειρήσεων» αφορά περίπου 150 επιχειρήσεις που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους. Πρόκειται για εργοστάσια μικρά ή μεσαία, κατά κύριο λόγο με απαρχαιωμένο βιομηχανικό εξοπλισμό. Όλα ήταν συνδεδεμένα με την εσωτερική αγορά και αυτό ήταν που τα έκανε ευάλωτα στο άνοιγμα της οικονομίας που πραγματοποιήθηκε από την κυβέρνηση Μένεμ.
Οι εργαζόμενοι σε αυτά ήταν καταδικασμένοι στη μακροχρόνια ανεργία, ιδιαίτερα αυτοί που είχαν χαμηλή ειδίκευση, είχαν ξεπεράσει το 40ό έτος της ηλικίας τους και γι’ αυτό είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να εργαστούν σε σύγχρονες αυτοματοποιημένες ή ρομποτοποιημένες μονάδες. Τέτοιες υπάρχουν αρκετές στην Αργεντινή, καθώς στη δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκε σημαντική βιομηχανική «αναδιάρθρωση» που σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα έδινε την ψευδή εικόνα της «αποβιομηχανοποίησης».
Οι εγκαταλειμμένες επιχειρήσεις απασχολούσαν κατά μέσο όρο 60 εργαζόμενους. Το 26% ήταν χαλυβουργικές, 8% εργοστάσια κατασκευής ψυγείων, 8% μονάδες παραγωγής οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, λιγότερο από το 5% τυπογραφεία, εταιρίες μεταφορών, υφαντουργεία, υαλουργεία κ.ά.[24]
Οι πιο πολλές από τις επιχειρήσεις που ανάλαβαν οι εργαζόμενοι να τις λειτουργήσουν δεν επιβίωσαν. Οι λιγοστές αυτές επιχειρήσεις ζουν σήμερα με κρατική επιχορήγηση υπό συνθήκες κρατικής προστασίας στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς. Να τι λέει εργαζόμενος στην Chilavert (επιχείρηση γραφικών τεχνών): «Πρέπει να γνωρίζετε δύο πράγματα. Δεν καταλαμβάνουμε όλους τους χώρους εργασίας, όπως ρωτάνε μερικοί: “καταλαμβάνουν όλες τις επιχειρήσεις; Όχι, δεν καταλαμβάνουμε χώρους εργασίας που είναι σε λειτουργία ή στους οποίους οι εργάτες πληρώνονται. Καταλαμβάνουμε τις επιχειρήσεις που εγκαταλείπονται από τους ιδιοκτήτες τους. Αυτό είναι το πρώτο σημείο που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο. Ένα άλλο σημείο είναι το γεγονός ότι σε όλες τις κατειλημμένες επιχειρήσεις, τα χρωστούμενα προς τους εργάτες ξεπερνούν τους έξι μισθούς. Το άλλο σημείο που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο είναι ότι αυτοί οι εργάτες είναι χρεωμένοι, φτωχοί και δεν μπορούν να επενδύσουν σε τίποτα, επειδή δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Μερικές φορές πρέπει να εξαρτάσαι από πακέτο τροφίμων που σου δίνει η δημοτική αρχή. Κάτι άλλο που πρέπει να έχεις στο μυαλό σου, είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες επιχειρήσεις έχουν αφαιρεθεί οι μηχανές και οι πρώτες ύλες. Μόνο στις περιπτώσεις που κάποιος τους εμποδίσει δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Έτσι οι εργάτες πρέπει πάντα να επισκευάζουν, να ρυθμίζουν τις μηχανές ή να βρίσκουν καινούριες. Μιλάμε για εργάτες χωρίς περιουσία, χρεωμένους και για εργοστάσια χωρίς πρώτες ύλες με μηχανές που δε λειτουργούν σωστά επειδή δεν έχουν συντηρηθεί. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αυτές οι επιχειρήσεις παράγουν κανονικά,..»[25].
Το τελευταίο -όπως είπαμε- δεν ισχύει σήμερα, καθώς όπως είναι φυσικό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τα «εγχειρήματα» αυτά πολύ γρήγορα έσβησαν, παρόλο που μάτωσαν και υπέφεραν πολλοί από τους εργαζόμενους για να τα διατηρήσουν στη ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές από αυτές οι εργαζόμενοι ανέλαβαν και εξόφλησαν τα χρέη των πρώην ιδιοκτητών τους.
Η Liliana, εργαζόμενη στο εργοστάσιο Brukman, περιγράφει ότι το αφεντικό δε δεχόταν να έρθει στο εργοστάσιο κι έτσι αναγκάστηκαν να δουλέψουν οι ίδιες, εξοφλώντας τους απλήρωτους λογαριασμούς ρεύματος, νερού και αερίου: «Εμείς, ως εργάτριες, έχουμε πάψει να είμαστε βλάκες. Αυτό ήταν. Είμαστε αποφασισμένες. Στην πραγματικότητα, για μας δεν ήταν μια κατάληψη εργοστασίου. Παραμείναμε στο εργοστάσιο στις 18 Δεκεμβρίου 2001, επειδή δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να γυρίσουμε πίσω. Πού μπορούσαμε να πάμε με δύο πέσος, όταν το εισιτήριο του λεωφορείου κόστιζε τέσσερα; Όλες μαζί στο εργοστάσιο αναλογιστήκαμε την κατάστασή μας και αποφασίσαμε να μείνουμε για να δούμε αν τα αφεντικά θα αποφάσιζαν να μας δώσουν λίγα χρήματα παραπάνω, ώστε να μπορέσουμε να γιορτάσουμε τις διακοπές με τις οικογένειές μας. Και τα αφεντικά έχουν οικογένειες, οπότε καταλαβαίνουν την επιθυμία να είσαι μαζί τους την περίοδο των διακοπών. Αρχικά δεν ήταν κατάληψη, αλλά εξελίχθηκε σε τέτοια, χωρίς να αποτελεί πρόθεσή μας εξαρχής.
Περιμέναμε επί δύο μήνες τα αφεντικά να επιστρέφουν. Πήγαμε στα συνδικάτα, στο Υπουργείο Εργασίας, με την πρόθεση να αναγκάσουμε το αφεντικό να επιστρέφει και να μας προσφέρει μια λύση. Ποτέ δεν εμφανίστηκε. Έτσι αποφασίσαμε να δουλέψουμε. Κάπως έτσι ξεκίνησε το όλο πράγμα και τα πηγαίναμε στα αλήθεια καλά, ήμασταν καλοί σε αυτό που κάναμε.
Πληρώσαμε ακόμα και το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Το αφεντικό είχε συμφωνήσει με την εταιρία ηλεκτρισμού να μην κόβουν το ρεύμα, ακόμα και αν δεν εξοφλούσε έγκαιρα τους λογαριασμούς. Η εταιρεία ηλεκτρισμού μας είπε ότι όχι μόνο θα διέκοπταν την παροχή ρεύματος, αλλά κι ότι για να συνεχίσουν να μας παρέχουν ρεύμα, θα έπρεπε να εξοφλήσουμε το χρέος του αφεντικού που ήταν 7.000 πέσος. Το κάναμε αυτό και πληρώσαμε και το λογαριασμό του νερού και του αερίου -που είναι το πιο σημαντικό- και να πώς καταφέραμε να δουλέψουμε…»[26].
Παράδειγμα επιχείρησης που επιβίωσε είναι η κεραμοποιία «Ζανόν», η οποία μετατράπηκε σε συνεταιριστική επιδοτούμενη από το αστικό κράτος. Έτσι οι εργαζόμενοι έγιναν με «κόπους και θυσίες» συνεταιρισμένοι επιχειρηματίες που προστατεύονταν από το αστικό κράτος για να ανταπεξέρχονται στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς, της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας.
Το 2010 η Κριστίνα Κίρχνερ με νόμο για τις εταιρίες που πτώχευαν διευκόλυνε τη δυνατότητα δημιουργίας συνεταιρισμών από τους εργαζόμενους της επιχείρησης υπό κρατική προστασία.
Σε πολλές περιπτώσεις οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις δέχτηκαν την καταστολή από την πλευρά της κυβέρνησης. Π.χ. Η αρτοβιομηχανία «Cinco» είχε κλείσει τον Οκτώβρη του 2001, απολύοντας 80 εργαζόμενους χωρίς χρηματική αποζημίωση. Τον Απρίλη του 2002 οι κάτοικοι του Καραπατσάι έψαχναν τρόπους για να εξασφαλίσουν φτηνότερο ψωμί κι έτσι αποφάσισαν να συμπράξουν με μια ομάδα 20 εργατών που είχαν απολυθεί από την αρτοβιομηχανία. Μετά από κοινή συνέλευση γείτονες και πρώην εργαζόμενοι κατέλαβαν την αρτοβιομηχανία. Επί 45 ημέρες απέκρουσαν τις προσπάθειες εκκένωσης, έστησαν σκηνές στην πύλη κλπ. μέχρι που πέτυχαν να κρατήσουν την επιχείρηση.
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
– Η πείρα της Αργεντινής δείχνει ότι η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση, που μπορεί να προκαλέσει και τριγμούς στο αστικό πολιτικό σύστημα, επιβάλλει από τη μεριά του κεφαλαίου την εφαρμογή διαφορετικής πολιτικής διαχείρισης, αλλαγής του μίγματος διαχείρισης του καπιταλισμού που ακολουθούσε προηγούμενα. Το νέο μίγμα σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζεται ως «αριστερή» ή «ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατική» πολιτική, ως «λιγότερο κακό» από την προηγούμενη. Στην πράξη αποδεικνύεται εξίσου αντεργατική – αντιλαϊκή σε νέα φάση του κύκλου της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Η εργατική τάξη βρίσκεται σε χειρότερη θέση σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, δηλαδή δεν ανακτά τις απώλειές της.
Η πείρα της Αργεντινής και όλων των υπόλοιπων χωρών της Λατινικής Αμερικής με «αριστερές» κυβερνήσεις επιβεβαιώνει ότι είναι εξαπάτηση της εργατικής τάξης η υποστήριξη μιας «αριστερής» κυβέρνησης στο όνομα ότι αυτή μπορεί να γίνει «κρίκος» στην πάλη για την εργατική εξουσία. Είναι απάτη ότι μπορεί μια «αριστερή» κυβέρνηση να αποτελέσει εφαλτήριο στο δρόμο για το σοσιαλισμό. Όλες οι «αριστερές» κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής απέσπασαν την κοινωνική συναίνεση για λογαριασμό του κεφαλαίου, διαιωνίζοντας το καπιταλιστικό σύστημα.
Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού στην Ελλάδα που ονειρεύονται «πατριωτικές», «αριστερές», «αντιιμπεριαλιστικές» κυβερνήσεις τύπου Νέστορ Κίρχνερ κηρύσσουν τον ταξικό συμβιβασμό. Η αστική κυβέρνηση του Νέστορ Κίρχνερ αξιοποίησε τον προσανατολισμό του κινήματος που ενσωμάτωνε μια δραστηριότητα διαχείρισης της φτώχειας, ενώ ταυτόχρονα αξιοποίησε την εξαγορά, τοποθετώντας στελέχη του «κινήματος» σε κυβερνητικά πόστα.
Η πολιτική διαχείρισης του Νέστορ Κίρχνερ (αποσύνδεση του πέσο από το δολάριο και υποτίμησή του, αναδιάρθρωση χρέους, κρατικοποιήσεις) είναι τηρουμένων των αναλογιών παρόμοια με το λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα» που προβάλλεται από δυνάμεις του οπορτουνισμού στην Ελλάδα (έξοδο από το ευρώ, διαγραφή του χρέους, κρατικοποιήσεις). Είτε αυτό το πρόγραμμα προβάλλεται με τη μορφή «πολιτικών αιτημάτων» για το κίνημα είτε ως πρόγραμμα μιας «αριστερής κυβέρνησης», στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διαχείρισης του καπιταλισμού σε οξυμένες συνθήκες κρίσης, λίγο πριν την καπιταλιστική ανάκαμψη και εξυπηρετώντας αυτή, σε βάρος της εργατικής τάξης.
– Το εργατικό και λαϊκό κίνημα χρειάζεται να προσέξει να μην εγκλωβιστεί στην «αυτοδιαχείριση» της οξυμένης φτώχειας που θα είναι αποσπασμένη από την οργάνωση της ταξικής πάλης με στόχο την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας και στη συνέχεια την ανατροπή της. Ο κίνδυνος εγκλωβισμού του κινήματος υπάρχει ήδη στις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα. Από τη μια είναι η δράση της Εκκλησίας, επιχειρηματιών, μηχανισμών του κράτους (Δήμοι, ΜΚΟ κλπ.) που στο πλαίσιο της φιλανθρωπίας αναλαμβάνουν δράσεις με οργάνωση συσσιτίων, κοινωνικών παντοπωλείων, ιατρείων, φαρμακείων κλπ. Από την άλλη δυνάμεις του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού προβάλλουν ως αναγκαιότητα τη δράση του εργατικού και κυρίως του λαϊκού κινήματος μόνο για τα ζητήματα διαχείρισης της φτώχειας. Υποστηρίζουν ότι είναι δράση ανάλογη με εκείνη του ΕΑΜ στην Κατοχή. Αρχικά ο παραλληλισμός είναι άστοχος γιατί συγκρίνονται ανόμοιες κοινωνικοοικονομικές περίοδοι. Άλλο γενικευμένη βαθιά καπιταλιστική κρίση και άλλο συνθήκες πείνας ύστερα από την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τον πόλεμο. Αυτό είναι συνειδητή στρέβλωση, γιατί η δράση του ΕΑΜ για την προστασία από την πείνα συνδεόταν με ένοπλη οργανωμένη αντιστασιακή δράση.[27]
Η απάντηση του ΕΑΜ στις δύσκολες συνθήκες, στις οποίες είχε περιέλθει ο ελληνικός λαός με τον πόλεμο, ήταν ένα μεγάλο κύμα απεργιών που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του τον Απρίλη του 1942 με σύνθημα «όχι και άλλον εφιαλτικό χειμώνα σαν το 1941 -1942»[28]. Άλλωστε θεμέλιο του ΕΑΜ ήταν καταρχήν το εργατικό ΕΑΜ. Με βάση τον προσανατολισμό που έδωσε το ΚΚΕ η εργατική τάξη οργανώθηκε στους τόπους δουλειάς.
Η φτώχεια δεν αντιμετωπίστηκε με λογική ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας, αλλά με μαζικό αγωνιστικό φρόνημα, με απίστευτους ηρωισμούς και πνεύμα αυτοθυσίας, με λογική σύγκρουσης και ρήξης με τους κατακτητές που βρίσκονταν στη διοίκηση της αστικής κρατικής μηχανής της χώρας εκείνη την εποχή. Δεν υπήρχε λογική οι δραστηριότητες του λαϊκού κινήματος να έχουν συμπληρωματικό ρόλο στη δραστηριότητα των αρχών. Δεν υπήρχε λογική να διαχειριστούμε τη φτώχεια κλπ.
Πάνω από όλα το ΕΑΜ ήταν μαζικό ένοπλο κίνημα με στρατιωτικό σκέλος τον ΕΛΑΣ. Η ένοπλη πάλη, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ που αντιπάλευε την υπάρχουσα εξουσία, οδήγησε στην απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας.
Μέσα σε όλη αυτή τη δραστηριότητα το ΕΑΜ διεκδίκησε και την οργάνωση λαϊκών συσσιτίων, συγκρότησε την εθνική αλληλεγγύη που ξεκίνησε ως οργάνωση βοήθειας διωκόμενων, φυλακισμένων και εξόριστων κ.ά.
Είναι φανερό ότι η δράση του ΕΑΜ δεν έχει καμιά σχέση με τις «συλλογικές κουζίνες», την «ανταλλακτική οικονομία», το «δίκαιο εμπόριο» κλπ., που δεν είναι όπως ισχυρίζονται οι οπορτουνιστές «ανταγωνιστικά» προς την υπάρχουσα εξουσία, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά, βελτιωτικά σε αυτή, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις αιτίες και τους πολιτικούς υπευθύνους για την όξυνση των λαϊκών προβλημάτων.
– Η πείρα της Αργεντινής επιβεβαιώνει το κύριο ζήτημα που είναι ότι το ΚΚ και το εργατικό κίνημα πρέπει να είναι εξοπλισμένα με γραμμή πάλης με προοπτική την εργατική εξουσία. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προωθηθεί η οργάνωση της εργατικής τάξης, η συμμαχία της με τα λαϊκά στρώματα, η ταξική αλληλεγγύη, να εξασφαλιστεί ο ριζοσπαστικός πολιτικός προσανατολισμός του λαϊκού κινήματος, να περιθωριοποιηθεί ο οπορτουνισμός, ο συμβιβασμός με το ρεφορμισμό, να ανοίξει ο δρόμος για εξελίξεις υπέρ των λαϊκών δυνάμεων.
[1]
Τέτοια «εναλλακτικά νομίσματα», που συνοδεύονται με την αυταπάτη ενός
«δίκαιου εμπορίου», έχουν δημιουργηθεί και στην Ελλάδα σε διάφορες
περιοχές. (Βόλος: ΤΕΜ, Αθήνα: Φασούλι, Ιεράπετρα: Καερέτι, Πάτρα:
Οβολός, Θεσσαλονίκη: Κοινό).
[2]
Περονισμός: Από το στρατηγό Χουάν Ντομίγκο Περόν (1895-1974), ο οποίος
εκλέχτηκε τρεις φορές Πρόεδρος της Αργεντινής από το 1946έωςτο 1955 και
από το 1973 έως το 1974.0 Περονισμός κατάφερε για δεκαετίες να
κυριαρχεί στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Αργεντινής,
χρησιμοποιώντας εθνικο-πατριωτικά και λαϊκίστικα συνθήματα.
[3] Βλέπε Ελένης Μπέλλου: «Πίσω από τις χρηματιστηριακές κρίσεις», ΚΟΜΕΠτ. 2 και 5 του 1998.
[4] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 23.
[3] Βλέπε Ελένης Μπέλλου: «Πίσω από τις χρηματιστηριακές κρίσεις», ΚΟΜΕΠτ. 2 και 5 του 1998.
[4] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 23.
[5] Benjamin Dangl, «Dancing with Dynamite: Social movements and states in Latin America», AKpress, σελ. 57.
[6]
Movimiento de Trabajadores Desocupados (Κίνημα Ανέργων Εργατών).
Πρόκειται για μορφή οργάνωσης των ανέργων. Οι άνεργοι που έπαιρναν μέρος
στις δράσεις του έμειναν γνωστοί ως «πικετέρος» εξαιτίας της μορφής
πάλης που χρησιμοποιούσαν, δηλαδή το μπλοκάρισμα (picqete) των δρόμων.
Οι πικετέρος εμφανίστηκαν πριν το 2001 ως αποτέλεσμα της πολιτικής των
ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και του κλεισίματος πολλών παραγωγικών μονάδων
στη διάρκεια των κυβερνήσεων Αλφονσίν και Μένεμ που είχε ως αποτέλεσμα
χιλιάδες απολύσεις και εξάπλωση της ανεργίας. Σημαντικός σταθμός
θεωρείται ο Ιούνης του 1996, όταν οι απολυμένοι της YPF (πετρελαϊκή
βιομηχανία που αγοράστηκε από τη Repsol) κατέλαβαν την περιφερειακή
οδική αρτηρία της πόλης Cutral-Co. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν
μπλοκαρίσματα δρόμων από τους «πικετέρος» και σε άλλες περιοχές της
Αργεντινής. Το MTD ήταν οργανωμένο σε εδαφική βάση, κυρίως σε επίπεδο
δήμου ή γειτονιάς
[7]
CGT: Confederation General del Trabajo de la Republica Argentina
(Tενική Συνομοσπονδία Εργατών της Δημοκρατίας της Αργεντινής). CTA:
Central de los Trabajadores Argentines (Κεντρική Ένωση Αργεντινών
Εργαζομένων). Και στις δύο συνομοσπονδίες κυριαρχούν περονιστές και
άλλες αστικές δυνάμεις.
[8] Benjamin Dangl, «Dancing with Dynamite: Social movements and states in Latin America», AKpress, σελ. 67.
[9] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 92.
[10] Jim Straub, «Argentina Piqueteros and Us», Tom Dis patch. Com (March 2, 2004).
[11]
Madrés de plaza de Mayo. Πρόκειται για τις μητέρες των εξαφανισθέντων
στη δικτατορία τον Βιντέλα στην Αργεντινή, που έχουν ως σημείο
συγκέντρωσης την Πλατεία Μαΐου, έξω από το Προεδρικό Μέγαρο. Η οργάνωση
είναι διασπασμένη από το 1986 σε δύο οργανώσεις: Την «Asociaciôn Madrés
de Plaza de Mayo», στην οποία ηγείται η Hebe de Bonafini και την
«Madrés de Plaza de Mayo», στην οποία ηγείται η Linea Fundadora.
[12] James Petras and Henry Veitmeyer: « What ’s left in Latin America? Regime change in new times», Ashgate, 2009, σελ. 61.
[13] James Petras and Henry Veitmeyer: «What’s left in Latin America? Regime change in new times», Ashgate, 2009, σελ. 65.
[14] O.u., σελ. 65.
[15] James Petras and Henry Veitmeyer: «What’s left in Latin America? Regime change in new times», Ashgate, 2009, σελ. 72.
[16] Marina Sitrin (επιμέλεια), «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 112.
[17]
Η Χούντα του Βιντέλα διήρκησε από το 1976 έως το 1983. Χαρακτηρίστηκε
για τη σκληρότητά της. Στη διάρκειά της 30.000 άνθρωποι εξαφανίστηκαν. Η
σκληρή καταστολή που ασκήθηκε κρυφά δεν ήταν δυνατό να αποκρυφτεί.
Περιλάμβανε βασανιστήρια, εκπαραθυρώσεις, δολοφονίες πολιτικών
κρατουμένων, πέταγμα πολιτικών αντιπάλων ζωντανών από αεροπλάνα στον
ωκεανό, εκρίζωση νυχιών κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα
πολλοί συγγενείς των θυμάτων ψάχνουν να βρουν τι απογίνανε τα συγγενικά
τους πρόσωπα. Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση «Μητέρες της Πλατείας
Μαΐου» που αναφέραμε. Ο Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα τελικά καταδικάστηκε σε
ισόβια κάθειρξη το Δεκέμβριο του 2010 για εκτέλεση 31 πολιτικών
κρατουμένων στην Κόρντομπα το 1976. Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε
τον Απρίλη του 2011 και ο Reynaldo Bignone.
[18] James Petras and Henry Veitmeyer, «What ’s left in Latin America? Regime change in new times», Ashgate, 2009, σελ. 58.
[19] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 57.
[20] Ραούλ Ζιμπέκι: «Αυτονομίες και Χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση», εκδ. «ΑΛΑΝΑ», σελ. 272.
[21] Ραούλ Ζιμπέκι: «Αυτονομίες και Χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση», εκδ. «ΑΑΑΝΑ», σελ. 258.
[22] Natasha Gordon, Paul Chatterton, «A Journey through Argentina Popular Uprising», School of geography, University of Leeds, 2004, aeX. 44-45.
[23] The Guardian, Sunday 12 June 2011, Annie Kelly: «Scandal hits Argentinas Mothers of the disappeared».
[21] Ραούλ Ζιμπέκι: «Αυτονομίες και Χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση», εκδ. «ΑΑΑΝΑ», σελ. 258.
[22] Natasha Gordon, Paul Chatterton, «A Journey through Argentina Popular Uprising», School of geography, University of Leeds, 2004, aeX. 44-45.
[23] The Guardian, Sunday 12 June 2011, Annie Kelly: «Scandal hits Argentinas Mothers of the disappeared».
[24] Ραούλ Ζιμπέκι: «Αυτονομίες και Χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση», εκδ. «ΑΛΑΝΑ», σελ. 117.
[25] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 57.
[26] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 55.
[26] Marina Sitrin (επιμέλεια): «Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή», εκδ. «Σ.ΚΥ.Α.», σελ. 55.
[27]
Η κατάσταση στην οποία είχε φτάσει ο ελληνικός λαός όσον αφορά την
πείνα και την εξαθλίωση ήταν πραγματική κόλαση. Σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού της εποχής250.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει
εξαιτίας του λιμού. Οι αρχές σε πολλές περιπτώσεις δε φρόντιζαν ούτε
τους νεκρούς, οπότε το αποτέλεσμα ήταν λιπόσαρκα πτώματα να μένουν
εκτεθειμένα για ώρες στους δρόμους της Αθήνας. Η μαύρη αγορά οργίαζε. Ο
πληθωρισμός κάλπαζε με κολοσσιαίους ρυθμούς. Το ζήτημα της πείνας είχε
μετατραπεί στο υπ’αριθμόν ένα πρόβλημα τα χρόνια 1941-1942. (Mark
Mazower :«Στην Ελλάδα τουΧίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής», εκδ.
«Αλεξάνδρεια», σελ. 67-68).
[28] Θανάση Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδ. «Δωρικός», τ. 1, σελ. 345.
Πηγή geranista.wordpress.com
Πηγή geranista.wordpress.com
Ήταν τέτοιες μέρες 68 χρόνια πριν...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://eyrytixn.blogspot.gr/2013/04/blog-post_16.html