1.
Η λαϊκή γλώσσα αποτυπώνει με θαυμαστή ακρίβεια την κατάσταση του
Νεοέλληνα: Ζωντανός αλλά άψυχος. Ψυχωμένη αλλά άψυχη, η ελληνική
κοινωνία παρακολουθεί την πτώση της σιωπηρά, σαν σε κινηματογραφική
ταινία, περιμένοντας... Χρόνια, περιμένοντας τι;
2.
Λογής λογής αναλυτές και ψευτοδιανοούμενοι ακόμα προσπαθούν δήθεν να
αναλύσουν το πώς η χώρα μας, μετά από δέκα χρόνια ταλαιπωρίας, δεν
μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Ο,τι κι αν πουν, ό,τι κι αν κάνουν, άψυχοι
ήταν, άψυχοι θα μείνουν. Το ΚΚΕ γεννήθηκε ψυχωμένο, πέρασε τον
Ρουβίκωνα, τα σαράντα κύματα, πέρασε μέσα από τη φωτιά. Η ψήφος στο
Κόμμα είναι ψήφος αξιοπρέπειας. Η ψήφος στους Κόκκινους είναι ψήφος
αντίστασης μέσα σ' ένα περιβάλλον υποταγής, στο οποίο επιμένουν οι δύο
φτηνοί μονομάχοι.
3.
Η φτώχεια στην πνευματική ζωή δεν εντοπίζεται μόνο στην «κοσμική»
κοινωνία. Είναι γνωστή εξάλλου η σχέση της Εκκλησίας με την κυρίαρχη
ιδεολογία, από τα βάθη των αιώνων. Μπορεί κάποτε οι Πατέρες να υπήρξαν
πνευματικοί οδηγοί, τονίζοντας σε όλο τους το έργο ότι ο Θεός είναι
απερινόητος, αλλά πλέον οι απανταχού μητροπολίτες έχουν συμπεριφορά
θεού, πιστεύοντας ότι είναι οι γνήσιοι εκπρόσωποί του. Θυμάμαι τη φράση
του Φόιερμπαχ: «Το δίχως άλλο, η εποχή μας προτιμάει το αντίγραφο από το
πρωτότυπο».
4.
Σε κάθε εκλογές παρατηρώ τους εκπροσώπους των μεγάλων κομμάτων οι
οποίοι, στη μανία τους για εξουσία, μεταμορφώνονται σε Κατίνες που
βγάζει η μία τα άπλυτα της άλλης στη φόρα. Ψιλοδραματάκια προς εύκολη
κατανάλωση. Ποτέ δεν θα δώσουν το χέρι τους στην τραγωδία που ανεβαίνει
κάθε μέρα σαν παράσταση μέσα στην καθημερινότητα.
5.
Η απέχθειά μου μεγαλώνει για τους βουλευτές που μεταπηδούν από το ένα
κόμμα στο άλλο. Φτωχοδιάβολοι της κακιάς συμφοράς, στο τέλος καταφέρνουν
να καταλήξουν στην αγκαλιά του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Τώρα
στριμώχνονται όλοι στην ποδιά της Νέας Δημοκρατίας.
6.
Ας αφήσουμε για λίγο κατά μέρος την ασχήμια της καθημερινότητας και ας
αναζητήσουμε την πραγματική ομορφιά, που βρίσκεται κρυμμένη παντού, για
όσους ξέρουν να βλέπουν. Θαύμαζα τις προάλλες ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που
κάθονταν σε ένα παγκάκι στον Κήπο και χάζευαν, σαν παιδιά, ψηλά τα -
ομολογουμένως πολύ όμορφα, εκείνη τη μέρα, καθώς είχε δυνατό αέρα -
σύννεφα που άλλαζαν διαρκώς σχηματισμούς. Και θυμήθηκα το ποίημα του
Μπωντλαίρ «Ο ξένος»: «-Ποιον αγαπάς περισσότερο, αινιγματικέ ξένε; Τον
πατέρα σου, τη μητέρα σου, την αδελφή σου, τον αδελφό σου; - Δεν έχω
ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδελφό. -Τους φίλους σου; -Μεταχειρίζεσαι
μια λέξη που η έννοιά της μου έμεινε άγνωστη ως σήμερα. -Την πατρίδα
σου; -Αγνοώ σε ποιο γεωγραφικό πλάτος βρίσκεται. -Την ομορφιά; -Θα την
αγαπούσα πρόθυμα, θεά και αθάνατη. -Το χρυσάφι; -Το μισώ όπως μισείτε
εσείς τον Θεό. -Τι αγαπάς λοιπόν, αλλόκοτε ξένε; -Αγαπώ τα σύννεφα, τα
σύννεφα που περνούν εκεί κάτω, εκεί κάτω τα θαυμάσια σύννεφα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου