Στη
συνέντευξή του στο «Reuters», ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Βιαζόμαστε για να
βρεθούμε σε θέση να εκπληρώσουμε τα ορόσημα στο τέλος του Σεπτεμβρίου,
στις αρχές του Οκτωβρίου, στο προγραμματισμένο Eurogroup, ώστε στο τέλος
του Οκτωβρίου να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση».
Είναι φανερό ότι στο σχεδιασμό της κυβέρνησης είναι να επιταχύνει τις διεργασίες σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της δεύτερης «αξιολόγησης», θέμα που βάζει μετ' επιτάσεως και ο ΣΕΒ, συνολικά το κεφάλαιο στην Ελλάδα.
Άλλωστε, η κατάθεση (πιθανότατα) σήμερα στη Βουλή του πολυνομοσχεδίου με τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα για την πρώτη «αξιολόγηση» και η ψήφισή τους, τις αμέσως επόμενες μέρες, δείχνουν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να προωθήσει με ταχύτητα μεταρρυθμίσεις για τις οποίες δεσμεύεται πρώτα και κύρια απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο.
Το ίδιο ισχύει και με τα μέτρα που προβλέπει η δεύτερη «αξιολόγηση» και κυρίως με τα Εργασιακά. Μπορεί ο υπουργός Εργασίας να ανακοίνωσε ότι η επόμενη συνάντηση με το κουαρτέτο είναι στις 17 Οκτώβρη, ωστόσο, η συνέντευξη του πρωθυπουργού δείχνει ότι καμιά διάθεση δεν υπάρχει να καθυστερήσει η νομοθέτηση των νέων ανατροπών.
Άλλωστε, στην ίδια συνέντευξη, ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε ευθαρσώς ότι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης «δεν θα είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε συμβιβασμό» για τις αλλαγές στα Εργασιακά, κυρίως με το ΔΝΤ, το οποίο η κυβέρνηση παρουσιάζει ως τον «κακό» της υπόθεσης, για να περάσει τα αντεργατικά μέτρα από το παράθυρο του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», το οποίο καλεί το Ταμείο να σεβαστεί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που επιβεβαιώνεται είναι ότι ο χρόνος που διανύουμε δεν είναι «νεκρός» χρόνος για την κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να υπηρετήσει με αποτελεσματικότητα το κεφάλαιο και το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση, από τη μια, διευθετεί εκκρεμότητες που απέμειναν από τον προηγούμενο γύρο της αντιλαϊκής επίθεσης και μεθοδικά σχεδιάζει τον επόμενο, έχοντας ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με το κουαρτέτο για τις ανατροπές στα Εργασιακά.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις διαρροές που έχουν γίνει για το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης. Ετσι, πέρα απ' όλα τα άλλα, κυβέρνηση, ΕΕ και ΔΝΤ φέρονται να συζητούν την αύξηση στο 10% επί του προσωπικού των απολύσεων που μπορεί να κάνει μια επιχείρηση κάθε μήνα και ταυτόχρονα την τυπική κατάργηση του υπουργικού «βέτο» στην έγκριση των ομαδικών απολύσεων.
Σε ό,τι αφορά τον κατώτερο μισθό, για τον οποίο η κυβέρνηση «σκίζει τα ρούχα της» ότι επιδιώκει να επαναφέρει τη συλλογική διαπραγμάτευση, το σενάριο που συζητιέται έντονα είναι να εφαρμοστεί ένα σύστημα αντίστοιχο με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, όπου μια επιτροπή καθορίζει το εύρος των αυξήσεων (ή των μειώσεων) στον κατώτερο μισθό, με βάση την ανεργία, την παραγωγικότητα και άλλους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στη συνέχεια οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφωνούν το ακριβές ποσοστό.
Φαίνεται ότι, παρά το Brexit, η Μ. Βρετανία συνεχίζει να αποτελεί πρότυπο για τις λεγόμενες «βέλτιστες πρακτικές» στην ΕΕ, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι παρόμοιο σύστημα ισχύει σήμερα και με το νόμο Βρούτση, που προβλεπόταν να εφαρμοστεί από το 2017. Επομένως, καμιά επανάπαυση και καμιά αναμονή δεν πρέπει να δείξουν οι εργαζόμενοι. Πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να επιτρέψουν στην κυβέρνηση να τους κουνάει κοροϊδευτικά το δάχτυλο και να τους λέει ότι είναι ευκολότερο τώρα να τους τσακίσει.
Αυτό κάνει ο πρωθυπουργός, όταν, στη συνέντευξή του, λέει ότι «από εδώ και στο εξής, κάθε αξιολόγηση θα είναι καθοριστική, αλλά ευκολότερη από την τελευταία». Στο χέρι των εργαζομένων είναι να τον διαψεύσουν, βάζοντας εμπόδια στα μέτρα που έρχονται, παλεύοντας επιθετικά για την ανάκτηση των απωλειών και τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 23 Σεπτέμβρη του 2016
Είναι φανερό ότι στο σχεδιασμό της κυβέρνησης είναι να επιταχύνει τις διεργασίες σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της δεύτερης «αξιολόγησης», θέμα που βάζει μετ' επιτάσεως και ο ΣΕΒ, συνολικά το κεφάλαιο στην Ελλάδα.
Άλλωστε, η κατάθεση (πιθανότατα) σήμερα στη Βουλή του πολυνομοσχεδίου με τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα για την πρώτη «αξιολόγηση» και η ψήφισή τους, τις αμέσως επόμενες μέρες, δείχνουν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να προωθήσει με ταχύτητα μεταρρυθμίσεις για τις οποίες δεσμεύεται πρώτα και κύρια απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο.
Το ίδιο ισχύει και με τα μέτρα που προβλέπει η δεύτερη «αξιολόγηση» και κυρίως με τα Εργασιακά. Μπορεί ο υπουργός Εργασίας να ανακοίνωσε ότι η επόμενη συνάντηση με το κουαρτέτο είναι στις 17 Οκτώβρη, ωστόσο, η συνέντευξη του πρωθυπουργού δείχνει ότι καμιά διάθεση δεν υπάρχει να καθυστερήσει η νομοθέτηση των νέων ανατροπών.
Άλλωστε, στην ίδια συνέντευξη, ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε ευθαρσώς ότι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης «δεν θα είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε συμβιβασμό» για τις αλλαγές στα Εργασιακά, κυρίως με το ΔΝΤ, το οποίο η κυβέρνηση παρουσιάζει ως τον «κακό» της υπόθεσης, για να περάσει τα αντεργατικά μέτρα από το παράθυρο του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», το οποίο καλεί το Ταμείο να σεβαστεί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που επιβεβαιώνεται είναι ότι ο χρόνος που διανύουμε δεν είναι «νεκρός» χρόνος για την κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να υπηρετήσει με αποτελεσματικότητα το κεφάλαιο και το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση, από τη μια, διευθετεί εκκρεμότητες που απέμειναν από τον προηγούμενο γύρο της αντιλαϊκής επίθεσης και μεθοδικά σχεδιάζει τον επόμενο, έχοντας ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με το κουαρτέτο για τις ανατροπές στα Εργασιακά.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις διαρροές που έχουν γίνει για το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης. Ετσι, πέρα απ' όλα τα άλλα, κυβέρνηση, ΕΕ και ΔΝΤ φέρονται να συζητούν την αύξηση στο 10% επί του προσωπικού των απολύσεων που μπορεί να κάνει μια επιχείρηση κάθε μήνα και ταυτόχρονα την τυπική κατάργηση του υπουργικού «βέτο» στην έγκριση των ομαδικών απολύσεων.
Σε ό,τι αφορά τον κατώτερο μισθό, για τον οποίο η κυβέρνηση «σκίζει τα ρούχα της» ότι επιδιώκει να επαναφέρει τη συλλογική διαπραγμάτευση, το σενάριο που συζητιέται έντονα είναι να εφαρμοστεί ένα σύστημα αντίστοιχο με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, όπου μια επιτροπή καθορίζει το εύρος των αυξήσεων (ή των μειώσεων) στον κατώτερο μισθό, με βάση την ανεργία, την παραγωγικότητα και άλλους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στη συνέχεια οι «κοινωνικοί εταίροι» συμφωνούν το ακριβές ποσοστό.
Φαίνεται ότι, παρά το Brexit, η Μ. Βρετανία συνεχίζει να αποτελεί πρότυπο για τις λεγόμενες «βέλτιστες πρακτικές» στην ΕΕ, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι παρόμοιο σύστημα ισχύει σήμερα και με το νόμο Βρούτση, που προβλεπόταν να εφαρμοστεί από το 2017. Επομένως, καμιά επανάπαυση και καμιά αναμονή δεν πρέπει να δείξουν οι εργαζόμενοι. Πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να επιτρέψουν στην κυβέρνηση να τους κουνάει κοροϊδευτικά το δάχτυλο και να τους λέει ότι είναι ευκολότερο τώρα να τους τσακίσει.
Αυτό κάνει ο πρωθυπουργός, όταν, στη συνέντευξή του, λέει ότι «από εδώ και στο εξής, κάθε αξιολόγηση θα είναι καθοριστική, αλλά ευκολότερη από την τελευταία». Στο χέρι των εργαζομένων είναι να τον διαψεύσουν, βάζοντας εμπόδια στα μέτρα που έρχονται, παλεύοντας επιθετικά για την ανάκτηση των απωλειών και τη συνολική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Παρασκευής 23 Σεπτέμβρη του 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου