Εξήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του αντιπολεμικού μυθιστορήματος (1962) | «Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν»
Μέχρι σήμερα η κυκλοφορία του έχει ξεπεράσει τα 400.000 αντίτυπα κι έχει μεταφραστεί στις ακόλουθες γλώσσες: Αγγλικά, Βουλγαρικά, Εσθονικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Ρωσικά, Ρουμανικά, Σερβικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Τουρκικά και Κέλτικα βρετονικά.
Το σημαντικό αυτό μεταπολεμικό έργο, το οποίο τυπώνεται ακριβώς σαράντα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η απάντηση της εργατικής τάξης, με τη μέθοδο της ρεαλιστικής λογοτεχνίας. Αυτής που αποκαλύπτει και δεν σκεπάζει τα γεγονότα της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγική τραγωδία, με εγκλωβισμένους και νεκρούς, κυρίως τους «ανώνυμους» της Ιστορίας, στρατευμένους κι αμάχους.
Εχει προηγηθεί το πρώτο της μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν» (1959), που κρατιέται στα όρια του συναισθηματικού καμβά, όπως οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία ανέρχονται στη συνείδηση για να φωτιστεί ο γενέθλιος τόπος, το Αϊδίνι.
Γι' αυτό, η Διδώ Σωτηρίου - η οποία μέχρι τότε είναι ενεργό μέλος του μαχόμενου ελληνικού λαού, ως δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» - ζει ακόμη έντονα τις φωτεινότερες στιγμές του κομμουνιστικού κινήματος προς τη λαοκρατία, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις τάξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Με αυτή την προϊστορία στο βιογραφικό της, η έκδοση ενός τέτοιου «δύσκολου» βιβλίου για τα δεδομένα εκείνης της εποχής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εχει την υποστήριξη του ζεύγους των εκδόσεων «Κέδρος» - που γνώρισε την εξορία - του αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού Νίκου Καλλιανέση (1894-1975) και της συντρόφου του Νανάς Σταματίου - Καλλιανέση (1915-1988). Το εξώφυλλο φιλοτεχνεί ο κομμουνιστής καλλιτέχνης Α. Τάσσος (ψευδώνυμο του Αναστάσιου Αλεβίζου, 1914-1985).
Ο Μανώλης Αξιώτης (1894-1980), ο οποίος αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την πολύπαθη ζωή του, από τις ειρηνικές μέρες στο χωριό Κιρκιντζές της Εφέσου (1912) μέχρι την Καταστροφή και την τυραννική έξοδό του προς τη μητριά πατρίδα (1922), είναι πραγματικό πρόσωπο.
Το πέρασμά του, μέσα από τα δύο αποτρόπαια μυθιστορηματικά μέρη - σταθμούς «Αμελέ Ταμπούρια» και «Ηρθαν οι Ελληνες», αντί να σημάνει ταξική οπισθοχώρηση μπροστά στο σφαγείο του πολέμου, αντίθετα τον χαλυβδώνει, καθώς βγαίνει από τον καπνό και την αντάρα του μετώπου ηθικά αλώβητος και συνειδητοποιημένος κομμουνιστής.
«ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις πατρογονικές εστίες του. Και είναι ετούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεώτερης ιστορίας μας.
(...) Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα.
Κάτω απ' τον Μανώλη Αξιώτη [...], υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Ελληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης.
(...) Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα" να μην ξεχνούν οι παλιοί" να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι».
Κι ενώ ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι του βιβλίου από το τυπογραφείο, ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος (γεν. 1930) παίρνει συνέντευξη από την Διδώ Σωτηρίου και υπογράφει κριτική για τα «Ματωμένα Χώματα» στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (αριθ. 92, Αύγουστος 1962).
Στα «Ματωμένα Χώματα» υπάρχει δίδαγμα με την καλή έννοια, τη ρωτάει ο τότε 32χρονος συνομιλητής της. «Το δίδαγμα (...)», απαντάει, «βγαίνει από τα ίδια τα γεγονότα. Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν. Αυτός σαν Κίρκη κάνει τους ανθρώπους κτήνη. Οι ήρωες που κινούνται μέσα στα "Ματωμένα Χώματα", έχουν γαλουχηθεί με ιδέες, πίστεις, παραδόσεις ενός κόσμου που γκρεμίζεται με τραγικό πάταγο. Ομως αρχίζουν να διακρίνουν κάποιο καλύτερο μέλλον που ροδίζει (Αξιώτης - Δροσάκης)».
«(...) Το ξένο κεφάλαιο κοιτάζει τα συμφέροντά του. Μην περιμένεις καρδιά και δικαιοσύνη από δαύτο. Οι εκπρόσωποί του κάθονται στα γραφεία τους στις Λόντρες, στα Παρίσια κι όπου αλλού, έχουν μπροστά τους τους χάρτες, κι όταν τους συμφέρει θυμούνται την αυτοδιάθεση των λαών, τις ελευθερίες και την ανεξαρτησία τους, κι όταν δεν τους συμφέρει πατούν μια κόκκινη μολυβιά και διαγράφουνε χώρες και λαούς... Το δυστύχημα είναι πως, τώρα δα, το κόκκινο μολύβι τους βρίσκεται πάνω από τις κεφαλές μας! (...)».
Εναν χρόνο μετά την αθηναϊκή έκδοση, τον Μάρτη του 1963, τα «Ματωμένα Χώματα» κυκλοφορούν σε 4.000 αντίτυπα από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις - το εξώφυλλο φιλοτεχνεί ο Αιγυπτιώτης ζωγράφος Γιώργης Γ. Δήμου (1911-2006). Το βιβλίο επαινεί ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Τάκης Αδάμος (1914-1991), διευθυντής του περιοδικού «Νέος Κόσμος» (αρ. 11, Νοέμ. 1962, σ.σ. 91-92), ιδεολογικού οργάνου του εκδοτικού μηχανισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας:
«(...) Η Διδώ Σωτηρίου έκανε έναν άθλο. Μπόρεσε να κλείσει μέσα στις 313 σελίδες του τη ζωή ενός λαού στη διάρκεια μιάς δραματικής περιόδου με συγκρούσεις και καταστάσεις που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα και να στήσει ένα αντιπολεμικό μνημείο, προβάλλοντας παράλληλα τα κοινά προοδευτικά ιδανικά των απλών ανθρώπων όπου Γης. (...) Το βιβλίο αυτό είναι απόχτημα για τη λογοτεχνία μας».
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Εξαιρετικό βιβλίο, ΣΠΟΥΔΑΙΟ!
ΑπάντησηΔιαγραφή