Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος
Η μάνα μου, όταν ήμουν πολύ μικρός, μου έλεγε να χαιρετάω πάντα τους
μεγάλους και να μην απλώνω ποτέ τα χέρια μου όταν μπαίνουμε στα μαγαζιά.
Μια φορά που μ’ έστειλε στο φούρνο, λιμπίστηκα μια τσίχλα απ’ αυτές που
έκαναν μεγάλες φούσκες. Την πλήρωσα στον φούρναρη και αυτός μου είπε να
την πάρω από ένα κουτί που είχε πολλές. Εγώ πήρα δυο. Στο σπίτι τα
ρέστα περίσσευαν. Ομολόγησα. Αφού έφαγα κάμποσες σχετικές, η μάνα μου με
πήρε από τ’ αυτί και γυρίσαμε στο φούρνο, όπου μ’ έβαλε να ζητήσω
συγνώμη. Παρακαλούσα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Όταν μεγάλωσα λίγο και έπαιρνα μόνος μου το μπλε λεωφορείο, μου έλεγε να μετράω πάντα τα ρέστα που μου δίνει ο εισπράκτορας. Αργότερα, όταν τα λεωφορεία δεν είχαν εισπράκτορα και δίπλα στον οδηγό υπήρχε ένα κουτί όπου όλοι έριχναν σε κέρματα την αξία του εισιτηρίου, μου έλεγε επιτακτικά να έχω πάντα μαζί μου και να ρίχνω το ακριβές αντίτιμο, «ούτε δεκάρα λιγότερα». Από περιέργεια στεκόμουν συχνά δίπλα στον οδηγό, και παρακολουθούσα τα χέρια αυτών που έμπαιναν από την μπροστινή πόρτα, πάνω από τη θυρίδα του κερματοδέκτη και κάτω από το –συνήθως- αδιάφορο βλέμμα του οδηγού. Οι περισσότεροι έριχναν δεκάρες, ένας –κάποτε- δυο σπασμένα κλειδιά, πολλοί ακόμα και τίποτα. Εγώ δεν τα ΄κανα αυτά. «Να είσαι πάντα κύριος», μου ΄λεγε η μάνα μου κι έσπρωχνε, μέσα στο «κύριος», να χωρέσουν η τιμιότητα, η αξιοπρέπεια, η μπέσα, η λεβεντιά, η ευσυνειδησία.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, και η προσπάθεια να είμαι «πάντα κύριος» δεν σταμάτησε ποτέ. Ήμουν «πάντα κύριος» στο σχολείο, πιτσιρικάς στο γιαπί με τους μαστόρους, στο στρατό, στις σχέσεις μου, απέναντι στους συγγενείς, «κύριος» στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία, «κύριος» απέναντι στην κοινωνία και τις λειτουργίες της, στους συναδέλφους μου στο γιαπί, στο σωματείο μου και στους συντρόφους μου. «Πάντα κύριος» απέναντι στο κράτος και τις υπηρεσίες του: όλα τα μεροκάματα στη δήλωση, όλα τα «τετραγωνικά» στο λογαριασμό του ηλεκτρικού, «πάντα κύριος» απέναντι σε όλα τα «Ε» και τις «περαιώσεις» της εφορίας, «κύριος» απέναντι στις ασφαλιστικές εταιρείες, «κύριος», «κύριος»… παντού.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσα μαλάκας, ή που έκανα τον μαλάκα, όταν οι άλλοι δεν ήταν το ίδιο κύριοι απέναντί μου. Ή, που άκουσα να με αποκαλούν «μαλάκα» οι φίλοι μου (χαϊδευτικά αυτοί), και αντικαθιστώντας κάποιες φορές τον χαρακτηρισμό με αυτόν του «ιδεολόγου». Οι ορμήνιες της μάνας μου με μπόλιασαν από μικρό. Είχαν περάσει στο αίμα μου, έλεγχαν τον τρόπο που σκεφτόμουν, καθόριζαν τις αποφάσεις, τη συμπεριφορά και τις επιλογές μου. Πάντα προς την ίδια κατεύθυνση: να είμαι «πάντα κύριος».
Όμως είχα κι έναν πατέρα. Κι αυτός μ’ έμαθε από πολύ μικρό να μην σηκώνω την αδικία. Να μην διαπραγματεύομαι το δίκιο μου. Να μην παραχωρώ ό,τι μου ανήκει στους «από πάνω», μόνο ν’ αγωνίζομαι για να τ’ αποκτήσουν αυτό και οι άλλοι. Να μη συμβιβάζομαι με τίποτα λιγότερο απ’ αυτό που αξίζω. Μ’ έμαθε πως η κοινωνία δεν είναι κάτι το εξιδανικευμένο, δεν είμαστε και δεν γίνεται -σε αυτήν την κοινωνία- να είμαστε όλοι οι άνθρωποι «αγαπημένοι» γιατί μας χωρίζει κάτι που λέγεται εκμετάλλευση. Και αυτό είναι που κάνει πολλούς ανθρώπους να ξεχνούν πως είναι άνθρωποι, άλλους να νιώθουν πως είναι μεγάλοι, άλλους να προσπαθούν να γίνουν μεγάλοι σαν τους προηγούμενους και άλλους, απλά, να «κάνουν τη δουλειά τους».
Μ’ έμαθε επίσης πως η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις και μου έδειξε από νωρίς τη δική μας. Μου είπε πως η τάξη μας είναι αυτή που κρατάει στα χέρια της τα πάντα αλλά τίποτα δεν της ανήκει, μ’ έκανε να καταλάβω πόσο αναγκαίο είναι ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση και πως όταν το καταλάβει αυτό και η τάξη μας και μαζί συνειδητοποιήσει πόση δύναμη έχει, τότε θα χτίσουμε μια άλλη κοινωνία που στην εξέλιξή της δεν θα υπάρχει πια λόγος να υπάρχουν τάξεις και οι άνθρωποι θα ζουν και θα δημιουργούν σαν πραγματικοί Άνθρωποι. Αυτά μου τα ΄μαθαν οι γονείς μου με το παράδειγμα της ζωής τους, και αυτά προσπάθησα κι εγώ να «μάθω» στα παιδιά μου, πρώτα με τη συμπεριφορά μου και λιγότερο με συμβουλές. Να είναι και να νιώθουν εντάξει με τη συνείδησή τους, να τα ΄χουν καλά πρώτα με τον εαυτό τους και να μη σκέφτονται τι θα πουν οι άλλοι. Αυτοί πάντα θα βρουν να πουν.
Όλ’ αυτά όμως ταυτόχρονα εξηγούν και γιατί είναι τόσες πολλές οι στιγμές που νιώθει κανείς μαλάκας σε αυτήν την κοινωνία.
Για παράδειγμα, όταν με ρωτάνε σήμερα τα παιδιά μου, γιατί, ενώ είμαι καλός μάστορας και δεν είμαι κλέφτης, δεν είμαι «ρίχτης», γιατί ενώ έχω καλό όνομα στην πιάτσα (μην ξεχνάτε πως ήμουν «πάντα κύριος»), σήμερα δεν βρίσκω δουλειά; Ή, γιατί, ενώ ήμουν μια ζωή εντάξει και πλήρωνα αδιαμαρτύρητα κάθε «εφεύρεση» της εφορίας (περαιώσεις, τεκμήρια κλπ), σήμερα δεν μπορώ να πληρώσω τους φόρους μου και θεωρούμαι δυνάμει φοροφυγάς και κινδυνεύω κάθε στιγμή να μου αρπάξει το κράτος ό,τι μου απόμεινε, ή ακόμα και να με κλείσει στο φρέσκο; Γιατί, με ρωτάνε, το κράτος να μην αναγνωρίζει πως ήμουν «πάντα κύριος»; Ή, γιατί, ενώ μια ζωή πλήρωνα τις ασφαλιστικές μου εισφορές (και μάλιστα υψηλές) στο ΙΚΑ, και έχω από νωρίς τα ένσημα για τη σύνταξη, δεν ξέρω αν ποτέ θα την πάρω, και αν την πάρω, πόσα –μετρημένα- ψίχουλα θα είναι; Γιατί, ενώ πάντα πλήρωνα τις δόσεις μου στην τράπεζα μια και δυο μέρες πριν τη λήξη τους, σήμερα ταράζομαι μόλις χτυπήσει το τηλέφωνο; Γιατί να τους λέω «προσέξτε να μην αρρωστήσετε»; Σε τι χρησιμεύει το καλοριφέρ στο σπίτι αφού δεν το ανάβουμε; γιατί χρωστάω ακόμα τα φροντιστήριά τους; γιατί -δεν ξέρω αν- φέτος θα αναγκαστώ να τα σταματήσω; Γιατί; γιατί;… αμέτρητα «γιατί».
Δεν είμαι από αυτούς που παροτρύνουν να μην πληρώνουμε εισιτήριο στα ΜΜΜ, αν και προσπαθώ να μη μείνει αυτό αναξιοποίητο όταν δεν το χρειάζομαι άλλο. Κανένας δεν μπορεί από μόνος του να τα βάλει μαζί τους και να νικήσει. Αυτές οι δράσεις απαιτούν οργάνωση και μαζική συμμετοχή, απαιτούν ανθρώπους αποφασισμένους να «χτυπήσουν» και να χτυπηθούν, αποφασισμένους πάνω απ’ όλα να χάσουν τη βολή τους. Ν’ απαγκιστρωθούν από την ψευδαίσθηση που τους προσφέρει η ιδιοκτησία ενός σπιτιού, ενός τσουρούτικου μισθού κι ενός τραπεζικού λογαριασμού με τρία-τέσσερα μηδενικά. Απαιτούν συνείδηση ταξική, από τον εργάτη που του πίνει τ’ αφεντικό το αίμα, από τον άνεργο που σαπίζει στον πεσιμισμό και την αυτοκαταστροφή, από τον νέο που σπουδάζει για να γίνει «τρανός», αλλά κι απ’ αυτόν που λιώνει ώρες ολόκληρες μ’ ένα φραπέ στην καφετέρια. Η εμπειρία από τα χαράτσια είναι διδακτική… Διάθεση για σύγκρουση, ακόμα, δεν… Τα παρατάμε λοιπόν;
Χάσαμε πολλά, όμως δε χάθηκαν όλα. Η ελπίδα δεν πέθανε. Βρίσκεται στην απόφαση του καθένα μας να μην το βάλει κάτω. Στις σφιγμένες γροθιές αυτών που έκαναν την αρχή. Κάτω απ’ τα πανό των συνδικάτων μας, δίπλα στους απεργούς, μαζί με τους γείτονές μας, δίπλα στους αγωνιστές που σήμερα λοιδωρούνται. Η ελπίδα βρίσκεται και μας περιμένει στην τεράστια δύναμη της οργανωμένης ταξικής πάλης, αυτής που ανατριχιάζουν ακόμα και όταν τη σκέφτονται οι κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές μας και οι πολιτικοί-τσιράκια τους.
Στη θέση του δολοφονημένου παλικαριού, που μια χούφτα ξετσίπωτοι, χορτασμένοι διορισμένοι κρατικοδίαιτοι, «γραμματιζούμενοι» του λάιφ-στάιλ ή απλά κρετίνοι, έφτυσαν πάνω απ’ τον ανοιχτό του τάφο, θα μπορούσε να είναι το δικό μου παιδί. Ναι, κι ας του λέω να είναι «πάντα κύριος» και να πληρώνει το εισιτήριό του. Κοντοζυγώνει η στιγμή που δεν θα ΄χουμε να πληρώσουμε ακόμα κι ένα εισιτήριο. Πολλοί είν’ αυτοί που δεν έχουν ήδη. Ανάμεσά τους, οι περισσότεροι, πρώην «πάντα κύριοι», και -για κάποιους- σήμερα «τζαμπατζήδες».
Το άνεργο παλικαράκι απ’ το Περιστέρι το δολοφόνησε το κράτος αυτών των «γραμματιζούμενων», των χορτάτων «φιλανθρώπων», των «επιτυχημένων» λαμόγιων, των «ξύπνιων» διαπλεκόμενων, των επιτήδειων κλεφτών, των «καθωσπρέπει» και «έντιμων» γραβατοφόρων πολιτικών, με τα «επώνυμα» κοστούμια, τις γεμάτες «ευλάβεια» γονυκλισίες και τους μεγάλους σταυρούς στις «μεγαλόχαρες» του δεκαπενταύγουστου. Το δολοφόνησαν τα εμετικά «δελτία των οχτώ», οι γλοιώδεις μαρκουτσοφόροι της προπαγάνδας, οι αποτυχημένοι πολιτικοί-διορισμένοι διοικητάδες που μιλούν για «περιστατικό», οι με συμπεριφορά Αρτέμη Μάτσα-«είναι φίλοι μας οι Γερμανοί» (έχουμε δει «ελεγκτές» σε… υπηρεσία) «φουκαράδες υπάλληλοι» που «απλά έκαναν τη δουλειά τους», ο κανιβαλισμός ενός συστήματος που σκοτώνει για «χρέος» 1,4 ευρώ με την ίδια θέρμη που επιβραβεύει έναν ληστή στέλνοντάς τον να διοικήσει μια τράπεζα.
Τον Θανάση τον δολοφόνησαν η αδιαφορία, ο σταρχιδισμός, η αφασία, οι ψευδαισθήσεις των «θεατών» της καταστροφής και της δικής τους ζωής. Αυτοί που δεν αποφασίζουν να κουνήσουν το χέρι και να κουρελιάσουν τον ιστό που τους κρατάει αιχμάλωτους. Αυτοί που δεν τολμούν να σκεφτούν αν αξίζουν μια ζωή ολοδική τους, δίχως εξάρτηση από έμπειρους ή λιγότερο έμπειρους «σωτήρες». Τον δολοφόνησαν οι ευνουχισμένες συνειδήσεις, η στείρα σκέψη, η άγονη φαντασία, τα πεθαμένα όνειρα αυτών που κιόλας «πέθαναν» πριν ζήσουν, χωρίς ποτέ να μάθουν πως είναι πραγματικά να ζεις.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το κορμί και τα όνειρα ενός δεκαεννιάχρονου παλικαριού αντί ν’ ανθίζουν, θάβονται στο σκοτάδι. Πάνω στον τάφο του, αντί λουλούδια, σκύβω το κεφάλι κι ακουμπάω αυτές τις σκέψεις και μαζί μια υπόσχεση: Θανάση, παιδί μου, όσο ζω θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος.
Το κείμενο γράφτηκε μερικές ώρες μετά τη δολοφονία του 19χρονου
Θανάση Καναούτη, που μπήκε στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο. Πέρασαν από
τότε τέσσερα χρόνια. Και δεν αλλάζω ούτ’ ένα γράμμα…
katiousa.gr
Όταν μεγάλωσα λίγο και έπαιρνα μόνος μου το μπλε λεωφορείο, μου έλεγε να μετράω πάντα τα ρέστα που μου δίνει ο εισπράκτορας. Αργότερα, όταν τα λεωφορεία δεν είχαν εισπράκτορα και δίπλα στον οδηγό υπήρχε ένα κουτί όπου όλοι έριχναν σε κέρματα την αξία του εισιτηρίου, μου έλεγε επιτακτικά να έχω πάντα μαζί μου και να ρίχνω το ακριβές αντίτιμο, «ούτε δεκάρα λιγότερα». Από περιέργεια στεκόμουν συχνά δίπλα στον οδηγό, και παρακολουθούσα τα χέρια αυτών που έμπαιναν από την μπροστινή πόρτα, πάνω από τη θυρίδα του κερματοδέκτη και κάτω από το –συνήθως- αδιάφορο βλέμμα του οδηγού. Οι περισσότεροι έριχναν δεκάρες, ένας –κάποτε- δυο σπασμένα κλειδιά, πολλοί ακόμα και τίποτα. Εγώ δεν τα ΄κανα αυτά. «Να είσαι πάντα κύριος», μου ΄λεγε η μάνα μου κι έσπρωχνε, μέσα στο «κύριος», να χωρέσουν η τιμιότητα, η αξιοπρέπεια, η μπέσα, η λεβεντιά, η ευσυνειδησία.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, και η προσπάθεια να είμαι «πάντα κύριος» δεν σταμάτησε ποτέ. Ήμουν «πάντα κύριος» στο σχολείο, πιτσιρικάς στο γιαπί με τους μαστόρους, στο στρατό, στις σχέσεις μου, απέναντι στους συγγενείς, «κύριος» στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία, «κύριος» απέναντι στην κοινωνία και τις λειτουργίες της, στους συναδέλφους μου στο γιαπί, στο σωματείο μου και στους συντρόφους μου. «Πάντα κύριος» απέναντι στο κράτος και τις υπηρεσίες του: όλα τα μεροκάματα στη δήλωση, όλα τα «τετραγωνικά» στο λογαριασμό του ηλεκτρικού, «πάντα κύριος» απέναντι σε όλα τα «Ε» και τις «περαιώσεις» της εφορίας, «κύριος» απέναντι στις ασφαλιστικές εταιρείες, «κύριος», «κύριος»… παντού.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσα μαλάκας, ή που έκανα τον μαλάκα, όταν οι άλλοι δεν ήταν το ίδιο κύριοι απέναντί μου. Ή, που άκουσα να με αποκαλούν «μαλάκα» οι φίλοι μου (χαϊδευτικά αυτοί), και αντικαθιστώντας κάποιες φορές τον χαρακτηρισμό με αυτόν του «ιδεολόγου». Οι ορμήνιες της μάνας μου με μπόλιασαν από μικρό. Είχαν περάσει στο αίμα μου, έλεγχαν τον τρόπο που σκεφτόμουν, καθόριζαν τις αποφάσεις, τη συμπεριφορά και τις επιλογές μου. Πάντα προς την ίδια κατεύθυνση: να είμαι «πάντα κύριος».
Όμως είχα κι έναν πατέρα. Κι αυτός μ’ έμαθε από πολύ μικρό να μην σηκώνω την αδικία. Να μην διαπραγματεύομαι το δίκιο μου. Να μην παραχωρώ ό,τι μου ανήκει στους «από πάνω», μόνο ν’ αγωνίζομαι για να τ’ αποκτήσουν αυτό και οι άλλοι. Να μη συμβιβάζομαι με τίποτα λιγότερο απ’ αυτό που αξίζω. Μ’ έμαθε πως η κοινωνία δεν είναι κάτι το εξιδανικευμένο, δεν είμαστε και δεν γίνεται -σε αυτήν την κοινωνία- να είμαστε όλοι οι άνθρωποι «αγαπημένοι» γιατί μας χωρίζει κάτι που λέγεται εκμετάλλευση. Και αυτό είναι που κάνει πολλούς ανθρώπους να ξεχνούν πως είναι άνθρωποι, άλλους να νιώθουν πως είναι μεγάλοι, άλλους να προσπαθούν να γίνουν μεγάλοι σαν τους προηγούμενους και άλλους, απλά, να «κάνουν τη δουλειά τους».
Μ’ έμαθε επίσης πως η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις και μου έδειξε από νωρίς τη δική μας. Μου είπε πως η τάξη μας είναι αυτή που κρατάει στα χέρια της τα πάντα αλλά τίποτα δεν της ανήκει, μ’ έκανε να καταλάβω πόσο αναγκαίο είναι ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση και πως όταν το καταλάβει αυτό και η τάξη μας και μαζί συνειδητοποιήσει πόση δύναμη έχει, τότε θα χτίσουμε μια άλλη κοινωνία που στην εξέλιξή της δεν θα υπάρχει πια λόγος να υπάρχουν τάξεις και οι άνθρωποι θα ζουν και θα δημιουργούν σαν πραγματικοί Άνθρωποι. Αυτά μου τα ΄μαθαν οι γονείς μου με το παράδειγμα της ζωής τους, και αυτά προσπάθησα κι εγώ να «μάθω» στα παιδιά μου, πρώτα με τη συμπεριφορά μου και λιγότερο με συμβουλές. Να είναι και να νιώθουν εντάξει με τη συνείδησή τους, να τα ΄χουν καλά πρώτα με τον εαυτό τους και να μη σκέφτονται τι θα πουν οι άλλοι. Αυτοί πάντα θα βρουν να πουν.
Όλ’ αυτά όμως ταυτόχρονα εξηγούν και γιατί είναι τόσες πολλές οι στιγμές που νιώθει κανείς μαλάκας σε αυτήν την κοινωνία.
Για παράδειγμα, όταν με ρωτάνε σήμερα τα παιδιά μου, γιατί, ενώ είμαι καλός μάστορας και δεν είμαι κλέφτης, δεν είμαι «ρίχτης», γιατί ενώ έχω καλό όνομα στην πιάτσα (μην ξεχνάτε πως ήμουν «πάντα κύριος»), σήμερα δεν βρίσκω δουλειά; Ή, γιατί, ενώ ήμουν μια ζωή εντάξει και πλήρωνα αδιαμαρτύρητα κάθε «εφεύρεση» της εφορίας (περαιώσεις, τεκμήρια κλπ), σήμερα δεν μπορώ να πληρώσω τους φόρους μου και θεωρούμαι δυνάμει φοροφυγάς και κινδυνεύω κάθε στιγμή να μου αρπάξει το κράτος ό,τι μου απόμεινε, ή ακόμα και να με κλείσει στο φρέσκο; Γιατί, με ρωτάνε, το κράτος να μην αναγνωρίζει πως ήμουν «πάντα κύριος»; Ή, γιατί, ενώ μια ζωή πλήρωνα τις ασφαλιστικές μου εισφορές (και μάλιστα υψηλές) στο ΙΚΑ, και έχω από νωρίς τα ένσημα για τη σύνταξη, δεν ξέρω αν ποτέ θα την πάρω, και αν την πάρω, πόσα –μετρημένα- ψίχουλα θα είναι; Γιατί, ενώ πάντα πλήρωνα τις δόσεις μου στην τράπεζα μια και δυο μέρες πριν τη λήξη τους, σήμερα ταράζομαι μόλις χτυπήσει το τηλέφωνο; Γιατί να τους λέω «προσέξτε να μην αρρωστήσετε»; Σε τι χρησιμεύει το καλοριφέρ στο σπίτι αφού δεν το ανάβουμε; γιατί χρωστάω ακόμα τα φροντιστήριά τους; γιατί -δεν ξέρω αν- φέτος θα αναγκαστώ να τα σταματήσω; Γιατί; γιατί;… αμέτρητα «γιατί».
Δεν είμαι από αυτούς που παροτρύνουν να μην πληρώνουμε εισιτήριο στα ΜΜΜ, αν και προσπαθώ να μη μείνει αυτό αναξιοποίητο όταν δεν το χρειάζομαι άλλο. Κανένας δεν μπορεί από μόνος του να τα βάλει μαζί τους και να νικήσει. Αυτές οι δράσεις απαιτούν οργάνωση και μαζική συμμετοχή, απαιτούν ανθρώπους αποφασισμένους να «χτυπήσουν» και να χτυπηθούν, αποφασισμένους πάνω απ’ όλα να χάσουν τη βολή τους. Ν’ απαγκιστρωθούν από την ψευδαίσθηση που τους προσφέρει η ιδιοκτησία ενός σπιτιού, ενός τσουρούτικου μισθού κι ενός τραπεζικού λογαριασμού με τρία-τέσσερα μηδενικά. Απαιτούν συνείδηση ταξική, από τον εργάτη που του πίνει τ’ αφεντικό το αίμα, από τον άνεργο που σαπίζει στον πεσιμισμό και την αυτοκαταστροφή, από τον νέο που σπουδάζει για να γίνει «τρανός», αλλά κι απ’ αυτόν που λιώνει ώρες ολόκληρες μ’ ένα φραπέ στην καφετέρια. Η εμπειρία από τα χαράτσια είναι διδακτική… Διάθεση για σύγκρουση, ακόμα, δεν… Τα παρατάμε λοιπόν;
Χάσαμε πολλά, όμως δε χάθηκαν όλα. Η ελπίδα δεν πέθανε. Βρίσκεται στην απόφαση του καθένα μας να μην το βάλει κάτω. Στις σφιγμένες γροθιές αυτών που έκαναν την αρχή. Κάτω απ’ τα πανό των συνδικάτων μας, δίπλα στους απεργούς, μαζί με τους γείτονές μας, δίπλα στους αγωνιστές που σήμερα λοιδωρούνται. Η ελπίδα βρίσκεται και μας περιμένει στην τεράστια δύναμη της οργανωμένης ταξικής πάλης, αυτής που ανατριχιάζουν ακόμα και όταν τη σκέφτονται οι κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές μας και οι πολιτικοί-τσιράκια τους.
Στη θέση του δολοφονημένου παλικαριού, που μια χούφτα ξετσίπωτοι, χορτασμένοι διορισμένοι κρατικοδίαιτοι, «γραμματιζούμενοι» του λάιφ-στάιλ ή απλά κρετίνοι, έφτυσαν πάνω απ’ τον ανοιχτό του τάφο, θα μπορούσε να είναι το δικό μου παιδί. Ναι, κι ας του λέω να είναι «πάντα κύριος» και να πληρώνει το εισιτήριό του. Κοντοζυγώνει η στιγμή που δεν θα ΄χουμε να πληρώσουμε ακόμα κι ένα εισιτήριο. Πολλοί είν’ αυτοί που δεν έχουν ήδη. Ανάμεσά τους, οι περισσότεροι, πρώην «πάντα κύριοι», και -για κάποιους- σήμερα «τζαμπατζήδες».
Το άνεργο παλικαράκι απ’ το Περιστέρι το δολοφόνησε το κράτος αυτών των «γραμματιζούμενων», των χορτάτων «φιλανθρώπων», των «επιτυχημένων» λαμόγιων, των «ξύπνιων» διαπλεκόμενων, των επιτήδειων κλεφτών, των «καθωσπρέπει» και «έντιμων» γραβατοφόρων πολιτικών, με τα «επώνυμα» κοστούμια, τις γεμάτες «ευλάβεια» γονυκλισίες και τους μεγάλους σταυρούς στις «μεγαλόχαρες» του δεκαπενταύγουστου. Το δολοφόνησαν τα εμετικά «δελτία των οχτώ», οι γλοιώδεις μαρκουτσοφόροι της προπαγάνδας, οι αποτυχημένοι πολιτικοί-διορισμένοι διοικητάδες που μιλούν για «περιστατικό», οι με συμπεριφορά Αρτέμη Μάτσα-«είναι φίλοι μας οι Γερμανοί» (έχουμε δει «ελεγκτές» σε… υπηρεσία) «φουκαράδες υπάλληλοι» που «απλά έκαναν τη δουλειά τους», ο κανιβαλισμός ενός συστήματος που σκοτώνει για «χρέος» 1,4 ευρώ με την ίδια θέρμη που επιβραβεύει έναν ληστή στέλνοντάς τον να διοικήσει μια τράπεζα.
Τον Θανάση τον δολοφόνησαν η αδιαφορία, ο σταρχιδισμός, η αφασία, οι ψευδαισθήσεις των «θεατών» της καταστροφής και της δικής τους ζωής. Αυτοί που δεν αποφασίζουν να κουνήσουν το χέρι και να κουρελιάσουν τον ιστό που τους κρατάει αιχμάλωτους. Αυτοί που δεν τολμούν να σκεφτούν αν αξίζουν μια ζωή ολοδική τους, δίχως εξάρτηση από έμπειρους ή λιγότερο έμπειρους «σωτήρες». Τον δολοφόνησαν οι ευνουχισμένες συνειδήσεις, η στείρα σκέψη, η άγονη φαντασία, τα πεθαμένα όνειρα αυτών που κιόλας «πέθαναν» πριν ζήσουν, χωρίς ποτέ να μάθουν πως είναι πραγματικά να ζεις.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το κορμί και τα όνειρα ενός δεκαεννιάχρονου παλικαριού αντί ν’ ανθίζουν, θάβονται στο σκοτάδι. Πάνω στον τάφο του, αντί λουλούδια, σκύβω το κεφάλι κι ακουμπάω αυτές τις σκέψεις και μαζί μια υπόσχεση: Θανάση, παιδί μου, όσο ζω θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για ν’ αλλάξει αυτός ο κόσμος.
***
katiousa.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου