Τα ξυπνητήρια
Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Τον πρώτο καιρό της Κατοχής και της μεγάλης πείνας ένας δάσκαλος ξεκινάει από την Αθήνα και ταξιδεύει στην επαρχία κουβαλώντας τη στρατιωτική του στολή, τα άρβυλα, τη χλαίνη, το ξυπνητήρι του και τις πλάκες του λιγκουαφόν με το βιβλιαράκι τους για να τα πουλήσει ή να τα ανταλλάξει με όσπρια, σιτάρι, καλαμπόκι, τραχανά, λίγο τυρί και βούτυρο για να μπορέσει να ταΐσει τα παιδιά του.
Τον συναντάμε στη Βόνιτσα, αναγκασμένο να βγει στο «παζάρι» μαζί με τους άλλους, ξένος μέσα στους ξένους με τα πράγματά του στα χέρια. Όμως αποφασίζει να πιεί « ένα μαυροζούμι, καφέ λέει…»
[ Ωστόσο ρώτησα το γκαρσόνι, εμπιστευτικά:
– Μήπως έχετε αληθινό καφέ; καφέ άλφα, τρία άλφα…Πληρώνω όσο νά’ ναι…
– Τι! απάντησε αυτός, χτυπώντας τη γλώσσα του.
– Ούτε δύο άλφα;
– Μωρ’ ούτε μισό! Ρεβυθάκι σκέτο…
Κι όμως καμπάνισε την παραγγελιά του, όπως τον παλιό καιρό:
– Ένα γλυκύ βραστό…
Αν εχάσαμε το πράμα μάς έμεινε η λέξη! Και δεν ήτανε μόνο αυτό το πράμα που χάσαμε, για να μας απομείνει μόνο η λέξη… Με τη διχτατορία είχαμε χάσει την πατρίδα κι έμεινε το καθεστώς, χάσαμε την ελευθερία κι έμεινε η τρομοκρατία, τη νομιμότητα κι έμεινε η ανομία! Κι όμως: πατρίδα, ελευθερία, νομιμότητα φιγουράριζαν σαν πρώτα! Ένα γλυκύ βραστό…]
Ο δάσκαλος διστακτικός στην αρχή στο ρόλο του «εμπόρου» ξεθαρρεύει μετά από την πρόκληση ενός άλλου δασκάλου και αρπάζει το ξυπνητήρι του από χάμω:
[ – Αυτό το ξυπνητήρι, που βλέπεις, είπα, με σήκωνε να πάω στη δουλειά μου…Και ξαίρεις εσύ που’ σαι δάσκαλος, τι σπουδαιότητα έχει αυτή η δουλειά! Γιατί μορφώνει τα παιδιά μας κι αυτή η μόρφωση τα συνδέει με τους πατέρες, τους παπούδες τους, τους πιο μακρινούς τους προγόνους, με τους Έλληνες της επανάστασης, με τους αρματολούς και κλέφτες της τουρκοκρατίας, με τους ακρίτες του Βυζαντίου, με τους Έλληνες του Μεγαλέξανδρου, με τους αρχαίους πολεμιστές του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, με τους δημιουργούς του Παρθενώνα και της ποίησης και της τραγωδίας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας… Αυτή η μόρφωση έκανε τα παιδιά μας ελληνόπουλα και τα έδενε με την προαιώνια πορεία της φυλής μας προς τον πολιτισμό και την ελευθερία…Τούτο το ξυπνητήρι με σήκωνε κάθε πρωί, να βάνω μπροστά μια τόσο υπέροχη δουλειά! Τώρα, όμως, δεν μου χρειάζεται! Γιατί τα ελληνόπουλα πρέπει να κοιμηθούν! Αν δεν κοιμηθούνε για πάντα στο Νεκροταφείο απ’ την πείνα, θα πρέπει να κοιμώνται όσο κρατάει η κατοχή… Η μόρφωση δε χρειάζεται στους δούλους κι είναι κίνδυνος για τ’ αφεντικά… Είναι, λοιπόν, περιττό να χτυπούν τα ξυπνητήρια… Εγώ πουλάω το δικό μου… Πούλα το και εσύ αν έχεις… Μα φοβάμαι πως δεν είχες ποτέ! Γ ι α τ ί ε σ ύ θ α κ ο ι μ ό σ ο υ ν α σ’ ό λ η τ η ζ ω ή σ ο υ…
Γέλια ακούστηκαν γύρω μου για το Δάσκαλο κι εκείνος εζάρωσε, σάμπως να’ θελε να φύγει, μα τα πόδια του κολλήσανε στη γης! Και τώρα γύρισα στον κόσμο.
– Σε σας, όμως, είπα, τα ξυπνητήρια σάς χρειάζονται! Μην αφήνετε τον ύπνο του μυαλού να σας κυριεύει γιατί αυτός είναι η αρχή του θανάτου… Και πρέπει να ζήσετε… Όλοι πρέπει να ζήσουμε… Είν’ ένα καθήκον σήμερα να ζούμε, γιατί σήμερα οι ξένοι μάς λένε πως πρέπει να πεθάνουμε και μας αρπάζουν τα μέσα της ζωής!. Σταθήτε καλά και κρατάτε ξύπνιο το μυαλό σας και την ψυχή σας φωτισμένη! Έχουμε ξυπνητήρια καλά…
Σήκωσα το μοναδικό μου ξυπνητήρι και κάνοντάς το να χτυπήσει, πρόστεσα με βραχνή φωνή, συγκινημένη:
– Έχουμε, κύριοι, ξυπνητήρια καλά….Ποιος θα πάρει, να τον ξυπνάει απ’ τον ύπνο της σκλαβιάς…]
Νίκος Κατηφόρης , Όταν εσκάβαμε τον ουρανό, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις
1962
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου