Οχι τυχαία οι δύο πόλοι καθιερώνονται επί Χ. Τρικούπη, όταν και στερεώνεται η καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα. Οχι τυχαία επίσης, οι πόλοι ενώνονται όταν η αστάθεια είναι μεγάλη (πρωθυπουργία Σοφούλη κατά τον αγώνα του ΔΣΕ, κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Καραμανλή μετά την τραγωδία της Κύπρου, συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ με ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ στην οικονομική κρίση, υπερψήφιση του 3ου μνημονίου από ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΑΝΕΛ - Ποτάμι).
Η προσοχή της εγχώριας, και όχι μόνο, αστικής τάξης στρέφεται σήμερα στην ανασυγκρότηση του ονομαζόμενου προοδευτικού - αντιδεξιού πόλου, μαζί με ένα αριστερό μόρφωμα το οποίο θα ανακόπτει την προσέγγιση κόσμου με το ΚΚΕ και θα πιέζει συνάμα το ΚΚΕ για στήριξη του προοδευτικού - αντιδεξιού πόλου.
Αποστολή αυτού του πόλου είναι η ενσωμάτωση των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων σε διάφορες παραλλαγές: Απόδοση της αντιλαϊκής πολιτικής σε απεχθή γνωρίσματα κυβερνητικών παραγόντων, αντί της απόδοσης των απεχθών γνωρισμάτων και συμπεριφορών στην αντιλαϊκή πολιτική και τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποία υπηρετούν αυτοί οι παράγοντες.
Προσδοκίες για τερματισμό της αντιλαϊκής πολιτικής, εντός του καπιταλισμού και της ΕΕ, από μια άλλη κυβέρνηση και διαχείριση. Αποσιώπηση της συμφωνίας όλων των αστικών κομμάτων στα βασικά, ιδίως στην οικονομική και γεωπολιτική αναβάθμιση της εγχώριας αστικής τάξης. Αναζήτηση συμπληρωματικά και ενός μεταβατικού προγράμματος, το οποίο θα συνενώσει αιτήματα και αγώνες με την κυβερνητική εναλλαγή. Ενότητα αριστερών - προοδευτικών δυνάμεων οι οποίες θα υλοποιήσουν αυτό το πρόγραμμα.Ομως, η διαδρομή του ΠΑΣΟΚ, τα γεγονότα του 2015, η αποκάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ, η διάψευση ακόμη και της εκτίμησης ορισμένων οργανώσεων ότι, ένεκα της υποστήριξής τους στην κυβερνητική ανάρρηση του ΣΥΡΙΖΑ, η μη υλοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ των συνθημάτων του θα μετατόπιζε τμήμα της βάσης του προς αυτές τις οργανώσεις και οι εξελίξεις - και τώρα και παλαιότερα - στην Ευρώπη, με τελευταίο το «φιάσκο» της αλληλοϋποστήριξης Μακρόν - Λαϊκού Μετώπου στον β' γύρο των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, θέτουν σε αμφισβήτηση τη δυνατότητα φιλολαϊκής διεξόδου από μια σοσιαλδημοκρατική κυβερνητική διαχείριση.
Για αυτό πλαστογραφείται η Ιστορία του εργατικού - λαϊκού κινήματος από το 1974 έως σήμερα. Αυτό κάνει το αφιέρωμα της ΕΦΣΥΝ «Η πεντηκονταετία των μεγάλων κινημάτων» στα περισσότερα άρθρα του.
Καμία σύνδεση δεν γίνεται των παραχωρήσεων με τους προηγηθέντες αγώνες, ούτε με την ύπαρξη της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Το κυριότερο, αποκρύπτεται η εναλλαγή στον καπιταλισμό της περιοριστικής πολιτικής, την οποία πληρώνουν οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις με μείωση μισθών, με την επεκτατική, την οποία πληρώνουν πάλι οι εργατικές - λαϊκές δυνάμεις με πληθωρισμό και με μεγαλύτερη φορολογία. Ετσι κι αλλιώς, το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων δαπανών το πληρώνουν οι εργαζόμενοι, είτε ως δημόσιο χρέος είτε ως πλεόνασμα.
Σήμερα, δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας πραγματοποιούν μια σύγκριση - υπονοείται μια τέτοια και στο άρθρο - του ΠΑΣΟΚ του '81 με το ΠΑΣΟΚ των μνημονίων. Σε αυτή την περίπτωση αποσιωπούνται οι ανάγκες του καπιταλισμού στις εκάστοτε ιστορικές του συνθήκες, τις οποίες υπηρέτησε κάθε φορά το ΠΑΣΟΚ, όπως συμβαίνει πάντα με τη σοσιαλδημοκρατία.
Αλλωστε, από το ίδιο το «ιστορικό» ΠΑΣΟΚ ακόμη και πριν το 1990 δρομολογήθηκαν όσα εφαρμόστηκαν στη συνέχεια από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ («ευέλικτα ωράρια», ιδιωτικοποιήσεις, περιστολή ΑΤΑ). Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την ενσωμάτωση των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ στην «ταξική συνεργασία» και τον γραφειοκρατικό τους εκφυλισμό.
Σε σχέση με τη μνημονιακή περίοδο, λείπει στο άρθρο η απεργία του Δεκέμβρη 2009 δίχως απόφαση ΓΣΕΕ, λείπει φυσικά ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ΠΑΜΕ στους αγώνες της περιόδου και «περνάει στα πολύ ψιλά» η απεργία στη Χαλυβουργία. Στον αντίποδα λείπουν στο άρθρο η άρνηση της ΓΣΕΕ για οργάνωση οποιουδήποτε σοβαρού αγώνα, το «ΝΑΙ» της στο δημοψήφισμα, οι νοθείες της και τα εργοδοτικά της σωματεία.
Ολοκληρώνεται το άρθρο με την κατάσταση των συνδικάτων και προτάσεις για αυτήν. Εκεί, πέρα από μια «χλιαρή» αναφορά στον κοινωνικό εταιρισμό, απουσιάζει το βασικό, η ανάγκη δηλαδή ταξικής ανασυγκρότησης των συνδικάτων και ο προσδιορισμός τους ως μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης στην ανειρήνευτη πάλη της με τους καπιταλιστές, τα κόμματά τους και το κράτος τους. Αντίθετα, τα συνδικάτα προσδιορίζονται ως εργαλεία για τα συμφέροντα των εργαζομένων στο πλαίσιο της (αστικής) δημοκρατίας (πόσο πιο κοινωνικός εταιρισμός;). Και ως υπόδειξη για τον ρόλο σήμερα των συνδικάτων προστίθεται σε φωτογραφία από το απεργιακό κύμα του '81 το σχόλιο «είχε συμβολή και εκβολή στη μεγάλη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ».
Το άρθρο «Το εργοστασιακό κίνημα» (παλαιότερο κείμενο του Νίκου Μανίκα) προβάλλει ως πρότυπο τον αποκαλούμενο αυτόνομο εργοστασιακό συνδικαλισμό (τέλη του '70 και αρχές του '80) και ταυτόχρονα επιτίθεται στην κλαδική οργάνωση των σωματείων και στην ΕΣΑΚ (τότε συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ).
Ομως η κλαδική οργάνωση δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με την ύπαρξη επιχειρησιακής συνδικαλιστικής οργάνωσης, αλλά αντίθετα και η τελευταία βοηθά στην ενότητα και αποτελεσματικότητα του κλαδικού αγώνα. Η κλαδική οργάνωση αποδεικνύεται αναγκαία για τις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, αφού μέσω αυτής περιορίζεται ο εκβιασμός των εργατών κάθε μεμονωμένου εργοστασίου.
Επιπρόσθετα, υπερασπίζεται σταθερά τη διάδοση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, τη διεύρυνση ενός αγώνα ο οποίος ξεκινά σε έναν εργασιακό χώρο για οξυμένο πρόβλημα π.χ. μαζικές απολύσεις. Βέβαια, η πάλη ενάντια στον συντεχνιασμό, πολύ περισσότερο ενάντια στη λογική της «ταξικής συνεργασίας», είναι διαρκές ζητούμενο με ευθύνη των κομμουνιστών/στριών συνδικαλιστών και άλλων πρωτοπόρων. Το ζητούμενο αυτό αποτυπώνεται και στον συσχετισμό στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος, εργοστασιακού, κλαδικού, σε επίπεδο Εργατικών Κέντρων ή πανελλαδικά.
Το αναφερόμενο έπειτα στα τέλη του '70 και στις αρχές του '80 απόσπασμα του άρθρου: «Βασική αίσθηση μέσα στους βιομηχανικούς εργάτες πως ο συντομότερος δρόμος για την προώθηση λύσεων στα προβλήματά τους είναι η πτώση της δεξιάς και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και εκεί συγκεντρώνουν τις ελπίδες τους», αποκαλύπτει τον εγκλωβισμό των εργατών/τριών στις ουτοπικές θέσεις περί «αυτοδιαχείρισης», για την προώθηση της οποίας χρησιμοποιήθηκε από την τότε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και ο αποκαλούμενος αυτόνομος εργοστασιακός συνδικαλισμός.
Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός και τμήμα των εργαζομένων ενεργοποιήθηκαν και στις τότε αποκαλούμενες προβληματικές επιχειρήσεις, στη φάση απομάκρυνσης των ιδιοκτητών τους και απαλλαγής τους από τα δημιουργημένα χρέη, ενώ την προηγούμενη περίοδο ήταν κερδοφόρες. Η εποπτεία από το καπιταλιστικό κράτος κάποιων επιχειρήσεων ή και των τότε ΔΕΚΟ απλά προετοίμαζε την επόμενη φάση των ιδιωτικοποιήσεων. Η «αυτοδιαχείριση» αποδείχτηκε και στην ελληνική περίπτωση αδιέξοδη. Στην πραγματικότητα προάσπισε τη διαιώνιση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και έσπειρε αυταπάτες στην εργατική τάξη.
Υποστηρίζεται ακόμη στο άρθρο ότι το ΚΚΕ και η ΕΣΑΚ αποκτούσαν πλειοψηφία στα σωματεία σε βάθος χρόνου, εξαιτίας των οργανωτικών τους δυνατοτήτων και μόνο όταν απολύονταν συνδικαλιστές άλλων παρατάξεων, ενώ στην πραγματικότητα το ΚΚΕ και η ΕΣΑΚ ήταν μικρή μειοψηφία. Η ίδια δηλαδή στόχευση, η οποία υπάρχει και στο επαναλαμβανόμενο από τον αστικό και οπορτουνιστικό Τύπο, «Τα σωματεία που ελέγχει το ΠΑΜΕ».
Το άρθρο δεν αναγνωρίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΣΑΚ στους αγώνες της περιόδου (ΛΑΡΚΟ 1977, Σκαλιστήρη, Στασινόπουλος, νόμος 330 κ.α.), δεν αναγνωρίζει τη συσπείρωση εκατοντάδων σωματείων και χιλιάδων εργατών/τριών σε αυτήν και - ξεπερνώντας ηθικές αναστολές προκειμένου να σταθεί ο αντιΚΚΕ συλλογισμός - δεν αναφέρει τους πολλούς απολυμένους και διωκόμενους της ΕΣΑΚ.
Είναι αυτονόητο πάντως ότι οι κομμουνιστικές ιδέες είναι μειοψηφία στον καπιταλισμό, οι αντίθετες ιδέες διοχετεύονται στους εργάτες/τριες με χίλιους τρόπους - ενίοτε μεταμφιεσμένες σε ριζοσπαστικές («να έχει κέρδη η επιχείρηση», «να κοιτάξουμε εδώ τα δικά μας στο εργοστάσιο μακριά από κόμματα», «να υπάρχει μια κυβέρνηση», «ένας ανεξάρτητος να αγαπάει τον τόπο»). Γι' αυτό χρειάζεται οργάνωση και χρόνος (συσκέψεις, ψηφοδέλτια, εξορμήσεις, σχέδιο, κομματική δουλειά) για να αλλάζει αυτή η κατάσταση και για να ανοίγει ο δρόμος της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας. Το άρθρο της ΕΦΣΥΝ βέβαια δεν θέλει ανατροπή, καπιταλισμό θέλει, για την ακρίβεια έναν επινοημένο «αυτόνομο» καπιταλισμό.
Το άρθρο τώρα του Γ. Μαυρή (εκλογικού αναλυτή και εργαζόμενου παλαιότερα για διάφορα μέσα επικοινωνίας από τον ΣΚΑΪ έως την «Αυγή») «Το φοιτητικό κίνημα στην πρώιμη μεταπολίτευση 1974-1981» υποστηρίζει σε γενικές γραμμές ότι η κομματική παρουσία, η οργανωτική δομή και η υπερπολιτικοποίηση (βάζουμε και ένα υπέρ για να πούμε κατόπιν ότι εννοούμε κάτι άλλο) ευθύνονται για την υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, το γνωστό δηλαδή «έξω τα κόμματα, έξω τα συνδικάτα» ή το παλαιότερο «το παν είναι η κίνηση και όχι ο στόχος». Και διανθίζονται όλα αυτά με θέσεις και φράσεις όπως «καλούνταν να πάρουν θέση για το ΝΑΤΟ και τις βάσεις και όχι για τη σχολή», «το οργανωτικό μοντέλο ήταν σταλινικής έμπνευσης... και η ΚΝΕ έλεγχε τα ΔΣ», «το ΚΚΕ εσωτερικού ηγεμόνευσε ιδεολογικά» (άραγε να περιμένουμε σε λίγα χρόνια από την ΕΦΣΥΝ και ένα άρθρο για την ηγεμονία της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στις κινητοποιήσεις κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων;), «Η ΔΑΠ σημειώνει αλματώδη άνοδο και έρχεται στην πρώτη θέση».
Και αναρωτιέται κανείς: Μα πώς έβγαινε πρώτη η «Πανσπουδαστική» (το οποίο δεν αναφέρεται πουθενά) και πώς αυξανόταν η συμμετοχή (το οποίο αναφέρεται, αλλά δεν συνδέεται με την πρώτη θέση της «Πανσπουδαστικής»), αν δεν αγωνιζόταν μέσα στις σχολές; Μα η συμπόρευση εργατικού - φοιτητικού κινήματος, ακόμη και η δολοφονία της φοιτήτριας Σ. Βασιλακοπούλου, δεν άξιζαν μιας αναφοράς στο άρθρο;
Μα δεν επέδρασαν στην υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος η ενσωμάτωση από το ΠΑΣΟΚ, η πολύπλευρη κρίση και διάσπαση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η επικράτηση τελικά του οπορτουνισμού σε αυτό και οι εκτεταμένες αντεπαναστάσεις 1989-'91; Μα δεν είναι εμφανές μετά το '90 ότι σε όποια σχολή εμφανιζόταν η ΚΝΕ, μεταβάλλονταν οι συσχετισμοί και αναζωογονούνταν ο φοιτητικός σύλλογος;
Μα αν η επιρροή της «Πανσπουδαστικής» δεν ήταν ουσιαστική, γιατί «γλύκανε» η καρδιά των φοιτητριών/τών της μεταπολίτευσης - ανεξάρτητα αν σήμερα στηρίζουν το ΚΚΕ - στο άκουσμα ότι η «Πανσπουδαστική» είναι ξανά πρώτη δύναμη;
Ο Κ. Παπαδάκης (δικηγόρος στη δίκη της Χρυσής Αυγής και επικεφαλής της παράταξης «Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα») στο άρθρο «Το αντιφασιστικό κίνημα στα μνημονιακά χρόνια» περιορίζει σε μια σειρούλα την επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης. Ακόμη, γράφει για την ημέρα έκδοσης της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, «αντιφασιστικής διαδήλωσης που καταλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το μήκος της λεωφόρου Αλεξάνδρας και πάλι με απεργίες ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ και Εργατικού Κέντρου Αθήνας» (και εκεί βάζει τελεία ως προς τους μαζικούς φορείς οι οποίοι συμμετείχαν).
Ουδείς από το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ αρνείται τη δράση και άλλων οργανώσεων και ενός ευρύτερου κόσμου κατά της Χρυσής Αυγής, πέρα προφανώς από την εμβληματική στιγμή στον αγώνα κατά της Χρυσής Αυγής, το ανάστημα το οποίο όρθωσε ο Παύλος Φύσσας. Το άρθρο όμως του Κ. Παπαδάκη αρνείται, έστω άρρητα, τη δράση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ.
Ενα google search αρκεί για να δει κανείς τις χιλιάδες δημόσιες παρεμβάσεις, πρωτοβουλίες και πράξεις των ΚΚΕ και ΠΑΜΕ κατά της Χρυσής Αυγής και άλλων φασιστικών μορφωμάτων. Επειτα, όσοι ήταν στο Εφετείο στις 7/10/2020 είδαν τους χιλιάδες διαδηλωτές και απεργούς του ΠΑΜΕ, τη Συντονιστική Επιτροπή Μαθητών, τους φοιτητικούς συλλόγους, τους συλλόγους γυναικών της ΟΓΕ κ.ά. και θυμούνται επίσης να ακούν από τα μεγάφωνα τη φωνή των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ για την εξέλιξη της δίκης.
Το άρθρο - και σωστά - μιλά για την ανάγκη μαζικού αγώνα μέσα από συνδικάτα και συλλόγους. Ουδόλως όμως τοποθετείται - ευθέως τουλάχιστον - στην αναγκαιότητα το εργατικό - λαϊκό μέτωπο πάλης ενάντια στον φασισμό να μην αποκόπτεται από τον αγώνα ενάντια στις ρίζες του, δηλαδή τον καπιταλισμό, ο οποίος μέσω πολιτικών, στρατιωτικών και άλλων δυνάμεων τροφοδότησε την άνοδο της Χρυσής Αυγής σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης και απαξίωσης όχι μόνο της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και της ΝΔ.
Μιλώντας πιο συγκεκριμένα, το ΚΚΕ επιμένει σε αυτό το οποίο έκαναν εργάτες και συνδικαλιστές της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης: Αρχικά, αρνήθηκαν τις προτροπές «να υποχωρήσετε στους εφοπλιστές, να έρθουν δουλειές, να μη βρίσκει έδαφος το ΠΑΜΕ», διότι αν το έκαναν αυτό, η Χρυσή Αυγή θα αποκτούσε ώθηση και πολύπλευρη στήριξη να επιτεθεί στα συνδικάτα σε όλη την Ελλάδα. Αντίθετα, έμειναν στον ταξικό τους προσανατολισμό και στην αντίστοιχη δραστηριότητα, εξέθεσαν τη Χρυσή Αυγή ως όργανο των εφοπλιστών, και συνέβαλαν ουσιωδώς στον αγώνα εναντίον της.
Στο άρθρο, τέλος, του Δ. Καλτσώνη (καθηγητής στο Πάντειο) η ουσία είναι στην καταληκτική του φράση: «Η διεκδίκηση από το αντιπολεμικό κίνημα μιας ανεξάρτητης φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής εκτός στρατιωτικών συνασπισμών». Ο ιμπεριαλισμός και οι διακρατικές καπιταλιστικές του ενώσεις γίνονται αντιληπτές ως μια εξωτερική πολιτική και ως μια στρατιωτική - πολεμική δραστηριότητα, αποσπασμένες από τον εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό οικονομικό - κοινωνικό σχηματισμό.
Αν επεκτείνουμε τον συλλογισμό του άρθρου, μια άλλη κυβέρνηση και συμμαχία μπορεί να αλλάξει αυτή την εξωτερική πολιτική (το «έξω» από τις διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις μόνο υποτίθεται στο άρθρο), να τερματίσει και τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο και να εγγυηθεί ανεξαρτησία. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι και της Ελλάδας τα σύνορα αμφισβητούνται από μέλος - κράτος του ΝΑΤΟ και υπάρχουν γενικότερα ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στους οποίους διεκδικείται η διεύρυνση της επικράτειας ορισμένων κρατών σε βάρος άλλων.
Ασφαλώς, αντιτασσόμαστε, καταδικάζουμε, αναπτύσσουμε πάλη και δείχνουμε αλληλεγγύη ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δίπλα ή πιο μακριά μας, ενάντια στη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετοχή της Ελλάδας και των παιδιών του λαού της σε αυτόν. Αναπτύσσουμε όμως πάλη ταυτόχρονα ενάντια σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και καπιταλιστικές ενώσεις, ενάντια σε όλες τις αστικές τάξεις, εγχώριες και ξένες.
Παρά την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ, η ιδεολογική διαπάλη διεξάγεται σε αντεπαναστατικές συνθήκες και ως εκ τούτου είναι δύσκολη για το Κόμμα μας.
Ας αναλογιστούμε, όμως, και οι εκτός ΚΚΕ, οι εικόνες από το μέλλον που θέλουμε είναι μια ουτοπική επανάληψη της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, οι αυταπάτες του 2012-2015, τα κατεβασμένα κεφάλια των επόμενων ημερών του δημοψηφίσματος, ή οι υψωμένες γροθιές των ντελιβεράδων, των εργατών της COSCO, των ανθρώπων της ΛΑΡΚΟ, και η προοπτική μιας κοινωνίας στην οποία οι μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες της εποχής μας θα καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες;
Το δεύτερο σκέλος προϋποθέτει δουλειά με την επαναστατική στρατηγική, μη εγκλωβισμό στο ένα ή άλλο καπιταλιστικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές του συμμαχίες και προσήλωση στην ταξική πάλη για ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Στο χέρι μας είναι και πριν από όλα στη συνείδησή μας. Κρινόμαστε. Μπορούμε.
Βασίλη ΜΟΣΧΟΥ*
*Ο Β. Μόσχος είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου