Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Για το «κράτος έκτακτης ανάγκης»


Τα τελευταία χρόνια, έχει ανοίξει εκ νέου η κουβέντα γύρω από το λεγόμενο «κράτος έκτακτης ανάγκης». Η βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων στη Γαλλία, αλλά και η πρόσφατη στάση της κυβέρνησης απέναντι στις διαδηλώσεις για την 17η Νοέμβρη δικαιολογήθηκαν ως αποτέλεσμα του «κράτους έκτακτης ανάγκης». Ταυτόχρονα, διάφορες πολιτικές δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ έως και αναρχικές ομάδες, αποδεχόμενες τον όρο, αποσπούν αυτές τις ενέργειες από προγενέστερες και αποκρύπτουν τη σχέση τους με την προσπάθεια της αστικής εξουσίας να μη βρεθεί αντιμέτωπη με τη μαζική λαϊκή οργή, εξαιτίας της όξυνσης μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων.

Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι καθόλου καινούριο. Το πρόβλημα της ύπαρξης μιας πανίσχυρης κρατικής μηχανής που δύναται να δρα εντός/εκτός του δικαιικού κανόνα, τον οποίο υποτίθεται ότι έρχεται να προστατέψει, στοιχειώνει τη φιλελεύθερη πολιτική σκέψη πολύ πριν θεματοποιηθεί ως αυτοτελής αντιπαράθεση στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Και ήταν τότε - στη σκιά του ανερχόμενου φασισμού - όταν η εν λόγω αντιπαράθεση οργανώθηκε αρχικά γύρω από την ενεργοποίηση του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Η συζήτηση στην αρχική της μορφή έλαβε χώρα ανάμεσα στον νεοκαντιανό Kelsen και τον ναζιστή Schmitt.


Το άρθρο 48 προέβλεπε τη δυνατότητα του προέδρου του Ράιχ να λάβει μέτρα έκτακτης ανάγκης, αίροντας και τυπικά οποιαδήποτε συνταγματική πρόβλεψη εμπόδιζε τη δράση του κρατικού μηχανισμού «ενόψει ενός ασύμμετρου, εσωτερικού ή εξωτερικού κινδύνου». Η συζήτηση έχει ευρύτερο ενδιαφέρον, αφού ανάλογα άρθρα κάτω από τους τίτλους «έκτακτη ανάγκη», «εξαίρεση», ή «πολιορκία» απαντώνται εναλλακτικά σε όλα τα αστικά Συντάγματα.
Αν κάποιος προσπαθήσει να κατανοήσει τη συζήτηση από τη σκοπιά των αστών θεωρητικών προκύπτει αδιέξοδο, καθώς φαίνεται ότι μια δημοκρατία «παραδίδει την κυριαρχία της» ακριβώς όταν την χρειάζεται, μπροστά δηλαδή σε μια «εξαιρετική» κατάσταση.

Η παρακολούθηση της συγκεκριμένης αλλά και της μετέπειτα διευρυμένης διένεξης είναι ενδιαφέρουσα, καθώς καταδεικνύει την πλήρη αδυναμία της σύνολης αστικής θεωρητικής παράδοσης να χωρέσει την πραγματικότητα του αστικού (και εν προκειμένω δημοκρατικού) κράτους στις αφηρημένες κατασκευές της. Ετσι, το γεγονός ότι ένα αστικοδημοκρατικό Σύνταγμα προ(σ)καλεί το ίδιο - για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ - την κατάλυσή του, αποτελεί μυστήριο μόνο για όσους αντιλαμβάνονται το Σύνταγμα περίπου ως ένα σύστημα ρυθμιστικών εγγυήσεων ανάμεσα σε αντισυμβαλλόμενα μέρη. Είναι οι ίδιοι που αντιλαμβάνονται κατά προέκταση το ίδιο το κράτος ως έναν ουδέτερο, τεχνοκρατικό μηχανισμό που στέκεται πέραν των ταξικών ανταγωνισμών, διατηρώντας για λογαριασμό του το μονοπώλιο της βίας.

Ολοι αυτοί αρνούνται να αναγνωρίσουν ένα απλό γεγονός. Αφενός ότι το κράτος υπήρξε πάντοτε - πρώτα και κύρια - μια συντριπτική δύναμη ισχύος στα χέρια της κυρίαρχης τάξης κατά τη διαδικασία επιβολής της επάνω στην κοινωνία. Αφετέρου ότι το ίδιο το κράτος οφείλει να εμφανίζεται (ιδίως στον αστικό κόσμο) ως εκείνο το κοινό σημείο αναφοράς ολόκληρης της κοινωνίας, ο φύλακας των φιλελεύθερων αξιών και εντέλει της ίδιας της δημοκρατίας. Αυτός ο αναδιπλασιασμός του κράτους της αστικής τάξης σε «κοινωνικό κράτος», «κράτος δικαίου» κ.ο.κ. προδιαγράφει το σύνολο των φαινομενικών αντινομιών που αποτυπώνονται σε νομικό ή πολιτικό επίπεδο. Οι αντιλήψεις που προσπερνάνε τη συγκεκριμένη ταξική διάσταση του καπιταλιστικού κράτους είναι αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν κάθε τέτοια αντινομία είτε ως «εξαίρεση», ως θαύμα που εκπορεύεται από κάποια μυστική υπόσταση του κράτους, είτε ως λογικό παράδοξο που συντελείται κατά τη διαδικασία παραγωγής αφηρημένων εννοιών.

Ετσι, το πρόβλημα λειτουργίας ενός «αντιδημοκρατικού - αυταρχικού» κράτους εντός μιας θεσμικά αστικής δημοκρατικής περιμέτρου άλλοτε προσεγγίζεται με θεολογικούς όρους, αναγόμενο στην υπαρξιακή σχέση ατόμου - εξουσίας γενικά (βλέπε Agamben και τη σχετική «συνομιλία» του με το έργο του Schmitt) και άλλοτε ερμηνεύεται ως σημειακή ανωμαλία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ως θεσμική κρίση ή κρίση υποαντιπροσώπευσης. Βεβαίως, η συνάφεια αυτών των αντιλήψεων δεν περιορίζεται μόνο στην απόπειρα συγκρότησης μιας έννοιας για το κράτος έξω από τους ιστορικούς όρους συγκρότησής του. Καταδεικνύεται και έμμεσα, κρίνοντας από την ευκολία με την οποία δυνάμεις που επιδίδονται στον πιο ανοικονόμητο αντιεξουσιαστικό βερμπαλισμό συχνά συμπορεύονται πολιτικά με τις πιο χυδαίες απολήξεις κάποιας «μετριοπαθούς» σοσιαλδημοκρατίας.

Ετσι και αλλιώς, η υιοθέτηση της προηγούμενης οπτικής μοιραία καταλήγει πάντα στην προστασία της καπιταλιστικής εξουσίας μέσω της πολιτικής αναζήτησης ενός καπιταλιστικού κράτους, απαλλαγμένου από την καταστολή, ουσιαστικά απαλλαγμένου από τον ίδιο του τον ταξικό προορισμό.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και την ιστορική συγκυρία στην οποία η σχετική συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο κατά τη δεκαετία του '90, αντανακλώντας τις συνέπειες της υποχώρησης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στο επίπεδο της θεωρητικής διαπάλης. Πλέον, το «κράτος έκτακτης ανάγκης» έρχεται να συμπεριλάβει έναν ευρύτερο κύκλο σημασιών, δηλώνοντας κατά περίσταση την αυξανόμενη ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας, κάποια «μεταδημοκρατική» κρατική μορφή (Crouch) ή απλά την αύξηση της συχνότητας με την οποία το κράτος καταφεύγει σε αντιδημοκρατικές πρακτικές. Μάλιστα, όροι όπως «έκτακτη ανάγκη», «εξαίρεση» κ.ο.κ. διαχέονται στον δημόσιο λόγο και αξιοποιούνται ως βασικές κατηγορίες ανάλυσης της σύγχρονης καπιταλιστικής πραγματικότητας από οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.

Αντιστοίχως, η (κατά)χρήση των όρων αυτών συχνά μεταθέτει το πρόβλημα της αστικής κυριαρχίας στο επίπεδο της νομικής - θεσμικής εκδήλωσής της, υποδηλώνοντας τη νοσταλγία για ένα χαμένο κοινωνικό συμβόλαιο, για μια επικράτηση της πολιτικής πάνω στην οικονομία ή για έναν καλό φιλελευθερισμό στον αντίποδα του νέου. Για όλα εκείνα δηλαδή που συναπαρτίζουν τη θολή συνθηματολογία μιας σοσιαλδημοκρατίας, η οποία στην πράξη έρχεται να υλοποιήσει πλήρως τη λεγόμενη «νεοφιλελεύθερη» οικονομική ατζέντα.

Εύλογα, λοιπόν, γεννιέται το ερώτημα: Ποια είναι εκείνη η δημοκρατική κανονικότητα της οποίας το «κράτος έκτακτης ανάγκης» αποτελεί την εξαίρεση; Ηδη από τον 19o αιώνα ο Μαρξ διαβλέπει την εγγενή τάση της αστικής δημοκρατίας να αγνοεί κατά περίσταση το διακηρυγμένο πλαίσιο λειτουργίας της. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός έχει ρητή αναφορά σε αστικές μορφές πολιτικής οργάνωσης με ποικιλία ονομάτων, από τον φασισμό έως τη δημοκρατία, καθώς και σε κάθε ενδιάμεσο αναβαθμό τους.

Υπ' αυτήν την έννοια, μόνο αυθαίρετη μπορεί να είναι η πρόσδεση του κατηγορήματος «δημοκρατικός» σε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο ουδόλως έχει την ανάγκη ενός τέτοιου κατηγορήματος προκειμένου να λειτουργήσει. Παρότι έννοιες όπως «ισότητα» ή «ελευθερία» είναι οιονεί προϋποθέσεις για τη θεωρητική αντιπαλότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προς το φεουδαρχικό προκάτοχό του και για την ιδεολογική - πολιτική νομιμοποίηση της αστικής εξουσίας. Ομως, στην πράξη η ανισότητα και η ανελευθερία της οικονομικά εκμεταλλευομένης τάξης αποτελούν προϋπόθεση για την ύπαρξη της εκμεταλλεύτριας. Βέβαια, η αστική εξουσία μπορεί να λάβει μια λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατική μορφή, ανάλογα με τις δυνατότητες της αστικής τάξης να ενσωματώνει το εργατικό κίνημα μέσω της αστικής δημοκρατίας ή όχι, όταν η όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού προκαλεί και όξυνση της ταξικής πάλης.

Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος επιβεβαιώνει τη συνθετότητα, τη δυσκολία που προκύπτει συχνά στην καταγραφή και μελέτη των εκάστοτε μεταβολών στο νομικό και πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού. Οι κομμουνιστές, πιάνοντας το νήμα από τη σκέψη του Μαρξ, οφείλουν - όπως πάντα ιστορικά έκαναν - να σταθούν ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό, δίχως να καταφεύγουν κάθε φορά σε αλόγιστη διεύρυνση των κατηγοριών μέσα από τις οποίες διαβάζουν τον κόσμο, δίχως να ανακαλύπτουν εκ νέου αυτόν τον κόσμο, κάθε φορά που η αστική εξουσία υπερβαίνει κάποια υποτιθέμενη δημοκρατική κανονικότητα. Αντιλαμβανόμενοι ότι άρνηση της αστικής καταστολής δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.


Γιάννης ΠΡΑΝΤΑΛΟΣ, δρ. Φιλοσοφίας Βαγγέλης ΜΠΑΔΑΣ, δρ. Πολιτικής Επιστήμης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου