"δύο στρατιώτες σε απέναντι όχθες"
Γεμάτος τύψεις που σκότωσα έναν άοπλο, κατεβαίνω
τώρα από μία πλαγιά, βαδίζοντας σε ένα μονοπάτι που
καταλήγει σε ένα μικρό χωριό.
Μπαίνω στο χωριό… Είναι σχεδόν έρημο.
Οι πιο πολλοί του κάτοικοι το έχουν
εγκαταλείψει.
Φτάνω σε ένα μικρό, ετοιμόρροπο σπιτάκι, με ανοιχτά παράθυρα.
Το σπίτι αυτό ήταν του άοπλου στρατιώτη και τώρα κατοικείται μόνο από τους
γονείς του. Χτύπησα την πόρτα… Ανοίγει την πόρτα
ένας γέρος άντρας και πίσω του μία γυναίκα, με “μαζεμένο” σώμα από τα χρόνια.
«Ήρθε η ώρα» σκέφτηκα. Αφού τους χαιρέτησα, η γριούλα με ρώτησε: «Τι
γυρεύεις παιδί μου εδώ;»
Ξεροκατάπια και της είπα: «Με φέρνουν εδώ οι τύψεις μου. Οι τύψεις που μου θυμίζουν συνέχεια πως σκότωσα έναν αθώο».
Η γυναίκα
παρόλο που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, έδειξε να μην
καταλαβαίνει. Συνέχισα με σχεδόν κομμένη την ανάσα:
«Έχω σκοτώσει έναν άοπλο άνθρωπο. Πριν τον σκοτώσω μου έλεγε πως είμαστε αδέρφια, αλλά εγώ δεν τον
άκουσα. Ο πόλεμος με έκανε να ξεχάσω για μια στιγμή
την ανθρωπιά μου και τώρα το έχω μετανιώσει πικρά.
Είμαι εδώ για να ζητήσω ειλικρινά συγγνώμη επειδή ο
άοπλος αυτός ήταν ο γιος σας».
Ο πατέρας του αδικοχαμένου στρατιώτη γύρισε πλάτη και μπήκε με αργά
βήματα στο σπίτι του.
Μπορεί να μην το έδειχνε, αλλά
εγώ μέσα μου τον ένιωθα… Τον ένιωθα να κλαίει και να
πονάει για το παιδί του.
Τότε η γυναίκα με βουρκωμένα
μάτια είπε: «Εσύ σκότωσες το σπλάχνο μου, ο πόλεμος σε ανάγκασε να χάσεις την ανθρωπιά σου για να
επιβιώσεις. Όταν αυτός σου έλεγε πως είστε αδέρφια
μπορεί να πίστεψες ότι το έλεγε για να γλιτώσει από
τον θάνατο… όμως αυτός ήξερε τι έλεγε.
Προσπαθούσε
να σου εξηγήσει πως δεν θα κερδίσει κανένας από τους
δυο σας τίποτα, αντιθέτως θα χάσει περισσότερα. Αν καταλάβεις πως πολέμησες για να πλουτίσουν κάποιοι
άλλοι, τότε γίνεσαι και εσύ παιδί μου…».
Έφυγα χωρίς να χαιρετήσω, γεμάτος προβληματισμό από
τα λόγια εκείνης της χαροκαμένης μάνας …. «αν καταλάβεις
πως πολέμησες για να πλουτίσουν κάποιοι άλλοι, τότε γίνεσαι και εσύ παιδί μου»… μα τι εννοούσε αυτή η γυναίκα;
Σταμάτησα να ξεκουραστώ και η σκέψη μου γύρισε
στη ζωή μου μετά τον πόλεμο.
Είχα παντρευτεί, είχα
δύο πανέμορφα παιδάκια και την πιο καλή και ωραία
γυναίκα του κόσμου.
Δούλευα στα νέα διυλιστήρια που
άνοιξε ο Βαρδινογιώργος, μετά το τέλος του πολέμου.
Ήμουν τετράωρος και έπαιρνα 400€. Δεν έβγαινα… Παραδίπλα έστεκαν τα νέα διυλιστήρια του Μελλισαβίδη…
και εκεί, είχα ακούσει πληρώνονταν τα ίδια.
Μετά σκέφτηκα τα ολοκαίνουργια καράβια που είχε αγοράσει
ο Μαριδάκης για να κουβαλήσει τα πετρέλαια.
Τότε
κατάλαβα τι εννοούσε αυτή η γυναίκα…
Τώρα πήγαινα κι εγώ στο δικό μου σπίτι, στους γονείς
μου, στην οικογένειά μου. Ανέβηκα την πλαγιά…
Οι τύψεις μου είχαν μεγαλώσει…
Η ιστορία αυτή μπορεί να
είχε τελειώσει αλλά κάτι σημαντικό είχε μείνει στο μυαλό μου: τελικά πολεμάμε για να γίνουν πιο πλούσιοι οι
πλούσιοι, ενώ εμείς αντιθέτως χάνουμε περισσότερα…
-Η έκθεση μίας μαθήτριας της Β΄ Γυμνασίου σε σχολείο της Αττικής που ζητήθηκε από τους μαθητές να
γράψουν μία έκθεση-ιστορία με θέμα: "δύο στρατιώτες
σε απέναντι όχθες"
Απ' τον Οδηγητή που κυκλοφορεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου