Από τη μια ο
καθηγητής του Yale,
κατά δήλωσή του, Στ. Καλύβας, όταν άρθρο
του που δικαιώνει τη δικτατορία και προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, επανέρχεται με διευκρινίσεις, θέλοντας να
πείσει πως δεν υπερασπίστηκε τη δικτατορία, αλλά προβληματισμούς έθεσε ως ακαδημαϊκός βέβαια. Από
την άλλη, έτερος καθηγητής, του ΕΚΠΑ αυτήν τη φορά, ο Αρ. Χατζής, σε δημοσίευσή
του στο διαδίκτυο χαρακτηρίζει τελευταία κομμουνιστική χώρα της Ευρώπης την
Ελλάδα, κι όταν οι αποδοκιμασίες για το σκεπτικό του πολλαπλασιάζονται το
υπερασπίζεται χαρακτηρίζοντάς το χιουμοριστικό, ένα τρολάρισμα ήταν, κι
όσοι δεν το κατάλαβαν αποδεικνύουν το
«λειτουργικό αναλφαβητισμό» τους.
Οι
υπαναχωρήσεις των δυο αυτών καθηγητών από τις βασικές θέσεις που υποστήριξαν
δεν τις αναιρούν, απλώς αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο οικοδομείται ο
ιδεολογικός λόγος της κυρίαρχης τάξης. Και οι δυο πανεπιστημιακοί τον ίδιο
στόχο έχουν, να δικαιώσουν τον
καπιταλισμό, θεωρώντας τον δεδομένο ως φυσικό φαινόμενο, όπως και το
κράτος που βρίσκεται στα χέρια της
αστικής τάξης που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Στο «χιουμοριστικό» μάλιστα άρθρο του Α.
Χατζή με …αφέλεια ταυτίζεται ο κομμουνισμός γενικά με τον κρατισμό, παραβλέποντας
πως η χώρα μας είναι καπιταλιστικό κράτος, ότι το κράτος είναι στα χέρια της
κυρίαρχης τάξης των αστών εργαλείο ταξικού ελέγχου.
Ο μεν ένας λοιπόν, με …επιστημονική
αντικειμενικότητα, υποστηρίζοντας πως η
δικτατορία επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό του εγχώριου καπιταλισμού αποδέχεται τις όποιες αποκλίσεις του αστικού κράτους,
θεωρώντας πιθανόν σαν …παράπλευρες απώλειες τον περιορισμό ατομικών ελευθεριών, την περιστολή κοινωνικών δικαιωμάτων, επιβολή
στρατιωτικού νόμου κλπ. υπονοώντας πως δεν έχει σημασία το ισχύον πολιτικό
καθεστώς, αρκεί το κράτος να βρίσκεται στα χέρια της κυρίαρχης αστικής τάξης. Ενώ
ο άλλος, διαπρύσιος κήρυκας του
φιλελευθερισμού που βεβαίως αναδεικνύει ατομικότητα και ελευθερία, με ύφος
ειρωνικό και …επιστημονική έπαρση, εστιάζει
στην έλλειψη οικονομικής
ελευθερίας στη χώρα μας, επιδιώκοντας να
χλευάσει τον κομμουνισμό και να
δικαιώσει το καπιταλιστικό σύστημα. Κι
αν θέλει μ’ αυτόν τον τρόπο να πείσει πόσο καλύτερα λειτουργεί η οικονομία όταν
δεν παρεμβαίνει σ’ αυτή το κράτος και όλα λειτουργούν καλύτερα σε ιδιωτικό
πλαίσιο δεν είναι γιατί υποστηρίζει την
κατάργηση του αστικού κράτους. Απλούστατα τη συρρίκνωση έως εξαφανίσεως
του κοινωνικού κράτους θέλει να
δικαιολογήσει τώρα που ανατράπηκε ο σοσιαλισμός και το εργατικό κίνημα μοιάζει
αδύναμο. Γιατί βεβαίως δεν αμφισβητείται ο ρόλος του αστικού κράτους στη νομοθετική λειτουργία,
στην περιφρούρηση της εφαρμογής των νόμων με τις δυνάμεις καταστολής ή στην
απονομή δικαίου με τα δικαστήρια. Οι συγκρούσεις με τους διαδηλωτές στο
Αμβούργο, στη σύνοδο των G20,
δουλειά του αστικού κράτους ήταν που επιφορτίζεται με την καταστολή των ταξικών
αντιπάλων, δικαστικές αποφάσεις όπως του Αρείου Πάγου στα καθ’ ημάς ότι ««η μη
καταβολή δεδουλευμένων δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας», αν δεν
συνδέεται και με την πρόθεση του
εργοδότη να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την
καταβολή σε αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης, εντάσσονται στις λειτουργίες του
αστικού κράτους που ρυθμίζει την οικονομική δραστηριότητα προς όφελος της
κυρίαρχης τάξης. Οι διασώσεις των τραπεζών από το κράτος έγιναν, δηλ. τη
φορολογία των πολιτών.
Δεν
είναι λοιπόν δύσκολο να γίνει αντιληπτό, πως από τέτοιες δημοσιεύσεις όχι απλώς
προκύπτει μια εντελώς ειδική ανάγνωση της ιστορίας προς όφελος της κυρίαρχης
τάξης, αλλά και παγιώνονται συλλογισμοί
στηριγμένοι πάνω στη διαδικασία
επικοινωνίας μέσα από την οποία
επιβάλλονται τα ιδεολογικά και πολιτικά
ρεύματα που δικαιώνουν την κυρίαρχη πολιτική της αστικής τάξης. Δεν αποκαλύπτουν τέτοιες δημοσιεύσεις παρά την πονηρή και έμμεση προσπάθειά της
κυρίαρχης τάξης να κρατηθούν ναρκωμένες οι συνειδήσεις, γιατί το κατεξοχήν πεδίο ανάπτυξης των μηχανισμών
του κεφαλαίου για εναρμόνιση της σκέψης των εργαζομένων με την οικονομική δομή
του είναι η πνευματική και πολιτισμική ζωή μιας κοινωνίας.
Κι αν οι δημοσιεύσεις των δυο αυτών πανεπιστημιακών γίνονται
αντικείμενο κριτικής δεν είναι για τις καινοφανείς ιδέες τους ή στοχεύσεις
τους, αλλά περισσότερο γιατί είναι ενδεικτικές της προσπάθειας ο λόγος της διανόησης να μην αφομοιώνεται απλώς από το λόγο της κυρίαρχης
εξουσίας αλλά να γίνεται ο λόγος της.
Δεν
είναι βέβαια συμπτωματικό πως καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιτέχνες και λοιποί
διανοούμενοι όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων, εκτός από κάποιες κραυγές που
μόνο τον θόρυβο αύξησαν πριν την ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν
έχουν αρθρώσει τον ελάχιστο λόγο αμφισβήτησης, συμπράττοντας κι αυτοί στην εκ
των άνω επιδέξια κατασκευασμένη συναίνεση.
Από τον εμφύλιο, με την ήττα της επανάστασης και τον αποκλεισμό
των συναινετικών κοινωνικών λύσεων, μέχρι την πτώση της δικτατορίας πλειοψηφίες
των γραμμάτων και της τέχνης εκείνης της περιόδου θεωρούνταν αριστερές έστω και
με ελάχιστη αμφισβήτηση, αναγκαστικά
μιας και το ταξικό κράτος φοβισμένο, γι’
αυτό και σκληρό, απαγορεύει την πρόσβασή τους σ’ αυτό, προσπαθώντας να
ελέγξει όλες τις δομές, ώστε να μην κινδυνεύσει ξανά –προωθείται ένας τύπος
ανάπτυξης στηριγμένος όχι στα νέα αστικά στρώματα που περιλαμβάνουν και τη
διανόηση, αλλά στα παλιά μικρομεσαία και μεταπρατικά στρώματα. Από τη μεταπολίτευση και μετά, με
αποκορύφωμα το ΠΑΣΟΚ, περνάμε από τον αποκλεισμό από το κράτος στην ολοκληρωτική εισβολή των διανοουμένων
σ’ αυτό. Κι αν οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι
συνεχίζουν στην πλειοψηφία τους να δηλώνουν αριστεροί,
είναι όμως συναινετικοί προς το αστικό κράτος μιας και θεωρείται πως
μπορεί πλέον να αλωθεί εκ των ένδον και να γίνει δικό τους. Ανεβαίνουν κοινωνικά κι απομακρύνονται από τη βάση που
τους ανέδειξε και από όπου αντλούσαν τις εμπνεύσεις τους.
Η
ενσωμάτωσή τους στην κυρίαρχη τάξης δεν σπάζει ούτε και στα χρόνια των
μνημονίων, αν και υπάρχει ένταση ταξικών ζητημάτων. Μοιάζει λοιπόν τέχνη και
διανόηση να φτάνει σε υπαρξιακό αδιέξοδο και καταλήγουν σε λύσεις που δείχνουν περισσότερο την χρεοκοπία
τους –συντήρηση των κεκτημένων, αντιγραφή ή ολοταχώς προς τα πίσω. Εμφανίζονται
διανοούμενοι και καλλιτέχνες
φιλελεύθεροι, υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαιτούν
μεταρρυθμίσεις και αλλαγές του υπάρχοντος συστήματος, μόνο που δεν εννοούν
αλλαγή των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων βέβαια, αλλά την τιθάσευση τους
που περνά μέσα από τη χρησιμοποίηση του
υπάρχοντος κράτους και τη
μεταρρύθμιση εκείνων των δομών του που
από την πίεση των εργαζομένων θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ τους. Για να
πείσουν λοιπόν τώρα σε καιρό ανέχειας και συγκρούσεων προσπαθούν να παρουσιάσουν παλιές ιδέες σαν
νέες, να εφεύρουν νέες ανάγκες, απ’ όπου ν’ αντλούνται πολιτικές αγωνίες,
ελπίδες και πολιτικές ουτοπίες συμβατές με τα συμφέροντα της άρχουσας
τάξης.
Και οι δυο αυτοί καθηγητές, όπως και άλλοι βέβαια, είναι ενδεικτικά παραδείγματα μιας τέτοιας προσπάθειας. Στην ουσία να γεμίσουν με νέο κρασί παλιές φιάλες. Δεν αποτελούν αυτοί όπως και άλλοι απλώς έναν καθρέφτη της κυρίαρχης τάξης απ’
όπου εξαρτώνται, αλλά επιφορτίζονται με
στόχο διαμορφωτικό και διαπλαστικό της κοινωνίας. Και ο
ίδιος στόχος παραμένει όπως στο μετεμφυλιακό κράτος: να εξουδετερωθεί αυτό που
πρέπει να αποκλεισθεί σαν επικίνδυνο, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της
κοινωνίας, για να γίνει δυνατό το σύνολο της κοινωνίας, πέρα από τάξεις, να
αποτελέσει ένα ομοιογενές ιδεολογικά
σύνολο ταυτιζόμενο με την άρχουσα τάξη και τα συμφέροντά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου