...Είμαι
ένας δραπέτης απ' όλα τα βασίλεια της γης.
Έχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κι έχω μες στην καρδιά μου
τους ανθρώπους απ' όλα τα έθνη της γης. Σας τους έφερα!
Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ!
Στριγγλίζοντας
οι φωνές τους γυρίζουνε πάνω απ' τον ύπνο σας
και μέσα στον ύπνο σας κρέμονται σαν
κλωστές κεραυνού στ' απροστάτευτα τζάμια σας,
κόβονται απότομα σε σήματα μορς και σκορπίζονται
στο στερέωμα
σπαθίζοντας μέσα στα μάτια σας το παράπονο του αδελφού σας.
Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας - ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι,
ουρές ατελείωτες,
μετρείστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρείστε, να ξέρετε πόσες
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.
Προσέξτε με, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τάχω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια Ρόμπερτ! Κοίταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σας Ρομπέρτ!
Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τάδωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες στα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε το σκοτάδι.
Τι θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τι γυρεύετε τώρα; Δεν έχει, δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις
και κλειστήκατε μέσα,
πως περνάτε τις μέρες σας κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου ( απόσπασμα)
Νικηφόρος Βρεττάκος, Στον Ρομπέρτ Οπενχάιμερ.Τα Ποιήματα, τ.α, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, 2η έκδοση
ένας δραπέτης απ' όλα τα βασίλεια της γης.
Έχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κι έχω μες στην καρδιά μου
τους ανθρώπους απ' όλα τα έθνη της γης. Σας τους έφερα!
Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ!
Στριγγλίζοντας
οι φωνές τους γυρίζουνε πάνω απ' τον ύπνο σας
και μέσα στον ύπνο σας κρέμονται σαν
κλωστές κεραυνού στ' απροστάτευτα τζάμια σας,
κόβονται απότομα σε σήματα μορς και σκορπίζονται
στο στερέωμα
σπαθίζοντας μέσα στα μάτια σας το παράπονο του αδελφού σας.
Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας - ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι,
ουρές ατελείωτες,
μετρείστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρείστε, να ξέρετε πόσες
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.
Προσέξτε με, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τάχω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια Ρόμπερτ! Κοίταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σας Ρομπέρτ!
Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τάδωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες στα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε το σκοτάδι.
Τι θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τι γυρεύετε τώρα; Δεν έχει, δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις
και κλειστήκατε μέσα,
πως περνάτε τις μέρες σας κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου ( απόσπασμα)
Νικηφόρος Βρεττάκος, Στον Ρομπέρτ Οπενχάιμερ.Τα Ποιήματα, τ.α, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, 2η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου