Σε όλους τους τόνους τα επικοινωνιακά
επιτελεία των κυβερνήσεων στην Ευρώπη προετοιμάζουν τον πληθυσμό της για το
χαοτικό χειμώνα που έρχεται, καθώς το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας προκαλεί
οικονομική κρίση σε κλίμακα που μοιάζει να μη μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί. Κι
αυτή η κρίση θα είναι αποτέλεσμα μια κρίσιμης έλλειψης υλικών, της ενέργειας,
που υπάρχει κίνδυνος κανένα πρόγραμμα διάσωσης να μην μπορεί να αντιμετωπίσει
σ’ αυτό το σύστημα παγκόσμιου ιμπεριαλισμού που υπαγορεύεται από τις ΗΠΑ.
Η κυρίαρχη όμως πολιτική συνεχώς εξασφαλίζει
εφεδρείες για να κατοχυρώνει τα συμφέροντά της. Και όσο μεγαλώνει ο φόβος μας για τους κινδύνους που μας απειλούν, δεν διστάζει να
επιστρατεύσει και την εφεδρεία του φασισμού. Βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη ν’
αναπτύσσεται ένας φασισμός που υποκρίνεται την ακροδεξιά, η προέλαση της οποίας
κυριαρχεί και επιβάλλει τις πολιτικές της επιλογές. Ενισχυμένη από την όξυνση της
ισλαμοφοβίας τα τελευταία είκοσι χρόνια, από τον πόλεμο που διεξάγεται κατά των
μεταναστών, η ακροδεξιά έχει αποκτήσει μια άνευ προηγουμένου πολιτική
νομιμότητα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Στις
δεκαετίες αμέσως μετά τον πόλεμο, ο φασισμός απαξιώθηκε και περιθωριοποιήθηκε.
Η ήττα και η καταστροφή των καθεστώτων του Αδόλφου Χίτλερ και του Μπενίτο
Μουσολίνι και η ανακάλυψη της πραγματικότητας του Ολοκαυτώματος έκαναν τους
δηλωμένους υπερασπιστές αυτών των καθεστώτων να γίνουν παρίες. Επιπλέον, η ύπαρξη
της Σοβιετικής Ένωσης, η οικονομική άνθηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 με
την πλήρη απασχόληση, τις βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης και την επέκταση του
κράτους πρόνοιας, άφηνε στους φασίστες λίγο πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν.
Όμως ο
αντίκτυπος, ιδιαίτερα στον 21ο
αιώνα, των καπιταλιστικών επιθέσεων και η ανεξέλεγκτη ανισότητα έχουν απαξιώσει
τη ρητορική ότι η προώθηση των συμφερόντων της αγοράς και των επιχειρήσεων
μπορεί να ωφελήσει τις μάζες. Αυτή η απώλεια εμπιστοσύνης έχει οδηγήσει σε
κρίση του πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών εκπροσώπων του. Τα κόμματα
που ταυτίζονται με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι συντηρητικοί καθώς και οι
σοσιαλδημοκράτες, έχουν δει την κοινωνική τους βάση και το εκλογικό τους σώμα
να συρρικνώνεται δραστικά δημιουργώντας ένα κενό στο φάσμα της αστικής
πολιτικής. Ο φασισμός μπορούσε λοιπόν να τον καταλάβει.
Φυσικά
όμως, το τέλος της μεταπολεμικής έκρηξης
και η επιστροφή της οικονομικής κρίσης δεν σημαίνει ότι ήταν αρκετά για να
εγγυηθούν την επιτυχία του φασισμού. Χρειαζόταν η μακρά και επίμονη
αντικομμουνιστική προπαγάνδα και η δημιουργία νομιμοποιημένου πολιτικού χώρου
για να καταλάβουν οι φασίστες. Οι μεταναστευτικές πολιτικές και ο ρατσισμός,
που μπαίνοντας στο προσκήνιο της πολιτικής ατζέντας των αστικών κομμάτων έγιναν
ευρύτατα αποδεκτές πρακτικές, τους έδωσε
το χώρο που χρειαζόταν, με την προϋπόθεση να επαναφεύρουν τον εαυτό τους. Αυτό
σήμαινε να μην ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο όπως κατά τον μεσοπόλεμο. Επομένως έπρεπε
να προβάλλουν μια εικόνα αξιοπρέπειας
και δηλωμένης πίστης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αρνούνται κατά βάση
σύνδεση με το φασισμό του μεσοπολέμου και ενισχυμένοι από την ισλαμοφοβία, την
πιο σκληρή μορφή του σύγχρονου ρατσισμού τα τελευταία είκοσι χρόνια και τον πόλεμο κατά
των μεταναστών που έχουν ανακηρυχθεί σε εχθροί του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, με
τη σκλήρυνση του συνοριακού συστήματος της ΕΕ, οι φασίστες με τα διάφορα ονόματα που
αυτοχαρακτηρίζονται ακροδεξιοί έχουν αποκτήσει πολιτική νομιμότητα ώστε να φτάνουν
μέχρι το σχηματισμό κυβέρνησης, όπως συνέβη στην Ιταλία με τη Τζόρτζια Μελόνι,
την ηγέτιδα του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας.
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση της κοινωνίας, ειδικά όταν
συνδυάζεται με τη σκληρή λιτότητα,
μπορεί να οδηγήσει σε όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων, εάν
ριζώσει η ιδέα ότι δεν υπάρχει αρκετή δουλειά για όλους στον κόσμο και οι
μετανάστες απειλούν το βιοτικό μας επίπεδο. Τέτοιες ιδέες, ειδικά όταν δεν αμφισβητούνται
από την εμπειρία του συλλογικού αγώνα, μπορούν να οδηγήσουν προς μια ρατσιστική κατεύθυνση, ιδιαίτερα όταν
το ζήτημα του ρατσισμού επαναδιατυπώνεται. Το κεντρικό δόγμα της οικονομίας της
αγοράς ότι δημιουργεί μια αξιοκρατική κοινωνία, όπου οι
επιτυχίες των ατόμων είναι αποτέλεσμα προσπάθειας και ταλέντου και η αποτυχία
είναι λάθος του ατόμου, ενώ οι συλλογικές ανισότητες, όπως η φτώχεια ή η παραβατικότητα, οφείλονται, όχι στους
ρατσιστικούς θεσμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά στις πολιτισμικές
πρακτικές διαφορετικών κοινοτήτων, βγάζει από το προσκήνιο τη βιολογική βάση
του ρατσισμού, για να γίνει απενοχοποιημένα αποδεκτός.
Και
ανοίγει ο δρόμος για την αμφίδρομη αλληλεπίδραση
και αμοιβαία επιρροή συντηρητικών και φασιστών. Και γίνεται κοινή η έκκληση για αυταρχικά
μέτρα κατά της ανασφάλειας, που συνδέεται συνήθως με τους μετανάστες, με απαίτηση
την αυξημένη αστυνομική καταστολή, καθώς και την αποκατάσταση της θανατικής
ποινής, με συνοδεία την ρητορική υπέρ του απλού λαού και της εθνικής εργατικής
τάξης. Η αστική πολιτική ηγεσία που
πνίγει πρόσφυγες στη Μεσόγειο και διεξάγει αμείλικτα μια ισλαμοφοβική
εκστρατεία τρέφει την ακροδεξιά, νομιμοποιώντας τη με την ενίσχυση της ρατσιστικής
αφήγησης ότι οι μετανάστες, οι μουσουλμάνοι και άλλες εθνοτικές μειονότητες
αποτελούν πρόβλημα με τον διαφορετικό πολιτισμό που δεν αφομοιώνεται με τον
δικό μας.
Κι έτσι ζούμε αυτό που μοιάζει τραγελαφικό, αν δεν ήταν επικίνδυνο, ο υιός Θάνος Πλεύρης,
υπουργός Υγείας, να καταδικάζει τον φασιστικό χαιρετισμό, μέσα στο δικαστήριο για τη δολοφονία του Π. Φύσσα,
του πατέρα του Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας για τον πατέρα του τη
βαριά λέξη αποκτήνωση. Συγχρόνως, κυκλοφορεί παλαιότερο βίντεο
με τον ίδιο τον υπουργό να υποστηρίζει τις πιο
ακραίες ρατσιστικές πρακτικές για τους μετανάστες, απαιτώντας με θράσος ακόμα και
νεκρούς, αρκεί να αναχαιτιστούν οι μεταναστευτικές ροές. Η διαφορά πατέρα και γιου συμπυκνώνει τη διαφορά φασισμού του
μεσοπολέμου και σύγχρονου, την εξωτερική του εμφάνιση με σβάστικες και χαιρετισμούς και την
πραγματική του φύση που δεν έχει αλλάξει, αλλά έχει προσαρμοστεί για να γίνει
ευρύτερα αποδεκτή, συνηθίζοντας εκ παραλλήλου ακόμα και την παραδοσιακή σε συμβολικό επίπεδο εμφάνιση του φασισμού. Ο υιός μπορεί να υποκρίνεται
τον δημοκρατικό πολιτικό, αφού η Ν.
Δημοκρατία, αστικό συντηρητικό κόμμα, ενσωμάτωσε φασίστες όπως η τριάδα, Μ. Βορίδης, Θ. Πλεύρη, Α. Γεωργιάδης, και πολιτεύεται με φασιστικές πρακτικές,
δημιουργώντας ευνοϊκό περιβάλλον για να
ριζώσει ο φασισμός.
Επειδή
όμως υπάρχει έντονη μαζική αντίδραση του αντιφασιστικού κινήματος το κράτος δεν τολμά απροκάλυπτα να κάνει
αποδεκτούς τους φασίστες και η δικαιοσύνη να αθωώνει τα εγκλήματά τους, όπως έγινε
με τους δολοφόνους του Π. Φύσσα. Οι μαζικοί αγώνες μπορούν να μην επιτρέψουν να
κυριαρχήσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου