Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

ΣΥΡΙΖΑ: Απ'τον Ιούνη του '12 στον Ιούλη του '19*



[...]
Λίγο διάστημα μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να διολισθαίνει σε μια λογική «εθνικής ενότητας», διακηρύσσοντας την ικανοποίηση των πάντων, μέσα από μια πολιτική εξαγγελία για «παραγωγική ανασυγκρότηση» του ελληνικού καπιταλισμού.

Η εσωτερική λειτουργία του Κόμματος ήταν πλέον υποτυπώδης, καθώς τα όποια θεσμικά όργανα, από τις «πολιτικές κινήσεις» βάσης μέχρι την Κεντρική Επιτροπή, έπαιζαν έναν υποδεέστερο ρόλο συγκριτικά με τον Πρόεδρο και τους συνεργάτες του, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν γνωστοί στο κόμμα. Μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ «έκαιγε τα καύσιμα» της προηγούμενης περιόδου των κινημάτων, μετατρέποντας τη δυναμική τους σε εκλογικό ποσοστό και υπάγοντάς την στην προοπτική μιας «ανατροπής» που επαναπροσδιορίστηκε ως «παραγωγική ανασυγκρότηση» (του ελληνικού καπιταλισμού, φυσικά) και ως «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» (των φαινομένων ακραίας φτώχειας). Στην εσωκομματική αντιπαράθεση το παιχνίδι είχε κριθεί από το τέλος του 2013 το αργότερο. Ως βασική εσωκομματική αντιπολίτευση είχε αναδειχθεί το «Αριστερό ρεύμα», το οποίο αντιπαρατίθετο όχι με την ουσία της στρατηγικής που εξέφραζε ο Αλέξης Τσίπρας («παραγωγική ανασυγκρότηση»), αλλά για τον τρόπο με τον οποίο θα λάβει χώρα η «παραγωγική ανασυγκρότηση» του ελληνικού καπιταλισμού: με ευρώ ή με (τη νέα) δραχμή;

Μετά την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015 και μέχρι τον Ιούλιο 2015 αναδείχθηκε ως βασικός πρωταγωνιστής, μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα, ο «διαπραγματευτής» Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης. Ο Βαρουφάκης είχε επιλεγεί από την ηγετική ομάδα πέριξ του Αλέξη Τσίπρα πολύ πριν τις εκλογές του 2015. Ήταν εκείνος που μπορούσε να εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τη διολίσθηση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ από την αναδιανομή εισοδήματος και «ισχύος» υπέρ των εργαζομένων στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» (του ελληνικού καπιταλισμού). Καθώς δεν ήταν τυπικά μέλος του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούσε να εκφράσει τη μετάλλαξη της πολιτικής, κρύβοντάς την ταυτόχρονα.
Είχε την άνεση να δηλώσει λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ότι «συμφωνούμε» με το 70% «των μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεων» του Μνημονίου, κάτι, που στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δεν θα τολμούσε να δηλώσει κανένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.Εξ’ άλλου, ο ίδιος υπέγραψε τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015, που προεξοφλούσε την υπογραφή νέου μνημονίου καθώς προέβλεπε τη συνέχιση της χρηματοδότησης με βάση το πλάνο των δόσεων του υφιστάμενου ήδη Προγράμματος (Μνημονίου), εφόσον υπάρξει θετική αξιολόγηση από τους «θεσμούς».

Εντούτοις η κινηματική δυναμική των προηγούμενων ετών διατηρήθηκε και μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια λανθάνουσα έστω μορφή, ως παρακολούθημα της κοινοβουλευτικής «ανατροπής», όπως φάνηκε από το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, σε συνθήκες τρομοκράτησης του κόσμου της εργασίας, με τις τράπεζες κλειστές, όπου στην εκφοβιστική προπαγάνδα των ΜΜΕ προστίθετο και εκείνη μεγάλης μερίδας εργοδοτών, που επισήμαιναν στους υπαλλήλους τους τις ολέθριες συνέπειες του «Όχι». Εντούτοις, παρά την προπαγάνδα του τρόμου το «Όχι» υπερψηφίστηκε με 61,3%.

Ο τελικός συμβιβασμός με τις επιλογές του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου ήταν, λοιπόν, προδιαγεγραμμένος, με δημόσιο τρόπο, το αργότερο από τις 20 Φεβρουαρίου 2015 και ο Βαρουφάκης ήταν ο κατάλληλος σόουμαν, για να συντηρείται το αφήγημα περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» που συνεχιζόταν. Η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να υλοποιήσει ούτε ένα μικρό μέρος από τις διακηρύξεις, με βάση τις οποίες κέρδισε τις εκλογές του 2015.
  • Δεν αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ,
  • δεν επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις,
  • δεν έθεσε ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων,
  • δεν αναδιάρθρωσε τις κρατικές δαπάνες,
  • και δεν έθεσε την πληρωμή ή μη των δόσεων στους δανειστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς δεν είχε καμία πρόθεση να συγκρουστεί πραγματικά με τις κυρίαρχες τάξεις και τους δανειστές.
Η κυβέρνηση ζητούσε απλώς από τους εκπροσώπους του εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, τους οποίους προνομιακά εκπροσωπούσαν «οι θεσμοί», να της επιτρέψουν να παρουσιάσει στο ελληνικό εκλογικό σώμα μια κάποια «νίκη στη διαπραγμάτευση» για να σωθούν τα προσχήματα, ενόψει της οριστικοποίησης του συμβιβασμού (πρωτογενή πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού που θα μειώνονται κάτω του 3% αν οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι ικανοποιητικοί, διατήρηση των χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά ...). Όταν εισέπραξε πλήρη άρνηση, ο Τσίπρας προκήρυξε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, προσδοκώντας ότι το αποτέλεσμα θα νομιμοποιούσε τον συμβιβασμό ως «δημοκρατική απόφαση του λαού». Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος έκανε φανερές τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης, με την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου.

Δεν έμενε πλέον παρά μόνο ένα επιχείρημα για τη συγκάλυψη της μεταστροφής: Ο ισχυρισμός ότι το τρίτο Μνημόνιο συνιστούσε μια «ηρωική ήττα» σε μια «άνιση σύγκρουση», ανάμεσα «στην Ελλάδα» και τους «θεσμούς». Όμως το επιχείρημα αυτό, του εξ ορισμού «άνισου συσχετισμού δύναμης» που οδηγεί στον συμβιβασμό, είναι η καλύτερη δικαιολόγηση του θατσερικού επιχειρήματος «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (There Is No Alternative – TINA). Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να νομιμοποιήσει τον νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο» πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα. Πέτυχε αυτό που η ΝΔ δεν μπορούσε ποτέ από μόνη της να πετύχει.

Η επιβολή του «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», δηλαδή η προβολή από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ του βασικού επιχειρήματος των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για το αναπόφευκτο των Μνημονίων, είναι το άλλο όνομα για την προς τα δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το «μικρότερο κακό» του αστικού δικομματικού συστήματος. Με την προς τα δεξιά στροφή του, την αποδοχή των κυρίαρχων πολιτικών του κεφαλαίου, τη νομιμοποίηση του ΤΙΝΑ, λειτούργησε ως το σκαλοπάτι για τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος και τη νίκη της «χωρίς αυταπάτες» νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση με διακηρύξεις που θύμιζαν ριζοσπαστική Αριστερά (και υπόσχονταν μια «πρώτη φορά αριστερή» διακυβέρνηση). Η πτώση του ήρθε όταν κατέστησε σαφές ότι δεν είναι παρά μια εκδοχή της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, πυλώνας στη διαχείριση του υπάρχοντος συστήματος. Στην μεταλλαγή του αυτή ούτε έπεισε ότι κατέχει την αποτελεσματικότερη συνταγή για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού από την «καθαρόαιμη» εκδοχή της ΝΔ, ούτε κατάφερε να συμπιέσει τον έτερο κεντροαριστερό πόλο, το ΚΙΝΑΛ. Ακόμα και ο «κύριος εβδομήντα τοις εκατό» μπόρεσε να εμφανιστεί ως μία «από τα αριστερά» εναλλακτική στον ΣΥΡΙΖΑ!

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανιστεί προσεχώς υπέρμαχος της ενότητας της ευρύτερης Κεντροαριστεράς (ή της «Δημοκρατικής Παράταξης»). Παράλληλα θα επιχειρήσει να αμβλύνει τον «μεταμοντέρνο» χαρακτήρα του (κόμμα αρχηγικό, των ΜΜΕ, με υποτυπώδεις δεσμούς με τους ψηφοφόρους του, με τα τεκταινόμενα στους τόπους δουλειάς, στα συνδικάτα, στις τοπικές κοινωνίες), διευρύνοντας τον κομματικό μηχανισμό από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του και ενεργοποιώντας τις δυνατότητες διασύνδεσης με θεσμούς εκπροσώπησης, τις οποίες του δίνει η κυβερνητική θητεία και η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εγχειρήματα, βέβαια, αμφίβολης έκβασης στο περιβάλλον της σημερινής ήττας και του ανταγωνισμού με τους μικρότερος «πόλους» της Κεντροαριστεράς.
[...]
Πηγή: Απόσπασμα από το editorial του περιοδικού "θέσεις" Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2019
*Ο τίτλος, οι ηλερκτρονικές παραπομπές, η εικονογράφηση και η διαμόρφωση του κειμένου (bold, υπογραμμίσεις κλπ) είναι δικές μας προσθήκες. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου