Τα σχέδια της κυβέρνησης για επιβολή εισιτηρίου στον Όλυμπο και εκχώρηση του ελέγχου σε ιδιώτες επιβεβαιώνουν ότι ο φυσικός πλούτος αποτελεί πεδίο επιχειρηματικής δράσης, αντιμετωπίζεται διαχρονικά από το κεφάλαιο και το κράτος του ως πηγή κέρδους. Η κυβέρνηση παρουσιάζει μάλιστα αυτούς τους σχεδιασμούς ως «ασπίδα προστασίας» και ως «ανάδειξη του βουνού»...
Το δίλημμα που βάζουν στον λαό, στο έδαφος της πολιτικής που αφήνει ανυπεράσπιστα τα δάση και θεωρεί κόστος τα όποια μέτρα πυροπροστασίας και πρόληψης, είναι προκλητικό: «"Προφύλαξη" με ανταποδοτικότητα ή με εκχώρηση στην ιδιωτική πρωτοβουλία;», με το ένα βέβαια να συμπληρώνει το άλλο.
Καλούν τον λαό να βάλει το χέρι στην τσέπη για να μπορεί να απολαύσει λίγες ώρες αναψυχής, ή να αποδεχτεί τη διαχείριση του φυσικού πλούτου από τις κάθε είδους ΜΚΟ και ιδιώτες, που ανοίγουν την πόρτα στην επιχειρηματική του αξιοποίηση.
Αυτό κάνει η κυβέρνηση και στην περίπτωση της Εύβοιας, με το «ολιστικό σχέδιο ανασυγκρότησης» που εντάσσει τη διαχείριση των καμένων δασών της περιοχής σε ένα «μπουκέτο μέτρων» για τη στήριξη των καπιταλιστικών επενδύσεων, παρουσιάζοντας μάλιστα αυτή τη «λύση» ως μονόδρομο και χρηματοδοτώντας την αδρά από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι κίνδυνοι για τα δάση και τον λαό μεγαλώνουν εξαιτίας της πολιτικής εμπορευματοποίησης της γης, της κρατικής υποχρηματοδότησης και της διαχείρισης με όρους «κόστους - οφέλους» για το κεφάλαιο. Ο φυσικός πλούτος είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στις επενδυτικές επιδιώξεις των μονοπωλιακών ομίλων και η επιχειρηματική του αξιοποίηση είναι η άλλη όψη της ίδιας καταστροφικής πολιτικής.
Οι ευθύνες όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ είναι από αυτή την άποψη εγκληματικές. Κάθε επόμενη κυβέρνηση έπαιρνε τη σκυτάλη από την προηγούμενη, έχτιζε πάνω στους νόμους της εμπορευματοποίηση της γης και του περιβάλλοντος, άνοιγε την πόρτα ακόμα περισσότερο στην επιχειρηματική δράση.
Η ΝΔ με τη λεγόμενη «νέα πολιτική για τα δάση» αναγνώρισε τη δράση των μονοπωλιακών ομίλων στα δασικά οικοσυστήματα. Αλλωστε η επιβολή εισιτηρίου στηρίζεται στον νόμο που ψήφισε πέρσι εν μέσω πανδημίας, δίνοντας νέες διευκολύνσεις για επενδύσεις σε δασικές εκτάσεις, ακόμη και προστατευόμενες περιοχές.
Στο πλαίσιο αυτού του νόμου δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, που αποτελεί βασικό εργαλείο επιτάχυνσης της εμπορευματοποίησης του περιβάλλοντος.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ επέκτεινε το αντιδραστικό πλαίσιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης του 2011, ενώ στο όνομα της «πράσινης» οικονομίας, της «αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής», έστρωσε το δρόμο για την επιτάχυνση των κερδοφόρων επενδύσεων στις ΑΠΕ, που έκαναν «σουρωτήρι» ορεινούς όγκους και δάση, έβαλε τη δική του πινελιά στα σχέδια εμπορευματοποίησης της πολιτικής προστασίας.
Το διαχρονικό έγκλημά τους «κουμπώνει» όμως και με τα σημερινά σχέδια και τις προτεραιότητες του κεφαλαίου, που διαγκωνίζονται για το ποιος μπορεί καλύτερα να τα υλοποιήσει, με τον πακτωλό του Ταμείου Ανάκαμψης, που προορίζεται για τις «πράσινες» μπίζνες.
Αν κάτι αποδείχτηκε και από τις νέες καταστροφές, είναι ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, το καπιταλιστικό κέρδος και η προστασία του περιβάλλοντος είναι ασυμβίβαστα.
Ο αγώνας για να μην περάσουν τα σχέδια αυτά, ενάντια στα περιβαλλοντικά εγκλήματα, για την αναβάθμιση των υποδομών πολιτικής προστασίας, για αντιπυρικά, αντιπλημμυρικά, αντισεισμικά έργα, για περισσότερα δάση με προστασία των πλούσιων οικοσυστημάτων τους, είναι αγώνας ζωής.
Βάζει μπροστά την ανάγκη να δυναμώσει η σύγκρουση με την πολιτική που αντιμετωπίζει το περιβάλλον, τα δάση ως πεδίο επιχειρηματικής δράσης και δείχνει τον πραγματικό αντίπαλο: Το κεφάλαιο, την ανάπτυξη που υπηρετεί τα κέρδη του και κάνει στάχτες τις ανάγκες του λαού.
Αναδημοσιεύεται από τη στήλη η «Η Άποψή μας» από τον «Ριζοσπάστη» της Παρασκευής 20 Αυγούστου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου