Πολλή συζήτηση γίνεται τις τελευταίες μέρες για το «μοντέλο Σουηδίας» στην αντιμετώπιση του κορονοϊού, ως ένα «υπόδειγμα» διαχείρισης από το κράτος, που κατάφερε να συνδυάσει την προστασία της ανθρώπινης υγείας με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις στη λειτουργία της οικονομίας. Μέχρι και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε τη Σουηδία «πρότυπο για το μέλλον», με τον εκτελεστικό διευθυντή του να εξηγεί ότι από τη στιγμή που ο ιός εξακολουθεί να υπάρχει, «αυτό μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να προσαρμόσουμε τον τρόπο ζωής μας». Η Σουηδία ερευνά πώς μπορεί να γίνει αυτό σε πραγματικό χρόνο, δείχνοντας «εμπιστοσύνη στους πολίτες της». «Απομένει να δούμε αν αυτό θα είναι απολύτως επιτυχές ή όχι», αλλά «νομίζω ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι από τους συναδέλφους μας στη Σουηδία».
Η αλήθεια
είναι βέβαια ότι στη χώρα υπήρξε μεγάλη αντιπαράθεση για το χειρισμό της
πανδημίας από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, όπως δείχνουν οι
αντιδράσεις άνω των 2.000 Σουηδών επιστημόνων και ερευνητών Ιατρικής,
την ώρα που οι επιστημονικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης υπερασπίζονται μία
προς μία τις επιλογές της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο
επιδημιολόγος Γιόχαν Γκιέσκε, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχουν
επιστημονικές ενδείξεις πως το κλείδωμα της οικονομίας έχει πράγματι
αποτέλεσμα» και ότι η διαφορά με άλλες χώρες είναι πως όλο αυτό το
διάστημα «καταστρέφουν την οικονομία τους. Πρέπει πάντα να κοιτάμε την
οικονομία. Δεν μπορούμε να την καταστρέψουμε».
Η κυνική αυτή τοποθέτηση του Γκιέσκε
αποκαλύπτει και την ουσία της συζήτησης: Στη Σουηδία και παντού,
προτεραιότητα στη διαχείριση της πανδημίας ήταν και παραμένει η
οικονομία, η λειτουργία της και ο περιορισμός των συνεπειών που
προκύπτουν από τα μέτρα «κοινωνικής αποστασιοποίησης». Μέτρα που βεβαίως
δεν λαμβάνονται ενταγμένα σε ένα σχέδιο με κριτήριο την προστασία της
υγείας του λαού, στηριγμένα σε ένα ισχυρό, δημόσιο και δωρεάν σύστημα
Υγείας, αλλά λαμβάνονται ενώ διατηρούνται τα συστήματα Υγείας
ξεχαρβαλωμένα και δεν αμφισβητείται η εμπορευματοποίηση της Υγείας, με
μόνο στόχο να διαχειριστούν τις επιπτώσεις της πανδημίας στη σταθερότητα
του κράτους. Το ερώτημα που μπαίνει σε τελική ανάλυση είναι, «πόσους
νεκρούς αντέχουμε;».
Η Σουηδία λοιπόν θεωρείται ότι βρήκε τη «χρυσή τομή», αλλά τα πραγματικά στοιχεία δείχνουν ότι τέτοια δεν υπάρχει. Σε μια χώρα των 10 εκατ. κατοίκων είχαν καταγραφεί έως τα τέλη της περασμένης βδομάδας πάνω από 3.200 επιβεβαιωμένοι θάνατοι από κορονοϊό, δηλαδή 322 νεκροί ανά 1 εκατ. κατοίκους. Στις ΗΠΑ, όπου η κατάσταση προκαλεί σοβαρές αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα και οι νεκροί θάβονται σε ομαδικούς τάφους, η αντίστοιχη αναλογία είναι 226, στη Γαλλία 395, ενώ στις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες είναι πολύ μικρότερη (87 στη Δανία, 40 στη Νορβηγία). Σύμφωνα μάλιστα με στατιστικές προβλέψεις, η Σουηδία θα μπορούσε να καταλήξει με 8.000 έως 20.000 θανάτους.
Ενα από τα στοιχεία που ξεχώρισαν στη Σουηδία,
είναι οι θάνατοι πολλών ηλικιωμένων που διαβιούν σε γηροκομεία, ή
λαμβάνουν κατ' οίκον φροντίδα, αφού δεν πάρθηκε κανένα ουσιαστικό μέτρο
προστασίας των ίδιων και των εργαζομένων σε τέτοιες προνοιακές
υπηρεσίες. Ο αριθμός των θανάτων από κορονοϊό «ήταν σημαντικά υψηλότερος
από ό,τι περιμέναμε, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους στα γηροκομεία»,
παραδέχτηκε πριν από λίγες μέρες ο επικεφαλής επιδημιολόγος της χώρας,
Αντερς Τέγκνελ.
Στη διασπορά της νόσου ειδικά σε αυτές τις κατηγορίες συνετέλεσε δραστικά και η διαδεδομένη χρήση προσωρινών εργαζομένων με ωριαία αμοιβή στη φροντίδα ηλικιωμένων, τόσο σε γηροκομεία όσο και σε σπίτια. Δημόσιοι και ιδιωτικοί πάροχοι στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων προτιμούν τέτοιους εργαζόμενους, επειδή είναι γρήγορα διαθέσιμοι και φθηνότεροι από τους μόνιμους υπαλλήλους. Από επιδημιολογική όμως άποψη, τέτοιες εργασιακές σχέσεις, ειδικά σ' αυτούς τους τομείς, έχουν αποδειχτεί καταστροφικές.
Κι αυτό γιατί οι ωριαίοι και προσωρινοί απασχολούμενοι έχουν τη στοιχειώδη μόνο ασφάλιση, δεν παίρνουν αναρρωτικές άδειες και συχνά πηγαίνουν για δουλειά ακόμη κι αν είναι άρρωστοι. Σύμφωνα με το Σουηδικό Ραδιόφωνο, το Μάρτη στη Στοκχόλμη το 40% των εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων ήταν «έκτακτοι και προσωρινοί». Εργαζόμενοι, που συχνά όχι μόνο δεν έχουν την απαραίτητη εκπαίδευση και εμπειρία, αλλά καταγγέλλουν και ανεπαρκή προστατευτικό εξοπλισμό από τους εργοδότες, ιδιώτες και κράτος. Επιπλέον, η συχνή εναλλαγή προσωπικού συνέβαλε στη ραγδαία εξάπλωση του ιού, ενώ η κυβέρνηση άργησε πολύ να απαγορεύσει τις επισκέψεις στα γηροκομεία και να απομονώσει ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες.
Ενα άλλο μεγάλο κεφάλαιο είναι οι ΜΕΘ,
όπου η χώρα διαθέτει μια από τις χαμηλότερες αναλογίες, με περίπου 5 - 6
κρεβάτια ανά 100.000 κατοίκους. Παρά τις λίγες κλίνες, όμως, και τα
σχεδόν 25.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα, οι αρχές ισχυρίζονται ότι
εξακολουθούν να υπάρχουν άδεια κρεβάτια στις ΜΕΘ, λόγω των αυστηρών και
απάνθρωπων κριτηρίων που έχει θέσει το κράτος για να νοσηλευτεί κάποιος
σ' αυτές.
Για παράδειγμα, ένας γιατρός από τη βόρεια Σουηδία, επικεφαλής ενός Κέντρου Υγείας στη Λαπωνία, δήλωσε στο γερμανικό κανάλι ZDF ότι οι 80 χρόνων και άνω «διαχωρίστηκαν» και αποκλείστηκαν, προσθέτοντας πως τα στατιστικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Από τους περίπου 5.200 ασθενείς με κορονοϊό 80 ετών και άνω, μόλις 50 νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ, δηλαδή ούτε 1%. Αντίστοιχα, πάνω από το 10% όσων είναι 70 - 79 ετών και περίπου το 16% των ασθενών μεταξύ 60 - 69 ετών.
Δίπλα σ' αυτά, ρεπορτάζ της σουηδικής εφημερίδας «Dagens Nyheter» (24 Απρίλη) φιλοξενεί ανώνυμες καταγγελίες γιατρών του (ιδιωτικοποιημένου πλέον) Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Στοκχόλμης «Karolinska» ότι δεν εισέρχονται όλοι οι σοβαρά ασθενείς σε ΜΕΘ, ή σε αναπνευστήρα, επειδή υπάρχουν κλειστά κρεβάτια ΜΕΘ λόγω μεγάλης έλλειψης προσωπικού.
Ολα τα παραπάνω έρχονται να επιβεβαιώσουν
ότι ο «ορατός εχθρός», δηλαδή το σύστημα που έχει ως προτεραιότητα την
οικονομία και τα κέρδη του κεφαλαίου σε «κανονικές» και «έκτακτες»
συνθήκες, που βάζει σε κίνδυνο ακόμα και την ανθρώπινη ζωή, είναι ο
πραγματικός εχθρός για το λαό, είτε κυβερνούν σοσιαλδημοκράτες,
«πράσινοι» και «αριστεροί» είτε «νεοφιλελεύθεροι» και «δεξιοί». Αλλωστε,
παρά τις παραλλαγές στη διαχείριση της πανδημίας, όλες οι κυβερνήσεις
φόρτωσαν τις συνέπειές της στο λαό και το ίδιο κάνουν με τη νέα
οικονομική κρίση, στην οποία επέδρασε καταλυτικά ο κορονοϊός.
Αυτόν τον εχθρό προσπαθούν να εξωραΐσουν όλοι, στις χώρες όπου υπήρχαν πολλά θύματα, αλλά κι εκεί όπου οι θάνατοι από την πανδημία ήταν λιγότεροι, αναδείχτηκαν όμως ανάγλυφα οι τεράστιες ελλείψεις στα δημόσια συστήματα Υγείας και η απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αντιμετώπισης της νόσου με κριτήριο την πραγματική προστασία και τις ανάγκες των εργαζομένων και του λαού.
* * *
Η Σουηδία λοιπόν θεωρείται ότι βρήκε τη «χρυσή τομή», αλλά τα πραγματικά στοιχεία δείχνουν ότι τέτοια δεν υπάρχει. Σε μια χώρα των 10 εκατ. κατοίκων είχαν καταγραφεί έως τα τέλη της περασμένης βδομάδας πάνω από 3.200 επιβεβαιωμένοι θάνατοι από κορονοϊό, δηλαδή 322 νεκροί ανά 1 εκατ. κατοίκους. Στις ΗΠΑ, όπου η κατάσταση προκαλεί σοβαρές αναταράξεις στο πολιτικό σύστημα και οι νεκροί θάβονται σε ομαδικούς τάφους, η αντίστοιχη αναλογία είναι 226, στη Γαλλία 395, ενώ στις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες είναι πολύ μικρότερη (87 στη Δανία, 40 στη Νορβηγία). Σύμφωνα μάλιστα με στατιστικές προβλέψεις, η Σουηδία θα μπορούσε να καταλήξει με 8.000 έως 20.000 θανάτους.
* * *
Στη διασπορά της νόσου ειδικά σε αυτές τις κατηγορίες συνετέλεσε δραστικά και η διαδεδομένη χρήση προσωρινών εργαζομένων με ωριαία αμοιβή στη φροντίδα ηλικιωμένων, τόσο σε γηροκομεία όσο και σε σπίτια. Δημόσιοι και ιδιωτικοί πάροχοι στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων προτιμούν τέτοιους εργαζόμενους, επειδή είναι γρήγορα διαθέσιμοι και φθηνότεροι από τους μόνιμους υπαλλήλους. Από επιδημιολογική όμως άποψη, τέτοιες εργασιακές σχέσεις, ειδικά σ' αυτούς τους τομείς, έχουν αποδειχτεί καταστροφικές.
Κι αυτό γιατί οι ωριαίοι και προσωρινοί απασχολούμενοι έχουν τη στοιχειώδη μόνο ασφάλιση, δεν παίρνουν αναρρωτικές άδειες και συχνά πηγαίνουν για δουλειά ακόμη κι αν είναι άρρωστοι. Σύμφωνα με το Σουηδικό Ραδιόφωνο, το Μάρτη στη Στοκχόλμη το 40% των εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων ήταν «έκτακτοι και προσωρινοί». Εργαζόμενοι, που συχνά όχι μόνο δεν έχουν την απαραίτητη εκπαίδευση και εμπειρία, αλλά καταγγέλλουν και ανεπαρκή προστατευτικό εξοπλισμό από τους εργοδότες, ιδιώτες και κράτος. Επιπλέον, η συχνή εναλλαγή προσωπικού συνέβαλε στη ραγδαία εξάπλωση του ιού, ενώ η κυβέρνηση άργησε πολύ να απαγορεύσει τις επισκέψεις στα γηροκομεία και να απομονώσει ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες.
* * *
Για παράδειγμα, ένας γιατρός από τη βόρεια Σουηδία, επικεφαλής ενός Κέντρου Υγείας στη Λαπωνία, δήλωσε στο γερμανικό κανάλι ZDF ότι οι 80 χρόνων και άνω «διαχωρίστηκαν» και αποκλείστηκαν, προσθέτοντας πως τα στατιστικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Από τους περίπου 5.200 ασθενείς με κορονοϊό 80 ετών και άνω, μόλις 50 νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ, δηλαδή ούτε 1%. Αντίστοιχα, πάνω από το 10% όσων είναι 70 - 79 ετών και περίπου το 16% των ασθενών μεταξύ 60 - 69 ετών.
Δίπλα σ' αυτά, ρεπορτάζ της σουηδικής εφημερίδας «Dagens Nyheter» (24 Απρίλη) φιλοξενεί ανώνυμες καταγγελίες γιατρών του (ιδιωτικοποιημένου πλέον) Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Στοκχόλμης «Karolinska» ότι δεν εισέρχονται όλοι οι σοβαρά ασθενείς σε ΜΕΘ, ή σε αναπνευστήρα, επειδή υπάρχουν κλειστά κρεβάτια ΜΕΘ λόγω μεγάλης έλλειψης προσωπικού.
* * *
Αυτόν τον εχθρό προσπαθούν να εξωραΐσουν όλοι, στις χώρες όπου υπήρχαν πολλά θύματα, αλλά κι εκεί όπου οι θάνατοι από την πανδημία ήταν λιγότεροι, αναδείχτηκαν όμως ανάγλυφα οι τεράστιες ελλείψεις στα δημόσια συστήματα Υγείας και η απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αντιμετώπισης της νόσου με κριτήριο την πραγματική προστασία και τις ανάγκες των εργαζομένων και του λαού.
Ε.
Ριζοσπάστης Τρίτη 12 Μάη 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου