Η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης βγάζει ξανά «στον αφρό» τις μεγάλες αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, στο φόντο της νέας οικονομικής κρίσης, όπου η πανδημία επέδρασε καταλυτικά, αλλά και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονται.
Ο επιμερισμός του «κόστους» από τη «δημοσιονομική χαλάρωση» και τα άλλα μέτρα διαχείρισης της κρίσης είναι το «νούμερο 1» ζήτημα στα παζάρια ανάμεσα στα κράτη - μέλη, χωρίς να αμφισβητείται βέβαια η κοινή γραμμή πλεύσης, η κλιμάκωση δηλαδή της επίθεσης από το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του, για να φορτώσουν ξανά τα βάρη στους λαούς.
Οι αντιθέσεις αυτές και οι πρόσθετες δυσκολίες που γεννάνε η πανδημία και η διαχείριση της κρίσης μέσα στο ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, επιδρούν και στα Ελληνοτουρκικά, με την κυβέρνηση να ρίχνει τώρα τον πήχη των προσδοκιών που καλλιέργησε το προηγούμενο διάστημα, ενόψει της Συνόδου, για ενδεχόμενες «κυρώσεις» της ΕΕ σε βάρος της Τουρκίας.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αστικών κομμάτων, επιδιώκει μια πιο «αυστηρή» στάση της ΕΕ απέναντι στις αμφισβητήσεις της Τουρκίας που κλιμακώνονται και ταυτόχρονα εγκαλεί την τουρκική κυβέρνηση ότι δυναμιτίζει τον διάλογο για τα Ελληνοτουρκικά που στήνεται σε διάφορες «πλατφόρμες», με την εποπτεία των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ.
Κοινή επιδίωξη όλων - και της ελληνικής κυβέρνησης - είναι να διασφαλιστούν η «διατλαντική συνοχή» και η «στρατηγική εταιρική σχέση» της ΕΕ με την Τουρκία, που έχει ρόλο - κλειδί στην περιοχή για τα ευρωατλαντικά συμφέροντα. Γι' αυτό οι «λύσεις» που μεθοδεύονται εντάσσονται σε ευρύτερες διευθετήσεις και έχουν στο επίκεντρο τη συνεκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της περιοχής, σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Άλλωστε, η ΕΕ δεν έχει κρύψει ότι τα Ελληνοτουρκικά είναι μέρος ενός πιο σύνθετου παζαριού που διεξάγει με την Τουρκία για μια σειρά από ζητήματα, όπως το Μεταναστευτικό, η τελωνειακή ένωση, ακόμα και οι ευρω-ρωσικές σχέσεις. Η εξέλιξη και τα «μπρος - πίσω» αυτής της διαπραγμάτευσης, όπου τα συμφέροντα των κρατών - μελών της ΕΕ δεν είναι ενιαία, επιδρούν καθοριστικά και στη στάση της απέναντι στα Ελληνοτουρκικά.
Ολα τα παραπάνω ενισχύουν την εκτίμηση ότι η Σύνοδος θα περιοριστεί ξανά σε «συστάσεις» και ευχολόγια. Θα επιβεβαιώσει δηλαδή τους πολυπλόκαμους δεσμούς που συνδέουν τις αστικές τάξεις ισχυρών κρατών - μελών της ΕΕ με την τουρκική, τα τεράστια οικονομικά και άλλα συμφέροντα που διακυβεύονται πίσω από τις ευρω-τουρκικές σχέσεις.
Μέσα από το πρίσμα των ανταγωνιστικών συμφερόντων πρέπει να δει κανείς και τη στάση της Γαλλίας, που ζητάει μια πιο «αποφασιστική» στάση της ΕΕ στα Ελληνοτουρκικά, ασκώντας πιέσεις στη Γερμανία, για να «φρενάρει» την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας σε περιοχές της Μεσογείου, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, όπου απειλούνται τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα.
Αυτό που επιβεβαιώνεται με κάθε αφορμή, είναι ότι η στάση και οι σχεδιασμοί των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ ενθαρρύνουν την τουρκική προκλητικότητα. Οτι οι συμμαχίες της αστικής τάξης και τα σχέδιά τους στην περιοχή δεν αποτελούν «εγγύηση» της ειρήνης και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως τα παρουσιάζουν η κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αστικά κόμματα, αλλά το ακριβώς αντίθετο.
Η εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτούς τους σχεδιασμούς, όπου συνυπάρχουν η συνεργασία και ο ανταγωνισμός με την αστική τάξη της «σύμμαχου» Τουρκίας, βάζει σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο τον ελληνικό και τους άλλους λαούς της περιοχής.
Η λύση επομένως για το λαό δεν βρίσκεται στο «περίμενε» για μια πιο αποφασιστική στάση των ευρωατλαντικών συμμάχων απέναντι στην «απομονωμένη Τουρκία», όπως λέει η κυβέρνηση, συνεχίζοντας να καλλιεργεί εφησυχασμό και να κρύβει τις ευθύνες της για τις επικίνδυνες εξελίξεις. Η διέξοδος βρίσκεται στην ένταση της πάλης για απεμπλοκή από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τους ανταγωνισμούς, για την πραγματική φιλία και συνεργασία των λαών της περιοχής, με την εξουσία στα δικά τους χέρια.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Τρίτης 8 Δεκέμβρη 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου