Η αποκάλυψη άρχισε σε ένα μπαρ του Παρισιού το 2008, όταν η
δημοσιογράφος Λένα Μωζέ άκουσε από έναν φίλο της την ιστορία τού Ιτσίρο
και της Τομόκο. Το ζευγάρι παντρεύτηκε την δεκαετία του '80, έκανε κι
ένα παιδί και ζούσαν μια άνετη ζωή στην Σαϊτάμα, μια πλούσια πόλη λίγο
έξω από το Τόκυο. Ώσπου ήρθε η κρίση, το χρηματιστήριο πήρε την κάτω
βόλτα και το μέχρι τότε ευτυχισμένο ζευγάρι βούλιαξε στα χρέη. Τότε ο
Ιτσίρο με την Τομόκο αποφάσισαν να κάνουν αυτό που επί είκοσι χρόνια
τώρα κάνουν κάθε χρόνο εκατό χιλιάδες ιάπωνες: να γίνουν johatsu (γιοχάτσου), δηλαδή να εξαφανιστούν λόγω ντροπής.
Σε προηγούμενο σημείωμά μας, όπου κάναμε λόγο για το karoshi, μιλήσαμε για τις χιλιάδες αυτοκτονίες ιαπώνων, λόγω ντροπής που είτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στους απάνθρωπους ρυθμούς τής εργασίας τους είτε έχασαν την δουλειά τους. Ο ιδανικός τρόπος για να γλιτώσει από την ντροπή ένας ιάπωνας είναι η αυτοκτονία. Για όσους δεν διαθέτουν τα ψυχικά αποθέματα για μια τέτοια πράξη, η επόμενη καλύτερη επιλογή είναι το johatsu: απλώς, αφήνουν πίσω τους τα πάντα και εξαφανίζονται, προτιμώντας να θαφτούν ζωντανοί σε κάποιο μέρος όπου δεν τους ξέρει κανείς.
Η Μωζέ άκουσε την ιστορία με ενδιαφέρον και άρχισε να ψάχνει το θέμα με τους johatsu. Κι όσο το έψαχνε, τόσο το ενδιαφέρον της μεγάλωνε. Το συζήτησε και με τον σύντροφό της, τον φωτογράφο Στεφάν Ρεμαέλ και πήραν την μεγάλη απόφαση να πάνε στην Ιαπωνία και να ερευνήσουν το ζήτημα από κοντά. Όταν έφτασαν στην χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έμεναν εκεί μια ολόκληρη πενταετία αναζητώντας απαντήσεις.
Ψάχνοντας, η Λένα με τον Στεφάν ανακάλυψαν την Σάνυα, μια περιοχή στο Τόκυο η οποία δεν καταγρέφεται σε κανέναν χάρτη και δεν αναφέρεται σε κανέναν οδηγό της πόλης. Η Σάνυα είναι το καταφύγιο των johatsu και κανείς άλλος δεν έχει λόγο να βρίσκεται εκεί. Aκόμη και οι ταξιτζήδες αρνούνται να μπαίνουν σ' αυτή την περιοχή, όπου όλα τα καταστήματα που εξυπηρετούν τους κατοίκους της ανήκουν στην ιαπωνική μαφία, την Γιακούζα. Για τις κάθε είδους αρχές αλλά και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, η Σάνυα... δεν υπάρχει. Με βάση την ιαπωνική νομοθεσία, το κράτος δεν ανακατεύεται στην ζωή κανενός εφ' όσον δεν υπάρχει στοιχείο ή, έστω, υπόνοια για τέλεση εγκληματικής πράξης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι καμμιά κρατική υπηρεσία δεν γνωρίζει πού μένει κάποιος, εκτός αν το δηλώσει εκουσίως ο ίδιος με οποιονδήποτε τρόπο. Κι αφού όσοι μένουν στην Σάνυα επιζητούν την αφάνεια, το κράτος δεν έχει αντίρρηση: τους αγνοεί.
Στην Σάνυα, οι δυο γάλλοι ερευνητές συνάντησαν τον πενηντάχρονο Νοριχίρο, ο οποίος έμενε εκεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Στην κανονική του ζωή δούλευε ως μηχανικός αλλά κάποια μέρα τον απέλυσαν. Επειδή ντρεπόταν να πει στους δικούς του ότι έχασε την δουλειά του, συνέχισε να σηκώνεται κάθε πρωί, να βάζει το κοστούμι του και να παίρνει το αμάξι του για να πάει στην εταιρεία όπου δούλευε. Όταν απομακρυνόταν αρκετά, στάθμευε κάπου, καθόταν στο αυτοκίνητο μέχρι το υποτιθέμενο τέλος του ωραρίου του και κατόπιν επέστρεφε σαν να μη τρέχει τίποτε. Μάλιστα δε, για να γίνει πιο πιστευτός, επέστρεφε αρκετές ώρες μετά την λήξη του ωραρίου του, αφού όλοι ήξεραν ότι συνήθως δούλευε υπερωρίες. Ο Νοριχίρο άντεξε αυτό το ψέμα μόλις για μια βδομάδα. Ύστερα έγινε johatsu.
Πιο πέρα, η Λένα με τον Στεφάν συνάντησαν τον Γιουίτσι. Ο Γιουίτσι ήταν οικοδόμος αλλά στα μέσα της δεκαετίας του '90 αποφάσισε να γίνει johatsu, επειδή η φροντίδα τής ηλικιωμένης μητέρας του τον φόρτωσε με χρέη τα οποία δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. "Δεν άντεχα να απογοητεύω την μητέρα μου", λέει, "εκείνη μου είχε δώσει τα πάντα αλλά εγώ δεν μπορούσα να την φροντίσω". Ένα πρωί, ο Γιουίτσι βρήκε ένα φτηνό ξενοδοχείο, πλήρωσε για να βάλει την μητέρα του σε ένα δωμάτιο και εξαφανίστηκε στην Σάνυα χωρίς να επιστρέψει ποτέ. Τώρα κοιτάζει την Λένα με άδειο βλέμμα και μιλάει χαμηλόφωνα. "Βλέπετε ανθρώπους στον δρόμο αλλά έχουν πάψει να υπάρχουν. Όταν φύγαμε από την κοινωνία, εξαφανιστήκαμε για πρώτη φορά. Εδώ σκοτώνουμε τους εαυτούς μας αργά".
Αν στο Τόκυο υπάρχει η Σάνυα, στην Γιοκοχάμα υπάρχει η Κοτομπουκίτα, στην Οσάκα η Καμαγκασάκι και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας κάτι αντίστοιχο. Όλες αυτές οι περιοχές έχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους: εκτείνονται σε λίγα οικοδομικά τετράγωνα, είναι παλιές κακόφημες φτωχογειτονιές, με πολύ παλιά σπίτια και ξενοδοχεία με κοινόχρηστες τουαλέτες, όπου κάποτε έμεναν χειρώνακτες εργάτες και σήμερα μένουν μόνο johatsu, δεν διαθέτουν καμμιά από τις σύγχρονες ανέσεις και το όνομά τους έχει σβηστεί από τους χάρτες ήδη από την δεκαετία τού '60. Αν αυτό το τελευταίο ακούγεται απίστευτο, δοκιμάστε να αναζητήσετε στο διαδίκτυο πληροφορίες για την Κοτομπουκίτα ή την Καμαγκασάκι και θα πειστείτε.
Στην Σάνυα, η Λένα με τον Στεφάν γνώρισαν και τον Σου Χατόρι. Ο Χατόρι δεν είναι johatsu, ζη από τους johatsu. Είναι ένας "night time mover", δηλαδή ένας από εκείνους που βοηθούν τους johatsu να μετακομίσουν στο γκέττο που διάλεξαν και τους εξυπηρετούν στις ελάχιστες περιπτώσεις που χρειάζονται κάτι από τον έξω κόσμο. Γνώρισαν και τον Μασάσι Κικούτσι, έναν από τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ που πληρώνονται αδρά από τους συγγενείς των εξαφανισμένων που θέλουν να μάθουν αν οι άνθρωποί τους ζουν ή αυτοκτόνησαν. Θέλουν απλώς να μάθουν, όχι να τους πείσουν να γυρίσουν. Γνώρισαν "ντροπιασμένους" johatsu κάθε λογής: μια δασκάλα που έκανε σχέση με κάποιον μαθητή της, αρκετούς παντρεμένους και των δυο φύλων με εξωσυζυγικές περιπέτειες και μερικές γυναίκες που δεν άντεξαν την βία των συζύγων τους. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των johatsu ήταν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι των οποίων το έγκλημα ήταν είτε ότι έχασαν την δουλειά τους είτε ότι δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους παρ'ότι δούλευαν. Με δυο λέξεις, άνθρωποι που γνώρισαν το "ανθρώπινο πρόσωπο" του καπιταλισμού.
Ας αφήσουμε τον επίλογο του σημερινού κειμένου στον Νοριχίρο: "Μετά από τόσον καιρό, θα μπορούσα σίγουρα να πάρω πίσω την παλιά μου ταυτότητα. Όμως, δεν θέλω να με δει η οικογένειά μου σ' αυτή την κατάσταση. Είμαι ένα τίποτα. Αν πεθάνω αύριο, δεν θέλω να μπορεί κανείς να με αναγνωρίσει...".
Υστερόγραφο. Η Lena Mauger και ο Stephane Remael δημοσίευσαν την έρευνά τους εκδίδοντας ένα βιβλίο με τίτλο "Les évaporés du Japon", το οποίο έχει ήδη κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες, όχι όμως και στην Ελλάδα. Μέχρι να φιλοτιμηθεί κάποιος εκδοτικός οίκος να το βγάλει και στα ελληνικά, μπορούμε να δούμε μια ταινία. Ο μεγάλος ιάπωνας σκηνοθέτης Σοχέι Ιμαμούρα ("Η μπαλλάντα του Ναραγιάμα") γύρισε το 1967 μια ταινία-ντοκυμανταίρ με τον τίτλο "Ningen johatsu" (Εξαφανισμένοι άνθρωποι - Αγγλικός τίτλος: "A man vanishes"). Σ' αυτή την διαρκείας 130 λεπτών ταινία, ο Ιμαμούρα και το συνεργείο του καταγράφουν την προσπάθεια της Γιόσι να βρει έναν johatsu, τον Οσίμα, τον επί δύο χρόνια εξαφανισμένο αρραβωνιστικό της. Βρείτε στο διαδίκτυο την ταινία και τους υπότιτλους (υπάρχουν σε αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά, όχι όμως σε ελληνικά) και δείτε την άφοβα.
-------------------------------------------
Διαβάστε επίσης:
- Chris Weller, "'Evaporated people' could be disappearing from Japanese society by the thousands"
- Maureen Callahan, "The chilling stories behind Japan's 'evaporating people'"
- Joseph Hincks, "Do stressed-out japanese really stage elaborate disappearances? On the trail of the johatsu or 'evaporated people'"
- Alina Simone, "Japan's 'evaporated people' have become an obsession for this French couple"
Σε προηγούμενο σημείωμά μας, όπου κάναμε λόγο για το karoshi, μιλήσαμε για τις χιλιάδες αυτοκτονίες ιαπώνων, λόγω ντροπής που είτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στους απάνθρωπους ρυθμούς τής εργασίας τους είτε έχασαν την δουλειά τους. Ο ιδανικός τρόπος για να γλιτώσει από την ντροπή ένας ιάπωνας είναι η αυτοκτονία. Για όσους δεν διαθέτουν τα ψυχικά αποθέματα για μια τέτοια πράξη, η επόμενη καλύτερη επιλογή είναι το johatsu: απλώς, αφήνουν πίσω τους τα πάντα και εξαφανίζονται, προτιμώντας να θαφτούν ζωντανοί σε κάποιο μέρος όπου δεν τους ξέρει κανείς.
Σάνυα, Τόκυο |
Η Μωζέ άκουσε την ιστορία με ενδιαφέρον και άρχισε να ψάχνει το θέμα με τους johatsu. Κι όσο το έψαχνε, τόσο το ενδιαφέρον της μεγάλωνε. Το συζήτησε και με τον σύντροφό της, τον φωτογράφο Στεφάν Ρεμαέλ και πήραν την μεγάλη απόφαση να πάνε στην Ιαπωνία και να ερευνήσουν το ζήτημα από κοντά. Όταν έφτασαν στην χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έμεναν εκεί μια ολόκληρη πενταετία αναζητώντας απαντήσεις.
Ψάχνοντας, η Λένα με τον Στεφάν ανακάλυψαν την Σάνυα, μια περιοχή στο Τόκυο η οποία δεν καταγρέφεται σε κανέναν χάρτη και δεν αναφέρεται σε κανέναν οδηγό της πόλης. Η Σάνυα είναι το καταφύγιο των johatsu και κανείς άλλος δεν έχει λόγο να βρίσκεται εκεί. Aκόμη και οι ταξιτζήδες αρνούνται να μπαίνουν σ' αυτή την περιοχή, όπου όλα τα καταστήματα που εξυπηρετούν τους κατοίκους της ανήκουν στην ιαπωνική μαφία, την Γιακούζα. Για τις κάθε είδους αρχές αλλά και για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, η Σάνυα... δεν υπάρχει. Με βάση την ιαπωνική νομοθεσία, το κράτος δεν ανακατεύεται στην ζωή κανενός εφ' όσον δεν υπάρχει στοιχείο ή, έστω, υπόνοια για τέλεση εγκληματικής πράξης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι καμμιά κρατική υπηρεσία δεν γνωρίζει πού μένει κάποιος, εκτός αν το δηλώσει εκουσίως ο ίδιος με οποιονδήποτε τρόπο. Κι αφού όσοι μένουν στην Σάνυα επιζητούν την αφάνεια, το κράτος δεν έχει αντίρρηση: τους αγνοεί.
Στην Σάνυα, οι δυο γάλλοι ερευνητές συνάντησαν τον πενηντάχρονο Νοριχίρο, ο οποίος έμενε εκεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Στην κανονική του ζωή δούλευε ως μηχανικός αλλά κάποια μέρα τον απέλυσαν. Επειδή ντρεπόταν να πει στους δικούς του ότι έχασε την δουλειά του, συνέχισε να σηκώνεται κάθε πρωί, να βάζει το κοστούμι του και να παίρνει το αμάξι του για να πάει στην εταιρεία όπου δούλευε. Όταν απομακρυνόταν αρκετά, στάθμευε κάπου, καθόταν στο αυτοκίνητο μέχρι το υποτιθέμενο τέλος του ωραρίου του και κατόπιν επέστρεφε σαν να μη τρέχει τίποτε. Μάλιστα δε, για να γίνει πιο πιστευτός, επέστρεφε αρκετές ώρες μετά την λήξη του ωραρίου του, αφού όλοι ήξεραν ότι συνήθως δούλευε υπερωρίες. Ο Νοριχίρο άντεξε αυτό το ψέμα μόλις για μια βδομάδα. Ύστερα έγινε johatsu.
Πιο πέρα, η Λένα με τον Στεφάν συνάντησαν τον Γιουίτσι. Ο Γιουίτσι ήταν οικοδόμος αλλά στα μέσα της δεκαετίας του '90 αποφάσισε να γίνει johatsu, επειδή η φροντίδα τής ηλικιωμένης μητέρας του τον φόρτωσε με χρέη τα οποία δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. "Δεν άντεχα να απογοητεύω την μητέρα μου", λέει, "εκείνη μου είχε δώσει τα πάντα αλλά εγώ δεν μπορούσα να την φροντίσω". Ένα πρωί, ο Γιουίτσι βρήκε ένα φτηνό ξενοδοχείο, πλήρωσε για να βάλει την μητέρα του σε ένα δωμάτιο και εξαφανίστηκε στην Σάνυα χωρίς να επιστρέψει ποτέ. Τώρα κοιτάζει την Λένα με άδειο βλέμμα και μιλάει χαμηλόφωνα. "Βλέπετε ανθρώπους στον δρόμο αλλά έχουν πάψει να υπάρχουν. Όταν φύγαμε από την κοινωνία, εξαφανιστήκαμε για πρώτη φορά. Εδώ σκοτώνουμε τους εαυτούς μας αργά".
Αν στο Τόκυο υπάρχει η Σάνυα, στην Γιοκοχάμα υπάρχει η Κοτομπουκίτα, στην Οσάκα η Καμαγκασάκι και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας κάτι αντίστοιχο. Όλες αυτές οι περιοχές έχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους: εκτείνονται σε λίγα οικοδομικά τετράγωνα, είναι παλιές κακόφημες φτωχογειτονιές, με πολύ παλιά σπίτια και ξενοδοχεία με κοινόχρηστες τουαλέτες, όπου κάποτε έμεναν χειρώνακτες εργάτες και σήμερα μένουν μόνο johatsu, δεν διαθέτουν καμμιά από τις σύγχρονες ανέσεις και το όνομά τους έχει σβηστεί από τους χάρτες ήδη από την δεκαετία τού '60. Αν αυτό το τελευταίο ακούγεται απίστευτο, δοκιμάστε να αναζητήσετε στο διαδίκτυο πληροφορίες για την Κοτομπουκίτα ή την Καμαγκασάκι και θα πειστείτε.
Στην Σάνυα, η Λένα με τον Στεφάν γνώρισαν και τον Σου Χατόρι. Ο Χατόρι δεν είναι johatsu, ζη από τους johatsu. Είναι ένας "night time mover", δηλαδή ένας από εκείνους που βοηθούν τους johatsu να μετακομίσουν στο γκέττο που διάλεξαν και τους εξυπηρετούν στις ελάχιστες περιπτώσεις που χρειάζονται κάτι από τον έξω κόσμο. Γνώρισαν και τον Μασάσι Κικούτσι, έναν από τους ιδιωτικούς ντετέκτιβ που πληρώνονται αδρά από τους συγγενείς των εξαφανισμένων που θέλουν να μάθουν αν οι άνθρωποί τους ζουν ή αυτοκτόνησαν. Θέλουν απλώς να μάθουν, όχι να τους πείσουν να γυρίσουν. Γνώρισαν "ντροπιασμένους" johatsu κάθε λογής: μια δασκάλα που έκανε σχέση με κάποιον μαθητή της, αρκετούς παντρεμένους και των δυο φύλων με εξωσυζυγικές περιπέτειες και μερικές γυναίκες που δεν άντεξαν την βία των συζύγων τους. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των johatsu ήταν απλοί, καθημερινοί άνθρωποι των οποίων το έγκλημα ήταν είτε ότι έχασαν την δουλειά τους είτε ότι δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους παρ'ότι δούλευαν. Με δυο λέξεις, άνθρωποι που γνώρισαν το "ανθρώπινο πρόσωπο" του καπιταλισμού.
Ας αφήσουμε τον επίλογο του σημερινού κειμένου στον Νοριχίρο: "Μετά από τόσον καιρό, θα μπορούσα σίγουρα να πάρω πίσω την παλιά μου ταυτότητα. Όμως, δεν θέλω να με δει η οικογένειά μου σ' αυτή την κατάσταση. Είμαι ένα τίποτα. Αν πεθάνω αύριο, δεν θέλω να μπορεί κανείς να με αναγνωρίσει...".
Εικόνα από την καθημερινότητα στην Σάνυα. |
Υστερόγραφο. Η Lena Mauger και ο Stephane Remael δημοσίευσαν την έρευνά τους εκδίδοντας ένα βιβλίο με τίτλο "Les évaporés du Japon", το οποίο έχει ήδη κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες, όχι όμως και στην Ελλάδα. Μέχρι να φιλοτιμηθεί κάποιος εκδοτικός οίκος να το βγάλει και στα ελληνικά, μπορούμε να δούμε μια ταινία. Ο μεγάλος ιάπωνας σκηνοθέτης Σοχέι Ιμαμούρα ("Η μπαλλάντα του Ναραγιάμα") γύρισε το 1967 μια ταινία-ντοκυμανταίρ με τον τίτλο "Ningen johatsu" (Εξαφανισμένοι άνθρωποι - Αγγλικός τίτλος: "A man vanishes"). Σ' αυτή την διαρκείας 130 λεπτών ταινία, ο Ιμαμούρα και το συνεργείο του καταγράφουν την προσπάθεια της Γιόσι να βρει έναν johatsu, τον Οσίμα, τον επί δύο χρόνια εξαφανισμένο αρραβωνιστικό της. Βρείτε στο διαδίκτυο την ταινία και τους υπότιτλους (υπάρχουν σε αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά, όχι όμως σε ελληνικά) και δείτε την άφοβα.
-------------------------------------------
Διαβάστε επίσης:
- Chris Weller, "'Evaporated people' could be disappearing from Japanese society by the thousands"
- Maureen Callahan, "The chilling stories behind Japan's 'evaporating people'"
- Joseph Hincks, "Do stressed-out japanese really stage elaborate disappearances? On the trail of the johatsu or 'evaporated people'"
- Alina Simone, "Japan's 'evaporated people' have become an obsession for this French couple"
Απο Cogito ergo sum
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου