Μέρες Χριστουγέννων και όπως χρόνια ολόκληρα γίνεται, με τη
συνδρομή και τη δική μας, η
πραγματικότητα σκηνοθετείται σε μια προσπάθεια να διεγείρει θετικά
συναισθήματα, ακόμα κι αν η προσπάθεια τελευταία χρόνο με το χρόνο
μοιάζει απέλπιδα. Ψεύτικα ακούγονται τα ρητορικά προσχήματα θρησκευτικότητας
που θέλουν να δώσουν νόημα στα στερεότυπα μιας κατεστημένης εμπορικής γιορτής
που αρχίζει και τελειώνει στο διάκοσμο και το φαγητό, ενδείξεις του δείκτη
καταναλωτικής ευχέρειας. Γιατί κάθε φορά το νόημα και η σημασία των γιορτών για
την ψυχαγωγία, την επικοινωνία, την ξεκούραση κλπ. εξαρτάται από τα
οικονομικοκοινωνικά συμφραζόμενα που προσδίδουν μαγεία και στις τελετουργίες τους.
Κι έρχεται στο νου η επισήμανση για τα Χριστούγεννα του E. J. Hobsbawm «Η οικογενειακή εστία ήταν για τον αστό η
πεμπτουσία του κόσμου του, γιατί εκεί, και μόνον εκεί, τα προβλήματα και οι
αντιθέσεις της κοινωνίας του μπορούσαν να ξεχαστούν ή να καταργηθούν τεχνητά.
Εκεί, και μόνον εκεί, η αστική και ακόμα
περισσότερο η μικροαστική οικογένεια μπορούσαν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση
μιας αρμονικής, ιεραρχικά οργανωμένης, ευτυχισμένης ζωής, περιτριγυρισμένης από
τα αντικείμενα που την εγγυώνταν και την εξεικόνιζαν. Μιας ονειρεμένης ζωής, με
υπέρτατη έκφραση της το οικογενειακό τελετουργικό που καλλιεργήθηκε
συστηματικά γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό:
τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Το χριστουγεννιάτικο δείπνο (που
εξυμνήθηκε από τον Ντίκενς), το χριστουγεννιάτικο
δέντρο (που επινοήθηκε στη Γερμανία, αλλά εγκλιματίστηκε γρήγορα στην Αγγλία
χάρη στη βασιλική προστασία), τα
χριστουγεννιάτικα άσματα –με γνωστότερο
το γερμανικό «Αγια Νύχτα»- συμβόλιζαν ταυτόχρονα την ψυχρότητα του έξω
κόσμου, τη θαλπωρή του οικογενειακού
κύκλου και την αντίθεση ανάμεσα
σ’ αυτά τα δυο» ( σελ. 347 από το Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875, Μ.Ι.Ε.Τ,
2003)