Σε προδημοσίευση οικονομικού δελτίου της ΕΚΤ αναφέρεται πως η αύξηση στις διεθνείς τιμές Ενέργειας αποτελεί «ένα κάπως περιορισμένο σοκ», το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο «της σωρευτικής αύξησης της δυνητικής παραγωγής, η οποία εκτιμάται από την Κομισιόν ότι θα κυμανθεί περίπου στο 5,2% για τα επόμενα τέσσερα χρόνια».
Η δε πρόβλεψη προϋποθέτει «ένα μόνιμο σοκ στην τιμή του πετρελαίου της τάξης του 40%», αναφέρουν οικονομολόγοι της ΕΚΤ, προμηνύοντας νέα δεινά για τα λαϊκά στρώματα.
Την ίδια ώρα, τα κέρδη των πολυεθνικών της Ενέργειας, όπως αυτά που ανακοίνωσαν την περασμένη βδομάδα οι εταιρείες «Shell», «Total Energies», «ExxonMobil», είναι δεκάδες δισ. δολάρια από τις «τρελές» αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, που πληρώνουν έτσι κι αλλιώς τα λαϊκά στρώματα σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στο ζήτημα του λεγόμενου ενεργειακού μείγματος, παρά τις διακηρύξεις των αστικών επιτελείων για την «πράσινη ανάπτυξη» και τη δήθεν προστασία του περιβάλλοντος, επανέρχεται και η χρήση της πυρηνικής ενέργειας, επίσης πεδίο κερδοφορίας για μονοπωλιακούς ομίλους.
Χαρακτηριστικά, ο πρόεδρος της γερμανικής εργοδοτικής ένωσης χαλυβουργίας «Gesamtmetall», Στέφαν Βολφ, τάχθηκε χτες υπέρ της κατασκευής νέων πυρηνικών αντιδραστήρων στη Γερμανία.
«Πρέπει επίσης να συζητήσουμε για την κατασκευή νέων πυρηνικών εργοστασίων. Παγκοσμίως, 50 νέοι πυρηνικοί σταθμοί κατασκευάζονται αυτήν τη στιγμή και η τεχνολογία έχει προχωρήσει», τόνισε ο Βολφ στην εφημερίδα «Funke Mediengruppe», εκτιμώντας πως «μόνο οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν θα επαρκούν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα για να καλύψουν τη συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας».
Κι ενώ τα μονοπώλια θησαυρίζουν, στη Γερμανία η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιβολή νέου μεγάλου «χαρατσώματος» στα λαϊκά νοικοκυριά, με «έκτακτη εισφορά» για το φυσικό αέριο, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί από την τσέπη τους η «διάσωση» των παρόχων φυσικού αερίου που στηρίζονται στο ρωσικό φυσικό αέριο, όπως π.χ. η «Uniper». Συγκεκριμένα, ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας αρμόδιος για ζητήματα Ενέργειας, Ρ. Χάμπεκ, δήλωσε ότι κάθε νοικοκυριό θα αναγκαστεί από τον ερχόμενο Οκτώβρη να πληρώσει επιπλέον στις ήδη αυξημένες τιμές από 1,5 και μέχρι 5 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Με δεδομένο ότι μια τετραμελής οικογένεια καταναλώνει περίπου 20.000 κιλοβατώρες τον χρόνο, το πρόσθετο κόστος για τα νοικοκυριά θα φτάσει, σύμφωνα με πρώτους υπολογισμούς, από τα 500 μέχρι και τα 1.000 ευρώ.
Την ίδια ώρα, γερμανικοί δήμοι ανακοινώνουν μέτρα «εξοικονόμησης» Ενέργειας σε δημόσια κτίρια και υπηρεσίες, σε βάρος των πολιτών. Μεταξύ άλλων, το Ανόβερο ανακοίνωσε τη διακοπή της παροχής ζεστού νερού στα λουτρά σε δημόσια αθλητικά κέντρα και κολυμβητήρια, ενώ επίσης ανακοινώθηκε ότι θέρμανση σε δημόσια κτίρια θα υπάρχει μόνο από την 1η Οκτώβρη έως τις 31 Μάρτη και θα περιορίζεται στους 20 βαθμούς Κελσίου (με απαγόρευση της χρήσης φορητών θερμαντικών μέσων κ.τ.λ.), με μόνη εξαίρεση τα σχολεία, τα γηροκομεία και τα νοσοκομεία. Το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι πάνω από 200 ιστορικά μνημεία και δημοτικά κτίρια από το βράδυ της Τετάρτης βυθίζονται στο σκοτάδι, για λόγους εξοικονόμησης ηλεκτρικού ρεύματος.
Το κύμα ακρίβειας στη Γερμανία αναγκάζει τα νοικοκυριά σε αιματηρές οικονομίες. Πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος «Χανς Μπέκλερ» καταγράφει πως το 60% των νοικοκυριών με καθαρό εισόδημα κάτω από 2.000 ευρώ μηνιαίως δηλώνει ότι θα περιορίσει τις μετακινήσεις με ιδιωτικό αυτοκίνητο, προσδοκώντας επιπλέον έσοδα έως 90 ευρώ τον μήνα.
Στη δε Βρετανία, δηλώσεις ειδικών της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας ανέφεραν ότι οι δαπάνες ενός νοικοκυριού τον χειμώνα θα μπορούσαν να φτάσουν ακόμα και τις 3.850 στερλίνες από 1.970 στερλίνες.
Σε αυτό το κλίμα οι χώρες της Ευρωζώνης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Κίνα διαπιστώνουν μείωση της μεταποιητικής παραγωγής με ταχύτερο ρυθμό από αυτούς που καταγράφηκαν κατά την αρχή της περιόδου πανδημίας την άνοιξη του 2020. Η βρετανική μεταποιητική παραγωγή και οι νέες παραγγελίες μειώθηκαν τον Ιούλη με τον ταχύτερο ρυθμό από τον Μάη του 2020, καθώς τα εργοστάσια σε όλη την Ευρώπη δυσκολεύονται με το αυξημένο κόστος και την επιβράδυνση της ζήτησης.
Συρρίκνωση κατέγραψε τον Ιούλη η μεταποιητική δραστηριότητα και στην Ευρωζώνη. Τον περασμένο μήνα τα εργοστάσια αναγκάστηκαν να αποθηκεύουν τα προϊόντα που δεν πουλήθηκαν λόγω της ασθενούς ζήτησης. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε χτες φουντώνοντας τις ανησυχίες για ύφεση της οικονομίας στην Ευρωζώνη, καταγράφεται πως ο τελικός δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI) της «S&P Global» υποχώρησε στις 49,8 μονάδες τον Ιούλη από τις 52,1 τον Ιούνη, οριακά υψηλότερα από την αρχική εκτίμηση για 49,6 μονάδες.
Ηταν η πρώτη φορά από τον Ιούνη του 2020, που ο δείκτης υποχώρησε κάτω από το όριο των 50 μονάδων που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση. Ο δείκτης παραγωγής υποχώρησε σε χαμηλό δύο και πλέον ετών, στις 46,3 μονάδες. Τον Ιούνη είχε διαμορφωθεί στις 49,3.
Ο δείκτης νέων παραγγελιών υποχώρησε στις 42,6 μονάδες από τις 45,2, στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάη του 2020, όταν η πανδημία του κορονοϊού άρχισε να καταλαμβάνει τον κόσμο, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες για ανάκαμψη σύντομα. Η «S&P Global» ανακοίνωσε ότι η παραγωγή μειωνόταν σε όλες τις χώρες στις οποίες διενεργείται η σχετική έρευνα, εκτός της Ολλανδίας, και ότι ο ρυθμός μείωσης ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικός στη Γερμανία, στη Γαλλία και την Ιταλία, τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες του ευρωπαϊκού μπλοκ.
- Στο μεταξύ, η παραγωγή πετρελαίου στη Λιβύη έφθασε στα 1,2 εκατ. βαρέλια τη μέρα, δηλαδή τον ημερήσιο μέσο όρο πριν από τον αποκλεισμό των πετρελαιοπηγών από τα μέσα Απρίλη έως τα μέσα Ιούλη, που παρέλυσε την οικονομία της ασταθούς χώρας της Βόρειας Αφρικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου