Από τη μια η δικαιοσύνη, το εφετείο Θεσσαλονίκης που
καταδικάζει τον ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Σ. Ζαριανόπουλο, γιατί το 2012 αποκάλεσε
νοσταλγούς του Χίτλερ τους φασίστες της Χρυσής Αυγής. Από την άλλη η κοινή
γνώμη, όπως εκφράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που βρήκε ευκαιρία, με τη
δήλωση του Π. Κωστόπουλου πως «ξεβλάχεψε» ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που
έψαχνε την Ευρώπη, να εκφράσει ειρωνεία,
χλευασμό με εξυπνακιαδίστικες ατάκες. Κι είναι δυο περιστατικά που αν μοιάζουν
ανόμοια και χωρίς σχέση μεταξύ τους είναι όμως στην πραγματικότητα απότοκα του
ίδιου αξιακού συστήματος και πολιτικής αντίληψης που ευνοεί, αν δεν κατευθύνει,
τη συνύπαρξη του ηδονικού ατομικισμού του
lifestyle με την αναθεώρηση της
ιστορίας και την απαξίωση του αγωνιστικού φρονήματος.
Στα χρόνια της ευμάρειας οι
μηχανισμοί αφομοίωσης μέσω του θεάματος και του καταναλωτισμού λειτουργούσαν
αποτελεσματικά ως βαλβίδες ασφαλείας, και τα περιοδικά του κάθε Κωστόπουλου μέρος των μηχανισμών
αυτών ήταν, συντελώντας στη διαμόρφωση
των μικροαστών των στερημένων από ορίζοντα πιο μακρινό από τη Μύκονο, χωρίς πολιτική και ταξική συνείδηση, που κάθε ενδιαφέρον
τους εξαντλούνταν στη σφαίρα του
ιδιωτικού, ταυτίζοντας φαντασιώσεις με την πραγματική τους κατάσταση. Παράλληλα
η ιστορική μνήμη έμοιαζε να εξαφανίζεται όλο και περισσότερο με την
επιστράτευση μεθόδων νόθευσης και παραποίησης της ιστορίας, με έναν δημόσιο
λόγο που αρθρώνεται, έχεις την εντύπωση, με την πρόθεση να μην είναι κατανοητός
για να ματαιώνει κάθε απόπειρα
κατανόησης των κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών μέσα από αγωνιστικές αντιθέσεις.
Κι αν μοιάζει τώρα να
αποστασιοποιείται ένα τμήμα του πληθυσμού από τον «εναλλακτικό» τρόπο ζωής της νύχτας,
του κλάμπιγκ, των μίντια, της νεοπλουτίστικης συμπεριφοράς κλπ. που ο Π. Κωστόπουλος προέβαλε στα περιοδικά
του είναι περισσότερο από αδυναμία ν’
ανταποκριθεί σ’ αυτό το πρότυπο ζωής παρά από απόρριψή του. Γι’ αυτό και η υποχώρηση των αναστολών σ΄ ένα τμήμα του πληθυσμού για αποδοχή ή και υπερψήφιση ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων
δεν είναι μια στιγμιαία αντίδραση, αλλά το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας του, που
όταν απελπίστηκε πως οδηγεί, όπως ήλπιζε, στο φαντασιακό κόσμο του κάθε
Κωστόπουλου, ανακάλυψε τη σαγήνη της βίας, της υπεροχής και της δύναμης στα
φασιστικά κόμματα. Συγχρόνως, η αστική μας εξοικείωση με μια ψευδεπίγραφη λαϊκή
ενότητα που καταξίωνε την αστική δημοκρατία καταδίκασε εκ των προτέρων κάθε
πράξη αντίστασης, αλλά και τις αιτίες σύγκρουσης με το αστικό καθεστώς από το β΄
παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τη δικτατορία, εξισώνοντας κάθε πράξη αντίδρασης και επιδιώκοντας
για όλους την αμνημοσύνη. Και είναι γι’ αυτό
που τώρα, σ’ αυτή την κοινωνία της ανέχειας
και εξαθλίωσης, δικαστήρια μπορούν ν’ αναπτύσσουν επιχειρηματολογία που αθωώνει
έναν μητροπολίτη όταν επιτίθεται φραστικά βρίζοντας τους ομοφυλόφιλους, ενώ καταδικάζει «για εξύβριση και ηθική βλάβη»
έναν κομμουνιστή που χαρακτηρίζει τους φασίστες
νοσταλγούς του Χίτλερ, πολιτικούς
απόγονους των ντόπιων συνεργατών του που
βρωμίζουν τον τόπο.
Και ξαναβλέπουμε να έρχονται στο προσκήνιο ίδιοι άνθρωποι, ίδιοι θεσμοί που ιστορικά γνωρίσαμε να προσβάλλουν αστικά θέσφατα που δήθεν υπεράσπιζαν και να κυριαρχούν και μέρος του πληθυσμού να το αποδέχεται. Η εκκλησία, ο στρατός, η αστυνομία μοιάζει να ανακτούν ένα κύρος με την ωραιοποίηση ενός παρελθόντος που επιβιώνει στο παρόν μέσα από επιλεκτικές αναμνήσεις οι οποίες απορροφούν ιδεολογίες παραμορφώνοντάς τες για να τους μοιάζουν. Και πώς να αντισταθεί, να αμυνθεί ή και να διαφυλάξει τις αρχές του κάποιος όταν ο αντίπαλός του μιλά την ίδια γλώσσα μ’ αυτόν, μιμούμενος θαυμάσια τη δική του άρθρωση;
Μισός αιώνας από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, την οποία η μεταπολίτευση έθεσε σε παρένθεση θεωρώντας τη ξένο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, κι η σημερινή κατάσταση μοιάζει με είδωλό της, τουλάχιστον στο είδος της νομιμότητας που συνωθεί στα περιθώριά της κάθε διεκδίκηση οσάκις παρεκκλίνει από τις δικές της συντεταγμένες. Άλλωστε και η ίδια η λέξη μεταπολίτευση δεν αναφέρεται σε άλλη πολιτεία, αλλά στη συνέχεια εκείνης που έχει προηγηθεί –της δικτατορίας- που με τη σειρά της ήταν συνέχεια της προηγούμενης –του μετεμφυλιακού κράτους- ως εκεί που φτάνει η μνήμη για τη ρήξη –στους κομμουνιστές που αγωνίζονταν ενάντια στους ναζί, ενάντια στους ιμπεριαλιστές στη δεκαετία του ’40. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια η ελληνική μας «πολιτεία» επιβιώνει με το ένα μπάλωμα πάνω στο άλλο, μοιάζει να έχει καταλήξει μια κουρελαρία στις μέρες μας χωρίς στολίδια και διακοσμητικά. ¨Όμως, παροπλισμένη η μνήμη μας βραχυκυκλώνει την επανεκκίνηση των ηρωικών ανακλαστικών που δραστηριοποιεί τις λαϊκές μάζες.
Κοντά μισό αιώνα τώρα η άρχουσα
τάξη έχει αρπάξει κουρέλια από παλιές αγωνιστικές σημαίες και τα
χρησιμοποιεί για πολύ πρακτικές της ανάγκες ή για περιστασιακή δική μας εκτόνωση, ενώ η βαθύτερη γνώση και το αληθινό ενδιαφέρον για
την ιστορική εποχή που σήκωσε αυτές τις
σημαίες και για τα χέρια που τις κράτησαν ουσιαστικά όχι μόνο απουσιάζει αλλά
έχει κατασυκοφαντηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου