Εδώ και πάνω από μια δεκαετία στον καπιταλιστικό κόσμο της
Δύσης η μια κρίση διαδέχεται την άλλη, χρηματοπιστωτική, υγειονομική,
ενεργειακή, και δεν φαίνεται να σταματά να παράγει αποτελέσματα τόσο όσον αφορά
στην επέκταση και ένταση της φτώχειας, όσο και στις επιπτώσεις στην πολιτική.
Και οι νέοι, που ιδιαίτερα τις
δυο τελευταίες δεκαετίες σε ένα μεγάλο ποσοστό τους δεν συμβάλλουν ενεργά στην
κοινωνική ζωή και στην αγορά εργασίας, όλο και περισσότερο στις καπιταλιστικές
χώρες της ευμάρειας ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται αποκλεισμένοι στο περιθώριο. Κι
αν θεωρητικά μπορούν να απολαμβάνουν μια άνευ προηγουμένου πρόσβαση σε
πληροφορίες, εκπαίδευση και τεχνολογία, η διεύρυνση των ανισοτήτων καθιστά
αυτήν την πρόσβαση μια υπεσχημένη αναμονή
και όχι πραγματικότητα.
Μια
νεολαία λοιπόν πιο εύθραυστη από τις συνεχείς κρίσεις, βαθύτατα απογοητευμένη
από τις ταξικές ανισότητες, καχύποπτη με τους δημόσιους θεσμούς είναι επόμενο να αντανακλώνται όλα αυτά στην
τέχνη που την εκφράζει.
Γι’ αυτό
και οι τριάντα χιλιάδες νέοι που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη στη συναυλία
του ΛΕΞ νιώθουν να τους εκφράζει, καθώς μιλά για όλα εκείνα που τους τσακίζουν,
οικονομική
εξαθλίωση, αστυνομοκρατία, περιθωριοποίηση, φτώχεια, ανεργία, εξαρτήσεις, βία
κλπ. Ο ΛΕΞ μοιάζει να κουβαλά τη φωνή των κατοίκων των εργατικών
γειτονιών των μεγάλων αστικών περιοχών, σαν να γίνεται η φωνή των άφωνων.
Πολλοί στίχοι του είναι πραγματικές αφηγήσεις, ρεπορτάζ μιας πραγματικότητας
που δεν αναδεικνύεται, της πραγματικότητας των φτωχών, από το ρατσισμό μέχρι τη
βία της αστυνομίας και τα αδιέξοδα μιας ζωής στο περιθώριο. Κι ίσως
προβληματίζει πολλούς, κι όχι μόνο την παλαιότερη γενιά, επειδή αυτή η μουσική
έκφραση των νέων που δεν ακολουθεί τον πολιτικά ορθό λόγο, δεν εκφράζει
μεγαλειώδη συναισθήματα ούτε μια αγωνιστική αίσθηση της ζωής λειτουργεί ως
ενωτική φωνή γι’ αυτούς ακόμα και ομολογώντας τα ελαττώματά τους, τη δυσπιστία
τους για το σύγχρονο κόσμο και τη μοιρολατρία τους μέσα από τις κραυγές οργής και πόνου. Εν
ολίγοις η τέχνη αυτή των νέων καθρεφτίζει την κοινωνική πραγματικότητα που
βιώνουν.
Σ’ αυτήν την πραγματικότητα οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν απαξιωθεί, με τη
συνδρομή του κυρίαρχου λόγου, και μαζί η
αγωνιστική αίσθηση της ζωής, ενώ καλλιεργήθηκε μια ηττοπάθεια και μελαγχολία,
μια εσωστρέφεια που απομονώνει και απελπίζει. Όταν προβάλλεται η «μεγάλη παραίτηση» σαν μια
αποτελεσματική αντίδραση στην επιδείνωση των όρων εργασίας, στην πραγματικότητα
υποδεικνύεται, και σ’ ένα βαθμό γίνεται
αποδεκτή, σαν η μόνη διέξοδος η παθητικότητα ή το περισσότερο η μετανάστευση
στην εξωραϊσμένη Ευρώπη.
Και οι νέοι, όσο αυτή η κοινωνική
οργάνωση τους πετά στο περιθώριο αδυνατούν να συναινέσουν και ν’ ακολουθήσουν
τα καθιερωμένα πρότυπα στα οποία πρέπει να συμμορφώνονται, ακόμα κι αν δεν
τολμούν να αγωνιστούν εναντίον τους. Η νεολαία βέβαια δεν είναι απλώς μια κατηγορία
που γίνεται αντικείμενο έρευνας ή στόχος εμπορικός, μια κατάχρηση της γλώσσας
που διευκολύνει την απόκρυψη των ταξικών ανταγωνισμών που τη διασχίζουν. Η
νεότητα καθώς είναι μια εποχή ζωής που καλύπτει όλες εκείνες τις καταστάσεις
που αντιστοιχούν στην ευελιξία των μορφών εισόδου στην ενήλικη ζωή, δηλ. στον
κόσμο της εργασίας, στα συστήματα οργάνωσης της κοινωνίας κλπ. δεν βρίσκεται
έξω από την κοινωνία και τους όρους οργάνωσης της, γι’ αυτό, ακόμα κι
αν έχουν κάτι κοινό όλοι οι νέοι, η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας
κυριαρχεί και σ’ αυτούς. Συνεπώς, στους νέους των εκμεταλλευομένων τάξεων η
κοινωνική τους ενσωμάτωσή επηρεάζεται από την ανεργία και την οικονομική
ανέχεια που τους απειλεί με αποκλεισμό κι επομένως η κρίση κοινωνικοποίησής
τους δεν περιορίζεται μόνο σε μια
προσωρινή λειτουργική δυσπροσαρμογή.
Κι αν το σχολείο συμβάλλει στους κοινωνικούς
δεσμούς και στην ένταξη στην κοινωνική πραγματικότητα, καθώς όμως είναι κι αυτό μέρος της, σε μια κοινωνία
διηρημένη σε τάξεις και το σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι ταξικό. Μάλιστα,
στην εποχή της διαρκούς καπιταλιστικής κρίσης,
έχει ξεπεραστεί πια η αντίληψη για το σχολείο ως φορέα δύναμης
ανανέωσης που λειτουργεί στην υπηρεσία της κοινωνίας στο σύνολό της, πάνω από
τάξεις και έξω από την πάλη τους, που προσφέρει σ’ όλους ίσες δυνατότητες
κοινωνικής προαγωγής και προσωπικής ανάπτυξης, όπως πιστεύονταν στα
μεταπολεμικά χρόνια ανάπτυξης του καπιταλισμού. Το σχολείο, προφανέστατα πια, εξυπηρετώντας
αποτελεσματικά τα συμφέροντα του κέρδους, συμβάλλει στη νομιμοποίηση της
ανισότητας, στην αναπαραγωγή των δομών της κοινωνίας.
Βέβαια, σε μια κοινωνία της
εκμετάλλευσης που ακόμα και οι ελπίδες για έστω λιγότερη εκμετάλλευση
διαψεύδονται πολύ γρήγορα, το σχολείο μπορεί να μεταδίδει την κυρίαρχη
ιδεολογία αλλά συγχρόνως εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αποφύγει και τις
αμφισβητήσεις της.
Στα σχολεία υποβαθμισμένων
περιοχών και ιδιαίτερα στα τεχνικά και επαγγελματικά Λύκεια κατά πλειοψηφία
συσσωρεύονται μαθητές από χαμηλά
οικονομικά στρώματα. Μη μπορώντας ν’
ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου, αλλά ακόμα και στην
κοινωνική ενσωμάτωση, πολλοί απ’ αυτούς βιώνοντας μια σειρά αποτυχιών,
συνδυασμός ατομικών και κοινωνικών παραγόντων, η υποτίμηση και περιφρόνηση των
άλλων μετατρέπεται σε μνησικακία. Το πιο εύκολο είναι ν’ αντιδρούν με την
άρνηση, την παθητικοποίηση ή το βρώμικο λεξιλόγιο και το πιο ακραίο οι πράξεις
βανδαλισμού να γίνουν η ενστικτώδης αντίδραση τους. Κι αυτοί οι βανδαλισμοί δεν
προάγουν καθόλου τα δικά τους ή πολύ περισσότερο τα συμφέροντα της τάξης τους,
παρά μόνο μαρτυρούν την κατάπτωσή τους. Και αυτή την κατάπτωση είναι που η ραπ σε
μεγάλο βαθμό εκφράζει.
Συγχρόνως, και η επιστολή ενός παραιτηθέντος αναπληρωτή
καθηγητή που διακινείται στο διαδίκτυο τις τελευταίες μέρες, αν δεν εξυπηρετεί
άλλες σκοπιμότητες, μπορεί να περιγράφει αυτή την κατάπτωση, αλλά οι θεραπείες
που προτείνει δείχνουν ακριβώς και κάποιες από τις αιτίες της. Οι βανδαλισμοί
ούτε πράξη αντίστασης ούτε επαναστατικότητα εκφράζουν, μάλλον μια εσωτερίκευση
της απόρριψης και περιφρόνησης που βιώνουν μαθητές και την αντιστρέφουν σε βία που τους
οδηγεί στο περιθώριο της εκπαιδευτικής και παραγωγικής διαδικασίας. Κι αυτοί οι απόκληροι θα αποτελέσουν τη
δεξαμενή για εργατικό δυναμικό με τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Γι’ αυτό και οι προτάσεις του καθηγητή με
τον κυρίαρχο ρόλο του εισαγγελέα είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση
του.
Από την άλλη, μια κοινωνία ταξική
που οι θεσμοί της διαμορφώνονται με τρόπο που η περιφρόνηση και υποτίμηση για
εκείνους που έχουν περιορισμένες ικανότητες και είναι ακαλλιέργητοι να εκδηλώνονται
με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την υπαγωγή τους στα μέσα παραγωγής με
τους όρους της κυρίαρχης τάξης και χωρίς ελπίδα διαφυγής, συγχρόνως δημιουργεί,
εν αγνοία της, και τις συνθήκες για ξεπέρασμά της. Κι ίσως όταν προβάλλονται τα
κοινά σημεία των προσωπικών εμπειριών, που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα
στην ιστορία του διπλανού τους όπως εκφράζεται από τους τραγουδιστές τους, ίσως
τότε να μπαίνει το πρώτο λιθαράκι για την απόκτηση κοινωνικής συνείδησης. Και
όταν οι περιφρονημένοι και οι περιθωριακοί γίνουν αγωνιστές τότε και τα
τραγούδια τους θα εκφράσουν την αγωνιστική αίσθηση της ζωής και της νίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου