Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΪΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ

 

Με τις εκλογές στη Γαλλία, και την ανάδειξη ως πρώτης εκλογικής δύναμης του Νέου Λαϊκού Μετώπου, ενός συνασπισμού από κόμματα που βρίσκονται στ’ αριστερά ενός κοινοβουλίου, και την απειλή από την  ισχυροποίηση της δύναμης  του φασιστικού σχηματισμού της Μ. Λεπέν,  και στη χώρα μας ήρθε ξανά στο προσκήνιο η αναλογική σχέση μεταξύ του παλιού και νέου φασισμού με τη δική μας σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματά της να κάνουν λόγο για εγχώρια λαϊκά μέτωπα.  Και για μια ακόμα φορά η αναφορά στο παρελθόν μοιάζει να μη βοηθά να σκεφτούμε το παρόν, αλλά μάλλον να καταλήγουμε να σκεφτόμαστε τις σχέσεις εξουσίας του παρόντος με τη μορφή των σχέσεων εξουσίας του παρελθόντος. Και εξαιτίας αυτού η σημερινή εικόνα για την άσκηση της εξουσίας από την κυρίαρχη τάξη παραμένει τελικά περιορισμένη στα παλιά στερεότυπα της πειθαρχικής εξουσίας, εμποδίζοντάς μας να αναγνωρίσουμε τα πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά της.
 
     Σήμερα, στον καπιταλισμό της Δύσης, μοιάζει η πολιτική κατάσταση  να είναι αρκετά  διαφορετική στην αστική μας δημοκρατία και στη δυνατότητα χειραγώγησης των πιο καταπιεσμένων.   Η σημερινή επιτυχία της ακροδεξιάς συμβαίνει σε ένα πλαίσιο ταύτισης με τη δεξιά  της σοσιαλδημοκρατίας, συρρίκνωσης  των κομμουνιστικών ιδεών  και μαζικής υποχώρησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν υπάρχει απειλή ούτε για τα κέρδη και την οικονομική σταθερότητα ούτε για την πολιτική τάξη. Παρόλο που η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σε όλους τους τομείς, η κατανομή όμως  μεταξύ μισθών και κερδών είναι συντριπτικά ευνοϊκή για τους τελευταίους. Για τους εργοδότες, επομένως, η κατάσταση είναι σχεδόν ιδανική, καθώς τους ευνοεί σκανδαλωδώς το θεσμικό πλαίσιο με την κατάργηση των περισσότερων παραδοσιακών μηχανισμών εργατικής πίεσης στους εργοδότες, όπως τα συνδικάτα.
 
         Και στη χώρα μας αυτό το θεσμικό πλαίσιο διαμορφώθηκε από αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος Αχτσιόγλου, υπουργού το 2018 του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με  τις απεργίες που περιόρισε συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, με την τότε κυβέρνηση να επιμένει ότι δεν περιορίζει ούτε καταργεί το δικαίωμα της απεργίας και σέβεται τους εργαζομένους και συνδικάτα. Αντίστοιχα, και η σημερινή κυβέρνηση της δεξιάς Ν. Δημοκρατίας θεσμοθέτησε, και εφαρμόζεται ήδη από 1η Ιουλίου, την εξαήμερη εργασία χωρίς όμως να  το παραδέχεται.  Αντίθετα βαφτίζει  δια στόματος υπουργού εργασίας Ν. Κεραμέως την έκτη ημέρα εργασίας ως έκτακτη, ενώ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Β. Μαρινάκης επιμένει ότι η ρύθμιση αυτή όχι μόνο δεν αλλάζει τον χρόνο εργασίας στις επιχειρήσεις, αλλά διασφαλίζει την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων.
 
         Αριστερές και δεξιές λοιπόν  κυβερνήσεις διαμόρφωσαν το πλαίσιο, ώστε οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίζουν τους εργοδότες τους ως άτομα, με ατομικές συμβάσεις εργασίες,  προσωπικές συνεννοήσεις κλπ. στερημένοι από κάθε κοινωνική στήριξη και ταξική αλληλεγγύη. Το αποτέλεσμα αυτής της διάβρωσης των κοινωνικών θεσμών είναι μια καταστροφική πτώση της ικανότητας για συλλογική δράση, μια αντιμετώπιση  ατομικών συμφερόντων σε συλλογικά αιτήματα.
 
         Το κρίσιμο λοιπόν  σημείο για τον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα της αστικής μας δημοκρατίας είναι ότι οι φτωχοί απολαμβάνουν όλο το φάσμα των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλο και περισσότερο αδυνατούν να τα ασκήσουν, ότι οι κυβερνώντες δεν αμφισβητούν τα εργασιακά τους δικαιώματα, αλλά όλο και περισσότερο νομοθετούν εμπόδια για να τα καταστρατηγήσουν.  Μπορούν οι πολίτες να ψηφίσουν, αλλά δεν μπορούν να έχουν επιρροή στα προγράμματα των αστικών κομμάτων,  μπορούν να επιλέξουν βουλευτές, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να τους καταστήσουν υπόλογους,  έχουν το δικαίωμα να μιλούν, αλλά η πολιτική συζήτηση κυριαρχείται εξ ολοκλήρου από την πολιτική ηγεσία και τους παρατρεχάμενους της που  την τροφοδοτούν με επίσημες και προκατασκευασμένες δηλώσεις. Η συλλογική ζωή και το πολιτικό παιχνίδι εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο στην επιταγή της διαχείρισης των πάντων, εμποδίζοντας την ανάδυση ριζοσπαστικών προβληματισμών. Τα νομοθετημένα με δημοκρατικές διαδικασίες προσκόμματα για λειτουργία συνδικάτων και οργάνωση των εργαζομένων  τους οδηγεί στην ανάθεση  της μοίρας τους στην καλή θέληση των κυβερνώντων. Το αποτέλεσμα είναι μια αυξανόμενη τάση προς τον κυνισμό και την απόγνωση, μια αίσθηση ότι κάθε προσπάθεια συμμετοχής είναι μάταιη και ότι το σύστημα είναι εντελώς στημένο. Εγκαταλείπουν οι μεγάλες μάζες  την πολιτική, γι’ αυτό και αυξάνεται η αποχή στις εκλογές, για την οποία εκ των υστέρων το πολιτικό κατεστημένο χύνει κροκοδείλια δάκρυα,  και απλώς οι περισσότεροι  προσπαθούν να αγοράσουν την ελευθερία τους με το να γίνουν πιο ατομικιστές στον κόσμο της εργασίας.
 
          Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση, ακόμα δεν υπάρχει λόγος να εξαλειφθούν τα πολιτικά δικαιώματα και να διαλυθεί η δημοκρατία, όπως έκαναν οι φασίστες στη δεκαετία του 1930. Αυτό θα ήταν αντιπαραγωγικό. Αυτό που επιδιώκουν οι κυρίαρχες τάξεις είναι να κυριαρχήσουν στην πολιτική διαδικασία, για να επιβάλλουν χωρίς βία την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.  Αλλά δεν είναι απαραίτητο αυτό να συνεπάγεται τον επίσημο αποκλεισμό των μεγάλων μαζών. Αυτό βέβαια συνεχίζει να παραμένει μια επιλογή για τις μεγάλες μάζες. Εάν οι φτωχοί και οι εργατικές τάξεις επιλέξουν να οργανωθούν, να  αντισταθούν και να διεκδικήσουν τη ζωή τους σε συνδυασμό με μια  γενικευμένη κρίση της κυρίαρχης τάξης που προκαλεί κλονισμό της αστικής πολιτικής κυριαρχίας ο φασισμός δεν θα παραμείνει μόνο απειλή, ιδιαίτερα αν υπονομευθεί η δύναμη αντίστασης του λαϊκού παράγοντα. Εάν απλώς  τα λαϊκά στρώματα εφησυχάσουν και  εγκαταλείψουν την πολιτική αρένα ή μετακινηθούν οικειοθελώς προς τα δεξιά, όποια ονομασία κι αν έχει αυτή, ο εμφανής φασισμός όχι μόνο γίνεται περιττός, αλλά μπορεί επίσης να βλάψει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξεων. Η καλύτερη επιλογή για τις κυρίαρχες τάξεις είναι να συνεχίσουν με τις επίσημες παγίδες της δημοκρατίας, διαβρώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα και την προθυμία των ανθρώπων να τις χρησιμοποιήσουν. Επομένως, η καλύτερη στρατηγική δεν είναι να εξαλείψουν τα δικαιώματα, αλλά να τα καταστήσουν ανεφάρμοστα. Κι έτσι στην πραγματικότητα ο ρατσισμός και φασισμός σαν λεπτή σκόνη να διεισδύει παντού, μεταβολίζοντας τα πάντα, χωρίς να αναγνωρίζεται αφού δεν έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του φασισμού του μεσοπολέμου. Μέχρι να βρεθούμε παγιδευμένοι στον ιστό του χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε, έχοντας εκχωρήσει, με δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες, όλα τα όπλα αντίστασης στην κυριαρχία του.    
 
          Και εδώ βρίσκεται η  πραγματική απειλή. Η εμμονή με τον φασισμό που ηττάται μέσα από εκλογικές διαδικασίες συσκοτίζει την ικανότητα των μεγάλων μαζών να κατανοήσουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα ανάπτυξη του καπιταλισμού, μια κατάσταση στην οποία μια αυταρχική ολιγαρχική μορφή διακυβέρνησης εδραιώνεται ακόμη και όταν οι επίσημοι δημοκρατικοί θεσμοί παραμένουν σε ισχύ. Αυτό εδραιώνει έναν πολιτικό αποκλεισμό που δεν βασίζεται σε ανοιχτή καταστολή, αλλά σε αυξανόμενα εμπόδια στην πολιτική συμμετοχή, στην εξατομίκευση των εργαζομένων από τις δυνάμεις της αγοράς και στη δαιμονοποίηση της ταξικής οργάνωσης και κινητοποίησης.  Αυτό οδηγεί σε μια νέα και πιο λεπτή μορφή πολιτικού ελέγχου, όπου η βία ασκείται πιο συνετά, όπου τα δικαστήρια και ο νόμος χρησιμοποιούνται για να διασκορπίσουν τυχόν σημάδια συλλογικής διαμαρτυρίας, όπου η ίδια η φύση της πολιτικής συμμετοχής περιορίζεται στην επικύρωση ήδη αποφάσεων που έχουν παρθεί  πίσω από κλειστές πόρτες. 
 
       Σ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν υπάρχει άλλη εναλλακτική από τις κομμουνιστικές ιδέες και τον ταξικό αγώνα; 
 
Dies brumalis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου