Με αφορμή το πρόσφατο συνέδριο της
εσθονικής προεδρίας της ΕΕ για τα «εγκλήματα των κομμουνιστικών
καθεστώτων» επανήλθε στο προσκήνιο όλος ο αντικομμουνιστικός οχετός για
την Ιστορία της περιόδου. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ως
υπέρμαχος της αντικειμενικής αλήθειας βαδίζει χέρι – χέρι με τη
διαχρονική διαστρέβλωση από τον ίδιο της Σοβιετικής Ιστορίας και με τη
συγκάλυψη του πρωταγωνιστικού ρόλου των οργάνων της ΕΕ στην προώθηση του
αντικομμουνισμού.
Στο επίκεντρο της διαπάλης με τις αστικές προσεγγίσεις διαστρέβλωσης και αναθεώρησης της Ιστορίας βρίσκεται ο ψεύτικος ισχυρισμός ότι η Σοβιετική Ενωση είναι συνένοχη για το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί υπέγραψε το 1939 το Σύμφωνο μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία, το γνωστό Σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ.
Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί το βασικό
ιστορικό υπόβαθρο της αντιδραστικής θεωρίας των δύο άκρων που επιδιώκει
να ταυτίσει τους φασίστες με τους κομμουνιστές και το ταξικό εργατικό
κίνημα. H αστική αναθεώρηση επιχειρεί να εμφανίσει ως μόνους ειλικρινείς
αντιπάλους του φασισμού την άλλη πολιτική έκφραση της δικτατορίας του
κεφαλαίου: Τις αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες (ΗΠΑ, Βρετανία και
Γαλλία).
Του Βασίλη Όψιμου, μέλους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Σκόπιμα αποσιωπά το βασικό ιστορικό
δίδαγμα της περιόδου του Μεσοπολέμου: ότι όλα τα αστικά καθεστώτα,
φασιστικά και «δημοκρατικά», είχαν ως κύριο κοινό αντίπαλό τους τη
σοβιετική εξουσία και το επαναστατικό κίνημα παγκόσμια, δηλαδή τις
μοναδικές δυνάμεις που πάλευαν για να εξαλείψουν την αιτία που γεννά το φασιστικό ρεύμα, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Η αντικομμουνιστική αιχμή της Συμφωνίας του Μονάχου
Πώς, όμως, οδηγήθηκαν τα πράγματα στην
υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ; Παρόλο που η οξύτητα των
ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών έκανε δύσκολη, στο δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1930, τη δημιουργία ενός ενιαίου αντι-σοβιετικού μπλοκ, οι
σχεδιασμοί στα διάφορα ιμπεριαλιστικά επιτελεία περιλάμβαναν ως αναπόσπαστο κομμάτι τους το χτύπημα και το αδυνάτισμα της σοβιετικής εξουσίας.
Το γερμανικό κεφάλαιο επιδίωκε να
μετατρέψει τις βαλτικές χώρες σε μια βάση για επίθεση ενάντια στη
Σοβιετική Ενωση και να αποσπάσει τη σοβιετική Ουκρανία από την ΕΣΣΔ. Η
βρετανική αστική τάξη επιχειρούσε να κατευθύνει την επιθετικότητα της
Γερμανίας προς τη Σοβιετική Ενωση, να ενδυναμώσει τις αντι-σοβιετικές
τάσεις, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ιαπωνία και την Πολωνία. Η
Ιαπωνία προετοιμαζόταν για έναν αντεπαναστατικό πόλεμο ενάντια στη
Σοβιετική Ενωση στην Απω Ανατολή, πράγμα που βρήκε την έκφρασή του σε
ανοιχτές πολεμικές συγκρούσεις ήδη από το 1938 (μάχη της λίμνης Χασάν)
και ιδιαίτερα το 1939 (μάχες του Χάλκιν-Γκολ).
Το 1938 αποτέλεσε μια
εξαιρετικά αποκαλυπτική χρονιά, όσον αφορά στους σχεδιασμούς των
ιμπεριαλιστικών επιτελείων απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, αλλά και
σχετικά με το πόσο απατηλή ήταν η ελπίδα ότι οι μικρότεροι λαοί
μπορούσαν να «ακουμπήσουν» πάνω στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη για την
εθνική ανεξαρτησία τους. Η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία τον
Μάρτη του 1938 αποτέλεσε μια σημαντική δοκιμή, προκειμένου να
πληροφορηθούν οι ναζί ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις των «δημοκρατικών
δυνάμεων». Η Αγγλία και η Γαλλία ούτε σάλεψαν και δύο μήνες μετά την
Αυστρία, οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές στράφηκαν προς έναν νέο στόχο: την
Τσεχοσλοβακία.
Μπροστά στον ολοκάθαρο κίνδυνο γερμανικής
εισβολής στην Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ενωση ενημέρωσε την γαλλική
κυβέρνηση ότι ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που
απορρέανε από το σοβιετικο-τσεχοσλοβάκικο σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας του
1935 και να παράσχει ένοπλη υποστήριξη στην Τσεχοσλοβακία. Ζητούσε να
πληροφορηθεί τις γαλλικές προθέσεις, μια που ο όρος για ένοπλη βοήθεια
ίσχυε μόνο στην περίπτωση που και η Γαλλία, που δεσμευόταν και αυτή με
ανάλογο σύμφωνο με την Τσεχοσλοβακία, στρεφόταν εναντίον της Γερμανίας.
Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, αλλά και της
Αγγλίας, όχι μόνο δεν απάντησαν στις σοβιετικές αυτές προτάσεις, αλλά με
έμμεσους τρόπους υπονόησαν ότι η καλύτερη λύση για το τσεχοσλοβάκικο
ζήτημα ήταν η παραχώρηση της περιφέρειας των Σουδητών στη Γερμανία.
Ακολούθησε λίγες μέρες μετά (29 – 30 Σεπτέμβρη) η διαβόητη Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ
Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Γαλλίας, συμφωνία που οδήγησε στο
διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας και σφράγισε ουσιαστικά τη μοίρα της για
τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Οι ψευτο-θριαμβολογίες των Αγγλο-Γάλλων ιμπεριαλιστών ότι με τη Συμφωνία, «η παγκόσμια ειρήνη είχε εξασφαλιστεί για 50 χρόνια τουλάχιστον» αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα κενό γράμμα. Στην πραγματικότητα, η αιχμή της Συμφωνίας του Μονάχου στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Η συμφωνία όχι μόνο δεν απομάκρυνε τον κίνδυνο ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, αλλά τον έφερνε πιο κοντά.
Οι προσπάθειες της ΕΣΣΔ για την αποτροπή του πολέμου
Ενα σημαντικό γεγονός, που σκόπιμα
αποκρύβεται από τους κάθε απόχρωσης σοβιετολόγους, είναι ότι η Σοβιετική
Ενωση, παρά την υπογραφή της άθλιας Συμφωνίας του Μονάχου το φθινόπωρο
του 1938 (που τινάχτηκε στον αέρα με την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από
τους φασίστες τον Μάρτη του 1939), αφιέρωσε το 1939 προσπάθειες αρκετών
μηνών προκειμένου να υπογραφεί ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειαςμε την Αγγλία και τη Γαλλία, πριν οδηγηθεί τελικά στην υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία.
Ηδη ελάχιστα 24ωρα μετά την κατάληψη της
Τσεχοσλοβακίας, η σοβιετική πλευρά πρότεινε τη διεξαγωγή συνδιάσκεψης
Αγγλίας, Γαλλίας, ΕΣΣΔ, Τουρκίας, Πολωνίας και Ρουμανίας, προκειμένου να
συζητηθούν συγκεκριμένες ενέργειες απέναντι σε παραπέρα επιθετικές
ενέργειες της Γερμανίας. Η αγγλική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, ενώ η
αντιδραστική πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή της
δίπλα σε αυτήν της Σοβιετικής Ενωσης! Αντίθετα, το αμέσως επόμενο
διάστημα Αγγλία και Γαλλία προχώρησαν σε παροχή μονομερών εγγυήσεων προς
την Πολωνία και τη Ρουμανία, εγγυήσεις που, δίχως τη συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης, δεν μπορούσαν να έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα.
Τελικά, η ίδια η πίεση των εξελίξεων ανάγκασε την Αγγλία και τη Γαλλία να μπουν (με πολύ μεγάλη καθυστέρηση) σε
μια διαδικασία διαπραγματεύσεων, στη βάση της πρότασης που έκανε η
Σοβιετική Ενωση στις 17 Απριλίου για τη σύναψη ενός τριμερούς συμφώνου
αμοιβαίας βοήθειας (μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ) και στρατιωτικής
συμφωνίας που να το στηρίζει.
Η πορεία αυτών των διαπραγματεύσεων
απέδειξε ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρίσκονταν μόνο με το ένα πόδι
μέσα σε αυτές. Η άρνηση να διεξάγουν τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο υπ.
Εξωτερικών, οι περιορισμένες αρμοδιότητες που εκχωρούσαν στις
αντιπροσωπείες τους και η παραπομπή της στρατιωτικής συμφωνίας σε
δεύτερο επίπεδο είναι ορισμένες πολύ χαρακτηριστικές πλευρές της
σκόπιμης κωλυσιεργίας, έως και του ανοιχτού σαμποταρίσματος, από μέρους
των ιμπεριαλιστών.
Χρειάζεται να αναφερθεί εδώ ότι τον
Ιούλη, όταν οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο, η αγγλική
κυβέρνηση πραγματοποίησε μυστικές συνομιλίες με τους Γερμανούς (το
περιεχόμενό τους έγινε γνωστό μετά τον πόλεμο), στις οποίες συζητήθηκαν η
πιθανότητα σύναψης ενός συμφώνου μη επίθεσης Αγγλίας – Γερμανίας, μια
συμφωνία για κατανομή των σφαιρών επιρροής και εκμετάλλευση των
αποικιών, κ.τ.λ.
Η τελική φάση των συνομιλιών στη Μόσχα
που αφορούσαν τη στρατιωτική συμφωνία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με τη
Σοβιετική Ενωση έδειξε ότι οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας δεν
ήθελαν στην πραγματικότητα να συνάψουν ένα αποτελεσματικό τριμερές
σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Αντίθετα, ποντάριζαν σε έναν πόλεμο μεταξύ
Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης. Από τη μεριά της Σοβιετικής Ενωσης και με τη γερμανική επίθεση στην Πολωνία να θεωρείται σχεδόν δεδομένη,
ήταν επιτακτικό να βρεθεί ένας διαφορετικός δρόμος, προκειμένου να
εξυπηρετηθούν τα καθήκοντα υπεράσπισης του εργατικού κράτους και του
παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι ο ελιγμός της ΕΣΣΔ με την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ ήταν μονόδρομος, για
να εξασφαλιστούν 20 κρίσιμοι μήνες για τη σοβιετική πολεμική
προετοιμασία, για να δοθούν με καλύτερους όρους οι μεγάλες μάχες της
Μόσχας και του Στάλινγκραντ. Η κόκκινη γραμμή που διατρέχει τη σοβιετική
εξωτερική πολιτική είναι η τιτάνια μάχη που δίνει το εργατικό κράτος τη
δεκαετία του 1930 για να προλάβει να ολοκληρώσει την πολεμική
προετοιμασία του και να καθυστερήσει όσο μπορούσε την αναμενόμενη
γερμανική επίθεση. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, είχε ιδιαίτερη σημασία να
αξιοποιηθούν από τη σοβιετική εξωτερική πολιτική όλες οι
ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ώστε να μη σχηματιστεί ένα ενιαίο μέτωπο
στήριξης από όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της στρατιωτικής επίθεσης
ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Οι προβλέψεις του Συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ σχετικά με την Πολωνία
Εδώ και πολλές δεκαετίες, έχει γίνει πια
κοινός τόπος η αντικομμουνιστική συκοφαντία ότι ένα από τα βασικά
αποτελέσματα του Συμφώνου μη επίθεσης Σοβιετικής Ενωσης – Γερμανίας ήταν
η «από κοινού εισβολή και διαμελισμός της Πολωνίας» τον
Σεπτέμβρη του 1939. Δεν μπορούμε, στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου, να
εξετάσουμε αναλυτικά το ζήτημα αυτό. Αξίζει όμως να δώσουμε
επιγραμματικά τις εξής βασικές πλευρές.
- Η πρόβλεψη στο Σύμφωνο μιας γραμμής οριοθέτησης, πέρα από την οποία τα γερμανικά στρατεύματα δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν, δημιουργούσε θεωρητικά την δυνατότητα η πολωνική κυβέρνηση να αποσυρθεί, μετά από μια ενδεχόμενη ήττα της, στα ανατολικά εδάφη της Πολωνίας και το πολωνικό κράτος, οπλισμένο και εχθρικό απέναντι στη Γερμανία, να λειτουργήσει ως ένα αμορτισέρ μεταξύ της Γερμανίας και των σοβιετικών συνόρων.
- Η ραγδαία όμως κατάρρευση της αστικής πολωνικής κυβέρνησης και του στρατού μέσα σε λιγότερο από 2 εβδομάδες από την γερμανική εισβολή την 1η του Σεπτέμβρη δημιούργησε νέα δεδομένα που δεν επέτρεψαν τέτοιους σχεδιασμούς. Οι λίγες όμως αυτές μέρες ήταν αρκετές για να δείξουν ότι οι χιτλερικοί είχαν και σχέδια εναλλακτικά προς το Σύμφωνο με την Σοβιετική Ενωση, όπως τη δημιουργία μιας «ανεξάρτητης Δυτικής Ουκρανίας» στην ανατολική Πολωνία.
- Η πιθανότητα δημιουργίας ενός αντισοβιετικού προτεκτοράτου στα σύνορά της, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στη Σοβιετική Ενωση. Ετσι στις 17 Σεπτέμβρη ο Κόκκινος Στρατός πέρασε τα σύνορα και ανέλαβε τον έλεγχο στα ανατολικά εδάφη τού μέχρι τότε πολωνικού κράτους. Εχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι η Σοβιετική Ενωση επέκτεινε με αυτό τον τρόπο την κυριαρχία της σε περιοχές όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν είτε Ουκρανοί, είτε Λευκορώσοι. Επρόκειτο για σοβιετικά εδάφη που είχαν καταληφθεί το 1920 από τον πολωνικό στρατό του Πιλσούντσκι.
Η διαστρέβλωση σχετικά με το Σύμφωνο
Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, που επιχειρείται από τα επιτελεία της αστικής
τάξης, έχει στόχο να τραβήξει την προσοχή μακριά από το γεγονός εκείνο
που αποτελούσε πραγματικά μια συμφωνία διαμελισμού: Το
Σύμφωνο του Μονάχου, τον Σεπτέμβρη του 1938, με το οποίο Αγγλία και
Γαλλία συμφώνησαν στο διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Η αγαστή αυτή
συνεργασία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις παραμονές του πολέμου,
ανεξάρτητα από το πολιτικό τους καθεστώς, αποκαλύπτει από μια ακόμα
σκοπιά ότι κινούνται στις ίδιες ράγες.
Ο φασισμός δεν έχει κάποια δική
του υπερταξική ατζέντα, δεν είναι μια δύναμη εχθρική ή ουδέτερη απέναντι
στον καπιταλισμό. Είναι σάρκα από τη σάρκα του, αποτελεί γέννημα –
θρέμμα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, όχημα της διεθνούς
αντεπανάστασης. Η εναλλαγή των μορφών διακυβέρνησης στη μια ή
την άλλη χώρα απαντά στις αναγκαιότητες του κεφαλαίου στην κάθε δεδομένη
συγκυρία. Η πολύμορφη αντιδραστικοποίηση του αστικού πολιτικού
εποικοδομήματος, και με τη μορφή της φασιστικής δικτατορίας, αποτελεί
χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.
Πηγή /theradicalmarxismproject.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου