Η κυβέρνηση έρχεται να ολοκληρώσει τα βήματα που έκαναν οι προηγούμενοι, για λογαριασμό του κεφαλαίου
Απολυμένοι των «Τσιμέντων Χαλκίδας» διαδηλώνουν ενάντια στις μεθοδεύσεις κυβέρνησης και πολυεθνικής |
Στα
τέλη Μάη αναμένεται να συνεδριάσει, σύμφωνα με δημοσιεύματα, η
αποκαλούμενη Επιτροπή «Ανεξάρτητων» Εμπειρογνωμόνων, με στόχο να
προτείνει - ουσιαστικά να «νομιμοποιήσει» - νέες αντιδραστικές αλλαγές
στην εργατική νομοθεσία. Στην Επιτροπή συμμετέχουν έξι ξένοι καθηγητές
πανεπιστημίων, ο διευθυντής του τμήματος ερευνών της Κεντρικής Τράπεζας
της Ισπανίας και ο Ελληνας καθηγητής Εργατικού Δικαίου Ιωάννης
Κουκιάδης, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
Η Επιτροπή προέκυψε από το τρίτο μνημόνιο που ψήφισαν όλοι μαζί, ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - ΝΔ - Ποτάμι - ΠΑΣΟΚ. Θυμίζουμε ότι μία από τις δεσμεύσεις του μνημονίου είναι η κυβέρνηση να δρομολογήσει «διαδικασία διαβούλευσης με επικεφαλής μια ομάδα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, με σκοπό την επανεξέταση ορισμένων υφιστάμενων πλαισίων της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, «οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να ακολουθήσουν τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ στους θεσμούς της αγοράς εργασίας και να ενισχύσουν τον εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων». Οπου οι εργαζόμενοι ακούν για «βέλτιστες πρακτικές», πρέπει να κουμπώνονται, γιατί αυτό σημαίνει ό,τι καλύτερο για τα μονοπώλια και άρα ό,τι χειρότερο για την εργατική τάξη.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης τον Ιούλη του 2015, στην οποία περιέχονταν μέρος των κατευθύνσεων που αργότερα συμπεριλήφθηκαν στο τρίτο μνημόνιο και έγιναν νόμος του κράτους (4344/2015).
Η δήλωση έλεγε καθαρά ότι η κυβέρνηση πρέπει να «πραγματοποιήσει αυστηρή αναθεώρηση και εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της συνδικαλιστικής δράσης και, σε εναρμόνιση με τη σχετική οδηγία της ΕΕ και τη βέλτιστη πρακτική, των ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και την προσέγγιση που συμφωνήθηκε με τους Θεσμούς.
Στο πλαίσιο αυτής της αναθεώρησης, οι πολιτικές της αγοράς εργασίας θα πρέπει να εναρμονισθούν με διεθνείς και ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές και θα πρέπει να αποφευχθεί επιστροφή σε πολιτικές του παρελθόντος που δεν είναι συμβατές με τους στόχους της προώθησης μιας ανάπτυξης βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς». Δηλαδή, από την πλευρά της κυβέρνησης και των θεσμών, κλείνει κάθε δρόμος για την ανάκτηση των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι στο άμεσο παρελθόν και προαναγγέλλονται νέες ανατροπές σε σχέση και με το σημερινό άθλιο καθεστώς.
Στο θέμα των απολύσεων, «βέλτιστες πρακτικές» σημαίνει περαιτέρω (ως και πλήρη) απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Την απαίτηση αυτή έχουν εκφράσει επανειλημμένως οι εργοδοτικοί φορείς, ενώ αμφισβητούν και στην πράξη τα όποια μέτρα υπάρχουν ακόμα, που προστατεύουν έστω και στο ελάχιστο τους εργαζόμενους από τις ομαδικές απολύσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της πολυεθνικής «Lafarge - ΑΓΕΤ», η οποία αποτέλεσε αφορμή, για να επιταχυνθούν προαποφασισμένοι σχεδιασμοί για τις ομαδικές απολύσεις. Το Μάρτη του 2013, η πολυεθνική ανακοίνωσε ότι κλείνει τα «Τσιμέντα Χαλκίδας» και προσπάθησε να απαλλαγεί μονομιάς από το σύνολο των 229 εργαζομένων που απασχολούσε, καταθέτοντας αίτηση στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ, υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας, συμμετέχουν εκπρόσωποι του υπουργείου, της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών φορέων) για ομαδικές απολύσεις.
Το ΑΣΕ απέρριψε το αίτημα της «LAFARGE», η οποία αναπροσάρμοσε την τακτική της, απολύοντας το 5% του προσωπικού κάθε μήνα, όπως προβλέπει ο νόμος για τις μηνιαίες ομαδικές απολύσεις. Με τον τρόπο αυτό, από τον Απρίλη του 2013 μέχρι τον Ιούλη του 2015 απέλυσε όλους τους εργαζόμενους.
Ωστόσο, η πολυεθνική δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του ΑΣΕ, με το επιχείρημα ότι οι διατάξεις του ελληνικού νόμου για τις ομαδικές απολύσεις παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία. Η προσφυγή της κατά της απορριπτικής απόφασης του ΑΣΕ συζητήθηκε στο Δ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με τη σειρά του απέστειλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ).
Τα ερωτήματα αυτά αφορούσαν τη «συμβατότητα του ελληνικού νόμου περί ομαδικών απολύσεων (Ν.1387/1983) με την αντίστοιχη ευρωενωσιακή νομοθεσία (Οδηγία 98/59/ΕΚ)» και κυρίως με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης «που κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις και απαραβίαστες ελευθερίες της ΕΕ», δηλαδή την απεριόριστη ελευθερία εγκατάστασης και κυκλοφορίας του κεφαλαίου στα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Η απόφαση του Δικαστηρίου αναμένεται στις αρχές του Ιούνη, την ίδια περίοδο δηλαδή που θα συνεδριάζει και η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Το συμπέρασμα είναι ότι και μόνο η συζήτηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από την έκβασή της, σηματοδοτεί την επιδίωξη των επιχειρηματικών ομίλων να δρομολογηθούν εξελίξεις για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Ετσι, θα λύσει και τα χέρια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, για να υλοποιήσει νομοθετικά την παραπέρα απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Βέβαια, η διαδικασία για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων έχει ξεκινήσει από καιρό. Αξίζει, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι επί κυβέρνησης ΝΔ το 2008, ο Ιωάννης Κουκιάδης υπήρξε επικεφαλής ανάλογης «επιτροπής εμπειρογνωμόνων», η οποία με πόρισμά της είχε ουσιαστικά προτείνει να καταργηθεί ό,τι εμποδίζει τους εργοδότες να κάνουν όσες απολύσεις θέλουν και όποτε θέλουν.
Σήμερα, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων. Βάσει του άρθρου 74 του νόμου Ν. 3863/2010, με το οποίο τροποποιήθηκαν οι προβλέψεις του νόμου 1387/1983, το όριο που οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές είναι:
α) Μέχρι 6 εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που στην αρχή του μήνα απασχολούν από 20 έως 150 εργαζόμενους.
β) 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζόμενους.
Για να προσδιοριστεί ο αριθμός του προσωπικού λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του προσωπικού τόσο στο κεντρικό όσο και στα τυχόν υποκαταστήματα.
Ταυτόχρονα, με τις νομικές προς το χειρότερο αλλαγές, μεταβάλλεται σταδιακά και ο ρόλος του ΑΣΕ. Μέχρι το Γενάρη του 2014, όταν μια επιχείρηση ήθελε να υπερβεί τα παραπάνω όρια των απολύσεων, κατέθετε σχετικό αίτημα στο υπουργείο Εργασίας και υπεύθυνος να αποφασίσει ήταν ο ίδιος ο υπουργός.
Η κατάσταση άλλαξε επί συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, οπότε σε συνεργασία με την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, η κυβέρνηση διαμόρφωσε ένα καινούριο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις, απαλλάσσοντας τον εκάστοτε υπουργό από το ...βάσανο να αποφασίζει αυτός για το αν θα επιτραπούν σε μια επιχείρηση ή όχι.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, μιλώντας τότε σε ημερίδα για την ανεργία και την επιχειρηματικότητα, σημείωνε απροκάλυπτα: «...θωρακίσαμε τη διαδικασία σύμφωνα με τις καλύτερες ευρωπαϊκές πρακτικές. Διασφαλίζοντας τόσο τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αναδιαρθρώνονται όσο και την προστασία των εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, η έγκριση ή μη του υπουργού για ομαδικές καθίσταται εκ των πραγμάτων περιττή».
Συγκεκριμένα, το Γενάρη του 2014, το ΑΣΕ επανακαθόρισε το περιεχόμενο του φακέλου που πρέπει να υποβάλλουν οι επιχειρήσεις και ο οποίος θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στα όσα προβλέπει η Οδηγία 98/59 της ΕΕ για τις ομαδικές απολύσεις.
Προκειμένου να δώσει άλλοθι στις επιχειρήσεις να πετάνε μαζικά στο δρόμο εργάτες, η ευρωπαϊκή Οδηγία ζητάει από τους εργοδότες να διερευνούν μαζί με τους εκπροσώπους των εργαζομένων «τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών (σ.σ. από τις ομαδικές απολύσεις), διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα, με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή αναπροσανατολισμό των απολυμένων εργαζομένων».
Η απόφαση αυτή διευκόλυνε τους επιχειρηματίες να παίρνουν έγκριση για ομαδικές απολύσεις, έχοντας συμπεριλάβει στο φάκελο που καταθέτουν στο ΑΣΕ ένα σχέδιο στο πλαίσιο των όσων προβλέπει η σχετική Οδηγία της ΕΕ. Αρκεί να περιλαμβάνει προσωρινά και αναποτελεσματικά ημίμετρα (π.χ. μεγαλύτερες αποζημιώσεις, προγράμματα κατάρτισης και μετεκπαίδευσης), που δεν μπορούν όμως σε καμιά περίπτωση να αποκαταστήσουν τις θέσεις εργασίας που χάνονται, αλλά και το εργατικό εισόδημα.
Ο «επανακαθορισμός» αυτός και η «αναβάθμιση» του ΑΣΕ επιβεβαίωσαν την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να εξαλείψει εντελώς το στάδιο έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από τον εκάστοτε υπουργό και να την αναθέσει σε ένα υπηρεσιακό όργανο, στο οποίο εκπροσωπούνται και οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι», κάνοντας ένα ακόμα βήμα στην ενσωμάτωση της αντιδραστικής Οδηγίας της ΕΕ.
Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ άρχισε να παίρνει πίσω ακόμα και αυτές τις ελάχιστες υποσχέσεις που είχε δώσει προεκλογικά στο λαό, για να αρπάξει την ψήφο του. Μία από αυτές αφορούσε στην αλλαγή του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις, ώστε να γίνουν αυστηρότεροι οι όροι για τις επιχειρήσεις.
Ωστόσο, το Φλεβάρη του 2015 ο τότε υπουργός Εργασίας, Π. Σκουρλέτης, είπε για το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων: «Εμείς θα επαναφέρουμε καταρχήν το καθεστώς που αφορά στις ομαδικές απολύσεις στην πρότερη κατάσταση. Αυτό θα γίνει άμεσα. Εδώ πέρα υπήρχε μια αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων για έναν αριθμό εργαζομένων και πάνω σε μια επιχείρηση. Αυτό θα επανέλθει. Νομίζω έχει πάει στο 5% μηνιαίως, ήταν στο 2% παλαιότερα.
Την απόφαση (για τις ομαδικές απολύσεις) θέλουμε να δούμε αν είναι σκόπιμο να επανέλθει στην ευθύνη αποκλειστικά του υπουργού ή να προσπαθήσουμε να ουσιαστικοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε τη λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι ένα από τα ζητήματα πάνω στα οποία διαβουλευόμαστε. Επειδή αυτά είναι κρίσιμα ζητήματα, πρέπει να γίνουνε μέσα από διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις».
Στην πραγματικότητα, ο Π. Σκουρλέτης προεξοφλούσε λίγες μόλις μέρες μετά τις εκλογές ότι οι αντιδραστικές αλλαγές της προηγούμενης κυβέρνησης θα διατηρηθούν και ότι η νέα συγκυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση να επαναφέρει ούτε καν το προηγούμενο καθεστώς. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η κυβέρνηση έρχεται τώρα να ολοκληρώσει ό,τι άφησε στη μέση η προηγούμενη, στο δρόμο προς την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων...
Ριζοσπάστης Πέμπτη 12 Μάη 2016
Η Επιτροπή προέκυψε από το τρίτο μνημόνιο που ψήφισαν όλοι μαζί, ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - ΝΔ - Ποτάμι - ΠΑΣΟΚ. Θυμίζουμε ότι μία από τις δεσμεύσεις του μνημονίου είναι η κυβέρνηση να δρομολογήσει «διαδικασία διαβούλευσης με επικεφαλής μια ομάδα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, με σκοπό την επανεξέταση ορισμένων υφιστάμενων πλαισίων της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, «οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να ακολουθήσουν τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ στους θεσμούς της αγοράς εργασίας και να ενισχύσουν τον εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων». Οπου οι εργαζόμενοι ακούν για «βέλτιστες πρακτικές», πρέπει να κουμπώνονται, γιατί αυτό σημαίνει ό,τι καλύτερο για τα μονοπώλια και άρα ό,τι χειρότερο για την εργατική τάξη.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης τον Ιούλη του 2015, στην οποία περιέχονταν μέρος των κατευθύνσεων που αργότερα συμπεριλήφθηκαν στο τρίτο μνημόνιο και έγιναν νόμος του κράτους (4344/2015).
Η δήλωση έλεγε καθαρά ότι η κυβέρνηση πρέπει να «πραγματοποιήσει αυστηρή αναθεώρηση και εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της συνδικαλιστικής δράσης και, σε εναρμόνιση με τη σχετική οδηγία της ΕΕ και τη βέλτιστη πρακτική, των ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και την προσέγγιση που συμφωνήθηκε με τους Θεσμούς.
Στο πλαίσιο αυτής της αναθεώρησης, οι πολιτικές της αγοράς εργασίας θα πρέπει να εναρμονισθούν με διεθνείς και ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές και θα πρέπει να αποφευχθεί επιστροφή σε πολιτικές του παρελθόντος που δεν είναι συμβατές με τους στόχους της προώθησης μιας ανάπτυξης βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς». Δηλαδή, από την πλευρά της κυβέρνησης και των θεσμών, κλείνει κάθε δρόμος για την ανάκτηση των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι στο άμεσο παρελθόν και προαναγγέλλονται νέες ανατροπές σε σχέση και με το σημερινό άθλιο καθεστώς.
Απαιτούν την απελευθέρωση των απολύσεων
Στο θέμα των απολύσεων, «βέλτιστες πρακτικές» σημαίνει περαιτέρω (ως και πλήρη) απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Την απαίτηση αυτή έχουν εκφράσει επανειλημμένως οι εργοδοτικοί φορείς, ενώ αμφισβητούν και στην πράξη τα όποια μέτρα υπάρχουν ακόμα, που προστατεύουν έστω και στο ελάχιστο τους εργαζόμενους από τις ομαδικές απολύσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της πολυεθνικής «Lafarge - ΑΓΕΤ», η οποία αποτέλεσε αφορμή, για να επιταχυνθούν προαποφασισμένοι σχεδιασμοί για τις ομαδικές απολύσεις. Το Μάρτη του 2013, η πολυεθνική ανακοίνωσε ότι κλείνει τα «Τσιμέντα Χαλκίδας» και προσπάθησε να απαλλαγεί μονομιάς από το σύνολο των 229 εργαζομένων που απασχολούσε, καταθέτοντας αίτηση στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ, υπάγεται στο υπουργείο Εργασίας, συμμετέχουν εκπρόσωποι του υπουργείου, της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών φορέων) για ομαδικές απολύσεις.
Το ΑΣΕ απέρριψε το αίτημα της «LAFARGE», η οποία αναπροσάρμοσε την τακτική της, απολύοντας το 5% του προσωπικού κάθε μήνα, όπως προβλέπει ο νόμος για τις μηνιαίες ομαδικές απολύσεις. Με τον τρόπο αυτό, από τον Απρίλη του 2013 μέχρι τον Ιούλη του 2015 απέλυσε όλους τους εργαζόμενους.
Ωστόσο, η πολυεθνική δεν αρκέστηκε σε αυτό, αλλά προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του ΑΣΕ, με το επιχείρημα ότι οι διατάξεις του ελληνικού νόμου για τις ομαδικές απολύσεις παραβιάζουν την κοινοτική νομοθεσία. Η προσφυγή της κατά της απορριπτικής απόφασης του ΑΣΕ συζητήθηκε στο Δ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με τη σειρά του απέστειλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ).
Τα ερωτήματα αυτά αφορούσαν τη «συμβατότητα του ελληνικού νόμου περί ομαδικών απολύσεων (Ν.1387/1983) με την αντίστοιχη ευρωενωσιακή νομοθεσία (Οδηγία 98/59/ΕΚ)» και κυρίως με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης «που κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις και απαραβίαστες ελευθερίες της ΕΕ», δηλαδή την απεριόριστη ελευθερία εγκατάστασης και κυκλοφορίας του κεφαλαίου στα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Η απόφαση του Δικαστηρίου αναμένεται στις αρχές του Ιούνη, την ίδια περίοδο δηλαδή που θα συνεδριάζει και η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Το συμπέρασμα είναι ότι και μόνο η συζήτηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από την έκβασή της, σηματοδοτεί την επιδίωξη των επιχειρηματικών ομίλων να δρομολογηθούν εξελίξεις για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Ετσι, θα λύσει και τα χέρια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, για να υλοποιήσει νομοθετικά την παραπέρα απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Πατούν σε στέρεο έδαφος
Βέβαια, η διαδικασία για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων έχει ξεκινήσει από καιρό. Αξίζει, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι επί κυβέρνησης ΝΔ το 2008, ο Ιωάννης Κουκιάδης υπήρξε επικεφαλής ανάλογης «επιτροπής εμπειρογνωμόνων», η οποία με πόρισμά της είχε ουσιαστικά προτείνει να καταργηθεί ό,τι εμποδίζει τους εργοδότες να κάνουν όσες απολύσεις θέλουν και όποτε θέλουν.
Σήμερα, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων. Βάσει του άρθρου 74 του νόμου Ν. 3863/2010, με το οποίο τροποποιήθηκαν οι προβλέψεις του νόμου 1387/1983, το όριο που οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές είναι:
α) Μέχρι 6 εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που στην αρχή του μήνα απασχολούν από 20 έως 150 εργαζόμενους.
β) 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζόμενους.
Για να προσδιοριστεί ο αριθμός του προσωπικού λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του προσωπικού τόσο στο κεντρικό όσο και στα τυχόν υποκαταστήματα.
Ταυτόχρονα, με τις νομικές προς το χειρότερο αλλαγές, μεταβάλλεται σταδιακά και ο ρόλος του ΑΣΕ. Μέχρι το Γενάρη του 2014, όταν μια επιχείρηση ήθελε να υπερβεί τα παραπάνω όρια των απολύσεων, κατέθετε σχετικό αίτημα στο υπουργείο Εργασίας και υπεύθυνος να αποφασίσει ήταν ο ίδιος ο υπουργός.
Ο ρόλος του ΑΣΕ
Η κατάσταση άλλαξε επί συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, οπότε σε συνεργασία με την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, η κυβέρνηση διαμόρφωσε ένα καινούριο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις, απαλλάσσοντας τον εκάστοτε υπουργό από το ...βάσανο να αποφασίζει αυτός για το αν θα επιτραπούν σε μια επιχείρηση ή όχι.
Ο τότε υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, μιλώντας τότε σε ημερίδα για την ανεργία και την επιχειρηματικότητα, σημείωνε απροκάλυπτα: «...θωρακίσαμε τη διαδικασία σύμφωνα με τις καλύτερες ευρωπαϊκές πρακτικές. Διασφαλίζοντας τόσο τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αναδιαρθρώνονται όσο και την προστασία των εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, η έγκριση ή μη του υπουργού για ομαδικές καθίσταται εκ των πραγμάτων περιττή».
Συγκεκριμένα, το Γενάρη του 2014, το ΑΣΕ επανακαθόρισε το περιεχόμενο του φακέλου που πρέπει να υποβάλλουν οι επιχειρήσεις και ο οποίος θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στα όσα προβλέπει η Οδηγία 98/59 της ΕΕ για τις ομαδικές απολύσεις.
Προκειμένου να δώσει άλλοθι στις επιχειρήσεις να πετάνε μαζικά στο δρόμο εργάτες, η ευρωπαϊκή Οδηγία ζητάει από τους εργοδότες να διερευνούν μαζί με τους εκπροσώπους των εργαζομένων «τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών (σ.σ. από τις ομαδικές απολύσεις), διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα, με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή αναπροσανατολισμό των απολυμένων εργαζομένων».
Η απόφαση αυτή διευκόλυνε τους επιχειρηματίες να παίρνουν έγκριση για ομαδικές απολύσεις, έχοντας συμπεριλάβει στο φάκελο που καταθέτουν στο ΑΣΕ ένα σχέδιο στο πλαίσιο των όσων προβλέπει η σχετική Οδηγία της ΕΕ. Αρκεί να περιλαμβάνει προσωρινά και αναποτελεσματικά ημίμετρα (π.χ. μεγαλύτερες αποζημιώσεις, προγράμματα κατάρτισης και μετεκπαίδευσης), που δεν μπορούν όμως σε καμιά περίπτωση να αποκαταστήσουν τις θέσεις εργασίας που χάνονται, αλλά και το εργατικό εισόδημα.
Ο «επανακαθορισμός» αυτός και η «αναβάθμιση» του ΑΣΕ επιβεβαίωσαν την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να εξαλείψει εντελώς το στάδιο έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από τον εκάστοτε υπουργό και να την αναθέσει σε ένα υπηρεσιακό όργανο, στο οποίο εκπροσωπούνται και οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι», κάνοντας ένα ακόμα βήμα στην ενσωμάτωση της αντιδραστικής Οδηγίας της ΕΕ.
Ψέμα πάνω στο ψέμα
Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ άρχισε να παίρνει πίσω ακόμα και αυτές τις ελάχιστες υποσχέσεις που είχε δώσει προεκλογικά στο λαό, για να αρπάξει την ψήφο του. Μία από αυτές αφορούσε στην αλλαγή του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις, ώστε να γίνουν αυστηρότεροι οι όροι για τις επιχειρήσεις.
Ωστόσο, το Φλεβάρη του 2015 ο τότε υπουργός Εργασίας, Π. Σκουρλέτης, είπε για το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων: «Εμείς θα επαναφέρουμε καταρχήν το καθεστώς που αφορά στις ομαδικές απολύσεις στην πρότερη κατάσταση. Αυτό θα γίνει άμεσα. Εδώ πέρα υπήρχε μια αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων για έναν αριθμό εργαζομένων και πάνω σε μια επιχείρηση. Αυτό θα επανέλθει. Νομίζω έχει πάει στο 5% μηνιαίως, ήταν στο 2% παλαιότερα.
Την απόφαση (για τις ομαδικές απολύσεις) θέλουμε να δούμε αν είναι σκόπιμο να επανέλθει στην ευθύνη αποκλειστικά του υπουργού ή να προσπαθήσουμε να ουσιαστικοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε τη λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι ένα από τα ζητήματα πάνω στα οποία διαβουλευόμαστε. Επειδή αυτά είναι κρίσιμα ζητήματα, πρέπει να γίνουνε μέσα από διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις».
Στην πραγματικότητα, ο Π. Σκουρλέτης προεξοφλούσε λίγες μόλις μέρες μετά τις εκλογές ότι οι αντιδραστικές αλλαγές της προηγούμενης κυβέρνησης θα διατηρηθούν και ότι η νέα συγκυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση να επαναφέρει ούτε καν το προηγούμενο καθεστώς. Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η κυβέρνηση έρχεται τώρα να ολοκληρώσει ό,τι άφησε στη μέση η προηγούμενη, στο δρόμο προς την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων...
Ριζοσπάστης Πέμπτη 12 Μάη 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου